Γεννήθηκα στη Νίκαια, στην Κοκκινιά, στην πλατεία Χαλκηδόνας, βασικά, σ’ ένα σπίτι παλιό, με αυλή, κοτέτσι, πηγάδι, συκιά… σ’ ένα γενικά φτωχό σπίτι το οποίο το είχανε παραχωρήσει οι παππούδες μου στους γονείς μου. Από την αρχή κατάλαβα ότι μου άρεσε η μουσική, γιατί ο πατέρας μου τυγχάνει να είχε ένα συγκρότημα κι ήτανε κιθαρίστας. Πολλή μουσική στο σπίτι! Έβαζε ο πατέρας μου, ακούγαμε Abba, ακούγαμε Shadows, Beetles πάρα πολύ…
Τη δεκαετία του ’80, ήτανε της μόδας οι πειρατικοί σταθμοί. Ο αδερφός μου ήταν ο «Α 182» κι άλλοι ήταν ο «Β 28» κι ο καθένας είχε, ρε παιδί μου, τον κωδικό του, ώστε να μην μπορούν να τους καταλαβαίνουνε ποιος είναι. Είχε ετοιμάσει στο σπίτι ο αδελφός μου πομπό, είχε ανεβάσει στην ταράτσα δίπολο, με αποτέλεσμα, όταν έκπεμπε την εκπομπή του, που την ακούγανε ένα-δύο άτομα, χάλαγε το σήμα στις τηλεοράσεις της γειτονιάς, γιατί έκανε παρεμβολές. Οπότε τους κυνηγάγανε τότε πολύ. Κι υπήρχαν αυτοκίνητα, τότε, της αστυνομίας, που βγαίναν και προσπαθούσαν να εντοπίσουνε ή οπτικά τα δίπολα ή με συχνότητες να βρούνε ποιοι είναι, ώστε να τους πιάσουνε.
Ξέρανε ότι ο Αποστόλης είχε εξοπλισμό στο σπίτι κι ερχόμασταν και κουβαλάγαμε ηχεία, πικάπ, δίσκους, τα πάντα, για να στήσουμε σε διάφορα σπίτια μέσα ή ταράτσες, πάρτυ. Ήταν η εποχή τότε που παίζανε πολύ τα blues. Δηλαδή, ξέρεις, έβαζες blues για να χορέψεις μια κοπέλα, της ζήταγες να χορέψεις. Μέχρι να το αποφασίσεις, βέβαια, είχε τελειώσει το κομμάτι και μετά άλλαζε στυλ, οπότε περίμενες πάλι το επόμενο blues για να πάρεις την απόφαση να...
Εν τω μεταξύ, είχα αρχίσει κι έπαιζα σε κάποια μαγαζιά, τελείως ερασιτεχνικά. Και ξεκινάει ένα βράδυ Σαββάτου, ενώ παίζω, ξεκινάει ένας καυγάς μες στο μαγαζί κι όλο το μαγαζί παίζει ξύλο μεταξύ τους! Έχουν αρχίσει και διαλάνε το μαγαζί, παίρνουνε ποτήρια και πεταγόντουσαν από τη μία άκρη στην άλλη ποτήρια, μπουκάλια, να ακούς να σπάνε καθρέφτες... ένα σαλούν, στην κυριολεξία! Κι ήτανε μία κοπέλα που ήταν φοβισμένη κι επειδή η κονσόλα που ήταν ο DJ ήταν υπερυψωμένη κι ήταν και καλυμμένη, κινήθηκε προς την κονσόλα αυτή για να σωθεί. Εγώ έχω μπει κάτω απ’ την κονσόλα για να μην τρώω τα ποτήρια και τα μπουκάλια και πήρα και την κοπέλα υπό την προστασία μου και την έβαλα κάτω από την κονσόλα για να τη σώσω. Και ξαφνικά, στο μαγαζί ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν τα ΕΚΑΜ και τους μαζεύουν όλους μέσα! Εκείνη τη στιγμή ήτανε μια άσχημη στιγμή, αλλά τώρα που το θυμάμαι είχε πολλή πλάκα…
