Ήταν 7 Σεπτεμβρίου 1999. Ήταν μία πάρα πολύ όμορφη μέρα, ηλιόλουστη. Τέλος του καλοκαιριού. Έχω πάει με έναν συνεργάτη μου στη Νέα Φιλαδέλφεια κι εν συνεχεία, θα πήγαινα εγώ να τακτοποιήσω τους λογαριασμούς μου με τη Vileda και θα φεύγαμε παρέα, να κάνουμε το ταξίδι της επιστροφής. Στη διαδρομή αυτή, χαθήκαμε. Μπήκαμε μέσα στον δαίδαλο των δρόμων της Μεταμορφώσεως, το ραντεβού μας ήταν στη 1μιση, καταλήξαμε να φτάσουμε 3 παρά τέταρτο στον χώρο της Ρικομέξ. Στο κτίριο αυτό στεγαζόταν η εταιρεία Vileda, της οποίας εγώ ήμουν αντιπρόσωπος για τη Θεσσαλία.
Πρώτη φορά πήγαινα κι ανέβηκα με τα πόδια στον δεύτερο όροφο. Ήδη εκεί ήταν ο συνεργάτης μου. Ενώ δεν είχε ακριβώς δουλειά, θέλησε να έρθει να χαιρετήσει τους ανθρώπους που συνεργαζόμασταν. Ήρθε ο Διευθυντής πωλήσεων της Vileda να μας καλωσορίσει, μας πέρασε στο boardroom. Ήτανε 3 παρά 10. Εκείνη την ώρα ξεκινά ο σεισμός.
Ήταν ένα γερό τράνταγμα αυτό κι εγώ μπαίνω κάτω από το τραπέζι του board, από ένστικτο. Ήταν ένα board που δεν ήταν και πάρα πολύ μεγάλο. Είχε ένα τραπέζι με τις καρέκλες κι ένα… μια βιβλιοθήκη. Και βλέπω τα πόδια του συνεργάτη μου να κινούνται έξω από τον χώρο του γραφείου αυτού.
Αρχίζει το κτίριο να καταρρέει και να κατεβαίνει προς τα κάτω το κτίριο. Προσγειώνεται λίγο πριν σπάσει το τραπέζι από την ντουλάπα που έπεσε, δίπλα μου, ο συνεργάτης μου, ο οποίος και πεθαίνει ακαριαία. Κλειδώνω στο μυαλό μου ότι αυτό δεν είναι θάνατος, αλλά είναι απλώς μία λιποθυμία. Αυτό ήθελα να ζω. Για να μπορέσω να το αντέξω, να μη με πιάσει κρίση πανικού.
Άκουγα τις φωνές των ανθρώπων από τους κάτω ορόφους που ζητάγαν βοήθεια. Μεγάλος εφιάλτης ήταν η έλλειψη αναπνοής, διότι καθώς έσπασε το τραπέζι προφανώς μου έσπασε αμέσως τη λεκάνη, άρχισα να μην έχω καλή αίσθηση αναπνευστική. Αυτό μου δημιούργησε διάφορες παραισθήσεις στο μυαλό.
Έβλεπα όμορφες εικόνες, οι οποίες ήταν πολύχρωμες. Έβλεπα ότι κολυμπούσα στη θάλασσα με τον ανιψιό μου, που ήταν μικρός τότε. Καθώς ξεμάκραινα από το κολύμπι, έμπαινα σε ένα μαύρο πράγμα, σαν τούνελ, αλλά ήταν ένα γαλήνιο πράγμα. Παράλληλα όμως, ήμουν σίγουρη ότι θα βγω από κει μέσα. Άκουγα τις φωνές των ανθρώπων από κάτω και σκεφτόμουνα: «Μα γιατί φωνάζουν; Αφού θα βγούμε όλοι». Ήταν πολύ αντιφατικά τα πράγματα αυτά που ένιωθα.
Ήταν οι ώρες της αναμονής πάρα πολλές, έμεινα εγκλωβισμένη έξι ώρες σχεδόν. Ώσπου κάποια στιγμή κινητοποιήθηκαν κάποιοι άνθρωποι να βοηθήσουν, μην ξέροντας κι οι ίδιοι πως να βοηθήσουν.
