Εγώ είμαι η Ραφαέλα, είμαστε εδώ στα Κοσκινού στο σπίτι μου, σε μία μέρα που μόλις γύρισα από το χωράφι, και είμαστε εδώ για να πούμε μερικά πράγματα για μένα. Όμως δεν ξεκίνησε έτσι η ιστορία μας. Ξεκινήσαμε πιο πριν, από τη Ραφαέλα η οποία βρίσκεται στο Τσαΐρι. Εκεί γεννήθηκε, το 1996, τον Γενάρη. Μία αγροτική περιοχή, γύρω δεν υπήρχαν σπίτια, όμως υπήρχαν πάντα οι ήχοι από τα ζώα. Δίπλα στο σπίτι μας πάντα υπήρχε και ο ήχος από τον στάβλο που είχε ο μπαμπάς. Οπότε από μικρή, η ζωή μου συνδέεται άμεσα με τα ζώα.
Έχω άλλες δύο αδερφές τη Μαρία και την Κατερίνα. Με το που γυρνούσαμε από το σχολείο, κάναμε τα μαθήματά μας και στη συνέχεια αυτό που κάναμε με τη Μαρία ήταν παιχνίδια στη φύση. Πολλά παιδάκια μπορεί να θέλανε και να λέγανε στη μαμά και στον μπαμπά: «Πάμε στον παιδότοπο, πάμε στην παιδική χαρά». Δεν είχαμε νιώσει ποτέ την ανάγκη να κάνουμε κάτι τέτοιο εμείς, διότι η καθημερινότητά μας στο χωράφι ήτανε σαν παιδική χαρά. Ανεβαίναμε το βουνό παίζαμε κρυφτό πάνω στο βουνό, παίζαμε κυνηγητό πάνω στο βουνό…. Όποιο ζώο και αν έβρισκα, πάντα το πλησίαζα, θα το χάιδευα, θα το τάιζα και γενικά ένιωθα ότι τίποτα δε με φόβιζε στη φύση. Μου άρεσε.
Δίνω Πανελλήνιες, περνάω δεύτερη στο πανεπιστήμιο, φτάνω γύρω στο τέταρτο έτος, εντάξει, και ήμουν σίγουρη ότι θα τελειώσει το πανεπιστήμιο και εγώ κάποια στιγμή θα διοριστώ. Μέχρι τότε δεν μπορώ να πω ότι είχα ευθύνες. Δεν ήμουν ποτέ αναίσθητη, πάντα είχα το φιλότιμο να κάνω πράγματα, να βοηθήσω όπου χρειαζόταν κι αν χρειαζότανε. Αλλά όλα αυτά πάντα στο πλαίσιο του «αν θέλω», αν δε θέλω, δεν έγινε και κάτι, θα το έκανε κάποιος άλλος. Δε χρειαζόταν να αγχωθώ για κάτι. Αυτό, βέβαια, άλλαξε. Εκείνη τη στιγμή, τον Δεκέμβριο του 2018, άλλαξε κάθετα μέσα σε μία νύχτα στην κυριολεξία.
Φτάνουμε στις 20 Δεκεμβρίου –για την ακρίβεια στις 19 Δεκεμβρίου το βράδυ. Είχαμε στολίσει το δέντρο, είχαμε αγοράσει τα καινούργια στολίδια. Γενικά σχεδιάζαμε πώς θα περάσουμε τα Χριστούγεννα, τι θα κάνουμε. Η περίοδος αυτή για τους κτηνοτρόφους –και για όσους βρίσκονται μέσα στον χώρο με τα ζώα– είναι πάρα πολύ δύσκολη. Εκεί που όλοι προετοιμάζονται για τις γιορτές, προετοιμάζονται για τις αγορές, να πάρουνε το κρέας, να ψήσουνε, να κάνουν τα πάντα γιορτινά, αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται κάτω από πυρετώδεις προετοιμασίες να κυλήσει όλη η αγορά σωστά, να λειτουργήσουν τα πάντα σωστά, να διοχετεύσουν το κρέας στην αγορά. Ο πατέρας μου, λοιπόν, ήταν κι υπεύθυνος στο σφαγείο, οπότε έλειπε αρκετές ώρες εκείνη την περίοδο από το σπίτι.