Ένα Σάββατο --Σάββατο μου φαίνεται ήτανε-- κι έπαιζα μουσική, ο Μάκης, που είχε την Playboy, έχει φωνάξει άλλο ένα παιδί για να δοκιμάσει στο μαγαζί και να παίζουμε παρέα. Αυτός είναι ο Μπάμπης. Και πάει ο Μπάμπης το 1991 και πιάνει δουλειά στο Κάστρο, ένα απ’ τα τρία κλαμπ που είχε παλιά το Αγκίστρι, τη δεκαετία τέλος ’80. Κι επειδή ο Μπάμπης δεν είχε μηχανάκι, είχα εγώ το παπί με τη σέλα --το «DJ Λάκης» πάνω-- μού ‘λεγε: «Ρε συ, θα με κατεβάσεις στον Πειραιά να πάρω το...» το τότε το καράβι, τον Νταβέλη, τον Μανάρα ή τον Μόσχο, που κάνανε 2,5 ώρες να πάνε στο Αγκίστρι, «θα με κατεβάσεις να πάρω το καράβι να πάω στο νησί;» Και μία φορά, κι ενώ τον κατεβάζω στον Πειραιά, καταφέρνει και με ψήνει να έρθω μαζί του Αγκίστρι. Χωρίς νά ‘χω ρούχα, χωρίς νά ‘χω τίποτα, μόνο με αυτά που φόραγα.
Έχουμε συνεννοηθεί με τον Μπάμπη να πάω να δουλέψω σε ένα άλλο μαγαζί, τον Ζορμπά. Το οποίο Ζορμπάς έκανε κάθε Δευτέρα ελληνικές βραδιές για τους τουρίστες και κάνανε χορούς, νησιωτικά, τσάμικα, ντύναν έναν τύπο τσολιά για να βλέπουν οι τουρίστες. Όπου ο τσολιάς στην πορεία άρχιζε και χόρευε νησιώτικα, ας πούμε, και διάφορα event, όπως, ας πούμε, με τα μπουκάλια κάναν διάφορα παιχνίδια για τους τουρίστες, σήκωνε ο άλλος το τραπέζι με τα δόντια, χορεύανε συρτάκι... διάφορα πράγματα που προσέλκυαν τους τουρίστες να έρθουν στο μαγαζί και να αφήσουν τα λεφτά τους.
Το ’95-’96-’97, ήρθε η περίφημη εποχή του Παπαθεμελή. Ήτανε οι εποχές που βγήκε ένας νόμος που 2 η ώρα το βράδυ ή 3 --δε θυμάμαι, μάλλον 2-- κλείναν όλα τα μαγαζιά. Κλείναν τη μουσική κι ο κόσμος, αγανακτισμένος, έβγαινε στους δρόμους κι έβαζε μουσική από αυτοκίνητα, πηγαίνανε στο Σύνταγμα, λαός στο Σύνταγμα, και κάνανε πάρτυ στις πλατείες… Είναι η περίφημη «εποχή του Παπαθεμελή» που ζήσαμε τότε. Με αποτέλεσμα, όταν βγήκε ο νόμος, κανένας δεν τον πήρε στα σοβαρά γιατί, ακόμα και τώρα, όλες οι απαγορεύσεις είναι για τους άλλους, δεν είναι για μας. Με αποτέλεσμα, να περνάει 2 η ώρα κι ενώ να πρέπει να κλείσουμε τη μουσική, τα μαγαζιά να μη σταματάνε και να παίζουν μουσική, να παίζουν μουσική, με αποτέλεσμα να έρχεται η αστυνομία.
