ΖΩ ΜΙΑ ΔΙΠΛΗ ΖΩΗ
ΖΩ ΜΙΑ ΔΙΠΛΗ ΖΩΗ
Περιγραφή
Μεγαλώνοντας σε ένα συντηρητικό περιβάλλον, ο Άλκης αντιλαμβάνεται ότι έλκεται από τα αγόρια. Αναγκάζεται να ζει μια «διπλή ζωή» και το 2019, πέφτει θύμα ομοφοβικής επίθεσης.
Ανήκει στη Συλλογή
7 Podcasts
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Άννα Παλαμίδα
Αφήγηση
- Ο αφηγητής ζήτησε ψευδωνυμία
Δημιουργία Podcast
- Μάγια Φιλιπποπούλου
Σχεδιασμός Ήχου
- Νικόλας Κωνσταντίνου
Επεξεργασία Ήχου
- Θάνος Ζαμπούκας
Κινηματογράφηση
- Νίκος Μανδηλάς
Μουσική
- William Ryan Fritch
Θυμάμαι ότι δεν έκανα αυτά που ήθελα. Θυμάμαι ότι μια ζωή, δεν έκανα αυτά που ήθελα…
Ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός. Ήταν ακριβώς μετά τη μεταπολίτευση, οπότε ήτανε σε ένα πολύ χουντικό ακόμα περιβάλλον, οπότε γαλουχήθηκε από αυτό το περιβάλλον. Ήτανε πολύ συντηρητικός, απόψεις ρατσιστικές για τους Αλβανούς, για τους γκέι, για ανθρώπους μειονοτήτων...
Και οι δύο γονείς μου δεν τελείωσαν ούτε γυμνάσιο, με το ζόρι βγάλαν το δημοτικό. Κυρίως η μητέρα μου ασχολούταν με μας, με τα μαθήματα. Γενικότερα, δεν είχε καθόλου υπομονή. Όταν μας διάβαζε, θυμάμαι, έβγαινε εκτός ελέγχου και κάποιες φορές μπορεί να μας χτυπούσε. Γενικότερα, άμα κάναμε ζημιές μας χτυπούσε και πολλές φορές, όταν νευρίαζε πάρα πολύ, μας χτυπούσε ακόμα και με τη ζώνη.
Θυμάμαι ότι ό,τι έπρεπε να κάνουμε, έπρεπε να περάσει απ' το φίλτρο του πατέρα μου, κυρίως του πατέρα μου. Όταν είχα ξεκινήσει χορό, του πατέρα μου του είχε κακοφανεί που είχα ξεκινήσει χορό. Θεωρούσε ότι χορό πρέπει να χορεύουν οι άντρες μόνο λαϊκά, παραδοσιακά, κι εγώ ήθελα να ξεκινήσω λάτιν χορό. Του κακοφαινόταν κι ένας φίλος του μια φορά του είχε πει ότι: «Α, πας να κάνεις τον γιο σου μπαλαρίνα». Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου, δε με είχε αναγκάσει, αλλά με υποχρέωνε κατά κάποιον τρόπο να πηγαίνω να παίζω μπάλα. Κι εγώ δεν ήθελα να πάω να παίζω μπάλα.
Στο Γυμνάσιο, εκεί λίγο άρχισε να ζορίζει λίγο η παιδική μου ηλικία, διότι άρχισα να βλέπω κάποια περίεργα όνειρα, που έβλεπα γυμνά αγόρια στον ύπνο μου κι ένιωθα, και σηκωνόμουνα κι είχα εκσπερματώσει, είχα ονειρώξεις δηλαδή. Τότε δε γνώριζα τι ήταν αυτά, δεν είχα το θάρρος να ρωτήσω τους γονείς μου γιατί δεν είχαμε χτίσει μια σχέση όπου μπορούσα να μιλήσω για σεξουαλικά θέματα και να πω τέτοια πράγματα. Δύο χρόνια πάθαινα ονειρώξεις βλέποντας αγόρια στον ύπνο μου και δεν μπορούσα να το εξηγήσω όλο αυτό και με είχε αγχώσει και κατά κάποιον τρόπο, είχα πέσει σε μια μίνι κατάθλιψη. Κι αντιλήφθηκα ότι παρατηρούσα περισσότερο τα αγόρια κι ότι ήμουν διαφορετικός από όλους τους άλλους.