Στις 19 Δεκεμβρίου χτυπάει το τηλέφωνο και μου λέει ότι: «Δε θα έρθω σήμερα στο σπίτι». Ότι: «Πρέπει, λοιπόν, να τελειώσω και επειδή είμαι κουρασμένος πρέπει αύριο να πάω πολύ πρωί στο σφαγείο. Οπότε θα κάνω ένα μπάνιο και θα κοιμηθώ. Θα έρθω, όμως, αύριο να σας δω. Εντάξει;». Εντάξει! Πέφτουμε για ύπνο και κάποια στιγμή ξημερώνει. Η Κατερίνα σηκώνεται να πάει σχολείο θυμάμαι, η μαμά μου να της ετοιμάσει τα σχετικά που πρέπει να πάρει –το κολατσιό της και όλα αυτά– να πιει τον καφέ της.
Χτυπάει, λοιπόν, 7:00 το πρωί το τηλέφωνο… Πράγμα παράξενο, γιατί 7:00 το πρωί δύσκολα παίρνει κάποιος. Συνήθως για καλό δεν παίρνουνε… Έτσι, λοιπόν, ήταν ένας γείτονας ο οποίος εκείνη τη στιγμή μας ανακοίνωσε ότι, δυστυχώς, ο μπαμπάς μου ξαφνικά πέθανε.
Η μητέρα μου αυτό που έκανε ήταν να αρχίσει, ασυναίσθητα, να συμμαζεύει το σπίτι. Αντί να κάνει το οτιδήποτε άλλο, εκείνη τη στιγμή είπε στο τηλέφωνο: «Τι μου λέτε; Πέθανε;». Εγώ θυμάμαι ότι το ακούω, τρέχω να αρπάξω το τηλέφωνο, η Κατερίνα βάζει τα κλάματα και η μαμά μου αρχίζει να συμμαζεύει το σπίτι και προσπαθώ να καταλάβω τι έχει γίνει. Αυτό που λέω είναι: «Μείνετε εκεί και θα βρω τρόπο να έρθω».
Φτάνω εκεί. Ήταν ο γείτονας εκεί πέρα. Βλέπω τα πρόβατα να βόσκουν, βλέπω τις κατσίκες να βόσκουνε, βλέπω τον στάβλο, είχε τα ζώα μέσα και ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι βλέπω τον πατέρα μου μπροστά νεκρό. Και μετά αρχίσαν να χτυπάνε τα τηλέφωνα από όλους τους παραγωγούς που τον ψάχνανε. Το έλεγα στον πρώτο, δεν το πίστευε, το έλεγα στον δεύτερο, δεν το πίστευε. Κάποια στιγμή και εγώ –δεν είχα την ψυχραιμία και την υπομονή– το έλεγα πάρα πολύ απότομα στους ανθρώπους για να σταματήσουν να με ενοχλούν. Αλλά ο πατέρας μου, λόγω του επαγγέλματός του εκείνη την ημέρα πραγματικά μπορεί να πήρε όλη η Ρόδος που τον έψαχνε για το ίδιο πράγμα. Για να πάει στο σφαγείο να παραλάβουν οι υπόλοιποι τα κρέατά τους.
