Η δουλειά μας είναι πολύ δύσκολη. Εμείς θα αντικρίσουμε, είτε κορονοιός, είτε θάνατος, είτε τροχαίο, είτε οτιδήποτε. Ο γιατρός, μετά από εμάς. Οι πρώτοι που βλέπουμε το περιστατικό είμαστε εμείς. Και σήμερα με τον κορονοϊό ακόμα χειρότερα, γιατί είμαστε στην πρώτη γραμμή.
Για τους οδηγούς, με τον κορονοϊό, συνήθως το κέντρο μας λέει πάνω-κάτω αν είναι ύποπτο ή αν είναι διαγνωσμένο, οπότε είμαστε υποχρεωμένοι να ντυθούμε, να βάλουμε την ανάλογη στολή: καπέλα, μάσκες, γάντια, τα πάντα. Εγώ συγκεκριμένα έχω ντυθεί, μπορώ να πω, και δεκαπέντε φορές τώρα μέσα σ’ έναν μήνα να έχω βάλει τη στολή αυτή του κορονοϊού, τη φόρμα την άσπρη, μπορεί και δεκαπέντε φορές.
Κι από κει και πέρα ανάλογα τον ασθενή και σε τι κατάσταση είναι. Συνήθως έχουν δύσπνοια, φόβο πάνω απ' όλα, ψηλό πυρετό… αλλά το πιο δύσκολο είναι η δύσπνοια. Και πρέπει κατευθείαν να του δώσουμε οξυγόνο για να τον βοηθήσουμε στην αναπνοή.
Φοβάμαι; Φοβάμαι, εννοείται! Υπάρχει άνθρωπος που να μη φοβάται την ασθένεια, την αρρώστια; Γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί, απ’ το κάθε αντικείμενο, μπορεί να είναι πάνω στο σώμα σου ο κορονοϊός και να το πάρεις, να το μεταφέρεις και στο σπίτι σου.
Είμαι οδηγός σαράντα χρόνια σχεδόν. Υπάρχουν κι ευχάριστα περιστατικά και δυσάρεστα. Υπάρχουν περιστατικά τα οποία ακόμα είναι στη μνήμη μου και μου προκαλούν μέχρι… μου ανεβάζουν την πίεση, πώς να το πω έτσι απλά; Γιατί είναι πολύ δυσάρεστα.
Ήμουνα πρωινός στη βάρδια, χτυπάει το τηλέφωνο και μας λέει: «Πηγαίνετε γρήγορα στην οδό, στο τάδε χιλιόμετρο, έχει γίνει ένα τροχαίο».
Ήταν αρκετή απόσταση. Οι δρόμοι δεν είναι τόσο για πολύ μεγάλες ταχύτητες, οι δικοί μας. ‘Έχω πάει και με εκατόν ογδόντα. Δηλαδή, όσο πάει το αυτοκίνητο. Όσο αντέχει το αυτοκίνητο, πάμε. Γιατί ο χρόνος σε μας, ο χρόνος, όπως λένε «ο χρόνος είναι χρήμα», σε μας ο χρόνος είναι η ζωή. Και ένα λεπτό νωρίτερα να φτάσεις σε κάποιον που σε χρειάζεται, ίσως να είναι πολύ κρίσιμο για τον άνθρωπο.
Εμείς μέσα σε πέντε λεπτά, φτάσαμε. Κι όταν αντίκρισα το πίσω μέρος του αυτοκινήτου, το οποίο είχε πέσει, είχε μπει κάτω από ένα φορτηγό, μπορώ να πω ότι τα ‘χασα κιόλας. Γιατί κατάλαβα ότι είναι ο φίλος μου, ένας πολύ καλός μου φίλος.
Πρέπει να είσαι ψύχραιμος, γιατί αν δεν είσαι ψύχραιμος, μπορεί εσύ ο ίδιος να κάνεις κακό στον ασθενή. Παράδειγμα σ' ένα τροχαίο, ο χειρισμός πώς θα βγάλεις τον τραυματία απ' το αυτοκίνητο πρέπει να είναι καθορισμένο: πώς θα τον πιάσεις, πώς θα τον βγάλεις από το αυτοκίνητο. Δεν μπορείς να τον πάρεις, να τον τραβήξεις σαν ένα τσουβάλι! Πρέπει να βάλεις το ανάλογο εργαλείο-σκούπα που λέμε εμείς ή σανίδα, που έχουμε κάποια βοηθητικά εργαλεία, ας το πούμε.
