Είχα πάντα έρωτα με τα ραδιόφωνα. Πάντα δηλαδή θα το έπιανα στα χέρια μου, να ασχοληθώ μαζί του, να το «ξεκοιλιάσω», να δω τι έχει μέσα. Από παιδί. Όταν έπιανα ραδιόφωνο, ήθελα να δω ποιος είναι από πίσω.
Ξεκίνησε το 1983. Είχαμε μια παρέα τριών παιδιών, συνομήλικοι ήμασταν. Μαζέψαμε υλικά, είτε αγοράζοντας είτε βρίσκοντας από άλλους που τα είχανε περίσσευμα είτε «ξεκοιλιάζοντας» καμιά τηλεόραση χαλασμένη που βρίσκαμε στο δρόμο και παίρναμε κάποια ανταλλακτικά από εκεί πέρα μέσα. Έτσι, ξεκινήσαμε και φτιάξαμε τον πρώτο πομπό. «Crush players» λεγόμασταν. «Crush players». Ήτανε ο «General», ο Νότης κι ο Δημήτρης, ο μετέπειτα «Ανώνυμος». Εγώ μετέπειτα έγινα ο «Άκης ο Κυβερνήτης»: «Ετοιμαστείτε, φεύγουμε, πετάμε!»
Και κάναμε εκπομπή. Είχαμε μία σταθερή συχνότητα εκπομπής, στα μεσαία τότε. Βέβαια, πάντα τις βραδινές ώρες. Γιατί η τηλεόραση δεν ήταν η ψηφιακή που είναι σήμερα, υπήρχαν παρεμβολές σε τηλεοράσεις. Δηλαδή, περιμέναμε να κλείσει κι η τελευταία τηλεόραση της γειτονιάς για να ανοίξουμε εμείς, για να μην παρεμβάλλουμε.
Mε τον καιρό, εμπειρικά, μαθαίναμε ορισμένα πράγματα και φτάσαμε να κάνουμε πολύ μεγαλύτερους πομπούς και να εκπέμπουμε και να ακουγόμαστε και να συνομιλούμε με άλλους φίλους ραδιοπειρατές –θα τους έλεγα ραδιοερασιτέχνες, γιατί είναι εραστές αυτής της τέχνης που λέγεται ραδιόφωνο– και μιλούσαμε μέχρι την Κρήτη πολύ-πολύ άνετα.
Κάποια χρόνια ήμασταν και σε ενοικιαζόμενο χώρο, που δεν ήταν κανενός. Το νοίκιαζε η παρέα. Ρεφενέ βάζαμε όλοι χρήματα για να μπορέσουμε να βάλουμε τον πομπό μέσα, του σταθμού μας. Μεγάλη τρέλα. Ήμασταν τότε δεκαπέντε-δεκαέξι χρονών παιδιά και νοικιάζαμε ένα σπίτι, μια γκαρσονιέρα, έναν χώρο, με τα χαρτζιλίκια μας. Άλλοι δούλευαν και συνεισφέρανε πάνω σε αυτό εδώ. Να φτάνει ο μήνας και να μην έχουμε μαζέψει το ποσό και για να μην εκτεθούμε στον ιδιοκτήτη, ρεφενέ από την υπόλοιπη παρέα, τους φίλους. Χαρτζιλίκια όλοι, γιατί τότε κανένας δεν είχε λεφτά. Δεν τρώγαμε το κουλούρι στο σχολείο για να βάλουμε, να μαζέψουμε χρήματα.
Το «Σκα Σου Σου», συγκεκριμένα, ήταν το πρώτο δισκάκι που είχα αγοράσει, σαράντα πέντε στροφών, για να το παίξω. Γιατί ήταν μεγάλη επιτυχία την εποχή εκείνη και το είχα αγοράσει εκατόν δέκα ή εκατόν είκοσι δραχμές. Σημερινά τριάντα λεπτά.
Περπατάω στη γειτονιά μου, στα εκατό μέτρα από το σπίτι μου, εκατόν πενήντα μέτρα από το σπίτι μου, με φωνάζει ένας κύριος, μου λέει: «Μικρέ, για έλα λίγο». Λέω: «Ορίστε». Μου λέει: «Εσύ έχεις τον σταθμό στη γωνία;» Τα έχασα. Κοιτώντας τον μέσα στα μάτια, γιατί δε μου το έλεγε και με ύφος περίεργο, του λέω: «Ναι». Λέει: «Περίμενε λίγο». Μπαίνει μέσα στο σπίτι και μου φέρνει ένα χαρτοκούτι που είχε καμιά τριάντα-σαράντα δισκάκια, σαρανταπεντάρια, ελληνικά τραγούδια, λαϊκά. Μου λέει: «Πάρτα και να τα παίζεις». Τα έχασα. Μετά από καιρό, έμαθα ότι αυτός ο άνθρωπος που μου τα έδωσε, ήταν ο Άκης Πάνου.
