Ήταν μόλις είχα τελειώσει το Λύκειο. Πολύ μεγάλη αγάπη για αναγνώσματα, αλλά λεφτά δεν υπήρχαν ακόμα πολλά. Επομένως, κλασικό Μοναστηράκι, βιβλιοπωλεία, μεταχειρισμένα, ψάχνω να βρω ένα βιβλίο του Έσσε. Γεμάτο το μαγαζί, ο υπάλληλος βαριόταν μάλλον να σηκωθεί, να μου πει ότι: «Κάπου εκεί είναι ο Έσσε, κάπου εκεί είναι ο Έσσε…» Εγώ έπεφτα σε ένα περίεργο βιβλίο μέσα σε σελοφάν, μου έκανε εντύπωση. Πρώτη έκδοση ελληνική, με τεράστια γράμματα «Τόλκιν», αφού στην αρχή νόμιζα: «Τι τίτλος βιβλίου είναι αυτός;» μέχρι να καταλάβω ότι είναι ο συγγραφέας.
Το παραμερίζω απ’ τη μία, το παραμερίζω από την άλλη, κάποια στιγμή μου πέφτει κιόλας το κεφάλι, ήταν ψηλά. Έρχεται ο φίλος μου, να ‘ναι καλά. Μου λέει: «Α, Τόλκιν, ε; Άρχοντας των δαχτυλιδιών. Αυτό θα σ’ αρέσει εσένα. Πάρ’ το», μου λέει, «και θα δεις».
Μετά από ένα πεντάμηνο, που είχαν ξεμείνει λίγο πριν πάω στρατό χωρίς ανάγνωσμα, λέω: «Δεν το διαβάζω το καλοκαίρι;» Αυτό ήταν. Κόλλησα. Κι έτσι, χάθηκα μέσα στον κόσμο του Μπελέριαντ και της Μέσης Γης και μάλλον ένα κομμάτι μου είναι εκεί μόνιμα και δε φεύγει.
Στα χωριά, είχαμε εκεί με γιαγιά-παππού αυτά τα ακούσματα για καλικάντζαρους, νεράιδες, αερικά… Αρβανιτοχώρι της Άνδρου, η «μπούμπα» ήταν ο μπαμπούλας. Επομένως, όταν λοιπόν το fantasy έχει μέσα ξωτικά, έχει νάνους, έχει το κακό με μια μορφή ίσως και μπαμπούλα, περιπέτειες κτλ., αμέσως έτσι αναγεννάται η φλόγα ξανά. Την έχεις και μέσα σου λίγο κρυμμένη και σου άρεσαν αυτά τα ακούσματα απ’ τη γιαγιά και τον παππού, αμέσως γίνεται φωτιά και σε κυριεύει, η αλήθεια είναι.
Τα ξωτικά του Τόλκιν μοιάζουν πάρα πολύ με τις δικές μας Νηρηίδες και νύμφες της αρχαίας μας μυθολογίας. Γιατί είναι ο μόνος που έδωσε αυτή την υπόσταση, την οπτική στα ξωτικά κι ήταν και το πρώτο πλάσμα που αμέσως με κέρδισε πάρα πολύ. Είναι ένας ήρωας, ο Γκλορφίντελ. Ήταν ένα ξωτικό, το οποίο με κέρδισε γιατί εμφανίζεται να είναι πάρα πολύ σοφό, πάρα πολύ δυνατό, πάρα πολύ όμορφο. Το έχω μεγάλο παράπονο, γιατί στις ταινίες του κλέβει η Άργουεν το ρόλο, γιατί αυτός σώζει τον Φρόντο με το άλογό του και όχι η Άργουεν! Έτσι είναι η πραγματική ιστορία στο βιβλίο.
Ουσιαστικά είναι τα τέσσερα χόμπιτ πια με οδηγό τον Άραγκορν, όπου μέσα στην ερημιά, κουβαλώντας αυτό το υπέρτατο όπλο του εχθρού, που είναι ένα δαχτυλίδι το οποίο το έφτιαξε ο άρχοντας του κακού και με αυτό ελέγχει τα πάντα, με λίγα λόγια. Το αναζητάει γιατί άμα το βρει, θα ολοκληρώσει όλο το παζλ και θα γίνει ανίκητος. Το αναζητούν όλοι οι υπηρέτες του κακού και δη οι τρομερότεροι τους, τα Νάζγκουλ. Αυτοί, λοιπόν, στο κατόπι των ηρώων μας.
