Η πρώτη μου επαφή με στούντιο και μεταγλώττιση είναι στην ΕΡΤ. Τότε δεν υπήρχαν ιδιωτικά κάναλια, υπήρχε μονάχα το κρατικό κανάλι και θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά ο Σπύρος ο Μπιμπίλας να έρχεται, να με παίρνει με το αυτοκίνητο και να ανεβαίνουμε στην Αγία Παρασκευή, όπου εκεί γνώρισα για πρώτη φορά τον Γιώργο τον Πρωτοπαπά που σκηνοθετούσε τότε τα Στρουμφάκια. Κι αμέσως μετά, με έριξε μέσα να κάνω κάποιους ρόλους από τα Στρουμφάκια.
Μεγάλωσα στο θέατρο, ο μπαμπάς μου ήτανε ηθοποιός, ο Νικηφόρος Γκίκας. Μεγάλωσα στα καμαρίνια, οι εικόνες μου και τα παιδικά μου χρόνια με τον Νικηφόρο ήταν μέσα σε καμαρίνια. Επειδή ο μπαμπάς δεν είχε πού να με αφήσει, όταν τελείωνα το σχολείο πήγαινα στα καμαρίνα και διάβαζα, έπαιζα μαζί με τους άλλους ηθοποιούς… Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου.
Όταν τελείωσα το Εθνικό, πήγα στο Ανοιχτό Θέατρο του Γιώργου του Μιχαηλίδη. Ένας εξαιρετικός θίασος με υπέροχα παιδιά, με υπέροχους ηθοποιους κι ήτανε κι ο Σπυράκος. Όπου με άκουγε που κάναμε χαβαλέ --εγώ ήμουν στο ίδιο καμαρίνι με τον Μηνά τον Χατζησάββα-- κι έπεφτε πολύ γέλιο. Μου λέει: «Α, αλλάζεις φωνές; Έλα εδώ!» Κι έτσι με βούτηξε και με πήγε στην ΕΡΤ.
Παρακολουθούσα τις μεταγλωττισμένες σειρές που υπήρχαν εκείνη την εποχή: Το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι, την Οικογένεια Γουόλτονς: «Καλημέρα Τζον Μπόι!» Αυτά ήτανε που παίζανε στην ελληνική τηλεόραση κι αφορούσαν τα παιδιά.
Ως ηθοποιός δοκιμάστηκα να χρησιμοποιήσω όλα τα μέσα, προκειμένου να εκφράσω ένα κείμενο μόνο με τη φωνή. Δε συγκρίνεται με το πώς είναι τώρα στον ψηφιακό κόσμο. Πρώτα απ’ όλα τότε γράφαμε σε ίντσα, η εγγραφή ήταν σε μπομπίνες. Οι μπομπίνες αυτές συνεργαζόντουσαν πάρα πολύ δύσκολα με το beta, με την εικόνα δηλαδή, αν κάναμε λάθος έπρεπε να ξαναγραφτεί όλο το επεισόδιο από την αρχή. Γι’ αυτό και κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή η φήμη ότι είναι πολύ κλειστή η μεταγλώττιση, ότι μία παρέα είκοσι-τριάντα ατόμων μονάχα συμμετέχουν.
Ναι, ήταν κλειστή, γιατί απαιτούσε πολλή συγκέντρωση, πολύ καλή επαφή με το κείμενο και να μην κάνεις λάθη, να μην κάνεις σαρδάμ, να μπορείς να διαβάζεις άνετα κι άμεσα ένα κείμενο…
Γράφαμε δύο γκρουπ μοιρασμένα σε δύο μικρόφωνα σε ένα πολύ μεγάλο booth, όπου είμαστε μοιρασμένοι κατά εφτάδες-οκτάδες, ανάλογα πόσοι συμμετείχαν ανά επεισόδιο και γράφαμε ένα επεισόδιο τη φορά. Ανεβαίναμε, δηλαδή, στην ΕΡΤ, κάναμε δύο πρόβες και μια εγγραφή, τρεις ώρες. Πλασάριζόμάσταν μπροστά στο μικρόφωνο, λέγαμε την ατάκα μας, ερχόταν ο άλλος… Ήταν σαν να παίζαμε σε μία θεατρική παράσταση. Κι αυτό το όμορφο που υπήρχε είναι ότι πολλές φορές έσωζε κάποιος κάποιον που πιθανότητα έχανε μία ατάκα στο κείμενο του, δεν ήτανε συγκεντρωμένος ή έφευγε ο ρόλος του. Πεταγόταν ένας άλλος κι έλεγε τον ρόλο. Γι’ αυτό και πολλές φορές θα δείτε ότι στους όχι τόσο επώνυμους πρώτους ρόλους, μπορεί να ακούγονται διάφορες φωνές. Ήταν ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, το ότι έσωζε την ατάκα, οπότε δε γινόταν «stop», συνέχιζε η ροή των 22 λεπτών. Σε 22 λεπτά, δηλαδή, βγάζαμε ένα επεισόδιο.
Στη μεταγλώττιση δεν υπήρχαν «ντιβιλίκια». Δεν υπήρχαν «σταρούμπες». Ήμασταν όλοι το ίδιο, είτε έπαιζε τον πρώτο ρόλο είτε έπαιζε στον τελευταίο. Υπήρχε πάντα γέλιο, διασκέδαση, ήμασταν παιδική χαρά. Εγώ ήμουν έναν χρόνο στα Στρουμφάκια, μετά τελειώσανε. Ξεκίνησα ως Χαχανούλης και τώρα είμαι εγκεκριμένος Δρακουμέλ! Τον Δρακουμέλ τον κάνω εγώ πλέον στα Στρουμφάκια.
