Η επαφή με τη φωτογραφία είναι… είναι πάθος, είναι έρωτας, είναι… Κοιμόμουν και ξύπναγα με τη μηχανή δίπλα μου. Το ραδιόφωνο δίπλα μου, να ακούω ειδήσεις. Αισθανόμουν ότι έπρεπε να είμαι στο σωστό μέρος, τη σωστή ώρα και να δείξω στον κόσμο ότι ήμουν εκεί και: «Να η φωτογραφία! Κοιτάξτε την, για να μην πείτε μετά ότι δεν ξέρατε τι έγινε εκεί».
Κάθε φωτογραφία έχει τη δική της ιστορία, αλλά να ξεχωρίσω. Υπάρχει μια συμπάθεια περισσότερο σε αυτές: Της Μελίνας στην Ακρόπολη να τρώει το κουλούρι και το τανκ στο Πολυτεχνείο. Είναι δυο φωτογραφίες που έχουνε παιχτεί χιλιάδες φορές.
Η πρώτη μεγάλη συγκέντρωση που έγινε στο Πολυτεχνείο στις 14 του μηνός, 15, κάλεσαν τους ξένους κι Έλληνες ανταποκριτές, να δώσουν συνέντευξη οι επικεφαλής των συνδικαλιστών. Άρχισε να λειτουργεί το ραδιόφωνο, το «Εδώ Πολυτεχνείο». Είχαν τυπωτικές μηχανές μέσα, είχαν φτιάξει φαρμακείο. Δηλαδή, όταν πήγαμε τη δεύτερη μέρα μέσα και μας ξενάγησαν, ξαφνιάστηκα. Φαρμακεία, νοσοκομεία, μαγειρεία… Eκείνο που πρόσεξα στα πρόσωπα των ανθρώπων που μιλούσαν, ήταν αποφασισμένοι! Δηλαδή, δεν κάναν απλώς μια press conference για να φανούν ή για να πουν κάτι. Ήταν αποφασισμένοι να κάνουν αυτό, δηλαδή να μείνουν μέσα μέχρι να κατεβάσουν τη Χούντα. Και βεβαίως, δεν ήταν μόνο φοιτητές μέσα, κακά τα ψέματα. Ήταν κι εργάτες, ήταν κι υπάλληλοι, ήταν οι πάντες μέσα.
Και φτάνουμε τώρα τη 16 προς 17 Νοέμβρη. Στις ταράτσες, στα μπαλκόνια, υπήρχαν αστυνομικοί ακροβολισμένοι και πυροβολούσαν την ημέρα με πλαστικές σφαίρες. Έχω φωτογραφίες αρκετούς να τραυματίζονται από πλαστικές σφαίρες. Το βράδυ πυροβολούσαν κανονικά, με κανονικές σφαίρες.
Εκείνη την ημέρα λοιπόν όπως όλοι, έτσι κι εγώ, είμαι στο γραφείο, εμφανίζω τα θέματα που είχα τραβήξει την ημέρα κι αρχίζω και στέλνω φωτογραφίες στο εξωτερικό. Είναι η ώρα γύρω στις 9, 9 και κάτι. Το χημείο μου το είχα φτιάξει στην ταράτσα ακριβώς, της οδού Ακαδημίας. Το γραφείο ήταν από κάτω κι εγώ ήμουν από πάνω. Βγήκα να πάρω λίγο αέρα, την ώρα που εμφάνιζα τα φιλμ, και ξαφνικά ακούω έναν θόρυβο από τον δρόμο της Βασιλίσσης Σοφίας. Άκουγα ένα γνώριμο, ένα «γκρου-γκρου-γκρου-γκρου-γκρου». Λέω: «Αυτό είναι τανκς!»
