Με λένε Δέσποινα Σαβράνη. Γεννήθηκα το '41. Οι γονείς μου περιμένανε αγόρι και γεννήθηκα κορίτσι. Είχε η μητέρα μου δύο κορίτσια κι εγώ ήμουνα η τρίτη. Δε με ήθελε, ήθελε αγόρι. Με πέταξε στην άκρη.
Παθαίνω βρογχοπνευμονία. Ήρθανε οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Έτυχε εκείνη τη μέρα που εγώ πέθαινα και με περιμένανε, ήρθανε οι Γερμανοί και μπήκαν μέσα στο δωμάτιο. «Τι συμβαίνει εδώ;» Είπε ο μπαμπάς: «Περιμένουμε το παιδί μου, φεύγει, πεθαίνει». «Κάντε στην άκρη. Δώστε μου ένα ξυράφι». Λέει ο πατέρας μου: «Τι θα το κάνεις;» «Το θέλω. Αυτός ήτανε πολύ καλός γιατρός. Πήρε το ξυράφι, «Δώσε μου κι ένα ποτήρι». Το βάζει στο στήθος μου, κάνει δέκα ξυραφιές στο στήθος, το βάζει στο ποτήρι, το στρίβει, γέμισε αίμα. Μαύρο αίμα. Το κρυωμένο αίμα έφυγε. Ανοίξαν τα μάτια μου κι αφού είδε ο γιατρός ανοίξανε τα μάτια μου: «Το παιδί πάει καλά». Τότε είπε στους Γερμανούς: «Φέρτε τα πάντα. Κρέμες, αλεύρια, τα πάντα, τα πάντα, μέχρι σόμπα να ζεσταίνεται το παιδί. Πανί για να το τυλάει η μητέρα του, τρέμει το παιδί κι είναι γυμνό». Τόπια. Τα φέρανε οι άνθρωποι. Έγινα καλά. Και μαζί με εμένα, αυτά που φέρανε οι Γερμανοί, τρώγανε και τα δύο κορίτσια.
Μετά από έναν μήνα γύρισε ο Γερμανός και λέει: «Θανάση, μου το δίνετε το παιδί, το κορίτσι αυτό που έκανα καλά να το πάρω, να το υιοθετήσω, να το πάρω στη Γερμανία;» Λέει ο πατέρας μου: «Όχι, δεν μπορώ να το δώσω». Φύγανε οι Γερμανοί.
Ο μπαμπάς μου με αγάπαγε πάρα πολύ. Πήγε στον γιατρό και λέει: «Το παιδί έχει πάθει φυματίωση, Θανάση. Πρέπει να τρώει το αυγουλάκι του από την κότα. Να μην το βράζεις, ωμό. Πρέπει να του παίρνεις κρεατάκι μοσχάρι τόσο, να το φτιάχνεις και να το τρώει, γιατί άμα δεν τα κάνεις αυτά, θα πεθάνει». Ερχότανε ο μπαμπάς, με ξύπναγε 1 η ώρα τη νύχτα, μου έκανε έτσι, ένα ποτήρι γάλα, το έπινα. «Τώρα», μου λέει, «κοιμήσου». Σηκωνόμουν το πρωί, τον βλέπω με ένα αυγό, δύο τρυπούλες, μία τρυπούλα πάνω και μία τρυπούλα κάτω. «Άνοιξε το στόμα σου. Ρούφα τώρα. Ντάξει. Σταματία, σήκω», έλεγε στην αδερφή μου τη μεγάλη, «να το βάλουμε στο κοφίνι, να το ζυγίσουμε, να δούμε, χάνει κιλά ή παίρνει;» Γιατί είπε ο γιατρός του μπαμπά: «Αν χάνει, δεν πάμε καλά». Έπαιρνα, γινόμουνα καλύτερα, γιατί με τάιζε κρυφά. Η μαμά ήτανε στα χωράφια, δεν το έβλεπε. Άμα με έβλεπε, θα με άφηνε νηστική.