Κάποιος με οξυγονοκόλληση προσπάθησε να κόψει κάποια σίδερα για να με απεγκλωβίσουν, προφανώς κάτι βλέπαν, και μου κάψαν την πλάτη. Δηλαδή, μέσα σε όλη αυτή την οδύνη που πέρναγα, προστέθηκε κι αυτό. Κατάφερα να φωνάξω για να τους δώσω να καταλάβουν ότι αυτό που κάνουν με πονάει. Τέλος πάντων, σταμάτησε και λίγη ώρα μετά άκουσα ομιλίες ανθρώπων, που κατάλαβα ότι ήταν επαγγελματίες. Ήταν ο διασώστης μου, ο οποίος με την αρωγή ενός στρατιωτικού ο όποιος έτυχε να είναι εκείνη την ώρα εκεί, προσπαθούσαν να διώξουν τον κόσμο για να μπορέσουν να μας ακούσουν, να προσδιορίσουν πού ήμασταν.
Μέσα στο μισοσκόταδο, που περισσότερο αίσθηση είχα παρά έβλεπα, κατάφερα να πιάσω το κλείστρο της μπότας του, σαν σανίδα σωτηρίας. Του είπα: «Μη με αφήσεις εδώ, πρέπει να βγω». Και μου είπε: «Όπου να πάμε, θα πάμε παρέα». Κατάφερε να με φτάσει από τη μεριά του κεφαλιού. Με ρώτησε πώς με λένε, για να δει ποια είναι η διανοητική μου κατάσταση. Με ρώτησε ποια σημεία του σώματός μου δεν μπορώ να κινηθώ. Και μου συστήθηκε κι αυτός.
Αυτός, λοιπόν, ήταν ένας αξιωματικός του πυροσβεστικού σώματος, ο οποίος υπηρετούσε στην ΕΜΑΚ, ο Αχιλλέας ο Τζουβάρας, κι ο όποιος στη συνέχεια έγινε ένας πάρα πολύ καλός μου φίλος.
Στην προσπάθειά του λοιπόν ο Αχιλλέας να με βγάλει και μέσα σε όλο αυτό το αλαλούμ που επικρατούσε εκείνη τη μέρα στην Αθήνα, παρέβλεψε τους στοιχειώδεις κανόνες της ασφάλειας των πυροσβεστών και προσπάθησε να με βγάλει χωρίς μηχανήματα, χωρίς εργαλεία, με τα χέρια του. Εγώ του έλεγα συνεχώς: «Βγάλε τον Βασίλη, βγάλε τον Βασίλη!» τον συνεργάτη μου. Εκείνος μου έλεγε: «Άστον, άστον, είναι λιπόθυμος», να μη με πιάσει κρίση πανικού.
Τελικά κατάφερε, ήρθε από τη μεριά των ποδιών μου. Προφανώς, απελευθέρωσε τα φερτά υλικά που ενοχλούσαν εκεί. Καθώς πήγε να με τραβήξει απ’ τα πόδια, συνειδητοποίησε ότι είχα τραυματιστεί πολύ.
Με μία προσπάθεια με τράβηξε απ’ το παντελόνι, με βάλανε στο φορείο. Εκεί λοιπόν συνειδητοποίησα πού είχα βρεθεί. Διότι το φορείο ανέβαινε, ανέβαινε, ανέβαινε… δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο κάτω είχε πέσει το κτίριο. Εκεί στην άνοδο, λοιπόν, ένα σύρμα με τραυμάτισε και στο φρύδι. Ο διασώστης μου έβγαλε το κράνος του και το φόρεσε το κεφάλι μου. Ήταν τόσο πολύ έντονες οι στιγμές, που θυμάμαι ακόμη και τις λεπτομέρειες. Δηλαδή, τη μυρωδιά του ιδρώτα του, το νερό που προσπάθησε να μου δώσει να πιω και το μπουκάλι μύριζε πορτοκαλάδα… Το στόμα μου ήταν γεμάτο με μπάζα κι ουσιαστικά μου στέγνωνε τον λάρυγγα.
Είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος επάνω. Είχε οργανωθεί η πυροσβεστική και βρέθηκα στο ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ. Εκεί, λοιπόν, συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η δύναμη της επιβίωσης μού είχε παραλύσει το μυαλό, ήθελα απλώς να σωθώ.
