Ονομάζομαι Παναγιώτης Περάκης. Ξεκίνησα από του Σκαραμαγκά. Πήγαινα σχολείο εκεί πέρα και δούλευα, ταυτοχρόνως, στο ναυπηγείο του Σκαραμαγκά, ηλεκτροσυγκολλητής μαθητευόμενος. Δούλεψα τουλάχιστον τέσσερα χρόνια στον Σκαραμαγκά. Έφυγα το ‘80 κι ο λόγος ήτανε ότι τότε πουλήθηκαν τα ναυπηγεία κι οι καινούργιοι ιδιοκτήτες διώχνανε το προσωπικό κι έτσι, αναγκάστηκα κι εγώ να φύγω. Κι ήρθα στο Πέραμα, στη Ζώνη του Περάματος.
Δούλεψα σε διάφορα μαγαζιά, μηχανουργεία και τα λοιπά. Από κει ξεκίνησα όμως να φύγω μετά, γιατί είχα βγάλει το φυλλάδιο, να ταξιδέψω. Και πήγαινε στη Γιουγκοσλαβία και Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας πετρέλαιο. Όμως, υπήρχαν και κάποιες δεξαμενές, στις οποίες έβαζαν βενζίνη. Αυτό ήταν παράνομο. Το έμαθα στη Γιουγκοσλαβία από έναν Γιουγκοσλάβο ο οποίος ήξερε ελληνικά και του είπα: «Γιατί δε φορτώνουμε μέχρι πάνω το καράβι;» Και μου είπε ότι υπήρχαν κάποιες δεξαμενές στις οποίες έβαζε βενζίνη. «Βλέπεις αριστερά; Πήγαινε να δεις που έχει τάπες ξύλινες».
Το πρώτο πράγμα ήταν που πήγα κι έπιασα τον καπετάνιο και το πλήρωμα και τους είπα αυτό το πράγμα: «Το ξέρετε εσείς; Είστε γνώστες;» Και μου είπαν ότι το ξέρουν. «Έχετε εμπιστοσύνη;» λέω. Και πού ξέρω εγώ αν δε γίνει ένα συμβάν και τιναχτούμε στον αέρα; Δεν μπορώ να κάτσω εγώ στο καράβι». Κι έτσι, έφυγα από την εταιρία. Κακήν κακώς.
Και πήγα σε μία άλλη εταιρεία, στο καράβι, σ’ ένα φορτηγό. Το πήρα το καράβι από το Άμστερνταμ. Από κει ταξιδεύαμε και φορτώναμε ζάχαρη, καλαμπόκι, σιτάρι.
Πηγαίναμε Βραζιλία, Κολομβία, Βενεζουέλα, Χιλή κι Αργεντινή. Μία χαρά ήταν όλα, ήμουν τρίτος μηχανικός. Όμως, είχα ένα συμβάν. Ένα ατύχημα, ας το πούμε έτσι.
Περνάγαμε τη γέφυρα του Παναμά και πηγαίναμε για Χιλή. Ήταν γύρω στα δώδεκα μποφόρ. Κατεβαίνοντας για τη Χιλή, ήταν κάποιος βάρδια δόκιμος ο οποίος -δεν ξέρω για ποιον λόγο, ίσως αμέλεια, δεν ξέρω τι- είχε βάλει την πόρτα ασφαλείας και την είχε αφήσει ανοιχτή κι είχε βάλει και τον γάντζο. Όταν έπιασα βάρδια εγώ που ήμουν στη μηχανή, μπαίνανε τα νερά από πάνω από την πόρτα, μπαίνανε μέσα και πέφτανε στο μηχανοστάσιο.
Βράδυ, 1 η ώρα. 1 η ώρα, δεν υπήρχε τίποτα. Σκοτάδια. Δεν έβλεπες τίποτα. Χάος. Αναγκάστηκα να βγω στην κουβέρτα, στο κομοθέσιο, και να την κλείσω πόρτα. Όμως, είχαμε πολύ μεγάλο καιρό, τον είχαμε τον καιρό από δεξιά, κατεβαίνοντας τον Ειρηνικό. Υπολόγιζα ότι θα προλάβω για να βγάλω, να κλείσω την πόρτα. Όμως, δυστυχώς, δεν το υπολόγισα καλά κι έτσι το κύμα με πήρε μαζί του! Και πιάστηκα από τη σκάλα που ανεβαίνεις στο δεύτερο deck.
