Δεν έχω «αναμνήσεις απ’ την Ελλάδα», είναι η ζωή μου η Ελλάδα. Δηλαδή, κάθε μέρα έχω αναμνήσεις από την Ελλάδα, κάθε μέρα δημιουργώ κάτι. Για την Ελλάδα και με την Ελλάδα.
Γεια σας, είμαι η Μαρία Λόη και κατάγομαι απ’ το Θέρμο Αιτωλοακαρνανίας. Ξεκίνησα τη μαγειρική μου τέχνη, για να πούμε, όταν ήμουνα πέντε-έξι χρονών, στο Θέρμο. Κατάγομαι από μία οικογένεια πανέμορφη, με πέντε παιδιά, είμαι η μικρότερη, κι αγρότες. Κι έπρεπε να εργάζονται οι δικοί μου στα χωράφια. Εγώ ήμουνα το τυχερό παιδί που δεν εργαζόμουνα κάθε μέρα εκεί και κάποιος όμως έπρεπε να μαγειρεύει στο σπίτι, δεν προλαβαίνανε.
Ήταν η μητέρα μου ασθενής και πήγανε στο νοσοκομείο, όλη η οικογένεια. Εγώ δεν μπορούσα να πάω, γιατί ήμουνα μικρή. Κι όταν ήρθε πίσω ο πατέρας μου, μύρισε κάτι πάρα πολύ όμορφο και μου λέει: «Τι είναι αυτό;» Λέω: «Κεφτέδες». Και μου λέει: «Ποιος τους έφτιαξε; Η ξαδέρφη σου;» Λέω: «Δοκίμασέ τους!» Ήθελα να δω πρώτα. Και λέει: «Πω πω, είναι οι καλύτεροι κεφτέδες που έχω φάει ποτέ στη ζωή μου!» Ε, κι εγώ τότε, σηκώνω το χέρι και λέω: «Εγώ! Εγώ τους έκανα!» Κι έτσι ξεκίνησε το ταξίδι μου για τη μαγειρική.
Ήταν οι αδερφές μου στην Αμερική, πήγαν για να σπουδάσουν, πήγα κι εγώ. Αλλά μία μέρα έκανα ποδήλατο στο πάρκο, το Central Park και γνώρισα τη Laura Walker τότε εκεί, η οποία δεν ξέρω τότε τι είδε επάνω μου… Ότι ήμουνα μάλλον θρασύς, δεν ξέρω. Γιατί περπατούσα πάρα πολύ γρήγορα, περπατούσα «ελληνικά», με ελληνικό τρόπο δηλαδή, με βαρύ βήμα. Και μιλήσαμε και με κάλεσε στο σπίτι της, εκεί στο Fifth Avenue ήταν τότε, σε μια γιορτή. Και γνώρισα πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι δεν πίστευαν ότι εγώ θα ήμουνα, ξέρω ’γω, δεκαοχτώ-δεκαεννιά χρονών τότε.
Νομίζανε ότι ήμουνα τριάντα με τον τρόπο που τους μιλούσα και με τα «σπασμένα» μου αγγλικά. Αλλά ήταν ωραίοι άνθρωποι. Αλλά μετά ’ντάξει, άλλαξε κι η ζωή μου. Είχα την τύχη να γνωρίσω υψηλά ιστάμενους ανθρώπους, την οικογένεια Κέννεντυ και κάποιους άλλους και με βάλανε σ’ ένα άλλο τρόπο ζωής. Μου είπανε ότι έχω το ταλέντο της επικοινωνίας και μου άνοιξαν τις πόρτες για να κάνω ένα γραφείο δημοσίων σχέσεων.
Ήμουνα μία απ’ αυτές τις κυρίες σαν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Διαμάντια, όλα αυτά γύρω μου, οδηγούς, τρία-τέσσερα σπίτια από δω κι από κει... Και νόμιζα ότι αυτό ήταν η ευτυχία. Ότι αυτό, έτσι κανείς ζει. Ότι ο πλούτος ήτανε στα πόσα χρήματα έχεις, στα πόσα χρυσαφικά έχεις. Με είχε τραβήξει αυτή η ζωή και δε θυμόμουνα αυτά που μου έλεγε ο παππούς μου, ότι: «Η ευτυχία κι η χαρά, είναι σε ένα ποτήρι κρύο νερό: να πίνεις εκεί που θέλεις και να αισθάνεσαι ότι έχεις μία ισορροπία, να πατάς σταθερά στο έδαφος».