Μεγάλωσα, δεν ξέρω πόσο πήγα. Από το χωριό με πήρε και με πήγε στο Ηράκλειο και με πήγε σε τρία σπίτια, υπηρέτρια. Τα δύο κορίτσια τα είχε κοντά της. Εγώ περίσσευα. Εγώ στεναχωριόμουνα. Ήθελα τη μάνα μου και τον πατέρα μου κοντά. Αυτό δε γινότανε.
Η κυρία μου μου έλεγε: «Στρώσε το τραπέζι να φάμε. Εσύ, κοπέλα μου, δε θα φας μαζί μας, είσαι υπηρέτρια». «Τι πάει να πει “υπηρέτρια;”» της λέω. «Είσαι πολύ φτωχιά και πας σε σπίτια και καθαρίζεις και θα τρως στην κουζίνα». «Α εντάξει», είπα εγώ. Φάγανε εκείνοι, τους έβλεπα που τρώγανε, τα σάλια μου τρέχανε. Φάγανε, μου λέει: «Μάζεψε το τραπέζι». Το μαζεύω το τραπέζι, πάμε στην κουζίνα, παίρνει ένα πιάτο, παίρνει την κατσαρόλα όπως ήτανε, τα κάτω-κάτω ό,τι είχε η κατσαρόλα, μου τα έβαλε. Λες κι ήμουνα γουρούνι. Εγώ δε μίλησα, πήρα ένα κουτάλι, τα έφαγα εκεί.
Μου λέει: «Θα πλένεις τα πιάτα 1 η ώρα τη νύχτα». «Γιατί;» λέω, «τη νύχτα;» «Έτσι κάνουν οι υπηρέτριες». 1 η ώρα εγώ να νυστάζω, πλένω πιάτα. «Μετά θα κάνεις και μπουγάδα». «Τι είναι “μπουγάδα;”» «Θα πλένεις τα ρούχα στη σκάφη», δεν υπήρχαν πλυντήρια. Έπλενα ρούχα. Την ημέρα να σφουγγαρίσω τα δωμάτια. Νύχτα-μέρα αν κοιμόμουνα δυο ώρες, δε θυμάμαι.
Τέλος του μηνός έπρεπε να πληρωθώ. Aνοίγω την πόρτα, βλέπω τη μαμά μου. Eγώ χάρηκα που βλέπω τη μαμά μου. Δε με ακούμπησε, να μου κάνει ένα χάδι, να με πάρει μια αγκαλιά, ούτε να μου πει: «Τι κάνεις παιδί μου». Μου είπε μόνο: «Πού είναι η κυρία σου;» «Από κει». Φεύγει και πάει από εκεί που της είπα, πήγε, πήρε τον μισθό κι έφυγε από την άλλη πόρτα. Εγώ περίμενα να περάσει μπροστά μου, να με χαιρετήσει. Δεν έγινε αυτό. Έφυγε.
Μόλις πέρασαν τρία χρόνια, μου λέει η κυρία μου: «Θα πάρουμε άλλη κοπέλα», λέει, «θέλουμε να πάρουμε πιο μεγάλο κορίτσι». Ήμουνα στα δέκα; Ψάχνει η μάνα μου, βρίσκει άλλο σπίτι, με πάει σε άλλο σπίτι, πιο ζόρικο. Είχε μωρό αυτή. Να βαστάω το μωρό, να πηγαίνουνε θέατρο, να θέλουν να πλένω… Με λίγα λόγια, πάρα πολλή κούραση. Με πήγε σε τρία σπίτια. Λεφτά στα χέρια μου… πράσινα ήταν τα λεφτά; Κόκκινα ήτανε; Δεν τα είδα ποτέ μου. Τα έπαιρνε εκείνη τα λεφτά μου και τάιζε τα παιδιά της. Τάιζε τα παιδιά της. Εμένα δε μου έλεγε: «Τι κάνεις παιδί μου, έλα να σε πάρω μια αγκαλιά». Δε μου μίλαγε.
