ΔΩΣΑΜΕ ΞΑΝΑ ΖΩΗ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ
ΔΩΣΑΜΕ ΞΑΝΑ ΖΩΗ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ
Περιγραφή
Όταν η Βιβή κι ο σύζυγός της βρέθηκαν στη δύσκολη θέση να νοσούν τα παιδιά τους με νεφρική ανεπάρκεια, πήραν αμέσως την απόφαση να τους χαρίσουν το πιο πολύτιμο δώρο.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Αγγελική Κοτσόβολου
Αφήγηση
- Βιβή Χριστοπούλου-Πουλοπούλου
Δημιουργία Podcast
- Ευφροσύνη Κυριαζή
- Μάγια Φιλιπποπούλου
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Θάνος Ζαμπούκας
Ξέρεις, να έχεις μεγαλώσει πέντε παιδάκια, να είσαι μια χαρά και ξαφνικά να παθαίνει το παιδί μία ίωση με πυρετό και να το πηγαίνεις στο νοσοκομείο και να σου λένε: «Το παιδί σου έχει νεφρική ανεπάρκεια και πεθαίνει;»
Την πρώτη φορά που μου το είπε ο γιατρός, δεν ήξερα τι σημαίνει «νεφρική ανεπάρκεια». Μου έλεγε: «Νομίζω ότι η κόρη σας έχει νεφρική ανεπάρκεια, από την εμπειρία μου σαν γιατρός και με τις εξετάσεις που βλέπω». Εγώ τον ρωτούσα: «Τι θεραπεία θα κάνουμε και πόσο θα μείνουμε στην Αθήνα;» Ο γιατρός έκανε μία στροφή και μου τα ξαναέλεγε. Και μου εξήγησε την κατάσταση. Μας έφυγε η γη κάτω από τα πόδια. Είπαμε: «Δεν μπορεί να μας συμβαίνει αυτό!»
Αμέσως φύγαμε για Αθήνα, στο «Παίδων». Μείναμε δύο μήνες εκεί, γιατί ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση κι έπρεπε σιγά-σιγά να την επαναφέρουν οι γιατροί.
Μπήκε για αιμοκάθαρση και πήγαμε στη μονάδα κινητού νεφρού στο «Παίδων». Κι είδα τα παιδάκια πάνω στα κρεβάτια, όλα δύο χρονών, τριών χρονών, πέντε χρονών και να ουρλιάζουν… Η αιμοκάθαρση δημιουργεί αυτή την αναστάτωση στον οργανισμό. Εγώ κόντεψα να λιποθυμήσω. Νόμιζα ότι… Δεν ήξερα ότι υπάρχει αυτό το πράγμα στον κόσμο, τα μικρά παιδιά παθαίνουν αυτό το πράγμα, νόμιζα ότι οι μεγάλοι το παθαίνουν. Τα έχασα κι άρχισα κι εγώ να ρωτάω τους γιατρούς: «Πόσον καιρό η κόρη μου θα κάνει αιμοκάθαρση και θα φύγουμε να πάμε σπίτι;» Κι εκεί πια μου είπαν ότι αυτό θα γίνεται μέρα παρά μέρα, τρεις φορές την εβδομάδα, τέσσερις ώρες. Μέχρι να κάνει μεταμόσχευση θα γίνεται αυτό.
Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα, γιατί και πίσω ήταν αναστατωμένη όλη η οικογένεια τότε. Τα παιδιά κλαίγανε, η μικρούλα ήταν τριών χρονών, δεν ήθελε ούτε γάλα να πιει, είχε μείνει πόσες μέρες χωρίς γάλα. «Πού είναι η μαμά μου; Θέλω τη μαμά μου να μου δώσει γάλα!» Την έπαιρνα τηλέφωνο, γιατί μείναμε δύο μήνες στην Αθήνα εκείνο το διάστημα.
Όταν είχες ένα παιδί να κάνει αιμοκάθαρση, ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Έπρεπε να είσαι στη δουλειά και να μην ξέρεις: «Αυτό το παιδί θα φάει και θα πιει αυτό που πρέπει ή θα γίνει κάτι μέχρι να πάω σπίτι;» Ήταν όμως πολύ συνεργάσιμη μαζί κι αυτό μας βοηθούσε, της είχαμε εμπιστοσύνη. Την παρακολουθούσαμε, βέβαια, γιατί ήταν δεκατεσσάρων χρονών, δεν ήταν μεγάλη κοπέλα.
