Η ΑΔΙΚΗ ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΜΟΥ
Η ΑΔΙΚΗ ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΜΟΥ
Περιγραφή
Η εικοσιεπτάχρονη Πηνελόπη βρίσκεται μπλεγμένη σε ένα οικονομικό σκάνδαλο και καταλήγει να καταδικαστεί σε δυόμισι χρόνια φυλακή. Τα όσα ζει δεν την αφήνουν να προχωρήσει στη ζωή της μέχρι και σήμερα.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Οδυσσέας Γραμματικάκης
Αφήγηση
- Η αφηγήτρια ζήτησε ψευδωνυμία
Δημιουργία Podcast
- Ανδρέας Παππάς
Σχεδιασμός Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Είμαι σαράντα εννιά χρονών, έχω υποστεί μεγάλη ταλαιπωρία από μια ιστορία, από τότε που δούλευα σε έναν οικονομικό οργανισμό κι από τότε, δεν μπορώ να ορθοποδήσω στη ζωή μου.
Το 2009 ανακάλυψα ότι στον οικονομικό οργανισμό που δούλευα, είχε σχηματιστεί «πυραμίδα» και κατηγορήθηκα αφού είχα φύγει από την εταιρεία. Επειδή οι άνθρωποι λόγω της οικονομικής κρίσης που ερχότανε, ζητήσανε τα χρήματα και δεν τους τα έδωσε η εταιρεία και τότε έσκασε το σκηνικό. Κι επειδή εγώ τους είχα εξυπηρετήσει στο παρελθόν, πήρε εμένα η μπόρα κι η εταιρεία δε με προστάτευσε καθόλου γιατί ήμουν ένας απλός υπάλληλος της. Οι υπεύθυνοι το είχανε σκάσει στο εξωτερικό. Και βρέθηκα να είμαι κατηγορούμενη για οικονομικό έγκλημα.
Όταν ενημερώθηκα για αυτή την κατάσταση κόντεψα να τρελαθώ, αρνήθηκα να το πιστέψω. Ήτανε 9 Ιούλη του ’09, μου τηλεφώνησαν και μου είπανε ότι διώκομαι για τάδε ευρώ. Στην αρχή νόμιζα ότι ήτανε φάρσα. Κάποιος που μου κάνει φάρσα. Δεν το πίστεψα. Μέχρι το βράδυ, είχα συνειδητοποιήσει ότι είχα μηνύσεις και διάφορα στο όνομα μου κι άρχισα να μπαίνω σε έναν λήθαργο. Δεν έκανα ποτέ αποδοχή του ότι εγώ κατηγορήθηκα για αυτό το θέμα, ποτέ.
Πέρασα ένα εφιαλτικό καλοκαίρι, γιατί περίμενα ότι η εταιρεία θα έδινε τα χρήματα στους ανθρώπους, οπότε οι μηνύσεις θα φεύγανε από πάνω μου. Πράγμα που δεν έγινε. Απ’ τη μια, ήτανε λύτρωση ότι θα πάω στον ανακριτή και θα μιλήσω και θα απαλλαγώ από αυτή την ιστορία. Από την άλλη, ερχόταν κάθε μέρα δικαστικοί επιμελητές να μου φέρνουν μηνύσεις κι αγωγές. Κάθε φορά που χτύπαγε το κουδούνι, ήταν ο τρόμος μου. Ακούω κουδούνι ακόμη και τώρα και φοβάμαι. Παρόλα αυτά, μέχρι να πάω στον ανακριτή ήμουνα σίγουρη ότι τίποτα κακό δε θα μου συνέβαινε, γιατί δεν είχα κάνει κάτι. Ήταν όμως μια τρομερή αγωνία αυτό. Δηλαδή, και μόνο να δέχεσαι μηνύσεις για κάτι που δεν έκανες, που δε γνώριζες… ήτανε τραγικό από μόνο του.
Πήγα στον ανακριτή. Το προηγούμενο βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Ήτανε οι γονείς μου στο σπίτι, θυμάμαι. Το πρωί τους χαιρέτησα και μου είπανε: «Τι ώρα θα επιστρέψεις; Να σε περιμένουμε για φαγητό;» και τους είπα: «Μπορεί να καθυστερήσω σήμερα. Μπορείτε να φάτε μόνοι σας και θα φάω εγώ το απόγευμα. Δεν ξέρω πόση ώρα θα είναι η διαδικασία».
