Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Νέο Ηράκλειο Αττικής. Από την εφηβική μου ηλικία είχα πάρα πολύ έντονη δράση όσο αφορά τα αδέσποτα ζώα, όλη η οικογένεια. Έτσι μας μεγάλωσαν, την αδερφή μου και μένα, οι γονείς μας. Γυρνώντας από το σχολείο, πρώτα παίρναμε μια σακουλίτσα στο χέρι και ταΐζαμε τα αδέσποτα και μετά καθόμαστε να φάμε εμείς.
Το 2000 είχα έρθει στην Αγία Άννα, που εδώ υπήρχε ένας ιππικός όμιλος που έκανε τουριστική ιππασία κι είχα έρθει για τις ανάγκες ενός ρεπορτάζ. Εκεί είχα γνωρίσει αυτόν τον ιππικό όμιλο, τον ιδιοκτήτη και τα άλογα που είχε. Ο κύριος αυτός έψαχνε τότε μία εκπαιδεύτρια ιππασίας και του σύστησα την αδερφή μου, τη Νάνσυ Κουρέλλου, η οποία είναι γυμνάστρια κι έχει ειδικότητα ιππασία.
Δούλεψε ένα καλοκαίρι μαζί του, αγάπησε αυτά τα άλογα. Τον δεύτερο χρόνο δεν μπόρεσε να συνεργαστούν, γιατί είχε αρχίσει να μην αποδίδει η δουλειά του και να μετακινούνται τα ενδιαφέροντά του σε άλλες επιχειρήσεις. Το 2008 έγινε δραματική η κατάσταση των αλόγων, είχαν χαθεί κι άλογα. Είτε είχαν εξαφανιστεί από τον όμιλο είτε είχανε πεθάνει, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Μέχρι που του έγινε το 2010, έξωση.
Πήραμε τα άλογα, τα φέραμε στην Αθήνα. Έμεινε η Νάνσυ έναν χρόνο με τα άλογα στην Αθήνα, στο Καπανδρίτι, επέστρεψε στην Αγία Άννα, βρήκε ένα κτήμα δασικό κι εκεί, φτιάξαμε το φιλοζωικό σωματείο Rancheros, που είναι για την προστασία των ιπποειδών. Και βρήκαμε κι άλλα ζώα: Μία φοράδα, ένα ιπποδρομιακό άλογο, γαϊδουράκια, σκυλάκια... μεγάλωσε οικογένεια των διασωθέντων ζώων. Η Νάνσυ φυσικά παράτησε τη ζωή της στην Αθήνα, ήρθε εδώ για να τα φροντίζει. Ζούσε σε ένα τροχόσπιτο, χωρίς ρεύμα, χωρίς πόσιμο νερό τότε και σιγά-σιγά, άρχιζε να το χτίζει.
Το ’14, λοιπόν, εγώ βρισκόμουν σε ένα δίλημμα, γιατί πλέον με τα οικονομικά έσοδα που είχα, τα συρρικνωμένα αυτά έσοδα, έπρεπε να επιστρέψω, να μείνω με τους γονείς μου. Το οποίο ήταν πάρα πολύ σκληρό. Και λέω: «Θα πάω στην Αγία Άννα, στη Νάνσυ, να ηρεμήσω λίγο και να σκεφτώ τι θα κάνω με το μέλλον μου». Και μου σκάει δουλειά και πρέπει να φύγω στην Αθήνα για να την κάνω. Και λέω στον άνθρωπο που είχα να κάνω συνέντευξη: «Μπορούμε να κάνουμε αυτή τη συνέντευξη με Skype;» Και μου λέει: «Ναι». Κι αρχίζω να διαπιστώνω ότι πλέον μπορείς να δίνεις θέματα δημοσιογραφικά, από όποιο σημείο κι αν βρίσκεσαι.
Μου άρεσε το μεγαλείο της φύσης, το πράσινο, που δεν το χόρταινε το μυαλό μου, η ανταριασμένη θάλασσα. Αυτό που έβλεπα κάθε πρωί από το παράθυρο μου. Το ότι τα ζώα μου ήταν ελεύθερα. Μετά γνώρισα και τον άντρα μου, τον Βαγγέλη, κάναμε και δύο παιδάκια και ρίζωσα.
