Όταν παντρεύτηκα, το ’68, αποφασίσαμε με τον άντρα μου να πάμε ταξίδι στην Αμερική. Πετάξαμε, λοιπόν, 26 του μηνός για Νέα Υόρκη, όπου συναντήσαμε κάποιους φίλους εκεί και πριν πάμε στο ξενοδοχείο, είπαν: «Δεν πάμε να δούμε κάποιο μουσείο;» κι αφήσαν το αυτοκίνητο σε ένα πάρκινγκ, ανοικτό μεν, αλλά φυλασσόμενο δε. Όταν πήγαμε το απόγευμα να πάρουμε το αυτοκίνητο, το αυτοκίνητο το είχαν διαρρήξει. Δεν υπήρχαν μέσα ούτε βαλίτσες, τίποτα, όλα χαμένα. Κι επειδή είχα πάρα πολύ στενοχωρηθεί, λέει ο άντρας μου: «Δε θα μείνουμε εδώ πέρα, θα πάμε στο Νασσάου, στις Μπαχάμες, για να ευχαριστηθείς και να περάσει καλύτερα η ώρα μας».
Ήταν κάτι που δεν το είχαμε προγραμματίσει. Πραγματικά, φεύγουμε για το Νασσάου, όπου εκεί αρχίζει η περιπέτεια.
Είχαμε μπει μες στο αεροπλάνο και καθόμαστε και περιμέναμε να φύγει το αεροπλάνο. Και βλέπω ένα νεαρό παιδί και σαν να έσπρωχνε μία αεροσυνοδό προς τις τουαλέτες. Λέω: «Τι γίνεται εδώ;» Και μπήκανε μαζί στις τουαλέτες, μπήκε κι η αεροσυνοδός μαζί. Καθόμαστε εμείς πρώτη θέση και βλέπαμε πολύ καλά. «Τι γίνεται εδώ; Δύο μαζί στις τουαλέτες; Τι συμβαίνει;»
Και σε λίγο βγαίνει έξω και μ’ έναν σουγιά, φαίνεται, κάτι κρατούσε, σουγιαδάκι, και λέει: «Μην κουνηθεί κανένας!» Αυτός δεν μπήκε μέσα στο πιλοτήριο, κάθισε απ’ έξω. «Γιατί γίνεται αεροπειρατεία! Δε θα προσγειωθούμε στο Νασσάου, πάμε Κούβα!»
Ήταν ένας νεαρός αυτός, είκοσι δύο-είκοσι πέντε χρονών, φοιτητής. Αλλά ήταν αριστερός κι ήθελε οπωσδήποτε να πάει Κούβα. «Ούτε νερό», λέει, «ούτε τίποτα. Στη θέση σας και δεμένοι, και μην τυχόν και βγάλει κανένας φωτογραφία, θα έχει ποινική ρήτρα στην Κούβα, όταν φτάσουμε».
Ένα πολύ μικροκαμωμένο αγόρι, ξανθούλης, μικροκαμωμένος, με μια καπαρντίνα... Που δεν μπορούσες να διανοηθείς ότι αυτό το παιδάκι θα κάνει αεροπειρατεία. Ήθελε να συναντήσει τον Κάστρο.
Πραγματικά, όλοι μια αγωνία… Γιατί ήταν μέσα γεμάτο από Αμερικάνους κι όλοι είχαμε μια αγωνία: «Πώς θα φτάσουμε; Πώς θα φτάσουμε;» Κάποια στιγμή, λοιπόν, μας λένε ότι: «Σε λίγο θα προσγειωθούμε στο αεροδρόμιο της Κούβας και, παρακαλώ πολύ, μην τυχόν και διανοηθείτε να βγάλετε φωτογραφίες».
Εγώ εκείνα τα χρόνια πατούσα πολύ στα πόδια μου και δε με ένοιαζε τίποτα. Ήμουνα παντού, σ’ ό,τι γινότανε, πρώτη. Και λέω: «Εγώ θα βγάλω φωτογραφίες». Μου λέει ο άντρας μου: «Καλά, τρελή είσαι;» «Όχι, εγώ θα βγάλω», λέω, «και τι να μου κάνουνε;» Είχα, λοιπόν, μια μικρή Kodak στο βαλιτσάκι μου. Τη βγάζω κι αρχίζω και βγάζω φωτογραφίες. Φωτογραφίες τον αεροπειρατή, το αεροδρόμιο, τα πάντα.
Φτάνουμε στην Κούβα, προσγειωνόμαστε μια χαρά, κρύβω εγώ τη μηχανή. Κι η αλήθεια είναι ότι μας κάνανε μία πολύ ωραία υποδοχή. Μας βάλαν σε ένα μεγάλο… αεροδρόμιο ήταν; Δεν ξέρω τι. Μας προσφέρανε σάντουιτς και τέτοια κι είπανε ότι: «Δε θα μείνετε εδώ». Και λέει: «Από εδώ θα φύγει το αεροπλάνο τώρα, να γυρίσει πίσω στην Αμερική, για να πληρώσει ρήτρα η Αμερική το ότι προσγειώθηκε ένα αεροπλάνο εκεί. Κι εφόσον η Αμερική στείλει νέο αεροπλάνο, τότε θα φύγετε. Και τώρα», λέει, «εμείς θα πάμε στην Αβάνα».