Μια μέρα που ήμουνα εδώ στο γραφείο μου, στην Πλάκα κι ετοιμαζόμουνα για να πάω σε μία δεξίωση, σαν απ’ αυτές τις δεξιώσεις που πηγαίναμε όλοι. Και ποιος θα είχε το καλύτερο φόρεμα… Και διαβάζω ένα ποίημα του Καβάφη το «Όσο μπορείς τη ζωή σου…» Κλείνω το βιβλίο, «μπαμ!» Το αφήνω κάτω, βγάζω όλα τα χρυσαφικά που είχα πάνω μου κι όλα τα βάζω σ’ ένα κουτί. Από τη μία μέρα, μάλλον απ’ τη μία ώρα στην άλλη, τους λέω: «Εγώ φεύγω. Θα σας αφήσω εσάς κι αν θέλετε μου δίνετε κάτι να πάω να ζήσω εκεί στο χωριό μου». Και πήγα στο χωριό, πίσω, για να μείνω εκεί και να κάνω αυτό που έκανα όταν ήμουνα μικρή: να μεγαλώνω ντομάτες, καλαμπόκια… Όλοι νομίζανε ότι θα γίνω καλόγρια, ότι έχω τρελαθεί…
Έμεινα δυο-τρία χρόνια. Ζούσε κι η μητέρα μου ακόμη κι όλοι οι φίλοι μου, ερχόντουσαν εκεί και μαγείρευα εγώ. Κι ένας φίλος μου, μου λέει: «Σε παρακαλώ, κάνε ένα εστιατόριο». Και το φτιάξαμε. Κι έτσι έγινε το πρώτο μου εστιατόριο: «Κουζίνα Μαρία Λόη». Μετά προχώρησα, ήρθαν οι εκπομπές με τον Γρηγόρη Αρναούτογλου, ήρθαν τα περιοδικά…
Μια μέρα, με παίρνει ένας φίλος μου και μου λέει: «Μωρέ, να ’ρθεις στη Νέα Υόρκη; Που εσύ ξέρεις και λίγο τη ζωή εδώ και να μου πεις αν αυτό το εστιατόριο είναι καλό για να το πάρω;» Λέω: «’Ντάξει, έρχομαι». Ήταν Αύγουστος. Πήγα και με το που πάω και βλέπω το εστιατόριο αυτό, στην πόρτα, το χερούλι της πόρτας ήτανε «Μ.Λ», στα ελληνικά! Λοιπόν, και λέω: «Αυτό δεν το παίρνεις εσύ!» Μου λέει: «Τι λες τώρα;» Του λέω: «Θα σε βοηθήσω να κάνεις ό,τι θέλεις, θα σου δώσω ό,τι θέλεις, ό,τι μενού θέλεις να σου φτιάξω δωρεάν, λοιπόν, αλλά δεν το παίρνεις!»
Μέσα σε ενάμιση μήνα, έφυγα. Για πολλούς, είναι δύσκολο να ανοίξεις εστιατόριο στην Αμερική. Καλά, για μένα, αν το βάλω στο μυαλό μου δεν είναι τίποτα δύσκολο, την άλλη ώρα θα το φτιάξω. Οπότε μέσα στο μήνα, ήταν όλα έτοιμα.
