Το χωριό μας το λένε Μοναστήρι ή Πετρουλιάνικα. Όλο ανήκε στην οικογένεια Πέτρουλα.
20 του Γενάρη για μένα ήτανε η πιο μαύρη, η μαύρη, δεν υπάρχει άλλη, ημερομηνία της ζωής μου. Ήταν ημέρα Κυριακή, το 1946, όταν οι Χίτες ήρθανε στο χωριό μας. Τότε ήμουνα τριάμισι χρονών περίπου. Mε ρώτησαν, επειδή καθόμουνα στην αυλή του σπιτιού: «Πού ‘ναι η μάνα σου μωρή;»
Εγώ κατάλαβα ότι ήταν οι Χίτες και μπαίνω μέσα και λέω της μάνας μου: «Μαμά, μάνα, ήρθαν, ήρθαν οι Χίτες!» Aυτή με παίρνει αγκαλιά και προσπαθεί να κλείσει την πόρτα. Αλλά αυτοί δυστυχώς τη σπάζουν, μπαίνουν μέσα, βγάζουν τη μάνα μου έξω.
Μετά από λίγο, είδα όλους τους συγγενείς, θείους, θειάδες, ξαδέρφες, σε μια σειρά. Κι απέναντι απ’ τη σειρά, καμιά δεκαριά άντρες, Χίτες, με όπλα. Κι ένας μάλιστα είχε κι ένα αυτόματο, ένα με ποδαράκια σιδερένια, τότε μου ‘κανε εντύπωση γιατί όλα τ’ άλλα ήτανε χωρίς ποδαράκια.
Η μάνα μου εμένα με κρατούσε στην αγκαλιά και μ’ άφησε κάτω, γιατί τότε ήμουνα τριάμισι χρονών κι εγώ πιασμένη από τη φουστάνα της, όπου πήγαινε πήγαινα. Το χεράκι μου κράταγε σφιχτά τη φουστάνα της μάνας μου, μια καφέ φουστάνα μακριά.
Άρχισαν να σκοτώνουν, όλους.
Η μάνα μου, θέλησε ίσως να με σώσει, μου πέταξε, μου έβγαλε το χέρι από τη φουστάνα και πήγε μπροστά σε όλη τη σειρά κι εκείνοι την πολυβολούσαν μ’ αυτό το όπλο που είχε ποδαράκια. Την είχανε κάνει κόσκινο.
Πέσαν όλοι χάμω. Εγώ είχα μείνει όρθια. Κι είχα μείνει όρθια και μου είχε μπλέξει ένας βάτος στα μαλλιά και δεν μπορούσα να κουνηθώ καθόλου. Ήρθε λοιπόν ένας εκεί μ’ ένα πιστόλι και μου το ‘χε βάλει στο μέτωπο. Όχι στο πλάι, μπροστά.
Του λέγανε οι άλλοι: «Σκότωσέ την!» Λέγανε οι άλλοι: «Όχι μωρέ το κακόμοιρο, άσ’ το…» Εγώ λύσσαξα. «Κακόμοιρο», την κόρη του Πέτρουλα, «κακόμοιρο»; Ο άλλος έλεγε: «Κι αυτή σπέρμα του Σωτήρη είναι!» Κι εγώ χαρά, που ‘μουν κόρη του Σωτήρη... Αυτός κατέβασε το πιστόλι και λέει: «Μωρέ δεν μπορώ, την Παναγία του!» Και μ’ άφησε.
Κι έμεινα δύο μερόνυχτα μες στους σκοτωμένους.
Κάποια στιγμή, είχε έρθει ο πατέρας μου με τον αδερφό μου τον Βάσο. Αλλά ο πατέρας μου κι ο αδερφός μου δε με είδανε, μάλλον μου ‘χε κοπεί η μιλιά. Εγώ τους είδα, αλλά δεν μπορούσα να τους μιλήσω.
Η μία μου αδερφή όμως δεν είχε πεθάνει, ήτανε τραυματισμένη. Όταν είχανε βάλει την αδερφή μου την πληγωμένη πάνω σε μία σκάλα κι ήτανε μία γκρι κουβέρτα από κάτω και την πηγαίνανε, τώρα ο πατέρας μου πίσω, μου φαινότανε γέρος. Γιατί να μου φαίνεται γέρος; Γιατί είχε άσπρα μαλλιά. Άσπρισε απ’ τη μία στιγμή στην άλλη όταν είδε τη μάνα μου σκοτωμένη, τον αδερφό του, τις κόρες του, άσπρισε. Τα μαλλιά του.
