Γνωριστήκαμε όταν ήμουν δεκαέξι χρονών, μια Κυριακή πρωί, που ήρθε σαν γραμματέας στην κοινότητά μας κι ήρθε να γνωρίσει το χωριό και συναντηθήκαμε έξω από την εκκλησία.
Ένιωσα κάτι περίεργο. Ήμουν παιδί, το αγοροκόριτσο του χωριού. Κι ούτε στο μυαλό μου, ούτε έρωτες, ούτε τέτοια πράγματα δεν περνούσαν. Όταν είδα τον Δαμιανό όμως, κάτι άλλαξε μέσα μου και δεν μπορούσα να καταλάβω τι είναι. Από εκεί και μετά, δεν έβγαινε απ' το μυαλό μου καθόλου.
Ήθελα να τον συναντήσω κι έφυγα από το σχολείο, για να προλάβω το λεωφορείο που έρχεται στο χωριό, για να τον δω. Κι έτσι συναντηθήκαμε, μπήκαμε μέσα στο λεωφορείο, καθίσαμε στο ίδιο κάθισμα, μου έβγαλε το εισιτήριο --ευγενέστατος-- και με ρωτούσε εκεί για το σχολείο. Και κάποια στιγμή, μου λέει: «Μάρω, θες να κάνουμε σχέση;» Εγώ άρχισα να τρέμω ολόκληρη! Μου 'ρχοταν να πέσω στην αγκαλιά του, αλλά… φόβος! Ήμουν παιδί ακόμα. Μπορεί το σώμα μου να ένιωθε ότι έγινα γυναίκα, αλλά η καρδιά μου και το μυαλό μου ήτανε παιδικά και φοβόμουν. Πέρα ότι φοβόμουν την οικογένεια μου, γιατί τα χρόνια ήταν διαφορετικά, δεν ήταν τα κορίτσια ελεύθερα, όλα.
Επί δύο συνεχή χρόνια προσπαθούσε, εγώ φυσικά αρνιόμουν… ώσπου στο τέλος, έγινε μια παρεξήγηση κι έπαψε να με κυνηγάει. Στο διάστημα αυτό, αρραβωνιάστηκε με μια άλλη κοπέλα από το χωριό. Για έναν περίπου χρόνο δεν ειδωθήκαμε καθόλου.
Κάποια μέρα πηγαίνουνε στην εκκλησία σιτάρι, το διαβάζει ο παπάς κι οι κοπέλες βάζουνε κάτω απ' το μαξιλάρι, να δουν ποιον θα παντρευτούνε. Μέναμε με την αδερφή της νύφης μου και βάλαμε --κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι με την Πόπη-- βάλαμε το σιτάρι κάτω απ' το μαξιλάρι. Το πρωί, μου λέει η Πόπη: «Τι όνειρο είδες;» Λέω: «Άμα σου πω τι όνειρο είδα... Τον Δαμιανό», της λέω, «είδα, που περνούσε έξω απ' το σπίτι του κι έκοψε ένα κλαδί κόκκινα γαρύφαλλα και μου το πρόσφερε...» «Είδες», μου λέει, «τι βλακείες είναι! Αρραβωνιασμένο άνθρωπο, τον είδες στον ύπνο σου!» Λέω: «Εσύ τι είδες;» «Εγώ», λέει, «είδα έναν γάιδαρο!» και γελούσαμε…
Μια μέρα, βγήκα να πετάξω κάτι σκουπίδια κι ήρθε ο ταχυδρόμος και λέει: «Μαρία Ακριτίδου, ποια είναι;» Λέω: «Εγώ». Λέει: «Έχετε ένα φακελάκι». Το παίρνω --το 'χω εκεί απέναντι-- μου έστειλε ευχές για τη γιορτή μου: «Επί ευκαιρία της ονομαστικής σας εορτής, σας εύχομαι χρόνια πολλά κι εκπλήρωση κάθε ευγενούς σας πόθου».