Ήταν απόγευμα, 3 Αυγούστου. Ήμασταν με τον άντρα μου και τα παιδιά μας στην παραλία κι είδαμε ένα πυκνό σύννεφο καπνού, πολύ πυκνό. Γνωρίζαμε ότι είχε ξεσπάσει φωτιά. Μου είπε ο Βαγγέλης, ο άντρας μου, ότι: «Είναι μακριά από μας, είναι πολύ μακριά από μας, δεν πρόκειται να έρθει εδώ, είναι πάρα πολύ μεγάλη απόσταση». Εφησύχασα.
Την επόμενη μέρα, είδαμε ότι φωτιά γιγαντώνεται. Όχι μόνο δε σβήνει ή δεν ελέγχεται, καίει ανεξέλεγκτα. Την επόμενη μέρα, βρίσκομαι στην παιδική χαρά με τα παιδάκια μου, είμαι με μία φίλη που έχει κι αυτή δίδυμα κοριτσάκια, η οποία μένει στο Αχλάδι. Κι εκείνη την ώρα ανοίγω το κινητό μου κι έχω μια ειδοποίηση από ένα ειδησεογραφικό site, που λέει ότι ένας από την Περιφέρεια έκανε μία δήλωση ότι: «Αυτή η φωτιά στην Εύβοια θα σβήσει στο Αιγαίο». Και τη διαβάζω δυνατά. Την επόμενη μέρα, η κοπέλα αυτή μου στέλνει μήνυμα ότι: «Εμείς φεύγουμε».
5 Αυγούστου, έρχεται μήνυμα εκκένωσης. Έλεγε για εκκένωση στην Κεράμεια, στους Αμελάντες κι ένα άλλο χωριό, που δεν το θυμάμαι. Μου λέει ο Βαγγέλης: «Αυτά είναι κοντά». Και παίρνει τηλέφωνο μία φίλη του από το χωριό της Αγίας Άννας και της λέει: «Πήγαινε, βρε συ, να δεις τι γίνεται στην Κεράμεια, υπάρχει φωτιά; Εκκενώνουν;» Πηγαίνει η κοπέλα, τον παίρνει τηλέφωνο στη μισή ώρα: «Βαγγέλη, δε γίνεται τίποτα, όλα καθαρά. Δεν υπάρχει φωτιά». Τέλος πάντων, η αλήθεια είναι πως όταν έχεις δύο παιδάκια δίδυμα δύο χρονών, δεν μπορείς να είσαι και πάνω από ένα κινητό ή σε μία τηλεόραση και να ενημερώνεσαι. Οπότε η μέρα μου μπήκε σε μία καθημερινότητα: Να τις ντύσω, να τις ταΐσω, να τις αλλάξω, να τις παίξω, να βγούμε βόλτα, να, να, να... Κάπως το ξέχασα.
Γύρω στις 3 η ώρα, με παίρνει μία φίλη τηλέφωνο και μου λέει ότι: «Εκκενώνονται δύο μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες που υπάρχουν στην παραλία της Αγίας Άννας, με πούλμαν». Και λέω: «Κάτι δεν πάει καλά». Παίρνω τον Βαγγέλη τηλέφωνο, τον ενημερώνω και του ανακοινώνω ότι: «Πρέπει να έρθεις να πάρεις τα παιδιά, τη μαμά μου, και να πάτε Αθήνα». Από την ώρα που έκανα εκείνο το τηλεφώνημα ένιωσα τόσο δυσάρεστα, τόσο αγχωτικά… δε σταμάτησα να κλαίω, γιατί σκεφτόμουνα ότι μπορεί να καεί το σπίτι μας.
Κάπως συνέρχομαι, έρχεται η μαμά μου όμως στο σπίτι. Αρχίζει νέο δράμα. Λέει: «Δε θα φύγω εγώ, εσύ θα φύγεις με τα παιδιά σου και θα μείνω εγώ να βοηθήσω τη Νάνσυ. Εγώ θα κάτσω με το παιδί μου κι εσύ θα πας με τα δικά σου τα παιδιά». Της λέω: «Μάνα, δεν οδηγείς αυτοκίνητο και θα χρειαστούμε Ι.Χ., μάλλον. Θα φύγεις με τα παιδάκια και με τον Βαγγέλη κι όλα θα πάνε καλά». Όταν είδα τη μαμά μου δακρυσμένη, έγινα πάρα πολύ δυνατή. Δεν ήθελα να δει ότι αγωνιώ.