Κατέβηκα κάτω στην αίθουσα των δημοσιογράφων, φώναξα τον διευθυντή μου, του λέω: «Έχεις τη καλοσύνη να ανέβεις να ακούσεις;» «Oh shit man! There’s a tank! Take your camera and go». Λέω: «ΟΚ, εγώ θα πάρω τις μηχανές μου, θα πάω. Who is gonna write the fucking story?» του λέω. Μου λέει: «Όταν γυρίσεις, θα μας πεις». Του λέω: «Εμένα η δουλειά μου είναι να τραβάω φωτογραφίες». Εγώ ήθελα να έχω κάποιον μαζί μου. Γιατί οι δρόμοι ήταν όχι έρημοι, παντέρημοι! Ο διευθυντής, τελικά τον έπεισα. Και μου λέει: «Ok, I’m coming with you».
Αυτός τότε, είχε ένα αυτοκίνητο Jaguar. Εγώ φόρτωσα την τσάντα μου με φιλμ, μηχανές, φακούς και την έβαλα κάτω στα πόδια μου. Μπήκαμε μέσα, κατεβήκαμε την οδό Αμερικής -τώρα η Αμερικής ανεβαίνει- και πέσαμε επάνω στη φάλαγγα των τανκς, το οποίο κατέβαινε την Πανεπιστημίου τώρα. Είχαν βγει από τη Βασιλίσσης Σοφίας και κατεβαίναν την Πανεπιστημίου να πάνε για το Πολυτεχνείο. Και φτάνοντας μπροστά στο Πανεπιστήμιο, δηλαδή μερικά μέτρα πιο κάτω, μας πλησιάζει ένα αστυνομικό αυτοκίνητο, το 100, κατεβάζει το παράθυρο ο αστυνομικός και με την απειλή περιστρόφου... Εγώ είμαι συνοδηγός τώρα, είμαι δίπλα, ντάξει; Κάθομαι εδώ. Βγάζει το περίστροφο, μας είπε μερικά επίθετα: Παναγίες, Χριστούς, μπλα μπλα μπλα… «Τι θέλετε; Τι δουλειά έχετε μέσα στα τανκς;» κτλ. Του λέω: «Phil, μη μιλάς εσύ. Θα το παίξω κορώνα-γράμματα τώρα. Δεν είναι η πρώτη φορά».
Κατεβάζω κι εγώ το τζάμι και χωρίς να του πω κουβέντα, στον αστυνομικό, ο οποίος οδηγούσε με το περίστροφο, του κάνω: «Σσσσς!» Δυνατά όμως! «Σσσσς!» Στον αστυνομικό! Στα μούτρα του! «Σσσσς!» Αυτός ψάρωσε. Σου λέει: «Για να μου κάνει εμένα “Σσσσς” με το περίστροφο στο χέρι, δεν μπορεί, θα είναι κάτι». Οπόταν γύρισε, κάτι είπε στον άλλον τον συνάδελφο του και φύγανε. Κατά αυτή την έννοια λοιπόν, φτάσαμε στην Πατησίων.
Εγώ κατέβηκα κάτω, με την τσάντα κι έβγαλα και τις δύο μηχανές στο λαιμό μου και προχώρησα μαζί με το διευθυντή μου δίπλα και πήγα στην οδό Πατησίων και Στουρνάρη. Ακριβώς στη γωνία του Πολυτεχνείου. Ακριβώς στη γωνία. Ήταν εκεί μόνο αστυνομικοί, άνθρωποι με πολιτικά, μεταξύ αυτών πρόσεξα και μερικούς προβοκάτορες, γνωστούς, γιατί τόσο καιρό με τις φασαρίες, τους γνωρίζεις. Χωρίς να έχουν λόγο, πολίτες, οι οποίοι είχαν ρόπαλα στα χέρια και χτυπάγανε τον κόσμο.
Τα τανκς όπως ήρθαν, ο αρχηγός, ο μεγάλος, ο Επίλαρχος πήγε και σταμάτησε μπροστά στην πόρτα, στην κυρία είσοδο του Πολυτεχνείου. Οι δε άλλοι, απλώθηκαν δεξιά κι αριστερά, μικρά και μεγάλα τανκς. Δειλά-δειλά, χωρίς φλας, σήκωσα την M60 και 2,8 διάφραγμα που είχε ο φακός, σιγά-σιγά φωτογράφισα, «κλακ-κλακ-κλακ». Η εικόνα που αντίκρισα ήταν συνταρακτική. Δηλαδή, ήταν γεμάτη η πρόσοψη με φοιτητές από μέσα, με διάφορα πανό, συνθήματα, τα κολωνάκια γεμάτα από παιδιά με σημαίες, τα παράθυρα ανοιχτά, το ραδιόφωνο από μέσα να έχει τραγούδια Μίκη Θεοδωράκη κι οι αστυνομικοί απ’ έξω να βρίζουν, να κάνουν βόλτες και να βρίζουν και να πετάνε νεράντζια, ό,τι είχαν.