Και μέσα σε μία εβδομάδα, πριν ανοίξουμε, λαμβάνουμε μία, ένα τηλεφώνημα ότι θα έρθει η Florence Fabricant στο εστιατόριο. Είναι απ’ τη New York Times κι είναι σκληρή, είναι εκείνο, τα πάντα… Εγώ, δηλαδή, λέω: «’Ντάξει βρε παιδιά, δεν είναι να μας δαγκώσει η γυναίκα, εντάξει! Θα ’ρθει, θα φάει, θα δοκιμάσει». Λέω: «Έτσι είσαι; ’Ντάξει!» Πάω κι εγώ μέσα και της φτιάχνω τα καλύτερα στην κουζίνα: τι γαρίδες, τι ψάρι, ακόμα και... Α! Και μου ζήτησε τον μουσακά! Εγώ δεν ήθελα να βάλω τον μουσακά σαν πρώτο πιάτο, δηλαδή, το καλύτερο για την Ελλάδα. Πιστεύω ότι ο μουσακάς δεν είναι το ελληνικό πιάτο. Πιστεύω ότι η φασολάδα μας είναι το ελληνικό πιάτο. Κι είδα και τον έτρωγε τον μουσακά και το ’φαγε όλο. Κι όταν σηκώθηκε για να φύγει --ψυχρή μιλάμε, δηλαδή ψυχρή, δεν μπορούσες να καταλάβεις τίποτα, το «pokerface» που λέμε, είναι αυτό-- κι εγώ τη ρωτάω με θράσος. Γιατί μου λένε: «Δεν πρέπει να της μιλήσεις, δεν πρέπει να ρωτήσεις». Όταν μου πούνε εμένα «δεν πρέπει», κάνω το αντίθετο. Και της λέω: «Τώρα που τα δοκιμάσατε αυτά, τι γνώμη έχετε γι’ αυτά;» Μου λέει: «Δεν μπορώ να σας πω τι γνώμη έχω». Λέω: «ΟΚ! ’Ντάξει, δεν πειράζει! Το είδα», της λέω, «τη γνώμη, την είδα». Μου λέει: «Τι είδατε;» Λέω: «Ή πεινούσατε ή σας άρεσε ο μουσακάς μου». Και γυρνάει και μου λέει: «Δε θα πω τίποτε άλλο, αλλά ήταν πραγματικά ο πιο αέρινος μουσακάς που έχω φάει ποτέ!» Ε, αυτό ήταν. Το ’γραψε την άλλη μέρα κι αναγκαστήκαμε να ανοίξουμε πιο νωρίς, γιατί είχε γράψει η New York Times κι είχε ουρά απ’ έξω.
Μετά από δυόμισι-τρία χρόνια, πήγαμε και κάναμε αυτό το εστιατόριο στους 58 Δρόμους. Κι έτσι ξεκίνησε αυτό το εστιατόριο, που με ανέβασε πάρα πολύ, σε άλλα επίπεδα πλέον. Ήμασταν μια λίμνη Τριχωνίδα και ξαφνικά, έγινε Αιγαίο η ζωή μου.
Για τους Αμερικανούς που τρώνε στο εστιατόριο, τώρα αρέσουν πολύ τα ψάρια, αρέσουν πολύ όλα τα φασόλια, φακές, όλα αυτά, τα οποία τους τα γνωρίσαμε εμείς. Και ξέρουνε τώρα γιατί τα τρώνε. Γιατί δεν τρώνε απλώς για να γεμίσουν το στομάχι τους. Τώρα τρώνε για να ζουν καλύτερα, να έχουν καλύτερη υγεία και να μπορούν να εργάζονται καλά. Γιατί όπως έλεγαν «νους υγιής, εν σώματι υγιή». Κι είναι και πιο χαρούμενοι. Γιατί το φαγητό σε κάνει να είσαι χαρούμενος, είναι πολλά.
Λοιπόν, είχε έρθει ένας σύμβουλος του Προέδρου Ομπάμα στο εστιατόριο και πάλι με θράσος εγώ, πήγα στο τραπέζι. Μου λένε: «Αυτός είναι ο πιο μεγάλος σύμβουλος του Προέδρου». Λέω: «Ωραία! Γιατί δε μου το λέτε, να πάω να του μιλήσω!» Μου λέει: «Συνήθως δε μιλάμε σ’ αυτούς». Λέω: «Εσείς, όχι εγώ!» Λοιπόν, πήγα εκεί και του λέω: «Μπορείτε σας παρακαλώ να φέρετε και τον Πρόεδρο μια μέρα εδώ στο εστιατόριο;» Και γυρνάει και μου λέει: «Δεν ξέρω αν μπορώ να τον φέρω εδώ, αλλά όμως ξέρω ότι μπορώ να του πω ότι έχεις το καλύτερο ελληνικό φαγητό στον κόσμο!» μου λέει, «γιατί έχω φάει και στην Ελλάδα». «Α», λέω, «πάρα πολύ ωραία!» Κάνανε τη γιορτή της 25ης Μαρτίου, που οργανώνουν οι Έλληνες εκεί, με τον Λευκό Οίκο. Και πήρα δύο από το team μου και πήγαμε στον Λευκό Οίκο.