Κι εκείνη τη στιγμή παθαίνω μια κρίση νευρική και με όση δύναμη είχα τράβηξα από την μπλούζα τη γιατρό του ΕΚΑΒ και την παρακαλούσα να μη με πάνε στο ΚΑΤ. Σας πληροφορώ ότι στο ΚΑΤ δεν έχω πάει ποτέ στη ζωή μου, ούτε ξέρω πού είναι, ούτε ξέρω γιατί δεν έπρεπε να πάω εκεί. Η γυναίκα προσπάθησε να με ηρεμήσει, να μου πει πού θέλω να πάω, γιατί ήταν όλα τα νοσοκομεία ανοιχτά. «Έχεις κανέναν εδώ;» μου είπε. «Ναι, έχω τον αδερφό μου». «Πού μένει;» «Στα Μελίσσια». Κι έτσι κατέληξα στο νοσοκομείο Αμαλία Φλέμινγκ των Μελισσίων.
Εκείνη την ημέρα βγήκαμε έντεκα τραυματίες από κει. Κάποιοι μπόρεσαν και βγήκαν μόνοι τους. Από τους έντεκα τραυματίες, ήμουν η πιο ελαφρά τραυματισμένη.
Από εκεί και μετά, ξεκινάει ένας δεύτερος κύκλος περιπέτειας, γιατί όταν κάτι τελειώνει αρχίζει κάτι άλλο, που δεν ξέρουμε αν το προηγούμενο είναι το χειρότερο ή το επόμενο. Ήμουν σαράντα τριών, ήμουνα παντρεμένη, ήμουν στο ζενίθ της δημιουργίας μου της επαγγελματικής. Και φυσικά από εκεί και μετά, για δεκαπέντε-δεκαέξι δευτερόλεπτα, πόσο κράτησε ο σεισμός, ανατράπηκε η ζωή μου εντελώς.
Μετά, τα επόμενα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα, πάρα πολύ δύσκολα. Έχω τέσσερα κατάγματα στη λεκάνη μου, ανεγχείρητα, τα οποία μου άφησαν πολλά προβλήματα. Με τα πνευμόνια μου χτυπημένα, με το κεφάλι μου χτυπημένο. Είχα μια υγιή επιχείρηση, η οποία καταστράφηκε πλήρως, διότι η δική μου φυσική απουσία ήταν βαρίδιο για το τι εξελισσόταν. Άρχισε να αποψιλώνεται, να συρρικνώνεται και βεβαίως, δημιουργήθηκαν και πάρα πολλά χρέη, τα οποία ήταν δύσκολα αντιμετωπίσιμα.
Κατάφερα ορθοπόδησα, δουλεύοντας σκληρά και κάνοντας και δεύτερη δουλειά, για να μπορώ από τη μία δουλειά να ζω κι από την άλλη να πληρώνω τα χρέη μου. Και νομίζω ότι η αποκατάσταση μέσα μου ήρθε σιγά-σιγά. Το ατύχημα το διαχειρίστηκα με τη βοήθεια ψυχοθεραπευτή. Άργησα πολύ και να περπατήσω. Βρέθηκα στην αναπηρική καρέκλα. Μετά υποβοηθούμενα, με πι, με μπαστούνια, με χίλια-δυο. Καθώς αποκαθιστούσα το σώμα μου, έπρεπε να βγω μπροστά να διεκδικήσω τη ζωή μου. Κι αυτό έκανα.
Θεωρώ ότι στη διαδρομή της ζωής μας, έχουμε και καλά και κακά και τα έχει όλα η ζωή. Στον καθένα συμβαίνει κάτι, κάτι δυνατό. Και για τον καθένα, το «κάτι δυνατό» είναι εντελώς διαφορετικό. Υπήρξαν πολλές φορές στη διαδρομή αυτών των χρόνων που συναντήθηκα με ανθρώπους που ξεκίνησα να τους λέω το δικό μου θέμα και να ακούω κάτι πιο τρομερό από απέναντι. Και να νιώθω σαν να τους έλεγα εγώ ότι «δεν είχα παπούτσια» κι αυτοί να μου αφηγούνται ότι «δεν έχουν πόδια».
Το πιο ουσιαστικό είναι ότι άλλαξα τρόπο σκέψης. Για όλα. Βλέπω τη ζωή με άλλα μάτια. Η ζωή είναι αυτό το όμορφο δώρο που μας δόθηκε, που θα πρέπει κι εμείς να το αντιμετωπίζουμε ως όμορφο δώρο.