Το αυτοκίνητο είχε τόσο συρρικνωθεί, που δεν μπορούσαμε να τον βγάλουμε μέσα απ’ το αυτοκίνητο. Δηλαδή, ήταν άνθρωπος κι αυτοκίνητο μία μάζα, ένα σώμα! Ήρθε κι η πυροσβεστική κι αναγκαστήκαμε να τραβήξουμε το αυτοκίνητο, ήταν σαν φυσαρμόνικα, το τεντώσαμε για να μπορέσουμε να πάρουμε τον άνθρωπο.
Βάλαμε τ’ οξύμετρο στο δάχτυλο, ψάξαμε σφυγμούς… δυστυχώς, δεν υπήρχε τίποτα. Προσπαθήσαμε με μαλάξεις και με αυτά, μήπως τον επαναφέρουμε. Τον μεταφέραμε στο νοσοκομείο όπου εκεί διαγνώστηκε πλέον κι επίσημα ο θάνατος του.
Ήταν ένα περιστατικό το οποίο θα μου μείνει σ’ όλη μου τη ζωή, θα το θυμάμαι, γιατί είναι δύσκολο να βγάζεις έναν δικό σου άνθρωπο. Όταν είναι δικός σου και πολύ γνωστός. Κι όταν περνάω από εκείνο το σημείο, πάντα έρχεται η εικόνα στο μυαλό μου.
Ήταν ένας πεζός, νυχτερινή ώρα, ήταν σκοτάδι, έξω από τη πόλη, ο οποίος περπατούσε και τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο που με το χτύπημα που του έκανε, του έκοψε το πόδι. Το πόδι ήτανε στη μία μεριά του δρόμου, το σώμα ήταν στην άλλη μεριά του δρόμου. Ναι μεν πήραμε τον άνθρωπο, ο οποίος ήταν κι εκείνος φυσικά νεκρός, αλλά ήμασταν υποχρεωμένοι να ψάχνουμε το πόδι μες στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή το βρήκαμε και -τι να πω- κουβαλούσαμε το πόδι στα χέρια σαν ένα αντικείμενο.
Αλλά το πιο δύσκολο ήτανε, επειδή έγινε εκείνη τη στιγμή, τα νεύρα ήδη ακόμα… κουνιόταν το πόδι στο χέρι. Ερχόταν ένα ρίγος στο μέσα σου μόνο που το ένιωθες το πόδι να κουνιέται. Δηλαδή, ένα κομμάτι από τον άνθρωπο να κουνιέται στα χέρια σου. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο και φρικιαστικό, επί έναν μήνα έβλεπα εφιάλτες. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Πεταγόμουν στον ύπνο μου μόνο που ερχόταν η εικόνα εκείνη που είχα δει, εκείνο το βράδυ.
Η δουλειά μας δεν έχει ωράριο. Μπορεί στο παρά ένα, πριν σχολάσεις, να σου τύχει ένα περιστατικό και πρέπει να πας. Δεν μπορείς να πεις ότι σχολάω, ας περιμένει. Μου έτυχε μια γέννα! Μας καλέσανε, οι άνθρωποι δεν είχανε μεταφορικό μέσο, πλέον είχαν σπάσει τα νερά της γυναίκας κι είχε αρχίσει το μωρό να βγαίνει.
Πολλές φορές μας επιτίθονται οι συγγενείς γιατί η αναμονή… μπορεί να κάνουμε δύο λεπτά, τρία λεπτά να φτάσουμε στο σημείο, πέντε, και για τους συγγενείς του ασθενή φαίνεται χρόνος! Και σου λέει: «Άργησες! Γιατί άργησες;»
Όταν φτάσαμε εμείς, ήδη η γυναίκα είχε αρχίσει να γεννάει. Ε, με τη λίγη εμπειρία που είχαμε πάνω σε αυτό, βοηθήσαμε τη γυναίκα, πήραμε το μωρό, φτάσαμε στο νοσοκομείο κι από εκεί αναλάβανε οι γιατροί. Ήταν ένα ευχάριστο γεγονός. Φέραμε μια ζωή στον κόσμο, φέραμε έναν άνθρωπο στον κόσμο!