Άρχισα να σκέφτομαι τι πρέπει να κάνω για αυτό, αναζήτησα να μπω στο διαδίκτυο, να δω τι είναι αυτό, τι είναι ομοφυλοφιλία. Έκανα πολλές δοκιμές να μπω σε διαδίκτυο πορνογραφικού υλικού με γκέι άτομα ή να δω βίντεο με γυμνούς άντρες και για πολύ μεγάλο διάστημα έμπαινα σε αυτές τις ιστοσελίδες, τα κοιτούσα και δεν έμπαινα στη διαδικασία να αναπαράγω το βίντεο και θυμάμαι ότι άρχιζε να τρέμει το σώμα μου, άρχιζε να τρέχει κρύος ιδρώτας, ένιωθα να χτυπάει πολύ δυνατά την καρδιά μου, ένιωθα ότι έκανα κάτι παράνομο. Ένιωθα σαν να έβγαινε ένα πολύ δυνατό συναίσθημα, το οποίο δεν το ένιωθα με μια κοπέλα όταν ήμουν ή άμα έβλεπα μια γυμνή κοπέλα. Μου ήταν παντελώς αδιάφορο το γυναικείο γυμνό σώμα.
Θυμάμαι μια κοπέλα στη δευτέρα γυμνασίου η οποία με γούσταρε, το είχε πει στον αδερφό μου και στην παρέα του και κατά κάποιον τρόπο με πιέσανε να βρεθώ μαζί της κι εγώ απλά πήγα. Δεν ξέρω, ήτανε, απλά πήγα. Και θυμάμαι ότι κοιτούσα τη στιγμή να σηκωθώ να φύγω. Απλά το έκανα γιατί νομίζω έλεγε ο περίγυρός μου να το κάνω. Είχα κάνει πολλές απόπειρες να κάνω κάτι με μια κοπέλα, να φιληθώ, να νιώσω. Δεν ένιωθα τίποτα, πίεζα τον εαυτό μου. Θυμάμαι ότι έβαζα τον εαυτό μου να ερωτευτεί κοπέλες και θυμάμαι κιόλας ότι είχα γράψει ένα γράμμα κάποτε που έλεγα ότι δε θα ξανασκεφτώ όλα αυτά τα πράγματα και το είχα θάψει μέσα σε ένα χωράφι.
Μιλούσα με ένα παιδί διαδικτυακά, αυτό ήταν στην Αθήνα κι ήταν το πρώτο παιδί που μιλούσα ανοιχτά και μοιραζόμασταν κι οι δύο ότι ήμασταν ομοφυλόφιλοι και θέλαμε να βρεθούμε. Και πήγα και συναντήθηκα μαζί του. Και φιλήθηκα για πρώτη φορά με αγόρι και μόλις φιλήθηκα, αμέσως κατάλαβα ότι αυτό θέλω. Αυτό είμαι.
Η κοινωνία ήταν πολύ σκληρή στην επαρχία. Το φλερτ, όχι, δεν είναι ελεύθερο κι ειδικά άμα δε γνωρίζεις ότι ο άλλος είναι γκέι, δεν είναι καθόλου εύκολο. Εσύ ο ίδιος έχεις άγχος, γιατί θεωρείς ότι αυτό δεν είναι αποδεκτό. Κυρίως κάνεις βλέμματα. Μικρά βλέμματα που μπορεί να πηγαίνουν και να έρχονται, να ανταλλάζουμε μικρά βλεμματάκια και πάλι υπάρχει πολλή ντροπή, υπάρχει πολλή αμηχανία, υπάρχει πολύς δισταγμός. Εγώ προσωπικά δεν το έχω κάνει ποτέ. Να κοιτάξω κάποιον και να πάω να του μιλήσω. Μπορεί να είναι επιθετικός κι ακόμα και να σε χτυπήσει. Δε μου έχει τύχει ποτέ, έχω ακούσει τέτοιες περιπτώσεις.