Τελείωσαν οι υπηρέτριες. Πήγα πάλι στο χωριό. Ήρθε και με πήρε να με πάει στο χωριό. «Τώρα Δέσποινα», μου λέει, «θα πάμε στην Κάκη Ράχη». Η Κάκη Ράχη είναι ένα χωράφι μεγάλο κι ήτανε γεμάτο πέτρες. «Θα παίρνεις όλες τις πέτρες, θα τις βάζεις στο στήθος σου εδώ και θα τις πηγαίνεις επάνω στην άσφαλτο». «Ναι, μαμά». Εγώ έκανα εκείνο που έλεγε η μαμά, σήκωνα τις πέτρες. Μια στιγμή, εγώ δίψασα. Δεν είχαμε νερό. «Μαμά, διψάω». «Τι να σου κάνω; Κάνε έναν λάκκο να βρεις νερό». Κάνω με τα δύο μου τα χεράκια έναν λάκκο κι είχε μέσα σκουλήκια κόκκινα. Μου λέει: «Θα πιείς από εκεί νερό». Έλα που εγώ έσκαγα! Κι έβαλα το μουτράκι μου, τη μούρη μου κι ήπια νερό με τα σκουλήκια. Μέχρι εκεί φτάσαμε.
Μετά από εμένα που γεννήθηκα, γεννηθήκανε δυο αγόρια. Ήμαστε πέντε κορίτσια και τρία αγόρια. Αλλά τα μεγάλα κορίτσια, δεν τα έβγαζε έξω . Τα δύο τα κορίτσια τα μεγάλα, τα είχε μέσα και πλέκανε, αλλά η τρίτη πρέπει να πάει στα χωράφια. Ο ήλιος εκεί με έκαιγε. Και δουλεύαμε και δουλεύαμε και πεινάγαμε και πείναγα και πείναγα…
Αφού μεγάλωσα λίγο, με έστειλε στην Αθήνα κι έμεινα στου μπαμπά μου την αδερφή. Λέει η θεία μου: «Πρέπει να δουλέψεις, Δέσποινα». Πήγα Αραχώβης 11 στην Αθήνα κι έβγαλα μια κάρτα ανηλίκων. Και μου είπανε: «Κορίτσι μου, είσαι φυματικιά. Κι έχεις μια μεγάλη σκιά στον πνεύμονα». Ήμουν δεκαεπτά χρονών. Παρόλο που είχα την πάθηση αυτή, με πήρανε. Πακετάρισμα. Έπρεπε να βγάλω 1.800 κουτιά, να τα γεμίσω για να βγάλω το μεροκάματο. Εάν δεν τα έβγαζα, μου κόβανε μισθό.
Δούλεψα εφτά χρόνια. Αυτά τα εφτά χρόνια που δούλεψα, πληρωνόμουνα και τα έδινα όλα στη μαμά. Παρόλο που εκείνη μού τα έπαιρνε τα λεφτά, όταν ήμουνα υπηρέτρια εγώ συνέχιζα να της τα δίνω. Κάθε Σάββατο έλεγα: «Μαμά, πάρ’ τα», «Μαμά, πάρε την πληρωμή μου». Η Σταματία κι η Μαρία δε δίνανε λεφτά, οι αδελφές μου. Εγώ τα ‘δινα όλα.
Ο μπαμπάς στο νοσοκομείο. Έπαιρνα το λεωφορείο και σταμάταγα στο Κρατικό. «Μπαμπά! Μπαμπά, τι κάνεις μπαμπά;» «Παιδάκι μου, πώς είσαι έτσι; Κατάχλομη είσαι. Δεν τρως; Το στόμα σου, παιδί μου, βρωμάει κρεμμύδι». «Κρεμμύδι βρήκα κι ένα ξεροκόμματο και το ‘φαγα. Η κατσαρόλα, την άνοιξα, έτσι, άδεια ήτανε». Δεν έβλεπα φαγητό ποτέ.
