ΜΕ «ΚΛΕΨΑΝΕ» ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ
ΜΕ «ΚΛΕΨΑΝΕ» ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ
Περιγραφή
Στο μεταπολεμικό Μεσόβουνο, η όμορφη Ελένη αντιστέκεται σθεναρά σε πολλαπλές απόπειρες «κλεψίματος» από τους νέους του χωριού, μέχρι να συναντήσει τον έρωτα της ζωής της.
Ανήκει στη Συλλογή
10 Podcasts
ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΓΑΠΕΣ
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Νίκη Φωτιάδου
Αφήγηση
- Ελένη Μαυρενά
Δημιουργία Podcast
- Μάγια Φιλιπποπούλου
Σχεδιασμός Ήχου
- Νικόλας Κωνσταντίνου
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Μιχάλης Μπέκος
Με «κλέψανε» και δυο φορές... Να το πω κι αυτό;
Εμείς μείναμε τέσσερα ορφανά κι η γιαγιά μου, πέντε. Ήμασταν έξι γυναίκες και φοβόμασταν μες στο σπίτι. Οι άνδρες, ό,τι κάνουν, άνδρες είναι…
Αυτοί που με κλέψανε οι πρώτοι, αυτοί ήταν κρυμμένοι μέσα στον κήπο. Όπως πηγαίναμε εμείς στο σπίτι, πήδησαν μπροστά μου για να με πάρουνε. Τη φιλενάδα μου την έσπρωξαν κι έπεσε εκεί κι εμένα με πήραν και με πήγαν σε ένα σπίτι μέσα. Ήταν τρεις άντρες κι εγώ μόνη μου.
Αυτός πήγε να κλείσει την πόρτα κι εγώ πήγα στο παράθυρο. Στο παράθυρο επάνω ήτανε γάλα και τέτοια, αλλά εγώ τα έριξα κάτω κι ο άνδρας ήταν εκεί δίπλα μου, έστεκε μαζί μου και τον έδωσα και μια στη μούρη.
Μετά, ήρθε η μάνα μου. Σου λέει: «Κάτι κάνουνε αυτοί, τέτοιες ευκαιρίες ψάχνουνε!» Ήρθε η μάνα μου από το παράθυρο, έσπασε το παράθυρο, έσκισε τη σίτα -ήταν ένα παλιό σπίτι- και με τράβηξε το χέρι και βγήκα έξω. Ο άλλος με τραβάει μέσα, εγώ τραβούσα έξω...
Με πήρε, πήγαμε στο σπίτι. Πήγα εκεί, μια γειτόνισσα ήταν εκεί, πήγα, κρύφτηκα στο σπίτι της. Μπήκα από κάτω από το κρεβάτι και της λέω: «Άμα θα σε ρωτήσουνε: “Η Ελένη εδώ είναι;” Θα πεις: “Όχι!”»
Και μετά, ήρθαν εκείνοι, ήρθε κι ο πατέρας τους, ήρθε κι ο παππούς τους... σου λέει έγινε ό,τι έγινε, ας πάρουμε λόγο κι ας γίνει κάτι. Η γιαγιά μου τους έδιωξε. Η γιαγιά μου λέει: «Εγώ κορίτσι για παντρειά, δεν έχω». Μικρή ήμουνα καλέ, πόσο ήμουνα τότε;
Μετά, με κλέβει ένας άλλος. Πήρε πάλι τρεις άντρες εκείνος κι ήρθε. Από εκεί κοντά με αρπάξανε οι τρεις και με πάνε, είχαν το κάρο πάνω στα μνήματα, με πάνε εκεί απάνω, να με βάλουν στο κάρο να φύγουμε.
Με συνάντησε εκεί ένας γέρος γείτονας. Μου λέει:
«Αυτόν τον θέλεις εσύ, κορίτσι μου;»
«Όχι!»
«Φύγετε από εδώ!» τους είπε, τους έδιωξε. Λέει:«Φευγάτε!» λέει, «Αφού το κορίτσι δε σας θέλει!» λέει, «Τι, με το ζόρι», λέει, «θα το κουβαλάτε;»
Και φύγανε κι έφυγα κι εγώ στο σπίτι μου πάλι.
Μετά, αρραβωνιάστηκα με το Λάζαρο. Ο Λάζαρος με ήθελε κι εγώ τον ήθελα, ας πούμε. Όλα ησυχάσανε.
Ο Λάζαρος κι αυτός ήταν ορφανός. Πηγαίναμε εδώ κι εκεί στα βουνά, στα χωράφια, εδώ κι εκεί. Τον γνώρισα. Παντρευτήκαμε, δεκαοχτώ χρονών ήμουν εγώ όταν παντρεύτηκα και δεκαεννιά ήταν ο Λάζαρος. Εγώ έκανα είκοσι χρονών την Κούλα. Είκοσι χρονών ακριβώς.
Ε, κάτι κάναμε, κάτι κάναμε, κάναμε κι εδώ το σπιτάκι... τσαλτάρια και με λαμαρίνες, σάμπως κάναμε και σωστά σπίτια; Αλλά… πάλι μπήκαμε στη σειρά. Πάλι μπήκαμε στη σειρά.