Αργότερα, όταν κλείναμε το μαγαζί στις 2 η ώρα ή στις 3 και το μαγαζί είχε κόσμο, με σφυρίγματα, φωνές «α... ου... Παπαθεμελή-Παπαθεμελή!» είχαμε ηχεία και τα στήναμε, στήναμε κονσόλα στο μπαλκόνι πάνω απ’ το Μαντράκι που ‘χε κλείσει η ταβέρνα κι αρχίζανε να χορεύει ο κόσμος σ’ έναν δρόμο με κλίση και να χορεύουν χασαποσέρβικα, να χορεύουν τσιφτετέλια, μέχρι το πρωί!
Ξυπνάγαμε το πρωί, ό,τι ώρα ξυπνάγαμε και πηγαίναμε στη θάλασσα για μπάνιο. Να πηγαίνουμε στη Μάριζα να κάνουμε βουτιές, να πηγαίνουμε στα Λιμενάρια να τρώμε, στην Απόνησο να κάνουμε βουτιές, στη Σκάλα να κάνουμε καμάκι και να δίνουμε flyer σε τουρίστριες κι Ελληνίδες και ξένες, ώστε να έρθουνε το βράδυ στο μαγαζί.
Όταν τελείωνε η δουλειά απ’ το Κάστρο, το βράδυ θα μαζευόμασταν στον φούρνο να φάμε όλοι πρωινό. Να πιούμε μίλκο, να φάμε τυρόπιτες, να φάμε χαμ, να φάμε έμενταλ που είχε φέρει ο Βαγγέλης, που ήτανε ο φούρνος μες στους Μύλους, ο μοναδικός φούρνος. Μαζευόντουσαν είκοσι άτομα, τριάντα άτομα έξω απ’ τον φούρνο 5 η ώρα το πρωί, 6 η ώρα το πρωί, και να γίνεται πάρτυ, με φωνές, γέλια, τσακωμούς, καυγάδες κι οι γείτονες εκεί να φωνάζουν την αστυνομία και να του κάνουνε μήνυση του φούρνου, γιατί μας άφηνε και καθόμασταν απ’ έξω και κάναμε φασαρίες και τέτοια. Όσο ωραία περνάγαμε στο Κάστρο το βράδυ, τόσο ωραία περνάγαμε το πρωί στον φούρνο.
Με τα χρόνια, τώρα, το νησί άλλαξε λίγο ο τουρισμός. Ενώ παλιά ερχόντουσαν πολλοί Ολλανδοί, Σουηδοί, Γερμανοί πάρα πολλοί, πάρα πολλοί Αυστριακοί, άλλαξε αυτή η κατάσταση και γύρισε σε ελληνικό τουρισμό.
Η μουσική δεν ξέρω αν έχει πάρει την κάτω βόλτα. Πάντως εγώ είδα τη νεολαία να βλέπεις να ανοίγουνε δεκατριών, δεκατεσσάρων, δεκαπέντε, δεκαέξι, δεκαεφτά χρόνων μπουκάλια στα νησιά και να παίζει αυτήν τη μουσική την τραπ --τι είναι αυτή η τραπ, αυτή την εποχή της μόδας-- κι όλοι να ξετρελαίνονται, να χορεύουνε. Η μουσική εμένα δε μου κάνει για να διασκεδάσω, κάποια κομμάτια που μ’ αρέσουνε είναι όλα διασκευές, αλλά η νεολαία που τα ακούει αυτά πρώτη φορά, νομίζουν ότι είναι καινούργια κομμάτια και κυκλοφορούνε τώρα.
Η μουσική εξελίσσεται, οι άνθρωποι εξελίσσονται. Ίσως σε τριάντα χρόνια από ‘δώ και πέρα που, αν ζούμε, ξέρω ‘γώ, θα ακούμε ένα άλλο είδος μουσικής, η οποία το πιο πιθανό είναι να το κατακρίνουμε, αλλά η γενιά η τότε να είναι στα καλύτερα της.