Πρέπει να ‘μουνα είκοσι εφτά χρόνων-είκοσι οχτώ. Είχαμε τελειώσει τον ναύλο στην Παροικιά της Πάρου, πρέπει να 'χε γύρω στα 7-8 μποφόρ. Οπότε, είχαμε μόλις τελειώσει, είχαμε μία μέρα κενό, ξέραμε ότι θα συνεχίσει ο καιρός να κρατάει έτσι, οπότε ήμουνα με τον μέντορά μου στο καρνάγιο και στα ναύλα κι έναν συνάδελφο, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί αρκετά.
Γυρνάει ο μέντοράς μου σε κάποια δόση, ξέρω γω, όπως τα λέγαμε το πρωί με τον καφέ, και μου λέει: «Τι φλώροι που είσαστε εσείς τώρα, αυτή η γενιά!» και «Στα ούζα σάς πατάω κάτω! Πάμε μία κόντρα με ούζα;» Πάμε στο δικό του το σκάφος, ένα σκάφος εκεί 70 πόδια κι αρχίζουμε.
Συνεχίζει το πράμα, συνεχίζει το πράμα, πάει απόγευμα, πάει τέτοιο, πάει προς το βράδυ… Σε κάποια φάση πέφτει ο άνθρωπος κάτω εκεί πέρα κι αρχίζει και κάνει σαν τη φώκια, βγάζει κάτι κραυγές, κάτι τέτοια στα πανιόλα πάνω, κυλιέται εκεί πέρα… οπότε θεωρήσαμε τον αγώνα λήξαν. Λέμε με τον πιο κοντά στην ηλικία μου συνάδελφο: «Δεν πάμε να πιούμε ένα καφέ, λιγάκι να ξενερώσουμε;»
Πάμε στο καφενείο, εκεί έξω απ' τη μαρίνα της Παροικιάς, παραγγέλνουμε τον καφέ. Είχε έναν αγώνα του Παναθηναϊκού, κάτι, ήταν για την ευρωπαϊκή διοργάνωση, κάτι τέτοιο. Ο συνάδελφος έπρεπε να κάνει μία μεταφορά σκάφους, να μεταφέρει το σκάφος πίσω στο Καλαμάκι την επόμενη μέρα. Κι ο θείος είχε να πάρει κι άλλον ναύλο την επόμενη μέρα, οπότε μου λέει: «Πάω να βγάλω τα εισιτήρια».
Έχει ξεκινήσει ο αγώνας, εκεί μπαίνει κι ένα γκολ, σκάει ο συνάδελφος –εμείς, τώρα, καταλαβαίνετε την κατάσταση, ας πούμε, ήμασταν τελείως κομμάτια– μου λέει ο συνάδελφος: «Σήκω όπως είσαι, το "Σάμινα" βυθίζεται! Μου δώσανε σήμα από το Λιμεναρχείο, είναι πεντακόσια άτομα στο νερό!»
Εγώ στην αρχή νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα εκεί πέρα. Του λέω: «Τι είναι αυτά που λες;» και τέτοια. Μου το ξανάπε και κατάλαβα ότι ήτανε σοβαρός. Μου ‘κανε μεγάλη εντύπωση το για πότε ξενερώσαμε. Ξαφνικά από κει που ήμασταν τελείως χάλια, όλα είχανε γίνει τελείως ξεκάθαρα.
Σηκωθήκαμε, φύγαμε προς τον μώλο και τέτοια, ο άνεμος ούρλιαζε, είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά. Άρχισα να μαζεύω κουβέρτες, γιατί το δικό μου σκάφος ήταν το πιο κατάλληλο για να λειτουργήσει σαν διασωστικό, γιατί είχε χαμηλή σέσουλα, είχε χαμηλή πρύμνη, οπότε θα ‘ταν πιο εύκολο, γιατί με ένα ιστιοφόρο είναι πολύ δύσκολο να μαζεύεις κόσμο. Πήγαμε, ξυπνήσαμε και τον... Πήγα, άρχισα να φωνάζω στον μέντορά μου, τον θείο: «Σήκω, σήκω!» Βγήκε αυτός ζαβλακωμένος τελείως. Του λέω: «Έτσι κι έτσι». Μου λέει: «Τι είναι αυτά που λες;» Του λέω: «Έτσι κι έτσι!» Την παίρνει κι αυτός χαμπάρι, ξενερώνει κι αυτός κατευθείαν. Δυνατό πράμα η αδρεναλίνη.
Μαζεύουμε όλες τις κουβέρτες, μαζεύω από διάφορα σκάφη κουβέρτες, τα βάζω μέσα στο σκάφος που είχα εγώ. Και μπαίνουμε κι οι τρεις μέσα και βγαίνουμε έξω.