Ξαφνικά κοιτιέμαι με τη Μαρία και συνειδητοποιούμε ότι μέσα στο στάβλο υπάρχουν κάτι ζώα, τα οποία ζώα έπρεπε να φάνε. Εκείνη τη στιγμή δεν έχει «κλαίω», «στεναχωριέμαι», «χτυπιέμαι», δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Τα ζώα πεινάνε, τα ζώα πρέπει να φάνε. Οπότε αναγκαστικά σηκώνεις τα μανίκια όπως είσαι, όσο κομμάτια κι αν είσαι, ό,τι κι αν σκέφτεσαι ή δε σκέφτεσαι –γιατί εκείνη τη στιγμή δε νομίζω ότι σκεφτόμουν κάτι– και μπαίνεις στον στάβλο. Εντάξει, το καλό είναι ότι επειδή από μικρές ήμασταν στον χώρο με τα ζώα, ακούγαμε πάνω-κάτω τι χρειάζονται τα ζώα για να τραφούν. Είχαμε επισκεφτεί και τον μπαμπά πολλές φορές εκεί πέρα, τον βοηθούσαμε, βλέπαμε τι έκανε. Οπότε, εντάξει, κάναμε εκεί το μείγμα, τα ταΐσαμε –όσο θεωρούσαμε ότι έπρεπε να ταϊστούν– λίγο με το ένστικτο, λίγο με το τι είχαμε δει, τι είχε αποτυπωθεί στο μυαλό μας.
Και κάνουμε πάρα πολύ ωραία την ερώτηση και οι τρεις και λέμε: «Αύριο, τι θα γίνει τώρα;» Αύριο! Το αύριο εκείνης της ημέρας ήταν η κηδεία. Οπότε έπρεπε και εκείνη την ημέρα να πάμε στα ζώα. Δε νομίζω ότι κοιμήθηκε κανένας εκείνο το βράδυ.
Σηκωνόμαστε, λοιπόν, και οι τρεις αυτή τη φορά –και η Κατερίνα– και πηγαίνουμε στον στάβλο. Αφού ανοίγουμε την κλειδαριά για το κτήμα που είναι μία περιφραγμένη έκταση φυσικά, ξαφνικά λέει η Κατερίνα το πολύ απλό: «Το γουρούνι τι κάνει έξω;». Και γυρνάμε και βλέπουμε τα γουρούνια έξω. Και εκεί απλά κοιταζόμαστε και συνειδητοποιούμε ότι τελικά, κάνεις δε λυπάται στον πόνο των άλλων, διότι κάποιος απλά –κάποιος ή κάποιοι καλοθελητές– είχανε μπει να παραβιάσουν τον στάβλο. Για να μας τρομάξουν; Για να κλέψουν; Κανείς δεν ξέρει.
Για το οτιδήποτε. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορούμε να το ξέρουμε. Υπήρχαν κλειδαριές στις πόρτες, λουκέτα τα οποία είχαν παραβιαστεί κι είχαν ανοίξει τα κελιά. Οπότε με έναν τρόπο μαγικό, εκείνη τη στιγμή συντονιζόμαστε και οι τρεις –η καθεμία σε διαφορετική πλευρά του χωραφιού που είχε δει ότι υπήρχαν γουρούνια– και ξεκινάμε να φωνάζουμε τα γουρούνια, τα οποία με ένα τρόπο –που κανείς δεν κατάλαβε– μπήκαν μέσα. Μπήκαν μέσα τα γουρούνια στον στάβλο, τα ταΐσαμε, κλείσαμε τον στάβλο πάρα πολύ ωραία και πήγαμε στην κηδεία του πατέρα μας.