Πέθανε ο μπαμπάς μου, το '60. Το άτομο που με αγαπάει. Έχασα τον πατέρα που με αγαπούσε και με προστάτευε και με τάιζε. Έκλαψα πολύ, δεν ήθελα να φύγω από τον τάφο. Έκατσα στο μνήμα, φύγανε όλοι και μου έλεγε η Σταματία κι η Μαρία: «Καλά, εδώ θα ξημερωθείς;» «Φύγετε», λέω, «όλοι. Φευγάτε όλοι. Εγώ θα καθίσω εδώ, στον μπαμπά. Στον πατέρα μου θέλω να κάτσω όλη τη νύχτα». Με πήρανε πια, με σηκώσανε και με τραβήξανε. Την άλλη μέρα πάλι, λέω: «Θα πάω στον μπαμπά». Λέει η μάνα μου: «Τι θα πας μωρέ; Πέθανε ο πατέρας σου. Τελείωσε».
Γνώρισα τον άντρα μου κι άλλαξε η ζωή μου τελείως. Πέρασα πάρα πολύ καλά, έφαγα ψωμί στα χέρια του. Με τον άντρα μου έγινε προξενιό. Είχα έναν γαμπρό, τον λέγανε Αντώνη. Μου έφερε ο Αντώνης, ο γαμπρός μου, τον Τάκη. Ντυμένος, με τη γραβάτα του, με την καμπαρντίνα του, ωραία ντυμένος. Αφού μου λέει ο Αντώνης ότι είναι καλός άνθρωπος... Μου τον ξαναφέρνει πάλι την άλλη μέρα, μιλήσαμε. «Δέσποινα», μου λέει ο Τάκης, «να πάμε σινεμά;» Του άρεσε πολύ το σινεμά και το θέατρο. Με πήρε, πήγαμε σινεμά κι αργήσαμε λίγο. Δηλαδή ήτανε 1 η ώρα;
Μου λέει η μάνα μου: «Γιατί ήρθες 1 η ώρα;» Πάει και λέει του Μιχάλη: «Μιχάλη, Λάμπη, Νίκο, η αδερφή σας τέτοια ώρα ήρθε, μαζεύτηκε. Γυρνάει». Λέω: «Δε γυρνάω. Με τον Τάκη ήμουνα. «Δεν ξέρω», λέει, «εγώ. Δεν κατέχω τέτοια», λέει η μάνα μου. Βάζει τον Μιχάλη και τον Νίκο και λέει: «Κάντε τη μαύρη στο ξύλο!» Φοβήθηκα. Μαζεύτηκα. Μόλις τους είδα... Ήρθανε και πέφτανε αμέσως απάνω μου. Κι εγώ έγινα ένα κουβάρι. Τι να κάνω. Κι έτρωγα το ξύλο. Χαστούκια ο Μιχάλης, χαστούκια ο Νίκος, χαστούκια ο Λάμπης. Τρία παιδιά να με δέρνουνε και να με κάνουνε μελανή. Την άλλη μέρα, λέω: «Παναγία μου, πώς θα πάω στη δουλειά;» Πάω στη δουλειά να δουλέψω. «Τι έπαθες, Δέσποινα;» «Έπεσα», λέω, «από τις σκάλες». Το καταλάβανε οι άνθρωποι.
Ήρθε ο Τάκης να με δει. Πιάνει τον Μιχάλη: «Αν θα ξανακουμπήσετε χέρι στη γυναίκα μου, αλίμονό σας! Θα σας καθαρίσω και τους τρεις! Ντροπή σας! Φτου σας! Ντροπή σας! Κι εσύ», της λέει, «εσύ που τα έβαλες τα παιδιά σου, δεν ντρέπεσαι; Παλιόγρια!»
