Εγεννήθηκα το 1927. 1949 επήγα στρατιώτης, στην Καστοριά. Το 1951 ήρθε μία διαταγή απ’ το Γενικό Επιτελείο, να στείλει το τάγμα δεκαπέντε άτομα στην Κορέα. Μέσα σ’ αυτά, ήμαστε δύο σκοπευτές του πυροβολικού. Έπεσε ο κλήρος σε μένανε.
Εφύγαμε δεκαπέντε άτομα, ασυρματισταί πεζικού κι ήρθαμε στη Βουλιαγμένη. Μπήκαμε στο καράβι. Μέσα ήσαν Εγγλέζοι, Βέλγοι, Ολλανδοί, Γάλλοι. Από 'κει, πήγαμε στην Τουρκία. Στην Τουρκία που πήγαμε, πήραμε Τούρκους. Από 'κει, πήγαμε στην Αβησσυνία. Θυμάμαι ήρθε κι ένας παππάς στο Τζιμπουτί, Έλληνας, και μας χαιρέτησε και μας είπε: «Να 'χετε την ευχή μου».
Από 'κει, πήγαμε στο Μπουσάν, στην Κορέα. Καθίσαμε πέντε μέρες. Μας εκπαιδεύσανε στο βαρύ πυροβολικό. Μετά εμπήκαμε στα «τζέιμς», σβηστά τα φώτα. Περάσαμε τη Σεούλ, η Σεούλ ήτανε τελείως κατεστραμμένη. Εκεί ήτανε ο τρόμος. Όταν βαδίζαμε, είδαμε τις λάμψεις, πέφτανε οβίδες. Πραγματικά, μας έπιασε ο φόβος και τρόμος! Με τα χαράματα, φτάσαμε στο τάγμα. Μας καλοδέχτηκαν σαν αδέρφια.
Στις 6 Ιουνίου, ήτανε το 370 ύψωμα. Τη νύχτα, οι Κινέζοι κάνανε μία επίθεση, μια στρατιά ολόκληρη. Εμείς με το πυροβολικό, νύχτα, ρίχναμε. Με τα χαράματα, έφτασε ο πρώτος λόχος. Σώμα με σώμα. Έπαθε ο λόχος ζημιά, τριάντα νεκρούς τραυμάτισε. Οπισθοχώρησε. Μετά, κάνει την επίθεση ο δεύτερος λόχος. Σκληρή μάχη. Με τα πιστόλια, με τις χειροβομβίδες. Κείνο το βράδυ, είχαμε τριάντα νεκρούς και τραυματίες.
Είχα έναν από το Λεβίδι. Τον Ηλιόπουλο και τον Κουλάκη από την Καντήλα, ήταν ασυρματιστής. Η πρώτη μάχη που δίνανε… Μας ρίχνανε κάτι βλήματα στον αέρα. Είχα έναν Ιταλοαμερικάνο φωτορεπόρτερ, τράβαγε φωτογραφίες. «Αντώνη! Αντώνη! Φυλάξου!» Έρχεται μία οβίδα και του σπάει το χέρι. Έφυγε ο Αντώνης.
Είχα ξαπλώσει και φόραγα το κράνος μου. Έρχεται ένα βλήμα ακριβώς εδώ! Το κράνος μού το 'κοψε στα δύο. Η φωνή μου από την Κορέα, ακούστη στην Τρίπολη! Εγλίτωσα εκεί. Το πήραμε το ύψωμα. Εάν έπεφτε αυτό το ύψωμα, θα μας σκοτώναν όλους. Γινότανε τα Σόμορρα και τα Γόμορρα.
Μετά ένα διάστημα, βάραγε το πυροβολικό. Έρχεται μία οβίδα, μια βόμβα, μένω αναίσθητος. 5 η ώρα το απόγευμα. Εξύπνησα στις 3 η ώρα τη νύχτα. Πόναγε όλο το σώμα μου. Δίπλα μου ήσανε δυο σκοτωμένοι στρατιώτες. Ο ένας, άκουγα τη φωνή του, κάνω έτσι, γιόμισε το χέρι μου αίματα.
Μόλις συνήλθα, έψαχνα να ιδώ. «Παναγία μου, Χριστέ μου, δόξα σοι τω Θεώ!» τα πόδια μου, τα χέρια μου τα 'χα, με πόναγε όλο μου το σώμα. Ερχότανε μια στρατιά Κινέζοι. Ήταν ένας θάμνος και χώθηκα μες στον θάμνο. Είχα το πιστόλι και τη χειροβομβίδα μου. Και περνάγανε στα πενήντα μέτρα. «Παναγία μου», λέω, «καλύτερα να με σκοτώσουνε, παρά να με πιάσουν αιχμάλωτο». Επεράσανε, κατάλαβα πια ότι φύγανε, κι ήρθα στα μετόπισθεν. Κι ήρθε ένα τζιπ, με πήρε, με πήγε πάλι στο τάγμα.
Ταλαιπωρία, νηστικοί, μες στις βρώμες, μες στις λάσπες, μέσα. Καθίσαμε αρκετόν καιρό.
Οι πιο σκληρές μάχες ήσανε τον Οκτώβριο. Στο 313 ύψωμα. Αυτό το ύψωμα έλεγχε τη Βόρειο Κορέα με τη Νότιο.
Κάνει μια επίθεση με τρεις χιλιάδες, επίθεση στον πρώτο λόχο. Εμείς είχαμε την εμπειρία από τον Εμφύλιο πόλεμο και πιάναμε όλη την κορφή. Έπιασε ο πρώτος λόχος την κορφή επάνω. Οι Κινέζοι κάνανε την επίθεση, τα δε πολυβόλα χτυπάγανε. Οχτακόσιους νεκρούς. Τότε μάθαμε ότι οι Κινέζοι απολύσανε τον στρατηγό και γράψανε σε όλες τις εφημερίδες: «Το ελληνικό τάγμα, οι στρατιώτες του Μαραθώνος». Ήρθανε, όταν πήραμε το ύψωμα, μας δώσανε συγχαρητήρια, μας παρασημοφορήσανε.
Η αποστολή ήταν οχτώ μήνες. Είχαμε νεκρούς αξιωματικούς δεκαπέντε. Τραυματίες τριάντα τρεις. Οχτώ σμήναρχοι. Εκατόν ογδόντα τρεις οπλίτες. Εξακόσιοι δέκα τραυματίες.
Ήρθε η μέρα να φύγουμε. Ήταν η χαρά μας. Ήρθε η τρίτη αποστολή και μας αντικατέστησε. Εμείς χαρούμενοι, οι άλλοι δακρυσμένοι.
Πήγαμε στο Τόκιο. Καθίσαμε δέκα μέρες. Από 'κει, πήραμε τους τραυματίες και τους φέραμε στην Αθήνα. Έναν συνάδελφο οπλίτη, είχε κοπεί το πόδι του πέρα-πέρα. Τον κατέβασα με το καροτσάκι. Υποδέχτηκε ο βασιλιάς ο Παύλος. Και την άλλη μέρα, είδα τον βασιλιά τον Παύλο με τη φωτογραφία μου.