Οι γκέι έχουν τώρα πλέον κάποιες εφαρμογές όπου φλερτάρουν εκεί μέσα. Κι όλο αυτό τους έχει βγάλει από, απ’ όλη αυτή τη δυσκολία να πλησιάσουν κάποιον ο οποίος δεν ξέρεις άμα θα είναι γκέι, άμα θα είναι στρέιτ. Είναι ένας άλλος κόσμος. Όταν θα μπεις να μιλήσεις, θα σε ρωτήσουνε: «Είσαι bottom;» «Είσαι top;» «Είσαι vers;» «Είσαι vers-top;» Δηλαδή, σου ρωτάνε τον ρόλο σου, ποιος είναι ο ρόλος σου. Άμα είσαι ενεργητικός, παθητικός. Εμένα προσωπικά μου θυμίζει αναζήτηση σεξ. Είναι άσχημο, δε μ' αρέσει.
Έχω περάσει από αυτό το στάδιο. Έχω περάσει στάδιο να είμαι κολλημένος όλη μέρα με αυτό το chat, να βρίσκομαι ραντεβού. Άλλα ραντεβού ήτανε πιο συναισθηματικά, άλλα ήτανε ξερό σεξ και τέλος. Οπότε με κούρασε κι ένιωθα κατά κάποιον τρόπο δυστυχισμένος, να πρέπει να εξαρτιέμαι από μία μηχανή αναζήτησης, από ένα κινητό και να μην μπορώ να φλερτάρω σαν άνθρωπος, έξω.
Μεγάλωσα με τον φόβο μη με δει κάποιος. Πολλές φορές που βρισκόμουν με αγόρια, πηγαίναμε απ' τα στενά, στα σκοτάδια, κι άμα φιλιέμαι σε ένα στενό, να μη με δει κάποιος. Μεγάλωσα με τον φόβο μη με δει κάποιος γνωστός και το πει στη μητέρα μου.
Τώρα έχω σχέση. Θα ήθελα πολύ να το πω στους γονείς μου και δεν τολμάω. Είναι ο χειρότερός μου εφιάλτης να κάτσω σε ένα τραπέζι και να πω: «Λοιπόν, πρέπει να σας πω κάτι». Και να πω: «Είμαι γκέι κι έχω αγόρι». Είναι ο χειρότερός μου εφιάλτης. Δε θέλω να δω ούτε τα βλέμματά τους, ούτε τι θα μου απαντήσουνε.
Ζω, έχω μια διπλή ζωή. Είμαι αλλιώς με τους κοντινούς μου, με τους φίλους μου, με κάποιους συναδέλφους, ενώ αντίθετα όταν πάω πίσω στο σπίτι μου, κατά κάποιον τρόπο πρέπει να μπω σε έναν άλλο ρόλο. Κι αυτό είναι εξαιρετικά κουραστικό για μένα και ψυχοφθόρο.
Έχω έρθει σε πολλές αμήχανες στιγμές σε τραπέζια οικογενειακά, όπου ο παππούς θα ρωτήσει αν «έχεις καμιά γκομενίτσα», «αν έχεις καμιά κοπέλα», κι εγώ έρχομαι στην αμήχανη στιγμή και στο δίλημμα τι να κάνω, να απαντήσω ψέματα; Να του πω: «Μη σε νοιάζει;» Χρόνια τώρα υιοθετώ το «μη σε νοιάζει», γιατί δε μ’ αρέσει να τους κοροϊδεύω και να τους λέω: «Ναι, έχω κοπέλα». Μου το λέει σε όλη μου την εφηβεία: «Φέρε μου την γκόμενα εδώ πέρα να μου τη γνωρίσεις και θα πάρεις πενήντα ευρώ από μένα», μου έχει πει πολλές φορές.