Φυσικά, τις επόμενες μέρες ξεκίνησε ένα πάρα πολύ ωραίο παιχνίδι για μένα. Στρατηγικής για αυτούς που ήθελαν πάρα πολύ ωραία να πάρουν τα ζώα. Συγγενείς, «φίλοι» του πατέρα μου και γενικά πολλοί άνθρωποι άσκησαν πάρα πολύ μεγάλη ψυχολογική πίεση, στο ότι τα ζώα έπρεπε να εξαφανιστούν. Δεν έπρεπε να υπάρχουν τα ζώα. Ήταν κάτι ανεπίτρεπτο για τα κορίτσια να αναλάβουν κάτι τέτοιο. Να σημειώσω ότι σε μία τέτοια στιγμή που ο άλλος είναι ευάλωτος, θα μπορούσε πάρα πολύ εύκολα ο καθένας να του τριβελίσει τον εγκέφαλο και να τον πείσεις να κάνει αυτό που θέλει. Παρ’ όλα αυτά, αυτό που εξέπληξε ίσως πολλούς ήταν ότι εκεί βρήκαν την αντίστασή μας. Μπορεί να ήμασταν άσχετες από τα ζώα γιατί είναι άλλο να μπαίνεις μέσα σε έναν στάβλο και να λες: «Μπαμπά, δώσε μου και εμένα τον κουβά να παίξω λίγο», κι είναι εντελώς άλλο να ξέρεις ότι από σένα εξαρτάται, όχι ένας οργανισμός, όχι ένας ζωντανός οργανισμός, εξαρτώνται χιλιάδες ζωές, μπροστά σου, εκείνη τη στιγμή. Παρ’ όλα αυτά, επειδή βγήκε –ενστικτωδώς, δεν ξέρω– η αγάπη που είχαμε για τα ζώα, είπαμε: «Όχι, θα μπούμε στον στάβλο κι ό,τι γίνει».
Αρχίσαμε να φορτώνουμε, να ξεφορτώνουμε τις τροφές πάρα πολύ μηχανικά. Κάναμε πράγματα τα οποία μας βγαίναν πάρα πολύ αβίαστα, χωρίς να καταλαβαίνουμε πώς το κάναμε. Απλά γινόντουσαν. Ήταν λες και λειτουργούσα υπό την επήρεια κάποιας «μαγικής» δύναμης για όλο αυτό.
Έτσι, λοιπόν, περνάει ο πρώτος μήνας, περνάει η περίοδος των Χριστουγέννων. Πραγματικά είναι τρελή. Είναι ένας χαμός, ένας πανικός. Όταν πηγαίνεις και κανονίζεις με τους εμπόρους, με τους παραγωγούς, όταν πας στο σφαγείο, ακούς παντού φωνές, φωνές για το οτιδήποτε. Ένταση, νεύρα, πίεση. Μπήκα, ας πούμε, μέσα στο σφαγείο, που εντάξει όποιος με δει δε λέει: «Α, μία κοπέλα δύο μέτρα, εύρωστη», βλέπει, ξέρω εγώ, κοριτσάκι με τα γυαλιά τους, τις μποτούλες του. Μου έχουν μείνει τα πρόσωπα ορισμένων ανθρώπων. Άλλοι θέλανε να γελάσουν από το θέαμα, άλλοι θέλανε να βάλουνε τα κλάματα από τη στενοχώρια, άλλοι λέγανε: «Τώρα αυτές τι ακριβώς κάνουνε;»
Κάποιοι δεν έθεσαν ζήτημα, ήταν πολύ ΟΚ. «Συνεχίζουμε κανονικά, κορίτσια, σας στηρίζουμε! Προχωράμε!» Βέβαια, να σημειώσω ότι αυτοί ήτανε ελάχιστοι. Ήτανε μετρημένοι και είναι οι άνθρωποι οι οποίοι είναι και τώρα από τους καλύτερους πελάτες μας. Υπήρχαν κάποιοι που εμφανίστηκαν του τύπου: «Ελάτε να σας βοηθήσω. Εντάξει, θα τα πάρω εγώ», του τύπου: «Σας κάνω χάρη τώρα». Και υπήρχαν και αυτοί οι οποίοι ήταν πάρα πολύ ξεκάθαροι και λένε: «Δεν το παίρνω από σένα, εσείς είστε κορίτσια τώρα!» Και γυρνάω και κάνω επί τόπου: «Αλήθεια τώρα; Έρχομαι εδώ, να πάρεις ένα ζώο που ουσιαστικά πριν έναν-ενάμιση μήνα το είχε στον στάβλο του ο Αντώνης. Τώρα, ένα μήνα μετά, απλά το έχει στον στάβλο η Ραφαέλα, η Μαρία κι η Κατερίνα. Τι μπορεί να έχει πάθει το ζώο; Πατήσαμε στο ίδιο τιμολόγιο, με τις ίδιες τροφές, τι μπορεί να το έχω κάνει εγώ το ζώο;» Ήταν κάθετοι. «Εσείς οι κοπέλες δεν ξέρετε από αυτά».