Πάρα πολλές ώρες ανάκρισης. Φαινόταν ότι καταλάβαινε ο ανακριτής αυτό που πραγματικά εγώ περιέγραφα και στο τέλος, μου είπε ότι θα μου δώσει χρόνο για να σκεφτώ. Και λέω μέσα μου: «Πάρα πολύ ωραία. Θα είμαι έξω μέχρι το δικαστήριο. Θα ψάξουν κι εκείνοι τα πράγματα που τους λέω. Κάτι καλό θα γίνει». «Ε για αυτό, σας δίνω την ευκαιρία με την προφυλάκιση να σκεφτείτε καλύτερα». «Τι εννοείτε προφυλάκιση; Τι είναι αυτό που λέτε;» «Ε ναι, μου λέει, θα μπείτε φυλακή μέχρι να γίνει το δικαστήριο».
Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, φεύγει, εγώ έχω μείνει ξερή. Με αστυνομικό να περιμένει να μου βάλει χειροπέδες. Και με βάλανε σε ένα υπόγειο. Ήρθε μια μεγάλη κλούβα, από αυτές που μαζεύει τους εγκληματίες όταν τελειώνουν τα δικαστήρια, και βάλανε κι εμένα μέσα με χειροπέδες. Εγώ, ευγενικά, τους είπα: «Πού μπορώ να κάνω ένα τηλέφωνο; Να τηλεφωνήσω στους γονείς μου, γιατί πραγματικά θα ανησυχούνε». Είχε φτάσει 4 η ώρα κι εγώ, τίποτα. Μου λέγανε: «Όταν φτάσουμε στο Μεταγωγών». «Όταν φτάσουμε στο Μεταγωγών». Ένα πράγμα, έτσι, σαν να γρυλίζουνε.
Είναι εκεί, λέει, το κτίριο που περιμένει κανείς σε ποια φυλακή θα σε βάλει. Έμεινα εκεί τρεις νύχτες κι αποφασίσανε να με στείλουνε στον Κορυδαλλό.
Είχα χάσει τόσο πολύ τον εγκέφαλο μου… Θυμάμαι, μπήκα μέσα και θέλανε να μου κάνουνε σωματικό έλεγχο και μου φαινότανε πολύ περίεργο. Κατάλαβαν οι άνθρωποι ότι είμαι από άλλη ιστορία. Δεν είχα καταλάβει πώς μπήκα, γιατί μπήκα, τι πραγματικά έγινε.
Η μητέρα μου δεν μπορούσε να έρθει να με δει στη φυλακή. Είχε έρθει δύο φορές, γιατί είχε πάντα πίεση και την προστάτευα από το να με δει πίσω από το τζάμι. Είχε έρθει Μεγάλη Τετάρτη να με δει και φεύγοντας εκείνο το βράδυ, που έφυγε από εκεί, είχε στεναχωρηθεί τόσο πολύ που έπαθε το εγκεφαλικό. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως εγώ ήμουνα πίσω από το τζάμι. Ήταν αδιανόητο.
Ήμουνα πάρα πολύ τυχερή και δεν πέθανε τότε η μητέρα μου. Ο εγκέφαλός μου δε θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στο γεγονός ότι μπήκα φυλακή, η μητέρα μου πέθανε, όλο αυτό το γεγονός μαζί.
Στον Κορυδαλλό, ήτανε πιο εξευγενισμένα τα είδη. Υπήρχανε υπάλληλοι τούς οποίους σκέφτομαι με εκτίμηση και σεβασμό. Υπάρχουνε άλλοι αδιάφοροι που λέω: «Τι καημένοι άνθρωποι». Πάντα υπάρχουν απαίδευτοι άνθρωποι οι οποίοι έγιναν σωφρονιστικοί και θεωρούνε ότι έχουνε την εξουσία και φέρονται πολύ άγαρμπα στους ανθρώπους. Υπήρχανε υπάλληλοι σωφρονιστικοί οι οποίοι ζηλεύανε που οι γονείς μου ερχόταν με αγάπη δύο φορές την εβδομάδα να με δούνε. Το έβλεπα στα μάτια τους. Προσπαθούσανε να μου πούνε διάφορα πράγματα, έτσι, να με υποτιμήσουνε, δεν έπιανε αυτό.