Φεύγει ο Βαγγέλης με τα παιδιά, του δίνω και δύο σκυλάκια μαζί, ό,τι μπορούσα να βάλω σε ένα αυτοκίνητο και με παίρνει στην άκρη και μου λέει: «Τις βλέπεις; Τις κοιτάς;» Μου έδειχνε τα παιδιά. Μου λέει: «Θέλω να μου ορκιστείς ότι θα τις ξαναδείς! Ότι αν έρθει φωτιά και κινδυνεύετε, θα τα αφήσετε ελεύθερα τα ζώα και θα φύγετε». Κλαίγαμε. Έφυγαν, αλλά ξαλάφρωσα. Τώρα μπορούσα να νικήσω τα πάντα, αφού ήταν ασφαλή τα παιδιά μου.
Μιλάω επιτέλους με τη Νάνσυ και μου λέει ότι έχει οργανώσει να φύγουμε, είτε κινδυνεύουμε είτε όχι κι έχουμε παραγγείλει να έρθει ένα κοντέινερ, ένα μεταγωγικό μεγάλο. Να βάλουμε όλα τα άλογα μέσα και να φύγουμε εμείς με τα Ι.Χ. με τα σκυλιά και να πάμε στην Τανάγρα, σε έναν ιππικό όμιλο που θα μας φιλοξενούσαν όλους. Έρχεται αυτό το όχημα, το θηρίο. Έξω από το Rancheros, το κτήμα, χαλάει. Κι όλοι οι μηχανικοί βρίσκονται στα μέτωπα. Έχουμε χρόνο. Είμαστε ψύχραιμες. Και ζητάμε νέο όχημα. Και ξεκινάει να 'ρθει από την Αθήνα και δεν μπορεί να περάσει τις Αφίδνες, τα διόδια, γιατί καίγεται και το Κρυονέρι κι έχουμε απαγορεύσει την κυκλοφορία στην Εθνική Οδό.
Πηγαίνω μια βόλτα στον οικισμό. Εξακολουθώ να μη βλέπω αγωνία, άγχος ή αίσθηση φόβου. Τίποτα. Όλα καλά. Κερνάνε τσίπουρα, πίνουν μπύρες, τέτοια φάση παίζει. Κάθομαι κι εγώ σε έναν φίλο. Κοιτάει τον ουρανό και λέει: «Ρε παιδιά, έχει αλλάξει χρώμα ουρανός!» Μετά από αυτή την ατάκα, δε λέω τίποτα σε κανέναν. Φεύγω. Και πηγαίνω στο κτήμα, εκεί που έχουμε τα ζώα. Κι εκείνη την ώρα παίρνω τηλέφωνο τον Δημήτρη τον Σκοπελίτη, που είναι αντιδήμαρχος στον οικισμό και μου λέει: «Πάρε τα άλογα και φύγετε. Η φωτιά θα είναι σε δύο ώρες στην παραλία!» και μου το κλείνει. Ήθελα μόνο να ουρλιάξω, για το πόσο ανέμελοι ήταν όλοι.
Πάω και βρίσκω την αδερφή μου. Ωστόσο, δε βλέπουμε ακόμα φωτιά. Ξέρουμε όμως ότι έρχεται. Εμείς το ξέρουμε, τα ζώα δεν το ξέρουνε. Ευτυχώς, ήταν ήρεμα.
Είμαστε τέσσερα άτομά με οχτώ άλογα και δύο γαϊδουράκια. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να πάρει ο καθένας μας από ένα άλογο κι ένα γαϊδουράκι και να φύγουμε με προορισμό την Κρύα Βρύση, ποδαράτο. Να περάσουμε τον λόφο κι από κει, έχει ο Θεός. Η Νάνσυ παίρνει την Κασσάνδρα, ο Αντώνης παίρνει την Ιωάννα, εγώ παίρνω τον Σιμούν, που είναι αρχηγός της δικιάς μας αγέλης κι η Δάφνη παίρνει τη Βαρβάρα, ένα γαϊδουράκι το οποίο είναι οχτακοσίων χρονών, με προβλήματα στη βάδιση. Κι αρχίσουμε να περπατάμε μέσα στη νύχτα.