Έβλεπες σαν μία χαράδρα, τουλάχιστον εκατό μέτρα, να έρχεται έτσι και να έχει ένα κενό, ας πούμε κι ένα μικρό καραβάκι, μία παντόφλα να είναι εκεί πάνω και να παίζει, έτσι; Κι εσύ να προσπαθείς να σωθείς, γιατί σκεφτόμουν διάφορα πράγματα στην Ελλάδα. Τους ανθρώπους εδώ πέρα, τους δικούς μου. Όλα αυτά μου ερχόντουσαν στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή και προσπαθούσα κι έλεγα: «Βοήθησε με Άγιε Νικόλα, να σωθώ!»
Το καράβι γύρναγε στην αριστερή μεριά. Τότε πήγα κι έβγαλα τον γάντζο κι έκλεισα την πόρτα ασφαλείας. Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκαν όλοι, βγήκαν έξω, γιατί εγώ πήγα κι έπιασα τον καπετάνιο, τον πρώτο μηχανικό… Τους σήκωσα όλους, κινδυνεύανε. Κινδύνευε το καράβι. Δεν ήταν μόνο ότι θα πνιγόμουν εγώ. Μιλάμε τώρα ότι το κύμα έφτανε πάνω στη γέφυρα. Έμπαινε μέσα από την πόρτα και θα γέμιζε το μηχανοστάσιο νερά και θα βουλιάζαμε.
Από εκείνη τη στιγμή όμως, εγώ είχα τρομοκρατηθεί κι είχα φοβηθεί. Κι έτσι αναγκάστηκα να πω στον καπετάνιο και στην εταιρεία ότι μόλις φτάσουμε στο πρώτο λιμάνι, το οποίο ήταν η Νέα Υόρκη, εγώ θα ξεμπαρκάρω και θα φύγω. Έτσι ακριβώς κι έγινε. Τη θάλασσα από εκείνη τη στιγμή… Δεν ξαναμπάρκαρα γιατί φοβήθηκα κι έτσι, αναγκάστηκα να δουλεύω στη Ζώνη του Περάματος.
Υπήρχε μία εταιρεία με χρωματισμός, ματσακονισμούς πλοίων κι έγινα συνέταιρος εκεί πέρα, σε αυτή την εταιρεία. Εκεί ήταν και το δεύτερό μου ατύχημα.
Κάναμε ματσακονισμό στο καράβι «Άγιος Γεώργιος» κι ήμουν στην πλώρη. Εκεί, υπήρχε ένα συνεργείο, το οποίο κόλλαγε κι είχαν κολλήσει από τη μία μεριά κι από την άλλη κι είχαν βάλει μαδέρι. Μόλις τελειώσανε, πήγα εγώ εκεί πέρα να χτυπήσω αυτό το κομμάτι ματσακόνι και μόλις τελείωσα, έσπασε η γωνία κι έφυγα μαζί με το μαδέρι.
Όταν έπεσα κάτω, αυτό που θυμάμαι ήταν ότι ήρθαν από πάνω μου και μου λέγανε: «Είσαι καλά;» «Είσαι καλά;» Και τους λέω: «Εντάξει, καλά είμαι. Δεν έχω τίποτα». Σηκώθηκα και τουλάχιστον πήγα γύρω στα δέκα μέτρα κι εκεί, λιποθύμησα. Και με πήραν μετά και με πήγανε στο Κρατικό.
Ήμουν τυχερός γιατί πάνω στο μαδέρι βρήκε κάπου κι έτσι, ήταν… Παλαντζάρισε κι έτσι, έπεσα μόνο εκτός σιδήρων και κάτι πέτρες που υπήρχαν εκεί πέρα κι έτσι, γλίτωσα τη ζωή.