Οι περισσότεροι παραγωγοί στη Ρόδο που εκτρέφουν είτε χοιρινά είτε βοοειδή, είτε αιγοπρόβατα, είναι άντρες. Να περάσω στους κρεοπώληδες; Και στο σφαγείο φυσικά, που το ξεκινάμε από τη βάση: από τον καθαριστή μέχρι τον σφάχτη που είναι όλοι άντρες. Όλοι άντρες. Δε βλέπεις κανέναν άλλον να κινείται. Οπότε μου έκανε πάρα πολύ εντύπωση, τον πρώτο καιρό είχα εκνευριστεί, αλλά μετά, με έναν τρόπο έτσι λίγο μαγικό, πείσμωσα. Και λέω: «Όχι, εντάξει τώρα. Με δουλεύετε. Δηλαδή ξέρετε εσείς να φροντίζετε ένα ζώο και δεν ξέρουμε εμείς που έχουμε το ένστικτο της μάνας, της μητρότητας, ας πούμε».
Κάποιος φίλος του πατέρα μου, που τον στήριζε σε όλα του τα βήματα και στάθηκε καλύτερα κι από αδερφός του και μας στηρίζει ακόμα, μας το είπε: «Τα πράγματα», μου λέει, «δε θέλουν κόπο. Κάν’ τα όπως σε βολεύουν και θα το κάνεις απλά. Ναι, ο άντρας θα το πιάσει και θα το σηκώσει το ζώο. Εσύ δε χρειάζεται να το σηκώσεις, καθοδήγησέ το να μπει εκεί που θες. Κάνε τη ζωή σου πιο εύκολη με τον τρόπο που μπορείς εσύ». Κι όντως έγινε.
Μέσα στον στάβλο μάς έχουν τύχει τα άπειρα. Έχω ακυρώσει δυο-τρεις φορές ραντεβού, είπα πάρα πολύ ωραία: «Δεν μπορώ να έρθω τώρα, θα έρθω σε δύο ώρες γιατί γεννάει η γουρούνα». Το έχω πει πραγματικά και όντως μου έχει τύχει να πάει η γέννα άψογα. Γέννα που δεν πήγε καλά για τη μητέρα δυστυχώς. Και μπήκα και βρήκα τέσσερα γουρουνάκια –όσα είχαν απομείνει, βέβαια–τα οποία τα καημένα προσπαθούσαν να θηλάσουν από τη νεκρή μαμά τους. Παίρνω, λοιπόν, τον φίλο του πατέρα μου. Δυστυχώς εκείνη την περίοδο αυτές που ήταν παράλληλα μανούλες, δε θέλαν άλλα παιδιά. Μου λέει: «Τώρα, Ραφαέλα, μία λύση υπάρχει! Θα πας να πάρεις γάλα σε σκόνη, πάρε το μπιμπερό, πάρε και μία πιπίλα και κάνε τα να πιουν γάλα!»
Πάω παίρνω το γάλα, το φτιάχνω, πιάνω το γουρουνάκι. Στην πρώτη προσπάθεια που έπιασε και τα τέσσερα παράλληλα, δεν μπορούσαν να πιούν. Λέω: «Όχι, θα πιείτε. Αφού ζήσατε τόσες ώρες, επιβιώσατε και περιμένατε, θα ζήσετε. Δεν υπάρχει άλλη λύση, θα ζήσετε». Και όντως ξεκίνησαν και πιπιλούσαν το μπιμπερό τους. Και ήπιανε το γάλα. Και εκείνη τη στιγμή μού λέει ο άνθρωπος αυτός: «Τώρα είσαι η μαμά τους!» Ανά τέσσερις ώρες σηκωνόμουν και τους έκανα γάλα. Και τη νύχτα. Αυτό για μένα ήταν ένα προσωπικό στοίχημα. Έφτασε η στιγμή που αυτά τα ζώα τα έβαλα μέσα στον στάβλο κι έγιναν τέσσερις πανέμορφες μανούλες –χοιρομητέρες. Κι εκείνη τη στιγμή ένιωσα τέτοια χαρά, τέτοια ανακούφιση, που νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή ήτανε το σημείο που πυροδότησε μέσα μου ότι αυτό εκεί το κομμάτι το αγαπώ, ότι εκεί ανήκω, μέσα στον στάβλο. Μέσα στον στάβλο, μέσα στο βουνό, μέσα στη φύση. Παντού.