Μετά από πέντε-δέκα λεπτά, αφού τράβηξα δύο-τρία φιλμάκια έτσι κοφτά, βλέπω κι έρχεται ένας αστυνόμος με τρία γαλόνια. «Επ, επ! Τι κάνεις εσύ εδώ;» Λέω: «Κύριε διευθυντά, ήρθα να πάρω μερικές φωτογραφίες για το πρακτορείο». Και τι μου λέει; «Κάτσε εδώ! Θέλω να σε βλέπω! Να σε προσέχω, να σε βλέπω!» Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ, να έχω κάποιον να με προσέχει. Οπόταν, άρχισα να δουλεύω πιο ελεύθερα, αλλά πάντα με τον φόβο ότι κάποιος θα με συλλάβει.
Κατά τις 12 η ώρα είπα στον διευθυντή μου να φύγει, του λέω: «Φύγε Phil, να γλυτώσουμε αυτά που έχουμε κι εγώ θα μείνω μέχρι το τέλος». Συνταρακτικές σκηνές! Να ανοίγουν τα πουκάμισά τους οι φοιτητές από τα παράθυρα και να φωνάζουν στους στρατιώτες: «Είμαστε αδέλφια, ελάτε μαζί μας! Είμαστε άοπλοι! Δεν έχουμε τίποτα μαζί σας! Κάτω η Χούντα!» Και να βλέπεις τους στρατιώτες, οι οποίοι --στρατιώτες ήταν κι αυτοί, ήταν εντεταλμένοι να είναι εκεί-- να μην ξέρουν τι να κάνουν, πώς να συμπεριφερθούν.
Και 3 παρά 7 λεπτά, βλέπω τον πυργίσκο του τανκ, ενώ βλέπει την πύλη, ξαφνικά να γυρίζει πίσω. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έκανε κι όπισθεν κι ήρθε και πήγε στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην άλλη γωνία που ήμουν εγώ, κάτω από το ξενοδοχείο «Ακροπόλ». Έκανα τον σταυρό μου και λέω: «Μάλλον πήρε εντολή να φύγει, για να γυρίσει τον πυργίσκο πίσω και να έρθει...» Δε φαντάστηκα ποτέ για ποιο σκοπό ήρθε εκεί. Και χαλάρωσα ακόμα περισσότερο. Από εκεί ξαφνικά, φουλάρει τις μηχανές, έβγαλε ένα τεράστιο μαύρο καπνό από πίσω, και με όση δύναμη είχε --κι ας λέει μετά ο λοχίας ότι πήγε σιγά για να μη χτυπήσει τα παιδιά-- πήγε κι έπεσε πάνω στην κυρία είσοδο. Μάλιστα, πέσανε αυτοί που ήταν απάνω. Ήταν σαν να κουνάς μια πορτοκαλιά με γινωμένα πορτοκάλια. Άλλοι πέσανε μπροστά στο πεζοδρόμιο, άλλοι μέσα...