Βγήκαμε. Γινότανε χαμός τώρα, άκουγες παντού… Ήτανε τραγικό, δηλαδή, τελείως. Άκουγες ουρλιαχτά, άκουγες τέτοια… Δε λειτουργούσαν τα φωτάκια απ’ τα σωσίβια… Μία κόλαση ήτανε, ας πούμε. Είναι η πρώτη φορά που δέθηκα κι εγώ πάνω σε σκάφος, που χρησιμοποίησα ζώνη ασφαλείας. Είχαμε κάτσει οι δυο στην πρύμνη, πετάγαμε σχοινιά, ο θείος έκανε τις μανούβρες…
Μαζέψαμε τέσσερα άτομα. Ήτανε σε κατάσταση υποθερμίας. Ένας ερχόταν από Ικαρία, νομίζω, άμα θυμάμαι καλά, ήτανε ένας Αυστριακός, ήταν μία Γαλλίδα, αυτοί που βγάλαμε, ήτανε ένας Παριανός ψαράς και μία Παριανή θεία. Αυτούς, όπως τους έπαιρνα, τους έβαζα μέσα. Τα κύματα μάς σκεπάζαν όπως τους βγάζαμε. Εγώ απελευθέρωσα και το liferaft, μήπως καταφέρει κανένας να πιαστεί από πάνω, μήπως σωθεί κανένας ακόμα. Βρίσκαμε και νεκρούς, τους αφήναμε όπως ήτανε, πηγαίναμε για τους ζωντανούς. Πιθανολογώ ότι σίγουρα θα χτυπήσαμε κι εμείς κόσμο, γιατί δεν μπορούσες να δεις τίποτα. Ήτανε το σκοτάδι απόλυτο, ήτανε πάρα πολύ δύσκολο.
Ο καιρός τούς πήγαινε στις ξέρες της Αντιπάρου, οπότε εμείς πήγαμε προς τα εκεί πέρα. Προσπαθούσαμε να τους μαζεύουμε όπως ήτανε, προς τα εκεί. Τους έβαζα κάτω. Στη Γαλλίδα, θυμάμαι, της έριξα και μερικά χαστούκια για να συνέλθει, την αγκάλιασα, την έβαλα μέσα στην κουβέρτα και τους άλλους το ίδιο. Ο ψαράς, ο ναυτικός ο ψαράς, μας είπε ότι είχε, από ό,τι καταλάβαμε, τουλάχιστον τρία ναυάγια στην πλάτη του κι ήταν κι ο πιο ψύχραιμος και πιο… δηλαδή, δεν πήγε καν στο νοσοκομείο μετά.
Κοντά στις ξέρες της Αντιπάρου, μου συνέβη κι ένα άλλο πράμα που δε μου ‘χει ξανατύχει. Όπως πετάγαμε τα σχοινιά κι έκανε ανάποδα ο συνάδελφος για να μαζέψουμε τον κόσμο, άρπαξε η προπέλα τον κάβο, και μας λέει: «Μένουμε». Εντωμεταξύ, η ξέρα πρέπει να ‘τανε σίγουρα 20-30 μέτρα, χωρίς υπερβολή, μπορεί να ‘ταν και λιγότερο. Έκανε πρόσω κι ως δια μαγείας, ξετυλίχτηκε ο κάβος απ' την προπέλα, γιατί αλλιώς θα ήμασταν κι εμείς, ας πούμε, στην ίδια κατάσταση με τους υπόλοιπους…
Τώρα το σκοτάδι… χαμός. Βγήκανε ιστιοφόρα, βρήκανε ψαράδες… Το Super Puma του στρατού έφτασε μετά από μία ώρα τουλάχιστον. Έριξε και τη φωτοβολίδα το Super Puma, φωτίστηκε, και καταλάβαμε λιγάκι πού βρισκόμασταν, γιατί είχαμε χάσει λίγο και το πού ακριβώς είμαστε και τι γίνεται ακριβώς, απλά ήμασταν συγκεντρωμένοι στον κόσμο. Κινήσαμε για πίσω, δέσαμε.
Οι επόμενες μέρες ήτανε κόλαση, επίσης. Πήγαινες στο περίπτερο, έκλαιγε ο περιπτεράς, πήγαινες… Έχασαν πάρα πολλοί, χάθηκε πάρα πολύς κόσμος, πρέπει να ‘ταν γύρω στα εκατό άτομα που χάθηκαν. Μετά μάθαμε ότι κι ο αρχιλιμενάρχης έπαθε καρδιακό στα δεκαπέντε λεπτά, με το που μαθεύτηκε αυτό, πέθανε.
Ήτανε άθλος απ’ τους ψαράδες κι από τους διάφορους επαγγελματίες που βγήκανε, γιατί ούτε λιμενικό υπήρχε, ούτε καμία κρατική υποστήριξη, στην ουσία. Σε όλη αυτή τη διαδικασία ήτανε μόνο άνθρωποι, ας πούμε, που δεν είχανε... Που βάλανε στη σέντρα τις δουλειές τους, το βιός τους, τις βάρκες τους. Γιατί μία διάσωση δεν είναι απλή υπόθεση, ειδικά κάτω από τέτοιες συνθήκες.
Κι εμένα την επόμενη μέρα, πήγα, ήμουνα στο μώλο κι ήρθε ο Αυστριακός, ένα απ' τα άτομα που είχαμε βγάλει, κι ήρθε και με αγκάλιασε, και με φίλαγε. Κι έσκασε και μία… σκάσανε καπάκι κάποιοι με μία κάμερα εκεί πέρα να αποθανατίσουν αυτό που τους φαινότανε τόσο φοβερό. Τους πέταξα την κάμερα κάτω εκεί πέρα και τους την έσπασα. Ήταν ένα σκηνικό που με έχει σημαδέψει σίγουρα στη ζωή μου. Μία κόλαση ήτανε.