ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΥΡΚΑΓΙΑ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΥΡΚΑΓΙΑ
Περιγραφή
Την ώρα που οι φλόγες πλησιάζουν το χωριό Προκόπι στη Βόρεια Εύβοια τον Αύγουστο του 2021, συμβαίνει ένα γεγονός που θα μείνει στις μνήμες των κατοίκων ως «το θαύμα του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου».
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Μαρία Τζιφή
Αφήγηση
- Απόστολος Μπαλατσός
Δημιουργία Podcast
- Ευφροσύνη Κυριαζή
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Γιώργος Γκανίδης
Φωτογραφία
- Πάνος Μανωλίτσης
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Ισιδώρα Χαρμπίλα
3 Αυγούστου τρώγαμε οικογενειακώς και ξαφνικά, είχε χτυπήσει το τηλέφωνο του αδερφού μου, ο οποίος τυγχάνει να είναι πυροσβέστης στο κλιμάκιο Μαντουδίου. Όπου τον ενημέρωσαν ότι έχει προκληθεί η πυρκαγιά στην περιοχή της Δάφνης των Μαντανικών. Εντάξει, όλοι αναστατωθήκαμε, δεν περιμέναμε βέβαια να έχει την εξέλιξη που είχε…
Την τρίτη ημέρα, πλέον η κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη. Η φωτιά από το Αιγαίο άρχιζε κι ερχότανε με κόντρα άνεμο, βορειοανατολικός ο άνεμος, ερχόταν δηλαδή προς τα χωριά του Προκοπίου, προς το Προκόπι. Και φυσικά, δεν ήτανε μόνο το μέτωπο που ερχόταν προς το Προκόπι, ήταν και το μέτωπο το οποίο εξελισσόταν και με μεγαλύτερη σφοδρότητα, στη μεριά από το Πευκί, στα χωριά της Ιστιαίας.
Είχε δοθεί εντολή εκκένωσης του Προκοπίου, να κατευθυνθεί ο κόσμος κι οι κάτοικοι προς τη Χαλκίδα. Φυσικά, οι ευπαθείς ομάδες, γυναίκες, ας πούμε, οι οποίες έχουν μικρά παιδιά, οι γερόντοι, όλοι αυτοί, απομακρύνθηκαν. Κάποιοι φύγανε και πριν την εντολή εκκένωσης, γιατί φοβήθηκαν. Οι περισσότεροι όμως, δεν κουνήθηκαν. Ο κόσμος δε θα έφευγε, τουλάχιστον αυτοί οι οποίοι θα μπορούσαν να βοηθήσουν.
Εμείς ήμασταν με τους εθελοντές στο Προκόπι. Προσπάθησαν πάρα πολύ με ό,τι μέσον είχε ο καθένας κι από την περιφέρεια κι από τον Δήμο και ντόπιοι οι οποίοι είχαν διάφορα εργαλεία και μηχανήματα, να «περικυκλώσουμε» εντός εισαγωγικών το χωριό, να ζώσουμε όλο το χωριό γύρω-γύρω με μία αντιπυρική ζώνη. Ήμασταν με τα μηχανάκια --πολλοί άνθρωποι είχαν φέρει τον δικό τους εξοπλισμό-- δίπλα στις μπουλντόζες, βοηθούσαν να κόψουμε πεύκα για να περάσει η μπουλντόζα πιο άνετα και πιο γρήγορα, πηγαίναμε όσο μπορούσαμε ό,τι χρειαζόταν κάποιος από τους πυροσβέστες ή από τους δασεργάτες που δούλευαν μαζί ή από τους ρητινοκαλλιεργητές, αν χρειαζόντουσαν κάποια βοήθεια, νερό, τρόφιμα...
Ήτανε 4 η ώρα τα ξημερώματα. Εντάξει, όλοι ήμασταν πολύ κατάκοποι. Κάποια στιγμή, έχω πάει στου φίλου μου του Κυριάκου την κλούβα, που την είχε παρκάρει δίπλα στο ΙΧ. Του λέω: «Κυριάκο», λέω, «θέλω να πάω έτσι λίγο να ξαποστάσω», λέω, «δεν αντέχω, να κάτσω έτσι λίγο μέσα στο κάθισμα».
Κι όπως κάθισα μέσα στο κάθισμα, ξαφνικά ακούω απ’ έξω να πέφτουνε χοντρές ψιχάλες πάνω! Και μέσα στην κλούβα να ακούγονται εκκωφαντικά, πολλαπλάσιες! Και λέω: «Κάποιος μου κάνει πλάκα, πετάει πέτρες…» Και βγαίνουμε έξω, ας πούμε, και βλέπουμε να βρέχει.
Τι να σου πω τώρα; Να βλέπεις τώρα μεγάλους άντρες, ας πούμε, τριάντα πέντε-σαράντα χρόνων, σαράντα πέντε-πενήντα, να κλαίνε σαν μικρά παιδιά μέσα στη βροχή… Γύρω-γύρω φαινόντουσαν τα αστέρια κι ήταν ακριβώς από πάνω ένα σύννεφο, εν πάση περιπτώσει, το οποίο έριχνε τη βροχή.