Ανά τακτά διαστήματα, ανέβαινε ραδιογωνιόμετρο από τη Θεσσαλονίκη για να κάνει έρευνα για αυτούς τους πειρατές. Από πού εκπέμπουν, τα σημεία που βρίσκονται, για να έρθουν να μας πιάσουνε. Τελειώναμε από το φροντιστήριο το απόγευμα και περνούσανε, συνήθως, πίσω από το μέγαρο του ΟΤΕ. Ο ΟΤΕ είχε ένα παρκινγκ από πίσω. Όταν ερχόταν το ραδιογωνιόμετρο στην Ξάνθη, τα βράδια παρκάριζε, σε εκείνο τον χώρο. Εμείς πάντα ρίχναμε μια ματιά αν είναι το ραδιογωνιόμετρο εκεί.
Όταν το βλέπαμε, κατευθείαν στο σπίτι. Η πρώτη κίνηση ήταν να ανοίξουμε το μηχάνημα, γιατί ποτέ το βράδυ δε βγαίναν να ψάξουν, κι ειδοποιούσαμε τους υπολοίπους με τη λεγόμενη φράση: «Μαζέψτε τα ρούχα, θα βρέξει!» Όλοι ήτανε και ξέραν τι σημαίνει αυτό: Ότι έρχεται «βροχή», ότι θα βγει το ραδιογωνιόμετρο τις επόμενες μέρες, για να μην τυχόν γίνει κάτι. Βέβαια, οι κεραίες υπήρχαν, αλλά με την κεραία και μόνο δεν μπορούσε να σε κάνει κάτι. Έπρεπε να βρει μηχάνημα είτε συνδεδεμένο με την κεραία είτε μηχάνημα σε εκπομπή. Μόνο τότε πιστοποιούσε την παράβαση. Θαρρείς και σκοτώναμε κάποιον.
Δε σε ενδιέφερε η ποινή. Σε ενδιέφερε μη χάσεις τα μηχανήματα. Δίσκους, πικάπ, πομπούς… οτιδήποτε υπήρχε, πήγαινε στα χέρια της αστυνομίας. Για μας ήταν ένα άδικο πράγμα, γιατί δεν κάναμε κάτι το ουσιαστικό ή το μεμπτό. Βέβαια, μπορεί να είχαμε κάποιες παρεμβολές σε τηλεοράσεις και τέτοια, αλλά κοιτούσαμε πάντα να είναι το δυνατόν λιγότερες και στη μικρότερη περιοχή. Και μην ξεχνάμε ότι ξεκίνησαν πάρα πολλά πράγματα από αυτούς τους ραδιοερασιτέχνες. Το να ρθεί μετέπειτα η ελεύθερη ραδιοφωνία.
Πομπό με πέντε και δέκα χιλιάδες δραχμές μπορούσες να ξανακάνεις. Είχαμε φτάσει σε επίπεδα ηλεκτρονικού πλέον στην κατασκευή. Υπήρχαν κάποια περιοδικά, έντυπα που βγαίνανε κι είχαν κάποια σχέδια, αλλά τις περισσότερες φορές αυτά τα σχέδια που είχαν μέσα είχανε και κάποιο λάθος. Υποτίθεται τυπογραφικό λάθος, αλλά πάντα ήταν ένα λάθος, για να μην μπορέσει ο άλλος να βγάλει ένα μηχάνημα. Τέλος πάντων, από τον έναν στον άλλον, με σχέδια και πώς θα το κάνει, φτιάχναμε κι αλλάζαμε. Με πειραματισμό. Ό,τι γινόταν, γινόταν πειραματικά.