Η επόμενη φάση της μεταγλώττισης είναι η ιδιωτική τηλεόραση. Όλα τα ιδιωτικά κανάλια έχουν το πρωί παιδική ζώνη. Είχα την τύχη να είμαι σε αυτά τα team και με αυτόν τον τρόπο να δημιουργηθεί κι αυτή η πλύση εγκεφάλου που έχει υποστεί με το όνομα μου η νεολαία, σε διάφορες φάσεις και σε διάφορες γενιές: «Ακούστηκαν με αλφαβητική σειρά οι ηθοποιοί: Ακίνδυνος Γκίκας…» Είχα την τύχη να είμαι και στα πάνω-πάνω ονόματα κι είχα και την τύχη να κάνω τις περισσότερες αποφωνήσεις εγώ, οπότε η φωνή μου παρέμενε ακόμα κι όταν πέφταν οι τίτλοι στο τέλος.
Πολύς κόσμος γνωρίζει τον Ακίνδυνο από τους Θάντερκατς και τη φωνή που έδινα στον βασικό ήρωα, στον Λάιονο. Είναι ένας ήρωας που πραγματικά με έχει σημαδέψει κι έχει αφήσει κι ιστορία στις γενιές που μεγαλώνανε μετά κι ειδικά στα αγόρια, που λατρεύανε τον ήρωα αυτόν με το σπαθί του, τον λιονταρίνο εκείνον με το σπαθί του.
Οι Θάντερκατς ξεκίνησαν από την κρατική τηλεόραση, αλλά αδικήθηκαν. Θεωρήθηκε ότι είχε βία, ενώ αν ψάξετε οι Θάντερκατς είναι η πρώτη σειρά που έχουνε μέσα από κατασκευής τους παιδοψυχίατρο, προκειμένου να φτιάχνονται οι λέξεις και τα νοήματα που βγαίνουν με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην επηρεάζουν την ψυχολογία των παιδιών. Αδικήθηκε, μπήκε σε βραδινή ζώνη και κάποια στιγμή, τελείωσε. Και μετά η ιδιωτική τηλεόραση τα τσίμπησε τα επεισόδια αυτά και παίχτηκαν αρκετές σαιζόν, όπου είχα την τύχη να κάνω τον Λάιονο.
Τα Θάντερκατς πολλές φορές, επειδή μου έχουν στείλει οι φανς όλα τα επεισόδια και βλέπω το πώς ήταν η μεταγλώττιση τότε για να τη συγκρίνω με το τώρα. Η μέρα με τη νύχτα. Δηλαδή, στην κυριολεξία μιλάμε στου Κουτρούλη τον γάμο! Παρόλα αυτά, κανένας δεν μπορεί να πει ότι δεν έχουν φοβερή δράση, φοβερή αγάπη. Οι ήρωες, οι φωνές, βγάζουν εντάσεις, ενέργεια, δράση! Κάτι που το παιδάκι θα το αγαπήσει.
Γουίνι. Έκανα μια βδομάδα θυμάμαι με τον Michael Owen, που μετά έγινε και Διευθυντής στα κεντρικά της Ντίσνεϋ στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια βδομάδα με παίδευε για να βρω και να πιάσω αυτή τη φωνή. Μάλιστα, επειδή ήμουν πολύ πιτσιρικάς κι ως τότε η φωνή του Γουίνι ήταν από πιο ηλικιωμένους, έλεγα: «Πώς; Μα… είμαι αρκετά μικρός για να κάνω...» Είναι μια φωνή που δεν είναι κοντά στη δική μου, παρόλα αυτά τη βρήκαμε με τον Michael κι ακόμα μπορώ να την κάνω. Η φωνή του Γουίνι είναι αυτό. Είναι: «Γουρουνάκι! Αχ, τι ωραία! Αχ, μέλι! Τι καλά!»
Χαίρομαι, γιατί στην καριέρα μου και το όποιο όνομα κατόρθωσα να φτιάξω σε αυτήν την καριέρα, υπάρχει το ονοματεπώνυμο μου κι όχι το όνομα ενός ρόλου. Με χαροποιεί πάρα πολύ αυτό, το ότι θυμούνται τη φωνή μου. Έχω ακούσει πάρα πολλά αστεία με το όνομά μου, μέχρι που σε μία συζήτηση σε ένα τραπέζι που έτρωγα σε μία ταβέρνα σε διακοπές, έχω ακούσει κάποιους να συζητάνε ότι δεν υπάρχω, ότι είναι ψευδώνυμο, ότι: «Δεν υπάρχει ο Ακίνδυνος Γκίκας, το έχουν φτιάξει αυτό και το παίζουνε τα κανάλια αλλά δεν υπάρχει, άνθρωπος με το όνομα “Ακίνδυνος” δεν μπορεί να υπάρχει». Το όνομα αυτό έχει προκύψει τον παππού μου, κανονικό όνομα είναι!
Δεν υπάρχει αγαπημένος ρόλος. Όλοι μου οι ρόλοι, όλη μου η διαδρομή στη μεταγλώττιση, περικλείεται από όμορφες στιγμές κι από αγάπη για ό,τι έκανα, είτε αυτό ήταν μεγάλο είτε ήταν μικρό, διασκέδαζα ακόμα και για τρεις ατάκες να με φωνάξουνε. Περνάω καλύτερα είτε πάνω στη σκηνή είτε μπροστά στο μικρόφωνο από την καθημερινότητά μου, όπου είναι πιο ντροπαλός, πιο μαζεμένος. Εκεί μπορώ να κάνω τα πάντα. Γιατί δεν είμαι εγώ. Είμαι ένας ήρωας, ένας άλλος ήρωας, έξω από τον Ακίνδυνο.