Τα άλλα παιδιά, όταν εγώ πήγαινα στην Αθήνα με τη Νίκη σε τακτικά διαστήματα, αυτά τα πήγαινα σε συγγενείς, σε φίλους, ένα εδώ, ήταν τέσσερα τα παιδάκια, όχι όλα μαζί. Και μου λέει η κόρη μου: «Έχουμε ζήσει την προσφυγιά, γιατί εσείς φεύγατε για την Αθήνα, εμείς ήμαστε στεναχωρημένοι που ήταν η αδερφή μας άρρωστη και ζούσαμε και τα προβλήματα των άλλων μες στο σπίτι που ήμαστε!»
Στη συνέχεια, κάναμε εξετάσεις εγώ κι ο άντρας μου να δούμε τίνος νεφρό ταιριάζει. Ταίριαζε του μπαμπά της. Πέρασαν δεκαπέντε μήνες κι ετοιμάστηκε ο μπαμπάς της και πήγαμε πάλι στην Αθήνα, στο Λαϊκό Νοσοκομείο, κι έκανε τη μεταμόσχευση νεφρού.
Της κόρης μας, της Νίκης, της έχει πάει πολύ καλά η μεταμόσχευση, πάρα πολύ καλά. Είναι είκοσι χρόνια τώρα πλέον μεταμοσχευμένη. Έχει δρομολογήσει τη ζωή της, έχει τελειώσει το σχολείο της, σπούδασε, εργάζεται, μια χαρά, λέμε.
Όταν η Νίκη αρρώστησε από τη νεφρική ανεπάρκεια, επειδή είχαμε πέντε παιδιά, αρχίσαμε να ψάχνουμε τι συμβαίνει σε μας. Κάναμε κάποιες εξετάσεις και μας είπαν οι γιατροί ότι είναι γενετικό το πρόβλημα που έχουμε και πρέπει να εξετάσουμε και τα άλλα παιδιά. Και βρήκαμε ότι σε άλλα δύο ακόμα παιδιά, ήταν θετικά στη νόσο.
Περάσανε λίγα χρόνια. Όταν ο γιος μου, ο Δημήτρης, ήταν είκοσι χρονών, άρχισαν να ανεβαίνουν κι αυτού οι νεφρολογικές τιμές. Τον παρακολουθήσαμε, μετά από τρία χρόνια μπήκε κι αυτός στην αιμοκάθαρση. Με πολλή δυσκολία, δεν ήταν συνεργάσιμος. Και ποιος θα ήθελε, είκοσι τριών χρονών, να πάει στην αιμοκάθαρση;
Πήγα στην Αθήνα, ρώτησα τους γιατρούς στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Είχα εγώ κάποια προβλήματα υγείας και μου είπαν ότι: «Δεν μπορούμε να σου πάρουμε το νεφρό, γιατί έχεις κάποια προβλήματα. Μπορεί εσύ να πάθεις το ίδιο, αργότερα». Εγώ, όμως, επέμενα. Εγώ είπα: «Θα μου κάνετε εξετάσεις κι αν το μόσχευμα μου, το νεφρό μου, είναι καλό και μπορεί να το πάρει το παιδί, να συνεχίσουμε». Μου έκαναν τις εξετάσεις, αφού το ζήτησα. Αφού βγήκαν οι εξετάσεις καλές, το νεφρό μου ήταν πολύ καλό, εγώ λέω: «Θα το δώσω». «Δε γίνεται», μου λέει, «γιατί εμείς δεν κάνουμε τον έναν καλά και να πάθει ο άλλος κάτι άλλο!» Λέω: «Σας καταλαβαίνω, αλλά είναι το παιδί μου. Κι εγώ, δεν με πειράζει, εγώ έχω δρομολογήσει τη ζωή μου. Πρέπει και το παιδί μου, το παιδί μου να δρομολογήσει τη δική του».
Δε μου έδινε ημερομηνία για να γίνει το χειρουργείο. Κάθε εβδομάδα πήγαινα στην Αθήνα κι ήμουν έξω από την πόρτα και περίμενα να μου δώσουν ημερομηνία. Από τις πολλές φορές που πήγα --ως συνήθως η μάνα τα καταφέρνει αυτά-- μου έδωσαν μία ημερομηνία να πάμε να κάνουμε τη μεταμόσχευση.