Προσπαθήσανε να φωνάξουν τον γιατρό να της βγάλει τις σφαίρες, γιατί δεν ήτανε θανάσιμα πληγωμένη. Τέσσερις σφαίρες είχε. Αλλά τον γιατρό, του είπανε οι Χίτες: «Μην τυχόν και πας, γιατί θα σκοτώσουμε κι εσένα, θα πάμε πάνω και θα σκοτώσουμε τους υπόλοιπους!» Κι έτσι δεν πήγε ο γιατρός. Τελικά πέθανε από γάγγραινα η αδερφή μου η Καλλιόπη, δώδεκα χρόνων.
Τελικά, θυμάμαι που ήρθανε και τους θάψανε κι ήθελα να μπω μέσα στον τάφο να πάω μαζί με τη μάνα μου. Όλα αυτά όμως μου φαινόντουσαν σαν κάποιο παιχνίδι, δεν είχα καταλάβει, δεν είχα ενώσει τις εικόνες που έβλεπα, με τις έννοιες. Τι ήταν αυτό που έβλεπα.
Θυμάμαι σ’ ένα δωμάτιο καθότανε ο πατέρας μου, είχε μόνο ένα λυχνάρι, δεν είχαμε φως τότε, μου έδινε ψωμί με λάδι κι εγώ τον κοίταγα κι αυτός δεν ήθελε ούτε καν να με κοιτάξει. Και μου ‘λεγε μόνο: «Φάε, φάε το ψωμί σου». Και θυμάμαι, στο πρόσωπο του πατέρα μου ένα δάκρυ.
Μετά με πήρε μια θεία μου. Ήτανε η γυναίκα ενός αδερφού του πατέρα μου. Δεν πέρασα καλά μαζί της, η γυναίκα ήταν πάμφτωχη κι όλο πείναγα. Κι ενώ μ’ είχανε μάθει όλοι να μ’ αγαπάνε, να με στολίζουνε, να με ποτίζουνε, να με ταΐζουνε, με σκότωνε στο ξύλο ο γιος της, γιατί κατουριόμουνα. Με τη λουρίδα. Εγώ σάμπως το ‘ξερα που κατουριόμουνα;
Οι Χίτες ήρθανε και τη σκότωσαν κι αυτήνε, τον Ιούνιο του ’48 παρακαλώ, ’47. Ήμουνα ήδη πέντε χρονών; Σκότωσαν αυτήν, την αδερφή της, τον γιο της και την κόρη της.
Η κόρη ήτανε περίπου δεκαπέντε χρονών, η μεγάλη, τη λέγανε Ποτούλα. Όταν μπήκαν οι Χίτες κατακομμάτιασαν, καταξέσκισαν την Ποτούλα. Όταν την είδα τρελάθηκα. Της είχανε κόψει τα χείλια, της είχανε... δεν μπορώ να περιγράψω πώς ήτανε.
Σκότωσαν τον Πέτρο, ο γιος της που μ’ έδερνε με τη λουρίδα, περίπου δεκατεσσάρων χρονών, ο Πέτρος. Μπορεί να τον φοβόμουνα αλλά όταν τον είδα σκοτωμένο, τον παρακάλαγα να σηκωθεί και του ‘λεγα: «Κοίταξε, κατουρήθηκα, κατουρήθηκα! Σήκω να με δείρεις! Σήκω! Κατουρήθηκα…»
Ο πατέρας μου λοιπόν, μετά απ’ αυτό, πήγε και παρουσιάστηκε. Γιατί είχανε πει ότι όσοι έχουν δώσει τα όπλα, έχουν παραδώσει τα όπλα, θα πάρουνε... δε θα τους δικάσουνε. Μόλις πήγε και παρουσιάστηκε ο πατέρας μου στις φυλακές της Σπάρτης, κι ο αδερφός μου ο Αντώνης, ο μεγάλος αδερφός, ήτανε κι αυτός στις φυλακές της Σπάρτης. Και μόλις βλέπει τον πατέρα μου, λέει: «Καλέ αυτός ο γέρος με τα γένια και τ’ άσπρα μαλλιά που ‘ναι σχεδόν τυφλός, μοιάζει πολύ με τον πατέρα μου». Και τελικά ήταν ο πατέρας του, ο οποίος δεν είχε ξυριστεί, όπως το συνηθίζουν οι Μανιάτες, απ’ τον καιρό που σκοτώθηκαν ο αδερφός του κι η γυναίκα του και τα παιδιά του, μέχρι που μπήκε στις φυλακές της Σπάρτης.