Απ’ την πρώτη στιγμή που φτάσαμε στην Washington, ήταν τόσο υπέροχη η αντιμετώπισή τους, απ’ το ζαχαροπλάστη μέχρι τη σεφ. Και τότε είχανε και κυψέλες απ’ έξω απ’ το... στον Λευκό Οίκο, στον κήπο, είχανε κήπο, μ’ όλα αυτά τα ζαρζαβατικά που λέμε και κάνανε και μέλι. Κι όταν βρέθηκα με τον Πρόεδρο και με τον Αντιπρόεδρο Μπάιντεν, τώρα Πρόεδρο Μπάιντεν, λέει για τον μπακλαβά. Και λέω: «Το φτιάξαμε», λέω, «με το μέλι το δικό σας». «Α», λέει, «είναι σαν το ελληνικό μέλι». «Όχι» του λέω, «κύριε Πρόεδρε, δεν είναι και σαν το ελληνικό μέλι», του λέω, «είπαμε! Το ελληνικό μέλι ξεχωρίζει!» Έτσι βγάλαμε κι αυτή την υπέροχη φωτογραφία, που λένε όλοι έχω μόνο εγώ τη φωτογραφία με δύο Προέδρους τώρα, γιατί είναι ο Ομπάμα κι ο Μπάιντεν. Από δω κι από κει! Κι οι δύο είναι Πρόεδροι! Είναι καταπληκτική αυτή η φωτογραφία.
Στην πανδημία ήτανε κάτι που δεν ξέρω πώς το έκανα. Δεν κλείσαμε ποτέ. Ούτε μισή ώρα. Όταν μας είπανε ότι: «Είναι εντολή και πρέπει να κλείσετε», λέω: «Εγώ δεν το κάνω. Ελάτε πιάστε με. Εγώ θα μαγειρέψω για τους ανθρώπους που θα έχουν ανάγκη». Κάθε μέρα πηγαίναμε σε δέκα νοσοκομεία, εκατό πενήντα αστέγους.
Μία περίπτωση ήτανε ο Παναγιώτης, γύρω στα τριάντα πέντε χρόνια άστεγος. Όλοι τον φοβόντουσαν στη γειτονιά. Κι είχε, κρατούσε δηλαδή, καλοκαίρι, χειμώνα, είχε τέσσερα-πέντε παλτό επάνω του, και φώναζε. Εμείς τον γνωρίσαμε πριν αρχίσει ακριβώς η πανδημία, γιατί ήρθε και κοίταζε το μενού. Και λέει η Dara, η συνεργάτης μου, λέει: «Γιατί κοιτάζει», μου λέει, «το μενού, αυτός ο άστεγος;» Λέω: «Άνθρωπος είναι, γιατί να μην το κοιτάξει; Άσ’ τον, μπορεί να του θυμίζει κάτι». Και μετά έρχεται μια μέρα, και λέει: «Χταποδάκι!» Και λέει: «Τι λέει;» Λέω: «Μάλλον», λέω, «“χταπόδι”», λέω, «λέει». Και λέει: «Μπα», λέει, «δεν… Kάτι δεν μπορεί να τα πει καλά». Βγαίνω απ’ έξω, μου λέει: «Μη βγαίνεις απ’ έξω!» γιατί ξέρεις, φοβούνται οι άνθρωποι. Νομίζουν ότι κάτι θα σου κανουν. Και κατάλαβα ότι έλεγε «χταπόδι». Του λέω: «Έχουμε. Και πατάτες», του λέω, «έχουμε». Δε μου απάντησε, έφυγε κατευθείαν, έφυγε. Όταν μιλάμε… καπνός!