Τέλος πάντων, εγώ απ' τη μια χάρηκα, απ' την άλλη λέω: «Αρραβωνιασμένος. Τι μου έστειλε;» Μια φίλη μου επέμενε να του απαντήσω, εγώ δεν ήθελα. Τελικά, με έπεισε κι απάντησα, ένα ευχαριστήριο δηλαδή, όχι τίποτα περισσότερο. Εκείνος όμως με απάντησε πάλι, μου έγραψε για όλο αυτό το διάστημα που ήθελε να κάνουμε σχέση κι εγώ αρνιόμουν…
Τα Χριστούγεννα ανέβηκα στο χωριό κι ήμουν πλέον δεκαεννιά χρονών κι αρχίσαμε να συναντιόμαστε. Το μάθανε οι δικοί μου. Με διώξανε από το σπίτι. Πήρα το βαλιτσάκι μου με λίγα ρούχα και πήγα στην Καβάλα, στην αδερφή μου. Τη δέκατη μέρα, ήρθε ο πατέρας μου και μου λέει: «Παιδί μου, εγώ το έκανα, εσύ μην το κάνεις. Γύρισε, σε παρακαλώ, στο σπίτι!» Αλλά όταν γύρισα, αρχίσανε πάλι τα ίδια, να μη βγαίνω από το σπίτι…
Κάποια στιγμή, μου λέει ο Δαμιανός: «Δεν γίνεται», λέει, «θα αρραβωνιαστούμε!» Το λέω στους γονείς μου, λέει ο πατέρας μου: «Εντάξει. Ας έρθει το Σάββατο να σε ζητήσει». Παρασκευή το πρωί, αφού ήρθε ο αδερφός μου στο σπίτι, τι είπαν, τι δεν είπανε; Φωνάζει ο πατέρας μου, μου λέει: «Ειδοποίησε τον Δαμιανό να μην έρθει», λέει, «δε θα συμφωνήσουμε!»
Συνεχίζουμε με τον Δαμιανό. Κάποια στιγμή, ένα ανιψάκι μου λέει στον πατέρα μου: «Είδα την Μάρω με τον γραμματέα, που καθόντουσαν στο ζαχαροπλαστείο!» Πήγαμε στο σπίτι, εκεί έγινε το σώσε! Τελικά, δε με αφήναν να βγω καθόλου έξω, καθόλου στο χωριό, τίποτα. Όταν θέλει όμως το κορίτσι… Δεν πάει να είχα και τρεις άντρες μες στο σπίτι κι άλλες τόσες γυναίκες! Δίναμε σημειώματα, ραβασάκια κι επικοινωνούσαμε. Και το βράδυ, μετά που ερχόντουσαν όλοι στο σπίτι, εγώ έβγαινα έξω στην αυλή και συναντιόμασταν με τον Δαμιανό.
Αυτό συνεχίστηκε αρκετό καιρό, μέχρι τη μέρα που πιάνω δουλειά, στις 11 Σεπτεμβρίου, αξέχαστη μέρα. Από εκεί και μετά, έκανα ό,τι ήθελα πλέον. Κι αναγκάστηκε ο πατέρας μου, λέει στη μητέρα μου: «Πες στην Μάρω, να πει στον Δαμιανό να 'ρθει. Να τους αρραβωνιάσουμε, να τελειώνουμε», λέει, «γιατί αυτοί δεν πρόκειται να χωρίσουν!»
Συναντηθήκανε πίνοντας καφέ, τον ρώτησε, όπως την εποχή εκείνη: «Τι θέλεις; Τι απαιτήσεις έχεις;» Του λέει: «Εγώ δεν έχω», λέει, «απαιτήσεις! Τη ζωή μας θα τη φτιάξουμε με τη Μάρω. Από εσάς δε θέλουμε απολύτως τίποτα, μόνον την ευχή σας». Ήτανε Τρίτη. Λέω: «Πότε να αρραβωνιαστούμε;» «Την Πέμπτη», μου λέει. Λέω: «Βρε Δαμιανέ, κάτσε!» του λέω, «Δύο μέρες μείνανε! Ας το κάνουμε το Σάββατο». «Όχι!» μου λέει, «Την Πέμπτη! Γιατί, ξέρω 'γω», μου λέει, «τι μπορεί να αλλάξει μέχρι το Σάββατο;»
Ο παπάς που μας στεφάνωσε ήταν μεθυσμένος, κόντεψε το κρασί να το ρίξει όλο πάνω στο νυφικό μου. Το άρπαξε απ' το χέρι ο Δαμιανός και δε λερώθηκα. Φυσικά, το καλύτερο νυφικό για την εποχή εκείνη, που δεν το είχε φορέσει καμία! Όλα ήταν τέλεια…
Φτιάξαμε το σπιτικό μας. Έμεινα έγκυος στο πρώτο παιδί, την κόρη μας, μετά στο δεύτερο. Από τότε δε χωρίσαμε ποτέ, ποτέ, παρά μόνο για νοσηλεία στο νοσοκομείο ή εκείνος ή εγώ και μία φορά που πήγα στην Αθήνα για μία μετεκπαίδευση σαν γραμματέας, είκοσι μέρες. Αυτές ήτανε οι μέρες που δεν κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι. Μάθαμε ο ένας τον άλλο και την αγάπη που είχαμε. Διορθώσαμε ο ένας τον χαρακτήρα του άλλου, χωρίς καυγάδες, χωρίς... Ωραία ήτανε, δε μας έλειπε τίποτα και τα γλέντια κι οι βόλτες κι εκδρομές, παρέες, φίλους. Το σπίτι μας ήτανε πάντα γεμάτο, τα καλοκαίρια έξω στο μπαλκόνι γινότανε χαμός.