13 Μάρτη ένα τζιπ με Χίτες πάτησε μια χειροβομβίδα και νόμιζαν ότι το ‘χαν βάλει οι αντάρτες, γιατί ακόμα υπήρχε ο Εμφύλιος. Και πάνε στις φυλακές της Σπάρτης και θέλανε μέσα, να μπούνε μέσα να σκοτώσουν τους κρατούμενους. Ο διευθυντής των φυλακών πήγε να τους εμποδίσει, τον σκοτώσαν αυτόνε, μπήκανε στις φυλακές της Σπάρτης, σκότωσαν τους περισσότερους και φωνάζανε: «Τον γενάτο! Τον γενάτο!», τον πατέρα μου δηλαδή. Και τον σκότωσαν σ’ έναν φοίνικα κοντά.
Τον πατέρα μου δεν τον θυμάμαι καθόλου, το πρόσωπό του. Θυμάμαι σκηνές. Που ερχότανε απ’ έξω, κι όπως άνοιξε η πόρτα κι είχε ήλιο απ’ έξω, στο σπίτι ήτανε σκοτεινά, είχε στο χέρι του ένα πορτοκάλι για μένα. Κι απ’ ό,τι λένε, ότι το μόνο παιδί που είχε πάρει αγκαλιά κι είχε νανουρίσει, ήμουνα εγώ.
Μ’ έφερε ο μεσαίος μου αδερφός, ο Βάσος, στον Πειραιά σε μια κυρία, που μου έλεγε «η καλή θειούλα» και θα μείνω μαζί της μέχρι να φτιάξουν τα πράγματα. Εγώ παιδάκι τότε, νόμιζα ότι τα «πράγματα» ήτανε σακιά, σακιά, σακιά, σακιά, που θα ‘πρεπε να τα βάλουνε στη σειρά. Κι εγώ έλεγα: «Μα μπορώ να κοιμάμαι πάνω στα πράγματα και να ‘μαι μαζί σας, γιατί να πάω στην καλή τη θειούλα;»
Ο μεσαίος μου αδερφός, ο Βάσος, πληγώθηκε στη μάχη των Καλαβρύτων με τον Δημοκρατικό Στρατό και τον αφήσανε στον Χελμό, πιστεύοντας ότι θα γυρίσουν να τον πάρουν. Αλλά δεν μπόρεσαν να γυρίσουν, τον βρήκανε πληγωμένο ο στρατός ο της κυβέρνησης και τον αποτελειώσανε, γιατί θέλανε να μαρτυρήσει πόσοι είναι οι αντάρτες, πόσοι είναι, πόσοι είναι, τέλος πάντων, στον Δημοκρατικό Στρατό.
Πέρασαν τα χρόνια, η καλή κυρία ήθελε να, δεν ξέρω με ποιον τρόπο, ήθελε να πιστέψω ότι αυτή ήτανε η μαμά μου η πραγματική. Τώρα δεν είναι δυνατόν σ’ ένα παιδί πέντε χρόνων ήδη να του πεις ότι δεν είναι η μαμά σου μαμά σου, είμαι εγώ. Εγώ έκανα πως το πίστευα, γιατί διαισθανόμουνα ότι αυτή η κυρία ήθελε να πιστέψει εκείνη ότι εγώ ‘μουνα παιδί της. Είχα ένα σκυλάκι το οποίο τον σκότωσαν οι Χίτες όταν μπήκαν στο χωριό, τον λέγανε Λεούτση. Το βράδυ που πήγαινα στο κρεβάτι μου, αυτό το σκυλί εγώ, κάθε βράδυ νοητά το ‘παιρνα στο, αντί για μαξιλάρι τάχα μου ήταν ο Λεούτσης και του ‘λεγα: «Εγώ είμαι η Δήμητρα η Πετρούλα, η κόρη του Σωτήρη και της Μαριγούλας, δεν είμαι η κόρη της Αρτεμισίας!», Αρτεμισία λέγαν την καλή κυρία. Για να μην το ξεχάσω.