Έχω κουραστεί να βιώνω αυτό το πράγμα. Να πρέπει, ας πούμε, να πάρω το αγόρι μου και να πρέπει να πάω σε ένα σκοτεινό σημείο και να τρέμω μην περάσει κάποιος και μας δει, κι άμα μας δει κάποιος θα του φανεί πάρα πολύ περίεργο και δε θα θέλω να τον φέρω σε αμήχανη στιγμή τον περαστικό, και νιώθω λες και κάνω κάτι κακό. Είναι τραγικό το να πρέπει να απομονώσεις τον άνθρωπό σου για να του δώσεις ένα φιλί ή να τον κρατήσεις από το χέρι. Είναι απλά καθημερινά πράγματα που δεν τα καταλαβαίνουνε. Και δεν εννοώ για το κομμάτι του σεξ, δηλαδή δημόσιο σεξ, μιλάω για να του χαϊδέψεις το χέρι, να τον χαϊδέψεις στην πλάτη, να τον πάρεις μια αγκαλιά. Οι γκέι πρέπει να απομονωθούν. Το «απομονώθηκα» συνεπάγεται με φυλακή, με φόβο, μεγάλο φόβο.
Τον Ιούνιο που μας πέρασε, το ‘19, βίωσα μια ρατσιστική επίθεση. Ένα παιδί, επειδή θεωρούσε ότι είμαι υπαίτιος που χώρισε αυτός με την κοπέλα του, που ήταν φίλη μου η κοπέλα του, την οποία της ασκούσε βία και τη χτυπούσε. Ένα βράδυ με ακολούθησε κι άρχισε να μου δίνει μπουνιές και κλωτσιές. Και μπήκε ένας φίλος μου μπροστά για να τον σταματήσει και μου είπε: «Τρέξε!» Και με κυνηγούσε επί δεκαπέντε λεπτά πετώντας με κάτω και χτυπώντας με, με δύναμη, με έβριζε, με έλεγε: «Παλιοπουστράρα, άι γαμήσου, θα σε γαμήσω όπως σου αξίζει» και τέτοια.
Μετά ήρθε η αστυνομία. Ήρθε η αστυνομία, με μάζεψε μαζί με αυτόν, όπου εγώ δεν μπόρεσα να τον αγγίξω καθόλου, γιατί ήτανε και σωματώδης. Εγώ είπα στο αστυνομικό τμήμα ότι δέχτηκα βία ξεκάθαρα για τη σεξουαλική μου επιλογή κι ήταν μια ρατσιστική βία και του είπα ότι επιμένω να ενεργοποιηθεί ο αντιρατσιστικός νόμος. Κι αυτός μου είπε ότι: «Το πας μακριά τώρα» και κάπως ξεφύσηξε και «Τώρα, σε τι διαδικασίες με βάζεις», κάπως έτσι έδειξε η όλη αντίδρασή του. Αλλά εγώ επέμεινα και μου πήρε μια κατάθεση. Όλο αυτό είναι γενικά πολύ τραυματικό για μένα, το τραυματικό στρες μου έχει μείνει.
Όντως μπορεί να ζούμε σε δημοκρατία, αλλά νιώθω φόβο. Νιώθω ότι η κατάσταση είναι ρευστή με το θέμα των γκέι. Κι ανά πάσα στιγμή μπορεί να βγει κάθε ηλίθιος και παπάς και να σπείρει μίσος και να ξεκινήσει ολόκληρο κίνημα κατά των γκέι και να ακούσουν άνθρωποι το κήρυγμα αυτό. Με θλίβει να μεγαλώνω σε μια τέτοια χώρα, όπου ακόμα συζητάμε τόσο αυτονόητα πράγματα. Τα παιδιά δεν υιοθετούν τη σεξουαλική ταυτότητα επειδή βλέπουν τους γονείς τους, γιατί αλλιώς κι εγώ σε ένα συντηρητικό περιβάλλον μεγάλωσα, και δε βγήκα στρέιτ, βγήκα γκέι.
Γενικότερα, μόνο και μόνο που έχουμε επινοήσει τον όρο «διαφορετικός», σημαίνει ότι αποδεχόμαστε και το «στρέιτ», το «κανονικό». Όλα αυτά πρέπει να είναι «κανονικότητες», κι όχι «κανονικότητες» και «διαφορετικότητες».