Όταν άνοιγα την κλειδαριά κι έμπαινα στο κτήμα, ένιωθα τέτοια ηρεμία, τέτοια γαλήνη. Ένιωθα ανίκητη. Με το που βάζω το κλειδί, εκεί είμαι βασίλισσα. Κάθε γωνιά την ξέρω. Έχω μπει στον στάβλο μεσάνυχτα, έχω κληθεί να φτιάξω υδραυλικά στον στάβλο, πόρτες, σίδερα, τα πάντα. Έχω ανέβει το βουνό νύχτα. Γιατί; Γιατί το πρωί, όταν μάντρωνα τις κατσίκες, μου έλειπε ένα κατσικάκι. Έχω ανέβει, λοιπόν, το βουνό 11 η ώρα τη νύχτα, 12 η ώρα τη νύχτα για να βρω το κατσικάκι με τον φακό. Και τα έχω καταφέρει, βέβαια. Περπατάω με κλειστά τα μάτια το βουνό. Δεν το πιστεύουνε μέχρι να με δουν να το κάνω. Αφού υπάρχει ένας γείτονας στην περιοχή –αυτός που είχε βρει και τον πατέρα μου νεκρό–, ο οποίος με λέει το αγριοκάτσικο της περιοχής. Μου λέει: «Ανεβαίνεις στο βουνό με τέτοια ταχύτητα, που μπορείς να γίνεις ένα με το κοπάδι». Δεν πάω να τους επιβληθώ ή να τους επιβάλω το πρόγραμμα. Κάθομαι και τα παρατηρώ. Εναρμονίζομαι με το κοπάδι.
Ο Ντίμης είναι ένα τραγάκι το οποίο τώρα είναι δύο χρόνων. Όπως συνηθίζω να λέω, ο Ντίμης δεν είναι ζωάκι, ο Ντίμης είναι ο γιος μου! Τι έχει γίνει με τον Ντίμη. Μία κατσίκα, λοιπόν, αντιλαμβάνομαι ότι κοντεύει να γεννήσει. Κάποια στιγμή τη βλέπω ότι εξαφανίζεται λίγο από το κοπάδι –γιατί συνήθως αναζητάνε κάποιο σημείο να πάνε λίγο να απομονωθούν να γεννήσουν–, την ακολουθώ, βλέπω δύο μωρά. Βλέπω ότι το ένα ήταν νεκρό και μετά αυτή τη βλέπω ότι, με πάρα πολλή ευκολία, κατεβαίνει, περνάνε ώρες και δεν έχει δώσει σημασία στο άλλο το κατσικάκι. Ήταν μικροσκοπικό. Ήταν όσο η παλάμη μου! Βρε να τη φωνάζω, να προσπαθώ να την κλείσω στο μαντρί. Τίποτα, να μην το θέλει. Να κάνει την κίνηση να κάτσει πάνω του να το λιώσει, να το σκοτώσει. Λοιπόν, λέω, εσύ έρχεσαι μαζί μου, και το παίρνω και το πάω σπίτι. Να σημειώσω τον λέμε Ντίμη, γιατί το βρήκα το Αγίου Δημητρίου. Το βλέπει η μάνα μου, μου λέει: «Βρε Ραφαέλα μου, τώρα αυτό θα ζήσει;». Λέω: «Δεν ξέρω. Θα προσπαθήσουμε». Ήτανε τόσο δα που πραγματικά λέω: «Δε θα τη βγάλει τη νύχτα». Το είχα μέσα σε μία κούτα στο δωμάτιό μου, με τις κουβερτούλες του να είναι ζεστά, το ζόριζα να πιει γάλα –ελάχιστο, σταγόνες μιλάμε να πιει–, ίσα ίσα απλά για να καταλάβει ότι είναι γάλα, να αρχίσει να το πιπιλάει. Και κάποια στιγμή το ακούω βελάζει και βγαίνει από την κούτα! Εκείνη τη στιγμή λέω: «Εντάξει, εγώ εσένα», λέω, «θα σε κάνω τον αρχηγό του κοπαδιού!»