Κάποια φορά, ήρθε η αδερφή της κυρίας κι είχε γίνει μία παρεξήγηση, τώρα δε χρειάζεται να πω τι. Και μου ‘βρισε και τον πατέρα μου και τη μάνα μου. Μου είπε: «Η πουτάνα η μάνα σου κι ο εγκληματίας ο πατέρας σου!» Εγώ εκείνη την ώρα, της λέω: «Μη μιλάς για τη μάνα μου και για τον πατέρα μου, πλένε το στόμα σου με ροδόσταμο! Έχετε υπόψη σας, εγώ θα φύγω».
Όταν λοιπόν τον Σεπτέμβρη του ‘58, πηγαίναμε στην Κέρκυρα, να κάνουμε επισκεπτήριο στον αδερφό μου, είχα γνωρίσει έναν Λίβυο, μιλάγαμε όλη τη νύχτα, μιλάγαμε, μιλάγαμε αγγλικά τέλος πάντων και καμιά φορά και ιταλικά κι είχαμε αλληλογραφία. Και μου είχε κάνει πρόταση γάμου.
Όταν μου τα ‘πε αυτά η αδερφή της Αρτεμισίας, ότι η μάνα σου η τάδε κι ο πατέρας σου ξέρω ‘γω, του γράφω: «Ισχύει η πρόταση γάμου;». Μου απάντησε: «Ναι». Τώρα δεκαέξι χρονών άντε να ξέρεις τι θα πει έρωτας. Το θεώρησα πρώτα-πρώτα μια ευκαιρία να φύγω.
Και στις 22 Δεκέμβρη παντρευτήκαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, με ελληνικό γάμο. Δεν ήθελα να φύγω απ’ την Ελλάδα και να πουν ότι η κόρη του Πέτρουλα έφυγε αστεφάνωτη, ξέρω γω, πώς τα λένε στα χωριά. Κι αρχές Γενάρη, αντί να πάω σχολείο, πήγα στο αεροδρόμιο και φύγαμε για Λιβύη.
Δεν ήταν ο άντρας μου κακός, ας πούμε, στο να χαρτοπαίζει ή να πίνει ή να... Ο άντρας μου όμως με τα δεδομένα, και τα ήθη και τα έθιμα των μουσουλμάνων, τη γυναίκα την έχουν μόνο για να σκουπίζουν τα πόδια τους, δεν είναι τίποτα. Η γυναίκα είναι, σας λέω, να σκουπίζει τα πόδια του. Ε, δεν πέρασα καλά. Δεν ήτανε καλός σύζυγος. Χειροδικούσε. Κι εγώ επειδή όλοι με δέρνανε, μα όλοι! Όλοι με δέρνανε, οπότε μόλις με έδειρε κι ο άντρας μου, έλεγα αφού με δέρναν όλοι, γιατί να μην με δείρει κι ο άντρας μου; Είχα και πολύ ξύλο απ’ αυτόν, πολλή ζήλεια, πάρα πολύ. Αυτά. Ας μην συνεχίσω.
Tα παιδιά που δολοφόνησαν τη μάνα μου που ήταν μαζί με τους Χίτες, δεκαεφτά και δεκαοχτώ χρονών, είναι το ίδιο θύματα με τους γονείς, με τη μάνα μου και τις αδερφές μου και τους υπόλοιπους. Γιατί; Γιατί πριν γίνουνε άνθρωποι, τους πήραν αυτοί οι Χίτες και τους κάνανε κτήνη. Γιατί τι μπορεί να είχε ένας δεκαεφτάχρονος με την αδερφή μου που ούτε καν τη γνώριζε, έντεκα χρόνων-δώδεκα χρονών; Και την άλλη, δεκατεσσάρων; Τι μπορεί να είχε με τη μάνα μου; Με τη θειά μου; Με την ξαδέρφη μου, που ήταν δεκαεπτά χρονών, επτά μηνών έγκυος κι είδα το μωρό της μέσα στ’ άντερα κι είδα τα μυαλά του θείου μου να τα τρώνε οι κότες; Tι; Τι; Τι; Δε μας γνωρίζανε.
Ο Εμφύλιος, δυστυχώς, έτσι είναι. Δεν υπάρχει χειρότερος πόλεμος. Κατάλαβες; Έτσι έγινε η ιστορία όλη.
Ονομάζομαι Δήμητρα Πέτρουλα, του Σωτήρη και της Μαριγούλας. Τώρα κοντεύω ογδόντα. Αυτά τα δικά μου.