Το δικαστήριο ήτανε μια άλλη ταινία. Δεν ασχολήθηκαν καθόλου μαζί μου. Δεν ανοίξανε τα κινητά μου, δεν ανοίξανε τους λογαριασμούς μου. Δεν κάνανε τίποτα από αυτά που έπρεπε να γίνει. Ήτανε μια στημένη ιστορία, γιατί η εταιρεία, η οικονομική εταιρεία που δούλευα, ήτανε πολύ μεγάλη. Ήτανε «προκάτ» η απόφαση, κανονικά. Σαν να είχα μια πλαστική σακούλα που είχε κλείσει στον λαιμό μου και δεν είχα φωνή. Ό,τι και να έλεγα, δεν γινόταν τίποτα. Καταδικάστηκα δυόμισι χρόνια φυλακή, σε αντίθεση με τους άλλους διευθυντές κτλ. οι οποίοι προφανώς ξέρανε και βγήκανε λάδι από αυτήν την υπόθεση.
Αφού δικάστηκα, έπρεπε να πάω στη Θήβα. Θεωρώ ότι όλα τα μέρη που έχουνε φυλακή, είναι κατεστραμμένα μέρη. Δηλαδή, μέρη που δεν έχουνε θάλασσα, δεν έχουνε τουρίστες και πετάνε εκεί τις φυλακές τιμωρητικά, δηλαδή, με ένα πολύ κακό κλίμα. Η Θήβα είχε ένα μαστιγωτικό χειμώνα με υγρασία που τρύπαγε το κόκκαλο σου και καλοκαίρια που σαν να είσαι στην έρημο. Τσιμέντο.
Εκεί ήταν πιο άγρια τα πράγματα, γιατί έμενα σε θάλαμο που ήτανε πάρα πολλές κρατούμενες κι αυτό ούτως ή άλλως ήταν ανελευθερία για εμένα, να μένω φυλακισμένη με ανθρώπους που δεν γνωρίζω, με πολύ περίεργες ιστορίες, τις οποίες δεν ήθελα να ακούσω και δεν ήθελα να μου πούνε και δεν ήθελα να είμαι εκεί.
Θυμάμαι κάθε βράδυ σβήνανε τα φώτα κι ερχότανε με φακούς τιμωρητικά, για να μας δούνε αν έχουμε αποδράσει. Δηλαδή, δεν έχω κοιμηθεί κανένα νορμάλ βράδυ από όλα αυτά που περιγράφω. Σαν να είσαι σε μια σακούλα. Σε έχουνε κλείσει, δεν μπορείς να αναπνεύσεις. Σε ξεκλειδώνουνε 7μιση η ώρα το πρωί, σε κλειδώνουνε πάλι 12 η ώρα το μεσημέρι, σε ξεκλειδώνουνε 3 η ώρα, σε ξανακλειδώνουνε πάλι το βράδυ, κλείδωνε-ξεκλείδωνε. Δε βλέπεις ηλιοβασίλεμα, δε βλέπεις νύχτα, δε βλέπεις μέρα. Είσαι σαν το ποντίκι σε ένα προαύλιο τσιμεντένιο και περπατάς σαν ένα χάμστερ. Αισθανόμουνα ότι ήμουνα ένα χάμστερ, που ό,τι και να κάνω πάλι στο ίδιο σημείο ήμουνα. Είχα απευθυνθεί σε ψυχολόγο, γιατί δεν μπορούσα να το διαχειριστώ μόνη μου κι είμαι ευγνώμων για τη σχέση μου με αυτόν τον άνθρωπο.
Όταν μπει κανείς στη φυλακή, για να βγει έξω πρέπει να κάνει μεροκάματα. Σφουγγάριζα τα πατώματα, είτε ήμουνα σε άλλες δουλειές… σε δουλειά να βρισκόμαστε. Ήτανε μεγάλη απασχόληση για εμένα η δουλειά. Για να περνάει η ώρα. Υπήρξαν διάφορες οργανώσεις οι οποίες είχαν έρθει και μας κάνανε διάφορα πράγματα όπως ζωγραφική, είτε μας έκαναν μαθήματα κοσμημάτων. Παρακολουθούσα όλες αυτές τις δράσεις γιατί θεωρούσα ότι άμα δεν τις παρακολουθήσω, θα τρελαθώ, δεν πέρναγε η μέρα με τίποτα. Προσπάθησα να δημιουργήσω τον μικρόκοσμό μου εκεί μέσα. Δεν ενοχλούσα κανέναν, οπότε δε με ενόχλησε και κανένας.