Την άλλη μέρα, ξανάρχεται. Εγώ το είχα έτοιμο το χταπόδι, είχα και τις πατάτες. Και του λέω: «Αυτά είναι». Του λέω: «Είσαι Έλληνας;» Τίποτα, έφυγε. Τα πήρε όμως. Την άλλη μέρα ξαναγύρισε και μας ζήτησε σκορδαλιά. Ε, τότε ήμουνα σίγουρη ότι ήταν Έλληνας. Δηλαδή, δεν μπορεί να σου λέει «χταποδάκι», παρότι μιλούσε αγγλικά τέλεια. Κι αρχίσαμε τη συζήτηση. Και μου λέει: «Με λένε Peter». Λέω: «Τι Peter βρε», του λέω, «κι ιστορίες! Ή Πέτρο σε λένε», λέω, «ή Παναγιώτη», του λέω. «Παναγιώτη!» μου λέει με τον τρόπο του. Κι από πού είσαι», του λέω, «Παναγιώτη;» Μου είπε: «Απ’ τα Μέγαρα». Του λέω: «Τι τραγούδια σ’ αρέσουνε;» ξέρω ’γω και του άρεσε αυτό το «ντίρλα ντα ντιρλά ντα ντα». Κι άρχισε ξέρεις, ν’ αρχίζει, ν’ αρχίζει να θυμάται.
Λοιπόν, μια μέρα βγαίνω σ’ έναν ελληνικό σταθμό εδώ, και λέω: «Παιδιά, είναι κάποιος άστεγος, είναι Έλληνας χίλια τοις εκατό, μου είπε είναι απ’ τα Μέγαρα, είναι ο Παναγιώτης, δεν ξέρω πόσα χρόνια είναι άστεγος, αλλά αν νομίζει κάποιος ότι τον γνωρίζει, ας έρθει σε επαφή με εμάς, να βρούμε την άκρη. Και παίρνει ένας φίλος του απ’ το Μπρούκλιν και λέει στον συνεργάτη μου, λέει: «Αυτός», λέει, «πρέπει να είναι ο άνθρωπος που εγώ ήμουνα μαζί όταν ήρθα να σπουδάσουμε». Και τον βρήκαμε. Βρήκαμε την οικογένειά του! Ήρθε ο γιος του, βγάλαμε ειδικά χαρτιά, κι ο Παναγιώτης άλλαξε τη ζωή του. Δε θα γίνει βέβαια όπως ήτανε πριν ποτέ, απ’ ότι είπαν οι γιατροί. Αλλά όμως δεν είναι στο πάρκο, δεν κοιμάται μόνος του, κάποια αγάπη θα έχει.
Είναι το κάτι άλλο όταν ακούς τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων. Τι να πεις σε αυτά τα άτομα; Να μη σκύψεις μαζί τους να τους βοηθήσεις σε κάτι; Να κάνεις κάτι;
Εμένα αυτή είναι η ζωή μου. Έτσι υφαίνω τη ζωή μου κάθε μέρα. Ξεκινάω το πρωί και σκέφτομαι: «Τι θα κάνω;» Δε σκέφτομαι τι συνταγές θα κάνω, δε σκέφτομαι τι ραντεβού έχω. Αυτά τα κανονίζουν κι άλλοι άνθρωποι. Σκέφτομαι τι μπορώ να δώσω. Έτσι προχώρησε η ζωή μου. Αλλά νομίζω ότι αυτό που είχα μέσα μου απ’ τον παππού μου, τη διατροφή, το πώς πρέπει να ζούμε, το πώς πρέπει να φερόμαστε στον κόσμο, με βοήθησαν πάρα πολύ. Νομίζω πρέπει να ήταν το ενενήντα τοις εκατό αυτής της καριέρας μου. Και χαίρομαι πάρα πολύ που έκανα αυτό στη ζωή μου.
Τα παιδιά για έμενα είναι η κινητήριος δύναμη κι οι ανήμποροι άνθρωποι είναι η κινητήριος δύναμη. Κι άλλη μία κινητήριος δύναμη είναι το να μην αφήνω κανέναν να μου πει: «Όχι, δε θα το κάνεις». Δεν ξέρω αν είναι εγωισμός, αλλά όπως λέω και στην Αμερική, στους δικούς μου: “Give and never give up!”