Τώρα θα με ρωτήσετε: «Εσείς αυτό σαν φυσικός, εσύ, ας πούμε, μπορείς να το πεις σαν θεϊκή παρουσία; Το ερμηνεύεις σαν ένα απλό φυσικό φαινόμενο;» Και ποιος μας είπε εμάς ότι τα φυσικά φαινόμενα δεν είναι θαύματα; Και ποιος μας είπε ότι τα θαύματα δεν μπορούν να ερμηνευτούν;
Μαζευτήκαμε όλοι πρώτα στον ιερό ναό του Αγίου Ιωάννου, έγινε μία δοξολογία εκεί απ’ τον μακαριστό τον πατήρ Νικόλαο Βερνέζο, βγάλαμε το ιερό λείψανο του Αγίου Ιωάννου έξω, έγινε η περιφορά μαζί με την εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης, που είναι ο ενοριακός, ο ενοριακός μας ναός, έγινε η λιτανεία σε όλο το χωριό. Είναι συγκλονιστικό το να γίνεται η λιτανεία και να βλέπεις την πυρκαγιά να έρχεται, να βλέπεις έναν κατακόκκινο ουρανό. Ήτανε κάτι δυνατό, το οποίο νομίζω θα μας οδηγεί για όλη μας, την υπόλοιπή μας ζωή.
Η φωτιά συνεχιζόταν. Γινόταν πραγματικά μάχη για να κατασβεστεί. Μίλησα με τον αδερφό μου τον πυροσβέστη. Δεν μπορούσε να μου μιλήσει, είχε κλείσει η φωνή του εντελώς. Πραγματικά, δεν μπορούσε να μιλήσει, δηλαδή δεν τον άκουγα. «Δημήτρη», λέω, «έχουμε ένα σύνορο, είναι το ποτάμι, ας πούμε. Να μη σας περάσει το ποτάμι! Κι αν σας περάσει το ποτάμι, ρίξτε την προς τα νταμάρια!» Εκεί είναι τα νταμάρια του Κάκαβου, κάτι παλιά ορυχεία όπου είναι πιο γυμνό το μέρος κι έλεγα εδώ είναι η ευκαιρία, να πέσει η φωτιά προς τα εκεί. Και προσπάθησαν αρκετά με ντόπιους εθελοντές, δασεργάτες, προσπάθησαν και τα κατάφεραν κι έπεσε η φωτιά πάνω στο νταμάρι, όπου ουσιαστικά εκεί, ας πούμε, κι έσβησε.
Είχε κάψει μισό εκατομμύριο, πάνω από μισό εκατομμύριο στρέμματα. Ο κόσμος ήτανε όχι απλά θυμωμένος, ήταν σε απόγνωση. Ξαφνικά είχαν χάσει το βιός τους, μέσα σε δύο μέρες. Αυτοί που με συγκλόνισαν περισσότερο ήταν κάποιοι μεγάλοι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν μεγαλώσει μέσα στο δάσος, ζούσαν από το δάσος, αλλά αυτό που τους πείραξε πιο πολύ, είναι ότι χάσαν το πράσινο τους. Είχαν μεγαλώσει με αυτά τα δέντρα, είχαν μεγαλώσει με τις κουμαριές, με τα πεύκα, με τις δρυς. Είχαν μεγαλώσει, άνθρωποι εξήντα πέντε χρονών, και βουρκώνανε για αυτό. Ναι μεν βούρκωναν για τις ελιές που χάσανε, ναι μεν για τα ζώα που χάσανε, χάσανε όμως το φυσικό τους περιβάλλον. Δηλαδή, από κει που είσαι, ας πούμε, ξαφνικά, είσαι μέσα στον Αμαζόνιο, ας πούμε, μέσα σε μία μέρα βρίσκεσαι μέσα στην τέφρα. Το σοκ είναι τεράστιο.
Αυτό που μου έδωσε εμένα η φωτιά περισσότερο, είναι ότι όλα αυτά που έχουμε είναι --χώρια του ότι δεν είναι δεδομένα-- είναι και δώρα, τα οποία ανά πάσα στιγμή, ας πούμε, μπορούμε να τα χάσουμε. Και δε θεώρησα ποτέ ότι έβρεξε για να σβήσει η φωτιά. Γιατί πώς θα γυρίσω εγώ να πω στον Κοκκινομηλιώτη ή στον άνθρωπο απ’ τη Σκεπαστή, ότι έβρεξε ο Άγιος για να σωθεί το Προκόπι; Θεώρησα ότι έβρεξε για να μας πει κάποιος ότι: «Παιδιά, μη φοβάστε, είμαστε εδώ». Δε νομίζω ότι ο Θεός μας δρα μαγικά, ούτε δρα εκβιαστικά. Νομίζω ότι ήταν καθαρά μία παρουσία του Αγίου για να μας πει ότι: «Είμαι εδώ, μαζί σας, σ’ αυτό το δύσκολο που περνάτε αυτή τη στιγμή». Αυτό ήτανε για μένα το θαύμα.