Έκανα κάποιες φίλες κρατούμενες στον Κορυδαλλό, που τις έχω και τώρα. Με έσωσαν από την τρέλα αυτές. Κι έχω κάνει και δύο φίλες πολύτιμες στη Θήβα, κρατούμενες πάντα. Είναι αληθινές παραβατικές αυτές κι εκτιμώ που το είπανε, το παραδέχτηκαν, μου είπανε τις ιστορίες της ζωής τους. Και θα προτιμούσα να είμαι αληθινή παραβατική από το άλλο που πραγματικά είμαι, μια κοροϊδάρα που δεν ήξερα τι μου γινότανε. Κι έχω να πω ότι με σιγουριά, αν εγώ γνώριζα το κόλπο της εταιρείας κι είχα καταχραστεί τα χρήματα, δε θα είχα μπει ποτέ φυλακή, θα ήμουνα μέρος του συστήματος, μέρος της εταιρείας που τα έφαγε. Θα βρίσκανε κάποιον άλλον να κάψουνε.
Η μέρα που βγήκα από τη φυλακή. Πήρα τους δύο καλύτερούς μου φίλους τηλέφωνο και τους είπα ότι: «Σήμερα έρχεστε Θήβα». Με ειδοποιήσανε από τα μεγάφωνα, γιατί εκεί είσαι ένα όνομα κι ένα επίθετο που σε φωνάζουνε όλη την ώρα. Και δεν το πίστευα ότι θα βγω.
Με τη φυλακή, έτσι τιμωρητική που είναι, δεν αλλάζει κανείς. Σε κάνει να φοβάσαι και να βγαίνεις πιο επιθετικός έξω από ό,τι ήσουν. Εγώ, που δεν ήμουνα φοβισμένη ή επιθετική, έχω φοβία για τον ίσκιο μου τώρα. Μεγάλη προσπάθεια για να μην βγεις χειρότερος από εκεί μέσα. Έχω βγει με διάφορες δυσλειτουργίες. Δηλαδή, δεν μπορώ να πάω σε δουλειά κατά την οποία δεν έχει παράθυρο. Μου κάνει μπουντρούμι. Δεν μπορώ να μείνω σε ένα ισόγειο σπίτι που έχει κάγκελα στα παράθυρα. Μετά τις 8 η ώρα το βράδυ θέλω οπωσδήποτε να βγαίνω έξω, να περπατάω τη νύχτα. Γιατί με κλειδώνανε και δυόμιση χρόνια δεν είχα περπατήσει στη νύχτα. Οπότε ναι, αυτά είναι κατάλοιπα που έχουνε μείνει. Δε νομίζω να φύγουνε και ποτέ, αλλά ζω με αυτά.
Ήμουνα δυόμιση χρόνια στη φυλακή, άδικα. Είμαι πολύ απογοητευμένη από τη δικαιοσύνη. Προσπαθώ να βρω δουλειά. Ζούμε πάλι σε μια χώρα η οποία είναι ρατσίστρια: με το φύλο, με την ηλικία των ανθρώπων, με το χρώμα των ανθρώπων και με το ποινικό μητρώο των ανθρώπων. Όταν δουν ότι υπάρχει ένα ποινικό μητρώο, δε σε παίρνουνε. Αυτή είναι η δεύτερη ευκαιρία που δίνουν στους ανθρώπους.
Θα ήθελα πάρα πολύ να φύγω από αυτή τη χώρα και θα φύγω από αυτή τη χώρα. Δεν υπάρχει λόγος να ζω σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Και για κάποιον που δεν έχει περάσει τις δικές μου ιστορίες, ίσως να ακούγομαι υπερβολική. Εγώ αισθάνομαι μεγάλο τρόμο για όλα αυτά που γίνονται κι εύχομαι να γίνει κάποια αλλαγή, δεν ξέρω τι άλλο να πω. Πραγματικά.