Εκεί λοιπόν εμφανίζεται το ξωτικό αυτό, ο Γκλορφίντελ, συναντά πέντε Νάζγκουλ και τρέπονται σε φυγή μπροστά του. Ανεβάζει τον Φρόντο, αφού του ψιλογιάτρεψε και λίγο τις πληγές, πάνω στο άλογο του. Κάλπασε το άλογο, κι όντως βοήθησε τον Φρόντο να ξεπεράσει τα μαύρα άλογα και να περάσει το ποτάμι. Κι επίσης περιγράφει ο Τόλκιν ότι ουσιαστικά ο Γκλορφίντελ με τη μορφή του και τον δαυλό, ώθησε τα Νάζγκουλ να μπουν στο νερό, όπου ήρθε το ποτάμι και τους παρέσυρε.
Μου άρεσε πάρα πολύ. Συμμετείχε και μετά και στο συμβούλιο του Έλροντ, που τον περιγράφει να είναι τόσο σοφός, αλλά τόσο ήρεμος, να δείχνει τόσο μικρός, αλλά ξαφνικά και μεγάλος, δηλαδή, όλη αυτή η αίσθηση. Κι ήταν τόσο ωραία η περιγραφή του, που με εντυπωσίασε.
Μπορεί κάποιος να θεωρήσει λίγο πολύ περίεργο, πως μπορεί ένας χάρτινος ήρωας, ήρωας ενός βιβλίου, να μπορεί να επηρεάσει; Νομίζω είναι ένας φάρος, κάποια ηθική αρχή, κάποια φωτεινότητα η οποία λες: «Ωραία, εγώ θέλω να ακολουθήσω λίγο αυτή τη λογική». Κι αν βλέπεις δίπλα σου τις σκιές και το γκρίζο και το μαύρο κι αυτό που κυριαρχεί δυστυχώς γύρω μας, ψάχνεις να βρεις εκείνο τον φάρο που σου ξυπνάει.
Στην ηλικία που διαμορφωνόμαστε, κάποια στιγμή βαριόμαστε να ακούμε τους δασκάλους να μας νουθετούν, να μας κουνάν το χέρι, οι γονείς το ίδιο, οι συγγενείς: «Να είσαι έτσι». Κι έρχεται ένας ήρωας υπόγεια, ο συγγραφέας με το ηθικοπλαστικό του και τις αρχές του, υπόγεια, να σου ξαναφέρει με έναν άλλο τρόπο, με όμορφο τρόπο, με ένα ονειρεμένο και φανταστικό τρόπο, αυτά που έχεις ακούσει. Λες: «Εντάξει μωρέ, τα έχω ακούσει» και τα ξυπνάς με άλλη μορφή. Νομίζω αυτή είναι η επίδραση που μπορεί να έχει --σε μένα τουλάχιστον, έτσι ένιωσα-- ένας χαρακτήρας σαν τον Γκλορφιντέλ και σαν τα ξωτικά. Που είναι η μόνη φυλή, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Τόλκιν, που στάθηκε πάντα ενάντια στο κακό και ποτέ δε συνέδραμαν μαζί του.
Εμένα μου έχουν τύχει περιπτώσεις που θα μπορούσα να είχα δειλιάσει, που αποφάσισα να μη δειλιάσω, που αποφάσισα ότι πρέπει να πατήσω πόδι, που αποφάσισα ότι πρέπει να επέμβω, ενώ η εύκολη λύση ήταν να αγνοήσω. Νομίζω εκεί ναι, παίζει ρόλο. Μπορεί να σε εμπνεύσει και σίγουρα έχει βάλει το λιθαράκι του.
Είμαι με έναν πολύ καλό μου φίλο, δυστυχώς δεν υπάρχει πια, στο Μοναστηράκι, κλασικά για ψώνια, βιβλία, όπου σε ένα στενάκι αντιλαμβανόμαστε μια συμμορία, όχι πολύ μεγάλων παιδιών, δε θα ταν μεγαλύτερα από δεκαεφτά-δεκαοχτώ, όπου έχουν τρεις από κείνους με δύο στιλέτα, έχουν στη γωνία βάλει δύο παιδάκια να τους κλέψουν. Επίσης είδαμε ότι υπήρχαν και στις δύο άκρες του στενού, δύο τσιλιαδόροι. Θα μπορούσαμε να το αγνοήσουμε. Η αλήθεια είναι ότι τα πρώτα δέκα δευτερόλεπτα κοιτάξαμε αν υπάρχει κάποια αστυνομική δύναμη. Και λέω στον φίλο μου: «Θα δράσουμε». Μου λέει: «Μαζί σου». Γιατί και μεγαλώσαμε σε μια δύσκολη περιοχή, τον Κολωνό, όπου είχαμε πολλά συμβάντα και δεύτερον, εκείνη τη στιγμή είναι αυτό που λες: «Όχι, θα επέμβω. Όχι, δε θα μπορώ να το αφήσω άλλο», γιατί πέρα από την απειλή είχε αρχίσει και γινόταν και χειροδικία.