Μας βάζουνε, λοιπόν, σε κάτι λεωφορεία. Τώρα, απ’ ό,τι θυμάμαι, ήταν με ξύλινα καθίσματα μέσα. Να έχει μία βροχή… να βρέχει και κάθε τόσο να σταματάει ο καημένος ο οδηγός –δύο λεωφορεία-τρία μας ‘βάλαν– να παίρνει εφημερίδες, να καθαρίζει τα τζάμια και να προχωράμε.
Μετά από κάμποσες ώρες φτάσαμε στην Αβάνα και μας πήγαν σ’ ένα ξενοδοχείο, το οποίο τότε το ανοίξανε, για εμάς. Το ξενοδοχείο ήταν τεράστιο, πρέπει στην εποχή την καλή να ήταν κάτι το θαυμάσιο. Μύριζε μούχλα, ήταν όλα κλειστά.
Οι Αμερικάνοι βέβαια, ενώ στην αρχή ήταν όλοι φοβισμένοι, μόλις αρχίσαν οι Κουβανέζοι τα κεράσματα με ποτά, κρασιά και πούρα, τα ξεχάσαν όλα. Αρχίσαν να χορεύουνε, να τραγουδάνε, να πίνουν, να τρώνε και να μη θέλουνε, που λέει ο λόγος, να φύγουνε απ’ την Κούβα! Οι Αμερικάνοι οι πιο πολλοί μεθύσανε μετά! Μας είχανε ποτά και περνούσαν στο κάθε τραπέζι κι αφήνανε πούρα, πούρα, πούρα! Είχανε φέρει κι ορχήστρα κι έπαιζε η ορχήστρα τα δικά τους τα τραγούδια, χορεύαν οι Αμερικάνοι, ξετρελαμένοι!
Βέβαια, όταν πήγαμε στις τουαλέτες, δεν είχε σαπούνι να πλύνουμε τα χέρια μας. Δεν είχε και χαρτί τουαλέτας. Είχε κάτι χαρτιά κομμένα έτσι πρόχειρα και τέτοια. Και το ξενοδοχείο έβλεπες ότι ήταν ένα κλειστό ξενοδοχείο. Δηλαδή, κείνη τη μέρα το ανοίξανε, για εμάς.
Μας περιποιηθήκαν πολύ, μας κάνανε κηρύγματα, μας δώσανε εφημερίδες, μας δώσανε πούρα πολλά. Μείναμε εκεί νομίζω δύο εικοσιτετράωρα, δε θυμάμαι. Την άλλη μέρα είπανε, στείλανε αεροπλάνο οι Αμερικάνοι και φύγαμε για να πάμε στο Μαϊάμι.
Φτάνοντας στο αεροδρόμιο στο Μαϊάμι μας τα πήραν όλα, δε μας αφήσανε τα πούρα να τα βγάλουμε έξω. Ήμαστε στη σειρά κι όλοι δείχνανε εμένα με το δάχτυλο. «Τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει;» Και με παίρνουνε και μου λένε: «Σας παρακαλώ πολύ, μπορείτε να έρθετε μαζί μας; Κοιτάξτε να δείτε, μας λένε όλοι οι Αμερικάνοι ότι εσείς βγάζατε φωτογραφίες κατά τη διάρκεια της αεροπειρατείας. Πού είναι η μηχανή;» Λέω: «Να τη». «Και το φιλμ;» Λέω: «Να το, δύο φιλμ».
Και δίνω το φιλμ και βγάζουνε τις φωτογραφίες τους και τέτοια. Κι αργότερα μας στέλνουν ένα γράμμα ότι: «Σας ευχαριστούμε πολύ, είστε» –το έχω το γράμμα, το έχω μάλιστα– «είστε ευπρόσδεκτη στην Αμερική, ό,τι ώρα θέλετε». Έχω πολύ μεγάλες τιμές και τέτοια, γιατί τον αεροπειρατή τον βρήκαν απ’ τις δικές μου φωτογραφίες.
Κι ο οποίος έμεινε και στην Κούβα μετά. Του κάναν και μεγάλες τιμές εκεί που πήγε, γιατί αυτοί βγάλαν λεφτά από αυτή την αεροπειρατεία. Γιατί δεν ξέρω πόσες χιλιάδες δολάρια έπρεπε να πληρώσει η Eastern για να στείλει καινούριο αεροπλάνο και τους βάλανε φόρο ότι προσγειωθήκανε και τέτοια. Δηλαδή, πολλά λεφτά στοίχισε. Δηλαδή, πήρε πολλά λεφτά τότε το κράτος.
Η πρώτη αεροπειρατεία που έγινε, το ’68, δεν είχε γίνει προηγουμένως άλλη. Έμεινε το γράμμα από το FBI ότι: «Όποτε θέλετε να ξαναέρθετε στην Αμερική, εδώ είμαστε εμείς», και λοιπά και λοιπά και «Σας ευχαριστούμε για τη συνεργασία». Κι έτσι τέλειωσε αυτή η περιπέτεια.