Αυτό έγινε ‘88 περίπου; Από εκεί και πέρα δεν υπήρχαν τα ματσακόνια. Το ‘90, κάπου εκεί είχαμε τα gear picker. Άλλα μηχανήματα, πιο ασφαλή. Οι συνθήκες για να δουλέψεις ήταν ασφαλείας, ας πούμε, δεν κινδύνευε η ζωή σου, να κρέμεσαι. Υπήρχε το μηχάνημα, σ’ ανέβαζε μέχρι εκεί πάνω, ας πούμε, και δούλευες άψογα κι ασφαλής.
Κάποια άλλη στιγμή, είχε γίνει μία έκρηξη κι ήταν τουλάχιστον εκατό μέτρα στο ύψος. Αλλά δε φαντάστηκα ότι ήταν άνθρωπος αυτός… Ήταν τόσο μικρός και με ανοιχτά χέρια και με ανοιχτά πόδια, στριφογύριζε. Νόμιζα ότι ήταν κάτι άλλο και πετάχτηκε έτσι από την έκρηξη…
Πήγαμε κι εμείς εκεί πέρα να δούμε τι ακριβώς συνέβη. Κι είχε γίνει μία έκρηξη σ’ ένα σκάφος που έκανε επισκευή. Είδα το καράβι το οποίο είχε ανοίξει στα δύο, η δεξιά μεριά, κι ήταν σαν μπαλόνι να το έχουνε φουσκώσει. Είχανε φουσκώσει οι λαμαρίνες. Και ψάχναμε να βρούμε τους εργαζόμενους που είχαν τραυματιστεί. Άλλοι ήταν καμένοι, είδαμε μες στη θάλασσα άτομα κομμάτια και το άλλο το παιδί που ψάχναμε να βρούμε που το είδαμε και γύρναγε έτσι, βρέθηκε σε ένα άλλο ναυπηγείο. Βέβαια, νεκρός.
Από ό,τι άκουσα εκεί από τους εμπειρογνώμονες κι αυτό ότι έγινε λόγω του ότι κάνανε βαφές μέσα στις δεξαμενές και δεν είχε γίνει gas free. Κάποιοι εργαζόμενοι περπατάγανε πάνω στην κουβέρτα με σίδερο στα παπούτσια κι έγινε στατικός ηλεκτρισμός και για αυτό έγινε η έκρηξη. Κι οι εργαζόμενοι που ξέρω, τα παιδιά τα οποία τα βλέπω τώρα κι ήταν στο ατύχημα, τα χρώματα είχαν πιάσει στο πρόσωπό τους. Έχουν μπει μέσα και δεν έχουν βγει ακόμη.
Μέτρα ασφαλείας δεν υπήρχαν, όσα λέει το κράτος, ας πούμε, και το Σωματείο. Έχουν γίνει πάρα πολλά ατυχήματα στο Πέραμα στη Ζώνη και πιο παλιά είχαν γίνει κάποια άλλα ατυχήματα στα οποία έχουν σκοτωθεί τουλάχιστον καμιά εικοσαριά άτομα. Οι δηλωμένοι που έχουν σκοτωθεί, βέβαια, μπορεί να ήταν πέντε-έξι άτομα, αλλά ήταν κι άλλοι οι οποίοι τους έφαγε το σκοτάδι. Αλλοδαποί, έτσι…
Τώρα οι συνθήκες είναι πολύ καλές. Πιο παλιά υπήρχε αδήλωτη εργασία.
Χρηματιζόντουσαν οι αρχές. Δεν μπορείς να μπεις τώρα, αυτή τη στιγμή, πρέπει να έχεις άδεια, να έχεις ταυτότητα και χίλια-δυο πράγματα. Δεν μπορείς να μπεις έτσι. Άρα, έχει εξαλειφθεί αυτό το πράγμα της μαύρης εργασίας κατά 99%.
Τώρα έχω καταθέσει για τη σύνταξη, περιμένω να μου ολοκληρωθεί. Δεν ανταποκρίνεται στην εργασία που έχουμε κάνει κι αυτά που έχουμε περάσει κι αυτά που μας έχουν μείνει στην υγεία, έτσι; Αλλά τουλάχιστον, ας ξεκουραστούμε λιγάκι.