Επομένως, αποφασίσαμε ο ένας να αναλάβει τους μισούς, ο άλλος να αναλάβει τους άλλους μισούς. Δουλεύαμε τότε κι οι δύο σε μια εταιρεία φύλαξης, η οποία μας έχει παράσχει και κάποιες ταυτότητες, όπου φοράγαμε μάλιστα κάτι που έμοιαζε με αστυνομικό καπέλο. Επομένως, βγάζοντας αυτό, μπήκαμε με πολύ θρασύτητα θα έλεγα, δε θα έλεγα θάρρος. Παίζονταν όλα στο πώς θα τους πείθαμε ότι ήμαστε αυτό που ήμαστε. Ήμασταν άοπλοι, ήταν υπέρτεροι, δεν περιμέναμε βοήθεια απ’ τα εκφοβισμένα δυο παιδάκια, που ήταν δεκατετράχρονα. Επομένως, ήμασταν εμείς κι αυτοί και δεν ξέραμε αν υπήρχαν κι άλλοι. Έπεσε λίγο στο να τους πείσουμε, να τους τρομάξουμε.
Κι αυτό κι επετεύχθη. Αυτοί έφυγαν όπου να ‘ναι. «Όχι, όχι, σας παρακαλούμε», οι μισοί, οι άλλοι όπου να ‘ναι. Τα παράτησαν όλα. Είχαν μαζί δύο στιλέτα και μια πεταλούδα. Και πήραμε τα πτυσσόμενα στιλέτα, τα οποία τα αφήσαμε στην πλατεία Μοναστηρακίου, σε ένα περιπολικό που ήταν δίπλα. Αυτό ήταν για μας κέρδος. Ότι βοηθήσαμε δύο ανθρώπους και δίναμε και μια δεύτερη ευκαιρία σε αυτούς να βάλουν μυαλό. Συνέβη αυτό, λοιπόν, γιατί αποφασίσαμε να δράσουμε.
Ο Τόλκιν ακροβατεί σε δύο πράγματα που φαντάζουν λίγο αντίθετα στην αρχή. Το ένα, είναι αντιπολεμικός, δεν είναι πολεμοχαρής. Οι ήρωές του ειδικά, είναι εκτορικής μορφής, όπως ο Έκτορας, «αμύνεσθαι περί πάτρης», έλεγε. Οι ήρωές του αναγκάζονται να πάρουν τα όπλα, για να διεκδικήσουν και να αντισταθούν στο κακό. Γι’ αυτό κι οι περιγραφές του δεν είναι πολύ αιματηρές. Από την άλλη, λέει ότι ακόμα κι ο πιο μικρός, μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Έχει σε μεγάλη εκτίμηση τα χόμπιτ. Τα χόμπιτς είναι τα πιο μικρόσωμα όντα που υπάρχουν και κυκλοφορούν στη Μέση Γη. Έχουμε δύο βασικές ιστορίες, το Χόμπιτ και τον Άρχοντα. Και στα δύο πρωταγωνιστές είναι Χόμπιτ. Στο Χόμπιτ, αυτός που σώζει την κατάσταση κι οδηγεί στην επιτυχία της αποστολής, είναι ο Μπίλμπο. Πιστεύει στον εαυτό του, μεταμορφώνεται, παίρνει πρωτοβουλίες ακόμα κι όταν αυτές δεν είναι ευχάριστες για τους άλλους, μόνο και μόνο για να φέρει τη λύση, την ειρήνη και το αποτέλεσμα. Έρχεται, λοιπόν, ο ανιψιός του μετά από αρκετά χρόνια, πάνω από εξήντα, να επαναλάβει κατά κάποιο τρόπο αυτό το ανδραγάθημα.
Θυμόμαστε όλοι ότι στον χαμό του Συμβουλίου: «Θα το πάω εγώ. Θα το πετάξω εγώ το δαχτυλίδι». Ότι ήταν το υπέρτατο όπλο, στα χέρια του πιο μικρού. Και βλέπουμε ότι ενώ πόσοι άλλοι, σοφοί και δυνατοί, ήταν έτοιμοι να υποκύψουν στο δαχτυλίδι, να το φορέσουν για τον εαυτό τους, να το πάρουν, αυτός προσπάθησε να φτάσει μέχρι το τέλος και να το καταστρέψει. Η πάλη, όχι η βία, είναι αναγκαίο μέσο, αλλά ο στόχος μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους κι αρκεί να σηκώσουμε το ανάστημά μας.