Μετά από πολλά χρόνια ανταμώσαμε και μου δείξαν το παιδί, εκείνο που… και μας λένε: «Το γνωρίζεις;» Δηλαδή κι αυτοί δεν ξέρω, απ’ τη χαρά, από τι. Λέω: «Πού να το γνωρίζω;» Λέει: «Αυτό είναι που γεννήθηκε μέσα στο ασθενοφόρο μαζί σας!» Και νιώθεις μια ικανοποίηση... Πολύ δύσκολη δουλειά, πολύ υπεύθυνη. Αλλά είναι κι απ’ την άλλη μεριά, όταν σώζεις κάποιον, νιώθεις ικανοποίηση, λες: «Τα κατάφερα!»
Η οικογένεια… όταν φεύγεις απ’ το σπίτι, ξεχνάς την οικογένεια! Όταν φύγω στο σπίτι εγώ δε θα πω στα παιδιά μου, στη γυναίκα μου ότι αυτό μου έτυχε, εκείνο μου έτυχε, γιατί δεν είναι σωστό. Δεν μπορούνε. Να μη τους επηρεάζω κι αυτούς ψυχολογικά, όπως εγώ, επειδή εγώ επηρεάστηκα.
Να σας πω ένα περιστατικό. Ήμουν στη δουλειά και περίμενα τον γιο μου να έρθει. Και τον παίρνω τηλέφωνο και λέω: «Πού βρίσκεσαι;» γιατί είδα ότι αργεί να ‘ρθει και μου λέει: «Είμαι εκεί» στο τάδε σημείο. «Εντάξει», λέω, «σε περιμένω». Με το που κλείνω το κινητό μου, χτυπάει το τηλέφωνο της υπηρεσίας και λέει: «Γρήγορα, στο τάδε σημείο έγινε τροχαίο!» Στο σημείο που θα περνούσε ο γιός μου! Μέχρι που να φτάσω εγώ στο σημείο εκείνο, ήμουνα σε τέτοια υπερένταση που δεν ήξερα τι θα αντικρίσω... Λέω μήπως; Μήπως δω το γιό μου στο ατύχημα που έγινε; Ευτυχώς, δεν ήτανε.
Λέω για έναν χρόνο ακόμα, να βγω στη σύνταξη. Ελπίζουμε να μην τη πατήσουμε, να μην κολλήσουμε κορονοϊό! Αν γυρνούσε ο χρόνος πίσω; Δε θα πήγαινα σε τέτοια δουλειά. Δεν το έχω μετανιώσει, αλλά είναι δουλειά, πώς να το πω; Στεναχωριέσαι. Δηλαδή, δεν μπορείς να είσαι αναίσθητος, δεν κουβαλάς άψυχα, κουβαλάς άνθρωπο κι όταν χάνεις έναν άνθρωπο στο αυτοκίνητο, όταν χάνεις στα χέρια σου μέσα όταν τον χάνεις, επηρεάζεσαι πάρα πολύ. Όσο και να προσπαθείς, μετά λες μήπως δεν έκανα αυτό; Μήπως δεν έκανα εκείνο; Μήπως; Δηλαδή κάπου, πολλές φορές, τα βάζεις και με τον εαυτό σου. Μήπως έκανα αυτό λάθος; Μήπως έκανα εκείνη την κίνηση λάθος; Μήπως έπρεπε να του χορηγήσω αυτό ή εκείνο;
Γι’ αυτό δε θα ήθελα την ίδια δουλειά. Επειδή οδηγάω τόσα χρόνια, θα μπορούσα να είχα, θα ήθελα, ένα φορτηγό μεγάλο και να κάνω μεγάλα ταξίδια, να πηγαίνω στο εξωτερικό. Αυτή η δουλειά θα μ’ άρεζε.