Δεν ήθελα το παιδί να το βλέπω στο μηχάνημα. «Δεν είχε ζωή», έτσι μου είπε ο γιος μου τότε. «Εγώ», μου λέει, «κάνω ζωή; Εγώ είμαι γέρος!» μου λέει. «Το ξέρεις;» «Γιατί το λες παιδί μου», του λέω, «αυτό;» «Γιατί είμαι γέρος!» μου λέει. «Πάω στην αιμοκάθαρση, γυρίζω, δεν είμαι καλά, κοιμάμαι όλη μέρα. Ε, την άλλη μέρα είμαι λίγο καλύτερα και την επόμενη μέρα, ξαναπάω αιμοκάθαρση…»
Όταν πήγαμε με τον γιο μου στην Αθήνα για τη μεταμόσχευση, μία εβδομάδα πριν έπρεπε να πάμε για να του δώσει κάποια φάρμακα να πάρει, πριν ξεκινήσει το χειρουργείο. Και πάμε πάνω στον χειρουργό τώρα και του λέει ο χειρουργός: «Έλα εδώ, βρε! Θέλεις να πάρεις το νεφρό της μάνας σου κι η μάνα σου θέλεις να πάθει νεφρική ανεπάρκεια και σε πέντε χρόνια να μπει στο μηχάνημα;»
Εκείνη τη στιγμή, τα πόδια μου πάγωσαν. Λέω: «Θα φύγει αυτός τώρα, θα εξαφανιστεί, δε θα θέλει να πάρει το νεφρό, μην πάθω εγώ κάτι». Εγώ, όμως, επέμενα. Πήγαμε, πραγματικά, κάναμε τη μεταμόσχευση.
Με είχανε φέρει από το χειρουργείο κι ήμουνα μισοναρκωμένη ακόμα. Και στο απέναντι δωμάτιο, ανοιχτή η πόρτα, θα περνούσαν και τον Δημήτρη. Και το μόνο που έλεγα συνέχεια: «Ο Δημήτρης!» «Ο Δημήτρης!» Και σε λίγο τον είδα να περνάει με το φορείο και φωνάζει: «Μάνα!» Αυτό. Μου έχει κάτσει στο μυαλό. Είναι τρομερά συναισθήματα, δεν ξέρω πώς μπορώ να τα περιγράψω, πολύ δυνατά συναισθήματα αυτά.
Αλλά για τον Δημήτρη, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα στη μεταμόσχευση. Είχε επιπλοκές πάρα πολλές, ακραίες επιπλοκές, μείναμε έναν χρόνο στην Αθήνα. Αυτός στην ταλαιπωρία, πόνους φρικτούς, κόκκαλα, στομάχια, ένα παιδί φυτό ένα διάστημα ήταν πάνω στο Λαϊκό. Εγώ δίπλα του, δεν έφυγα καθόλου, Χειρουργημένη εγώ μαζί κι ο Δημήτρης. Λέω: «Θα φύγουμε μαζί κι όπως πρέπει, να πάμε στο σπίτι». Μετά από έναν χρόνο, ξέφυγε λιγάκι από αυτή την κατάσταση.
Στη συνέχεια κι αυτός δρομολογήθηκε στη ζωή του. Μένει μόνος του, είναι πολύ καλό αυτό. Είναι πολύ καλό αυτό, όταν τα παιδιά ανοίγουν τα φτερά τους και μετά από μια τέτοια περιπέτεια υγείας, τα βλέπεις να προχωράνε.
Όταν ήμουνα μέσα στο χειρουργείο, λέει μία φίλη μου που ήταν εκεί, στα παιδιά --ήταν όλα τα παιδιά εκεί απ’ έξω-- λέει στη μικρή: «Μη στεναχωριέσαι, Γιώτα μου, η μαμά σου είναι πολύ δυνατός άνθρωπος και θα πάει καλά. Θα δεις ότι θα βγει και θα είναι καλά!» «Εγώ το ξέρω», της λέει, «ότι η μαμά μου είναι πολύ δυνατή. Γιατί, κυρία Βούλα, όταν εμείς ήμαστε μικρά κι η μαμά μου έτρεχε στο νοσοκομείο με την αδερφή μου, τη Νίκη, κι εγώ ήμουνα πολύ μικρή», της λέει, «δεν είχα δει τη μαμά μου ποτέ να κλαίει! Δεν είχα δει τη μαμά μου ποτέ να φωνάξει μες στο σπίτι…»
Αυτό το προσπαθούσα πάντα, χωρίς να το πω σε κανέναν. Δεν ήθελα τα παιδιά να στεναχωρηθούνε. Και τα παιδιά τώρα είναι πολύ καλά παιδιά, πολύ συνεργάσιμα, σε κάθε μας δυσκολία τρέχουμε όλοι. Και σήμερα είμαστε καλά, προχωράμε. Είμαι τόσο χαρούμενη, κάθε μέρα να τα ακούω ότι είναι καλά. Τίποτα άλλο δε θέλω.