Ο Ντίμης πήγαινε βόλτα καθημερινά στο χωράφι, όμως ποιο ήταν το πρόβλημά του; Δεν ήθελε να μείνει! Είχε μάθει να είναι μαζί μου. Ήταν παντού μαζί μου! Ταΐζαμε τα γουρούνια παρέα, δεν έβγαινε να περπατήσει με τα υπόλοιπα κατσίκια στο γρασίδι, δεν του άρεσε. Ήθελε συνεχώς να τον έχω αγκαλιά. Τον τάιζα, όταν πηγαίναμε σπίτι, του μιλούσα, με το που τον φώναζα μπορεί να ήμουν στην κουζίνα, να ήταν στο δωμάτιο στην κούτα του και να τον φώναζα και να ερχότανε. Ήταν μαγικό αυτό με τον Ντίμη. Μου λέει και η μάνα μου: «Ραφαέλα, πρέπει να το πάμε στο χωράφι πια». Λέω: «Εντάξει, θα το πάμε στο χωράφι».
Την πρώτη νύχτα ήταν, πώς η μαμά αφήνει το παιδί στο σχολείο και καρδιοχτυπά να πάει να το βρει; 7:00 η ώρα –τον άφησα γύρω το βράδυ–, 7:00 η ώρα ήμουν στο χωράφι να δω τι κάνει ο Ντίμης. Τον φωνάζω και μου απαντάει. Ήτανε στο βουνό και κατέβηκε με τον που τον φώναξα και ήρθε. Τώρα πλέον ο Ντίμης είναι ένας τράγος θρεμμένος, κακομαθημένος στο φουλ. Ο οποίος ακόμα και τώρα κατεβαίνει το βουνό, με το που ακούσει το αμάξι, έρχεται, μπαίνει στο αμάξι, μπαίνει στον στάβλο.
Για μένα πλέον εγώ και τα ζώα είμαστε μαζί. Δε με φαντάζομαι εκτός απ’ αυτό. Δηλαδή μέσα από όλο αυτό το δυσάρεστο γεγονός του θανάτου του πατέρα μου, ανακάλυψα ένα κομμάτι μου, όλο αυτό: ο επιχειρηματικός κόσμος με τα ζώα, η ενασχόληση με τη φύση, η αγάπη, η φροντίδα που την παίρνω πίσω από τα ζώα –όχι από τους ανθρώπους, όλη αυτή η ικανοποίηση, η ψυχική μου ικανοποίηση, νομίζω δε γίνεται να τη χάσω.
Είμαστε υπολογίσιμη δύναμη πλέον. Η ρατσιστική συμπεριφορά δε νομίζω ότι υπάρχει πια. Κανένας δεν αμφισβητεί ότι είμαστε ικανές για να κάνουμε αυτό που κάνουμε. Αναρωτήθηκα εάν το κάνω εγωιστικά, αν το κάνω πεισματικά –το να συνεχίζω με τα ζώα–, αν το κάνω συναισθηματικά. Ίσως γιατί πιστεύω ότι εκεί είναι ο μπαμπάς μου, ίσως για να είμαι κοντά του. Όχι! Είμαι απόλυτα σίγουρη, το κάνω γιατί το θέλω.