Πλέον πρέπει να ήτανε κοντά η φωτιά. Ήταν ένας πανικός, σίγουρα πρέπει να τράκαραν κάποιοι μεταξύ τους. Είναι κάπου κοντά, για να φεύγουν όλοι έτσι μανιακά...
Προχωράγαμε, πήγαιναν όλα πολύ καλά, πολύ ήρεμα. Όταν ξεπεράσαμε τα όρια του χωριού κι ότι κατάλαβαν ότι τα πηγαίνουμε σε ένα μέρος που δεν το γνωρίζουν, άρχισαν τα άλογα που ήταν ελεύθερα να αντιδρούν και να πηγαίνουν πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Κι αυτό που προσπαθούσαν να κάνουν ήταν να απελευθερώσουν αυτά που ήταν δεμένα, να τα ξεσηκώσουν και να τους πουν: «Αφήστε τους αυτούς, δεν ξέρουν που πάνε!» Η Νάνσυ κρατάει την Κασσάνδρα. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια δύναμη σε άνθρωπο. Να τη στρίβει μέσα, να τη στρίβει δεξιά… Την κράτησε. Κι ο Σιμούν, που ήταν αρχηγός τους, δεν υπήρχε περίπτωση να έμενε δίπλα μου. Και φεύγουν. Η Ιωάννα δεν ήταν μέρος της αγέλης κι έμεινε. Και το γαϊδουράκι μας, η Βαρβάρα, ήταν σκέτη «γαϊδούρα», δεν την ένοιαξε καν που πήγανε οι άλλοι. Την ώρα όμως που έφυγαν τα άλογα, νομίζω ότι ράγισε ένα μέρος της καρδιάς μου. Το άκουσα, δηλαδή, να ραγίζει, να κάνει «κρακ».
Στο μαύρο κακό γυρνάω να κοιτάξω πίσω, επειδή μου είχε φύγει και o Σιμούν, και βλέπω την παραλία, όλο το βασικό κομμάτι μέχρι τον Άγιο Βασίλη, να καίγεται. Μες τη νύχτα η φωτιά είναι ένα πράγμα εφιαλτικό, βρε παιδί μου. Κι άρχισε να ουρλιάζει ο Αντώνης: «Μην κοιτάτε πίσω, καμιά μην κοιτάξει πίσω! Μην ξανακοιτάξετε πίσω!» Γιατί αυτό σε μούδιαζε. Ακόμη κι αν ήταν μακριά, σε μούδιαζε. Έλεγες: «Πού πάω;»
Δεν ξέρουμε τι γίνονται τα άλογα κι αποφασίζουμε πλέον να χωριστούμε. Σκάνε μηνύματα εκκένωσης αδιακρίτως. Ξημερώνει κι εξακολουθείς και βλέπεις από κάπου, μέσα στο βάθος, φλόγες. Κι η Νάνσυ ξαναφεύγει, πάει στα άλογα. Δεν κινδυνεύει. Εγώ όμως που είμαι εκεί, κινδυνεύω. Έχει πιάσει φωτιά και στη Στροφιλιά και πλέον εμένα μου λένε: «Πρέπει να φύγεις. Τελείωσε». Κι έρχεται ο άντρας της Δάφνης και μας λέει: «Θα έρθεις μαζί μας στην Αιδηψό». Μιλάμε για μεγάλη απόσταση. Και φτάνω στην Αιδηψό κι αυτό που αντικρίζω μπροστά μου, είναι όλα στάχτη…
Η Νάνσυ περπατάει από την Κρύα Βρύση και πηγαίνει στην παραλία της Αγίας Άννας πίσω στο Rancheros, στο κτήμα, το οποίο ήταν σχεδόν ολοσχερώς καμένο. Και μέσα ήταν τα άλογα! Όλα. Και δεν είχε καεί ούτε μία τρίχα από τη γούνα τους. Ξέρανε πώς να προφυλαχθούν. Είναι εξαιρετικής νοημοσύνης τα άλογα. Δε θα πάνε μέσα στη φωτιά και μπορούν, έχουν φοβερή χαρτογραφική ικανότητα. Πόσο μάλλον τα δικά μας που την ξέρουν κιόλας την περιοχή. Θα ήθελα πάρα πολύ να μάθω πού είχανε πάει και σώθηκαν. Δε θα το μάθουμε, αλλά ήταν όλα ζωντανά κι άθικτα.