Αρχές του '14, διαγνώστηκε με άνοια, με Αλτσχάιμερ. Είχα καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε, πράγματα που έκανε καλά, δεν μπορούσε να τα κάνει. Φορολογικές δηλώσεις, έκανε το μισό χωριό και μου λέει: «Δεν μπορώ να κάνω την δήλωση! Δυσκολεύομαι», την πρώτη φορά. Εγώ λέω: «Πέρασαν τα χρόνια». Λέω: «Καν' την και πήγαινε στη λογίστρια». Πήγε, ήρθε χαρούμενος, μου λέει: «Όλα ήταν εντάξει». Του λέω: «Είδες;» Όμως, παρόλα αυτά, παρατηρούσα κάτι άλλα πράγματα, δυσκολίες στην οδήγηση... Λέω: «Κάτι συμβαίνει, παιδιά. Θα τον πάω σε γιατρό τον μπαμπά».
Τον πήγα. «Υποψιάζομαι», λέει, «κυρία Δαμιανίδου, ότι πάμε για Αλτσχάιμερ. Ο εγκέφαλος άρχισε από γκρι σκούρο, να γίνεται γκρι ανοιχτό. Εν πάση περιπτώσει, πήγαινε ακόμα στο καφενείο, θα συνεχίσεις», λέει, «κύριε Δαμιανέ, να κάνεις ό,τι έκανες. Δεν είναι τίποτα, θα σου δώσουμε φάρμακα».
Κάποια μέρα, μου λέει: «Μάρω μου, δε θέλω να ξαναοδηγήσω. Καταλαβαίνω», λέει, «ότι κάτι δεν πάει καλά κι εγώ δε θα γίνω αιτία», λέει, «να σκοτώσω κάποιον άνθρωπο!». Δεν ξαναοδήγησε. Ενώ άλλους με Αλτσχάιμερ με το ζόρι τους παίρνουν τα κλειδιά, εκείνος ήτανε ακόμα και στην ασθένεια του, είναι λογικός.
Κάποια μέρα, ενώ περπατούσε εδώ, έπεσε. Είχε σπάσει το ισχίο του. Μας είπαν οι γιατροί: «Δε θα ξαναπερπατήσει, γιατί όταν θα μείνει στο κρεβάτι, θα νομίζει ότι αυτή είναι η κατάσταση που πρέπει να είναι». Και πραγματικά, δεν περπατούσε πλέον μόνος του. Πήρα και κοπέλα στο σπίτι να με βοηθήσει, αλλά δεν ήθελε κανέναν, ήθελε μόνο εμένα. Ντρεπότανε, έπρεπε εγώ να τον αλλάξω, δεν μπορούσε, δεν πήγαινε στην τουαλέτα, εγώ τον έλουζα, όλα τα έκανα. Τον περιποιόμουν. Μου έλεγε η κυρία Λεμονή: «Βάλτε τον, τουλάχιστον, δύο βδομάδες σ’ ένα ίδρυμα, λίγο, να ξεκουραστείτε». «Όχι», της έλεγα, «ούτε ώρα! Ούτε ώρα!»