Αλλά επειδή δεν πέσανε αμέσως τα κολωνάκια κι η πόρτα, σταματάει και ξαναβάζει δεύτερη, χαμηλή ταχύτητα και την πήγε την πόρτα… Υπόψιν ότι πίσω από την πόρτα είχαν βάλει μια Mercedes ενός πρυτάνεως για οδόφραγμα. Και μεταξύ του αυτοκινήτου και στα σιδερένια κάγκελα, είχε γεμάτο παιδιά. Αυτό είναι το ερώτημά μου, που με τρώει ακόμα και σήμερα, και λέω: «Επρόλαβαν να φύγουν όλοι; Πρόλαβαν όλοι να βγουν από εκεί;»
Την πόρτα και τη Mercedes, την πήγε δεκαπέντε μέτρα μέσα. Άνοιξε λοιπόν την πύλη, μπήκε μέσα η αστυνομία κι ο στρατός. Εκείνη την ώρα, άκουσα εκατοντάδες πυροβολισμούς. Ουρλιαχτά, φωνές, βρισιές, τα πάντα! Αλλά πολλούς πυροβολισμούς. Και πήγα στο κέντρο ακριβώς της οδού Πατησίων, για να έχω μια καλύτερη οπτική, να φαίνεται δηλαδή ότι… Το τανκ φαίνεται να είναι έξω, μισό μέσα-μισό έξω. Και τράβηξα τρία καρέ. Είναι κι ελαφρώς κουνημένα, γιατί το τρεχαλητό που έκανα κι η ταχύτητα που είχα, επόμενο ήταν. Κι έρχονται επάνω μου δύο αστυνομικοί. Τότε οι περισσότεροι δεν κρατούσαν γκλοπς, κρατούσαν κάτι δίμετρα δοκάρια, ξύλα. Και με σημαδεύουν στο κεφάλι. Ο ένας από εδώ κι ο άλλος από εκεί.
Οπότε, έκανα αυτό εγώ. Έπαιζα μποξ τότε, έκανα ένα εσκίβ έτσι κι έτσι, και μου ξύσανε τους ώμους! Μου ξύσανε τους ώμους τα δοκάρια! Δηλαδή, πηγαίναν για το κεφάλι μου. Κι αφού γλίτωσα και τα δύο χτυπήματα, έκανα μεταβολή κι άρχισα να τρέχω ζιγκ-ζαγκ, γιατί είδα ότι ένας από αυτούς πήγε να βγάλει το περίστροφο. Έφυγα τρέχοντας, πήγα στο γραφείο, άρχισα να στέλνω φωτογραφίες, αλλά το μυαλό μου ήτανε στο Πολυτεχνείο, τι έγινε. Ήθελα να γυρίσω πίσω.
Με το πρώτο φως, έβαλα πάλι καινούργια φιλμ και κατέβηκα πάλι στο Πολυτεχνείο. Τα μάτια μου δακρύζανε από τα καπνογόνα. Και φτάνοντας εκεί, τι είδα; Είδα πυροσβέστες κι αστυνομικούς να καθαρίζουν ακριβώς την είσοδο και μέσα το Πολυτεχνείο. Μπήκα μέσα χωρίς να ρωτήσω κανέναν κι άρχισα να φωτογραφίζω. Ήδη είχαν καθαρίσει αρκετά, αλλά υπήρχαν και κηλίδες αίματος σε πολλά σημεία. Σκισμένα πουκάμισα, σκισμένα παπούτσια, ελβιέλα σπορ παπούτσια ξέρεις, παντελόνια. Δεκάδες είχε, γεμάτος ο χώρος εκεί. Και τα καθαρίζανε αυτοί.
Φωτογράφισα ό,τι μπορούσα. Φωτογράφισα το αυτοκίνητο τσαλακωμένο στην άκρη, τη σιδερένια πόρτα, και γύρισα στο γραφείο και συνέχισα να στέλνω φωτογραφίες.
H φωτογραφία έχει μεγάλη δύναμη, αρκεί να ξέρεις να τη χρησιμοποιείς σωστά και να μην προσπαθείς να την αλλοιώσεις. Η φωτογραφία μπορεί να ανατρέψει καταστάσεις. Είχα αποφασίσει κι είχα βάλει πάνω από την οικογένεια μου, πάνω από τα παιδιά μου, πάνω από τον εαυτό μου τον ίδιο, τη δουλειά. Τόσο πολύ την αγαπούσα. Κάνοντας αυτή τη δουλειά, είχα κοστολογήσει τη ζωή μου τρεις δραχμές. Τι ήταν αυτό; Η αξία μιας σφαίρας.