Αρραβωνιαστήκαμε και μου λέει ο άντρας μου: «Θα παντρευτούμε, Δέσποινα». Λέω: «Μαμά, να σταματήσω έναν μήνα, να μη σου δίνω, να πάρω λίγα ρούχα που δεν έχω τίποτα, και πώς θα παντρευτώ;» «Τι λες καλέ; Είσαι με τα καλά σου; Τι θα φάνε τα αδέρφια σου;» «Καλά, από μένα περιμένετε συνέχεια; Δε χόρτασες εφτά χρόνια που δούλευα και στα έδινα όλα;» Κανείς δεν πήγε υπηρέτρια. Κανένα παιδί από τα οχτώ παιδιά. Μόνο εγώ υπηρέτρια, εγώ στα χωράφια. Εγώ περίσσευα.
Τα παιδιά μου, αγάπησε πάρα πολύ τη Μαίρη. Κι όταν έμεινα έγκυος τον γιο μου, μου λέει: «Έμεινες έγκυος, γιατί να μείνεις έγκυος;» Λέω: «Ρε μαμά, τι είναι αυτά που λες;» «Θα κάνεις παιδί τώρα και θα αφήσουμε τα χάδια της Μαιρούλας;» Δεν ήθελε να κάνω άλλα παιδιά. Κάνω τον γιο μου, ήθελε ο άντρας μου να κάνω άλλο ένα. Μου λέει η μάνα μου: «Πήγαινε βγάλ’ το. Ρίχ’ το. Δύο παιδιά πώς θα τα καταφέρεις, δύο παιδιά;» και πάω και το ρίχνω το τρίτο. Ενώ ο Τάκης, μου λέει: «Γιατί το έβγαλες;» μου λέει, «ήθελα τρία παιδιά ήθελα εγώ. Γιατί το έβγαλες;» Το μετάνιωσα, βέβαια.
Που λέγανε ότι απ' τη μάνα παίρνεις. Δεν το πιστεύω αυτό. Η μάνα μου, η δικιά μου, δε μου φέρθηκε καθόλου καλά εμένα. «Εγώ αισθάνομαι μία αγάπη απέναντί σου, σ' αγαπάω πολύ. Είσαι μάνα μου». «Αλλά εγώ όμως, αισθάνομαι μίσος», μου ‘λεγε. «Δε σε θέλω». Τυραννία. Μου το έλεγε καθαρά: «Δε σ' αγαπάω». Εγώ το μίσος που μου είχε η μάνα μου, το εντελώς αντίθετο είχα στα παιδιά μου. Αγάπη. Αγαπούσα πάρα πολύ τα παιδιά μου. Πάρα πολύ.
Στα χέρια μου έπεσε. «Έλα, Δέσποινα, η μάνα σου έπαθε εγκεφαλικό, στο Τζάνειο είναι». «Αμάν! Η μάνα μου; Τάκη, φεύγω!» «Πού πας;» «Η μαμά έπαθε εγκεφαλικό!» Έτρεχα κι έτρεχα κι έκλαιγα. Έκλαιγα. Η μαμά έπαθε εγκεφαλικό. Πάω, βλέπω τη μάνα μου χάλια. «Μαμά, τι κάνεις; Μαμά, τι κάνεις;». Και την ώρα που πήγαινα και τη χάιδευα στο δωματιάκι της, ήτανε μαραμένη, λέω: «Μανούλα μου, δεν είσαι καλά μανούλα μου ε;» «Ποια είσαι;» «Η Δέσποινα είμαι. Μανούλα μου», λέω, «μην πάθεις τίποτα. Μην πεθάνεις».
«Δέσποινα…» «Τι είναι μαμά;» «Συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με. Την ευχή μου να 'χεις», μου έλεγε πριν κλείσει τα μάτια της. Αυτά που μου έχει κάνει, μου ζήτησε συγνώμη την ώρα που πέθαινε. Και τη χάιδεψα από το μέτωπο και πήγε κάτω. Έβαλα την παλάμη μου, της έκλεισα τα μάτια.