Ήμουν η πρώτη που ξέχασε με την ασθένεια του. 22 Απριλίου το πρωί, είχαμε επέτειο γάμου. Μέχρι και την προηγουμένη ήμασταν καλά, συζητούσε μια χαρά. Του λέω: «Δαμιανέ, σήμερα έχουμε επέτειο γάμου!» Μου λέει: «Ναι;» Λέω: «Χρόνια μας πολλά!» «Χρόνια μας πολλά». Αλλά το είπε με τέτοιο τρόπο που, σαν να απορούσε. Και γυρίζει, μου λέει: «Να σου κάνω μια ερώτηση; Πώς σε λένε;» μου λέει. Πρώτη φορά δε με γνώρισε, 22 Απριλίου, ημερομηνία επέτειο του γάμου μας. Λέω: «Δαμιανέ, η Μάρω είμαι!» Εκεί λέω: «Τελείωσε. Αυτό ήταν…»
Μετά, άρχισε, δε με γνώριζε, να φύγω, να με έδιωχνε… «Φύγε!» μου έλεγε, «Φύγε μακριά μου, γιατί δε θέλω να σου κάνω κακό!» «Δαμιανέ», του έλεγα, «η Μάρω είμαι! Η γυναίκα σου!» «Όχι», έλεγε, «δεν είσαι η γυναίκα μου! Φύγε! Μην ξαναπάρεις την γυναίκα μου στο στόμα σου! Δεν ξέρεις τι γυναίκα έχω εγώ! Δεν την έχεις γνωρίσει! Άμα την γνωρίσεις, θα καταλάβεις τότε για τι γυναίκα μιλάω!» Και τα 'λεγε σε 'μενα…
Και μια μέρα, έτσι που μου είχε πιάσει τα χέρια και δε με άφηνε, κατάφερα να πατήσω την επανάληψη στο τηλέφωνο, είχα μιλήσει με τον γιο μου, και το σήκωσε και λέω: «Φίλιππα, τρέξε! Δεν... Ο μπαμπάς με έχει πιάσει απ' τα χέρια και δε με αφήνει! Δεν ξέρω», λέω, «τι μπορεί να κάνει!» Κι ήρθε, ξέχασε να πάρει κλειδιά, γιατί τα παιδιά έχουν κλειδιά απ' το σπίτι, έσπασε, έβγαλε την κλειδαριά έτσι χτυπώντας, --φαντάσου τι αγωνία είχε το παιδί-- του έπιασε τα χέρια και του λέει: «Μπαμπά, τι κάνεις; Η μαμά είναι!» του λέει. «Θα τη σκοτώσεις;» του λέει. Εκείνος άφησε τα χέρια μου, τον κοίταξε, έτσι, με μάτια βουρκωμένα κι αγκαλιάστηκαν και ‘κλαίγαν κι οι δύο, βέβαια. Δεν υπάρχει χειρότερη αρρώστια…
Δέκα μέρες δε μιλούσε καθόλου. Έτρωγε, τον ταΐζαμε, έτρωγε. Έφερα και παθολόγο μια φορά, τον είδε, λέει: «Καλά είναι. Καλά τον βλέπω». Ακόμα ανέπνεε με άνεση. Έπαιρνα ζάναξ το βράδυ για να κοιμηθώ τις προηγούμενες βραδιές και ξυπνούσα τέσσερις φορές τη νύχτα για να δω αν είναι καλά, να αναπνέει. Κι όταν δεν μπορούσα να κοιμηθώ, τον αγκάλιαζα, έπαιρνα το χέρι του, το 'βαζα εδώ και με έπαιρνε ο ύπνος.
Τον είχα λούσει, τον έπλυνα, τον ξύρισα, τέλος πάντων, τον άλλαξα κι εκεί με ‘πιάσαν τα κλάματα. Έσκυψα πάνω του, τον αγκάλιασα, τον φίλησα και του λέω: «Δαμιανέ μου, πόσο σε αγαπάω!» του λέω, «Να 'ξερες! Δεν ξέρω όμως εσύ αν μ' αγαπάς!» Και γύρισε, με κοίταξε --δε θα το πιστέψεις-- και μου λέει: «Πώς να μη σ' αγαπώ, Μάρω μου;» Ενώ δε μιλούσε καθόλου! Μου λέει η Βούλα: «Δεν το πιστεύω», λέει, «Μάρω! Δεν το πιστεύω ότι μίλησε!» Δεν ξαναμίλησε.
Έγραψα στον τάφο του: «Θα 'θελα εκεί που πας, να με έπαιρνες μαζί σου. Να με φιλάς να μην πονώ, να με έχεις αγκαλιά να μη φοβάμαι, να με κρατάς το χέρι μου όταν χάνομαι στις μοναξιάς τους δρόμους».
Έναν άνδρα γνώρισα, έναν ερωτεύτηκα, έναν αγάπησα. Τελείωσα. Δεν ξέρω αν υπάρχουνε πολλά τέτοια ζευγάρια. Δεν ξέρω αν υπάρχουνε τέτοιοι έρωτες, δεν ξέρω αν υπάρχουν. Πριν από τα δεκαέξι μου χρόνια, δε θυμάμαι τίποτα. Δεν ξέρω, δεν... Η ζωή μου είναι από την ημέρα που γνώρισα τον Δαμιανό.