Κάθε βδομάδα είχαμε και μια μάχη στο σπίτι. Να σταματήσω, να μην ασχολούμαι, να μη χάνω τον χρόνο μου με ανούσια πράγματα. Γιατί, συνήθως, το να μη διαβάζω για το σχολείο και να μην κάνω τις εργασίες μου για το σχολείο και το φροντιστήριο… Εγώ ήθελα να πιάνω το κολλητήρι και τα τρυπάνια και τα κατσαβίδια και να κολλάω, να ξεκολλάω τον πομπό, φτιάχνοντας οτιδήποτε μπορούσες να φανταστείς από δοκιμές πάνω στο μηχάνημα αυτό. Με αποτέλεσμα, μου το είπε μια, μου το είπε δυο, μου το είπε τρεις, αγανάκτησε ο άνθρωπος, το πήρε, μου το πατάει μια κάτω, το έκανε χίλια κομμάτια! Βέβαια, μέσα σε δυο μέρες εγώ είχα καινούριο πομπό, να μη σου πω σε μία.
Είχαμε να μοιραστούμε μια-δυο συχνότητες που μπορούσαμε να παίξουμε τότε εδώ στην Ξάνθη. Όλοι οι ραδιοερασιτέχνες της Ξάνθης, που ήμασταν καμιά τριάντα-σαράντα άτομα, μην πω και πενήντα. Οπότε, υπήρχαν οι παρεξηγήσεις. Κι «ήταν να βγω εγώ» και «γιατί βγήκες εσύ;» και «βγήκες δίπλα κι είχα πρόβλημα εγώ», χίλια δυο.
Οι ραδιοπειρατές μαζευόμασταν και κάναμε διάφορα. Και πάρτι έχουμε κάνει και γιορτές, χορούς, μπαλνταφάν, που γινότανε με τη συνδρομή των ραδιοερασιτεχνών. Οργάνωναν, βγάζαμε προσκλήσεις, πηγαίναμε τις τρυπούσαμε και στην εφορία ακόμα. Αυτά τα χρήματα, λοιπόν, πηγαίνανε σε διάφορες κοινωνικές ομάδες στην πόλη. Δύο φορές είχαμε δώσει λεφτά στο Ορφανοτροφείο της Ξάνθης, το Θηλέων Ορφανοτροφείο που είχε. Η ομάδα των ραδιοπειρατών πάντα σε τέτοια γινόμασταν ένα. Έφευγε το «εγώ» και το «είμαι καλύτερος από σένα κι εκπέμπω καλύτερα από σένα». Γινόμασταν όλοι ένα, για κάτι που θα είχε αντίκτυπο κοινωνικά.
Ο «Άκης ο Κυβερνήτης» κι η ατάκα η λεγόμενη, το «Εδώ Ξάνθη», καταλαβαίναν όλοι ποιος είμαι. Απόγευμα ήτανε, δεν είχε νυχτώσει ακόμα, ήτανε γύρω στις 5-6 η ώρα το απόγευμα, καλοκαιρινές μέρες. Και με παίρνει ένας φίλος τηλέφωνο, από την Αργολίδα. Μου λέει: «Είσαι ανοιχτός;» Λέω: «Ναι». «Παίζεις Καζαντζίδη;» Του Λέω: «Ναι. Γιατί, τι έγινε; Ακούγομαι κάτω;» Μου λέει: «Τι "ακούγεσαι κάτω;" Ο γιος μου είναι αυτή τη στιγμή στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων κι είναι σε εκπαιδευτικό ταξίδι και βρίσκονται στο λιμάνι της Αγίας Πετρούπολης. Είναι ελληνικό καράβι, σε ακούνε και φεύγουν να πάνε Ιαπωνία. Και τους έχεις κάνει ανάστα όλους εκεί πέρα μέσα!» Κι αυτό είπε στον πατέρα του ο γιος του φίλου μου. Τον πήρε τηλέφωνο, λέει: «Ακούμε κάποιον εδώ που φωνάζει "Εδώ Ξάνθη!"» Και με πήρε τηλέφωνο ο φίλος μου, ξέροντας ότι είμαι εγώ.
Η RF αν μπει στο αίμα σου, δε θα την ξεχάσεις ποτέ. Δεν υπάρχει κέντρο απεξάρτησης για την RF, κατ’ εμέ. Εγώ την απέκτησα από δεκατριών χρονών. Είχα μία παύση και μετά από δεκαπέντε χρόνια, ξανάβαλα κεραίες. Ο πατέρας μου σταυροκοπιότανε. Και το έλεγε καλύτερα: «Πρώτα φεύγει ο άνθρωπος», λέει, «και μετά το χούι! Έτσι είσαι κι εσύ!» Μετά από δεκαπέντε χρόνια, όταν ξαναέκανα αυτό το «κλικ» του διακόπτη και πήρα το μικρόφωνο για να μιλήσω, έτρεμα. Έτρεμα.