Ωστόσο, εγώ είμαι στην Αιδηψό και δεν μπορώ να γυρίσω πίσω. Έχει αναζωπύρωση στη Λίμνη. Κι η φωτιά δε σταμάτησε στην Αγία Άννα. Προχώρησε Αχλάδι, Κοτσικιά, Βασιλικά, Γούβες και προχωρούσε κι άλλο. Δηλαδή, η φωτιά με κύκλωνε από δυο μέρη. Ξημερώνει κι αρχίζουν τα μηνύματα από φίλους, ότι: «Ντέπυ δεν είσαι ασφαλής στην Αιδηψό». Ότι: «Μαθαίνουμε ότι υπάρχει κίνδυνος και για την Αιδηψό».
Βλέπω τα δρομολόγια για το φέρι. Περνάω Αρκίτσα, πάω Αθήνα. Συναντάω τα παιδάκια μου. Το απόγευμα πήραμε και μία τούρτα, τη σβήσαμε. Τι να χαρείς; Οι φωτογραφίες που μας έστελνε η Νάνσυ από Αγία Άννα ήταν κρανίου τόπος, ήταν ολική καταστροφή. Στο κτήμα είχανε πέσει δέντρα, δεν μπορούσε να περάσει, δεν είχε νερό, είχαν καεί ακόμα και τα λάστιχα της υδροδότησης. Έχουν καεί όλα. Έχει καεί το τροχόσπιτο που ζούσε η Νάνσυ, έχουν καεί τροφές, έχει καεί ο στάβλος, έχει καεί ο εξοπλισμός μας, τα φάρμακα μας. Η Νάνσυ δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Kι ήτανε μόνη της και πάλευε. Και της λέω: «Μάνα, θα τις ξανακρατήσεις; Πρέπει να γυρίσω, πρέπει να τη βοηθήσω». Μου λέει: «Φύγε». Φεύγουμε με τον Βαγγέλη.
Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μπορούμε να το ξαναφτιάξουμε αυτό το πράγμα, ότι μπορεί να ξαναφτιαχτεί. Κι αμέσως, άρχισαν να ρωτάνε όλοι: «Πώς να σας βοηθήσουμε; Δώστε μας τραπεζικό λογαριασμό». Υπήρχαν άνθρωποι που μας δώσαν 5 ευρώ βοήθεια κι 6. Είναι πολύ σημαντικά λεφτά και πρέπει να τα τιμήσεις. Και σε πιστεύουν ότι μπορείς. Άρχισαν πάλι μέσω social να με προσεγγίζουν άνθρωποι από το ίδρυμα Λασκαρίδη, από την Animal Action Hellas. «Πες μου, θέλετε να το ξαναφτιάξετε;» Λέω: «Να το ξαναφτιάξουμε. Αφού πιστεύετε εσείς σε εμάς».
Χτίσαμε έναν στάβλο, πήραμε τροφές, περίφραξη, μέσα σε τρεις μήνες. Ήρθαν όμως τα άλογα, δεν τους άρεσε. Ήταν φοβισμένα, δεν τον αναγνώρισαν το χώρο, ήταν άλλες οι μυρωδιές, δεν έβγαιναν έξω. Μας πήρε μήνες να τα κοινωνικοποιήσουμε ξανά.
Είχα μια συνήθεια τα παιδιά μου, να πιάνουν τα κουκουνάρια από κάτω και να τα παίζουν σε μπαλίτσες. Και πήγαμε και θυμάμαι ότι η Σοφία, με το που έπιασε στο χέρι της ένα κουκουνάρι, το πέταξε κάτω. Και μου λέει: «Μαμά, είναι καμένο!» Και λέω: «Ρε γαμώτο, εγώ έμεινα εδώ να μεγαλώσω εδώ τα παιδιά μου γι’ αυτό, για το πράσινο. Τώρα τι τους έχουμε στερήσει; Πότε θα το ξαναδούνε; Να το περπατήσουν; Δάσος, δάσος. Πότε; Δεν ξέρω».
Δεν επανέρχεσαι. Επανέρχεσαι μόνο με διεκδικήσεις και με αγώνα. Διεκδικώ, ενοχλώ υπουργεία, φορείς, ομάδες. Ξέρεις κάτι; Όλοι την ίδια γη πατάμε και το ίδιο οξυγόνο αναπνέουμε. Ένας είναι ο πλανήτης.