Μια άλλη περίσταση ήτανε αρκετά μετά, όντας εργαζόμενος στον κλάδο του βιβλίου. Κατεβαίνουμε σε μια πορεία με το συνδικάτο μας. Όταν, για κάποιον λόγο πραγματικά αναίτιο, μια διμοιρία περνάει προκλητικά ανάμεσα από τα μπλοκ κι επειδή θέλει να πάρει θέση στο πεζοδρόμιο, αρχίζει και ξυλοφορτώνει, στην πραγματικότητα χωρίς λόγο, ανθρώπους που δεν ήταν καν στην πορεία, ήταν στο πεζοδρόμιο. Βλέποντας εγώ ένα ζευγάρι που θα μπορούσαν να ήταν κι οι γονείς μου να πέφτουν στο έδαφος, αντέδρασα πάρα πολύ, γιατί τους τράβαγαν. Ώθησα τον αστυνομικό και προσπάθησα να σηκώσω το ζευγάρι. Ξαφνικά, βρέθηκα μπροστά σε έξι αστυνομικούς, οι οποίοι αποφάσισαν να κάνουν εκπαίδευση με τα γκλομπ πάνω στο κεφάλι μου. Απέφυγα τα γκλοπ. Έμεινα όμως σε μια απόσταση, ότι: «Δε θέλω να κάνω κάποια χρήση βίας, αλλά δε θα περάσετε από δω». Άπλωσα τα χέρια σε φάση ότι: «Φτάνει πια. Αλίμονο, θα ήταν γονείς σας!» Γιατί πιστεύω ότι αυτό που γινόταν ήταν άδικο, ότι αυτό έπρεπε να σταματήσει κι ότι δε χρειάζεται απαραίτητα να υπάρχει βία. Μπορεί να το κάνεις με τη στάση σου. Έμεινα μπροστά: «ΟΚ, είμαι άοπλος. Είμαι εδώ. Τα χέρια δεν έχουν θέση βίαιη, αλλά πρέπει να σταματήσετε». Να το γυρίσουμε στον Τόλκιν, όπως οι ήρωες αυτοί οι μικροί σε ένα μάταιο αγώνα, καταδικασμένο ίσως, ύψωσαν ανάστημα για να αλλάξουν τα πράγματα. Κάπως έτσι κι εγώ ένιωσα.
Ο Τόλκιν είπε ότι: «Δε θέλω να το πάρετε ως αλληγορικό όλο αυτό που έχω γράψει», αλλά οι επιστολές που ανταλλάσσει κυρίως με τον γιο του, φαίνεται ξεκάθαρα ο τρόπος που έβλεπε να διαμορφώνεται η πραγματικότητα κι ο φανταστικός του κόσμος. Δηλαδή, θεωρούσε, ας πούμε, τους Γερμανούς, αλλά και τους Βρετανούς που παρασύρθηκαν σε ένα αιματηρό δεύτερο παγκόσμιο ως «όρκς». Κι έλεγε στον γιο του: «Εσύ είσαι ένα μικρό χόμπιτ, ανάμεσα σε όρκς. Ξέρω ότι πρέπει να επιβιώσεις, αλλά ξέρεις», του έλεγε, «και ποια είναι η βαθύτερη ηθική του κόσμου. Άρα προσπάθησε να διαφυλάξεις τον εαυτό σου από το να γίνεις κι εσύ ένα όρκ». Υπάρχουν πολλοί τρόποι, όντως, κάτι να σε πηγαίνει προς το σκοτάδι. Ή το «έλα μωρέ» που λέμε δυστυχώς πια, «αφού το κάνει αυτός, θα το κάνω κι εγώ. Θα πάρω τον εύκολο δρόμο». Εγώ το έχω προσωποποιήσει, ίσως ή το έχω βάλει εκεί: όπως σηκώνουν οι ήρωες αυτοί το ανάστημα, όχι, δεν έχει πιο πέρα, δεν έχει πιο πίσω. Υπάρχει μια κόκκινη γραμμή, δεν την περνάμε.
Τα ξωτικά είναι όμορφα. Είναι ό,τι πιο κοντά στις αγγελικές μορφές που δημιούργησαν τον κόσμο. Είναι κάτι που μας λείπει ίσως η ομορφιά, η φωτεινότητα. Και το ότι ήταν πάντα το κομμάτι του φωτός, εναντίον του σκότους. Ακόμα κι όταν τα ίδια έκαναν κάποια εγκλήματα, ποτέ δεν τάχθηκαν υπέρ με το κακό. Αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό. Δηλώνει ότι ακόμα κι αυτά τα όντα, όπως κι εμείς, μπορούμε να υποπέσουμε σε λάθη, στο τέλος ήταν πάντα έναντι του σκότους. Πάμε μόνο μπροστά. Γιατί αυτό πρέπει να κάνουμε, είμαστε φτιαγμένοι απ’ αυτό.