Γεννήθηκα στην Ελλάδα κι έξι με οχτώ μηνών γύρισα πίσω, με έστειλε η μητέρα μου στην Αλβανία, στη γιαγιά μου. Λόγω οικονομικής κατάστασης δεν μπορούσε να με μεγαλώσει κι επέλεξε η μητέρα μου να κρατήσει τις δυο μου αδερφές, που ήταν μεγαλύτερες σε ηλικία από μένα και θα ήταν πιο δύσκολο για αυτές να πάνε κάπου που δε γνωρίζουν. Κι έτσι μεγάλωσα στην Αλβανία, στο χωριό της γιαγιάς μου, μέχρι τα πεντέμισι.
Οι εικόνες που μου έρχονται στο μυαλό όταν προσπαθώ να θυμηθώ το χωριό, την Αλβανία, είναι διάφορες. Είναι σαν να ανοίγω ένα παραμύθι είναι κάθε φορά κι οι εικόνες που βλέπω, οι στιγμές που θυμάμαι είναι εντελώς παραμυθένιες. Γιατί η γιαγιά μου ήταν μια πάρα πολύ αργή γυναίκα, αλλά από επιλογή αργή, δηλαδή δεν υπήρχε καθόλου η αίσθηση της βιασύνης εκεί πέρα. Οπότε ξυπνούσε το πρωί, έκανε τις δουλειές του σπιτιού, άνοιγε τα μαξιλάρια, το βαμβάκι των μαξιλαριών και το ανοίγαμε μαζί, μαζεύαμε τα φρούτα και τα λαχανικά από τον κήπο της, υπήρχε αυτή η αίσθηση της φροντίδας γύρω από τα πράγματα, ακόμα κι απ’ τον τρόπο που θα μαγειρέψει. Ακόμα και τώρα, ας πούμε, είναι ένα άτομο το οποίο δε μαγειρεύει με βιασύνη, γι’ αυτό κιόλας βγαίνει και πάντα πολύ νόστιμο το φαγητό, γιατί δίνει σημασία σε αυτό που κάνει και δίνει χρόνο, αφιερώνεται. Οπότε έχω έτσι μια πολύ γλυκιά ανάμνηση από το χωριό.
Αυτό που έχουν οι περισσότεροι βασικά από το χωριό τους. Αυτή η ησυχία που ‘χει το χωριό, η όχι τόση τεχνολογία, ο κήπος, η φύση, τα πολυφωνικά τραγούδια που τραγουδούσαν οι γιαγιάδες στη γειτονιά, μαζευόντουσαν έξω απ’ τα σπίτια τους, καθόντουσαν και τραγουδούσαν… Όλο αυτό μου φέρνει μια πολύ γλυκιά ανάμνηση. Μου έρχονται, ας πούμε, στο μυαλό τα καζάνια που βγάζαμε έξω στην αυλή και τα γεμίζαμε με νερό για να ζεσταθούν από τον ήλιο για να πλυθούμε πολλές φορές, γιατί ήταν πολυτέλεια το να ανάψεις θερμοσίφωνα. Επίσης, κάτι άλλο πολύ ιδιαίτερο που είχε η γιαγιά μου στην αυλή είναι ότι είχε μια λευκή τεράστια μπανιέρα μες στη μέση του κήπου, η οποία θα μπορούσε τώρα να είναι κάποιο ντεκόρ σε κάποια γκαλερί, ας πούμε, αλλά ήταν μες στη φύση, μες στις φραουλιές μια μπανιέρα λευκή, την οποία τη γεμίζαμε με νερό και με τα ξαδέρφια μου μπαίναμε εκεί πέρα μέσα.
Έζησα εκεί πέρα ως τα πεντέμισι και μετά πήγαινα τα καλοκαίρια, πήγαινα το χειμώνα, πήγαινα το Πάσχα, όποτε μπορούσα, πήγαινα. Επίσης στην Αλβανία ήταν όλοι μου οι συγγενείς, ήταν η γιαγιά μου, οι θείοι μου, οι θείες μου, ο πατέρας μου –η μητέρα μου είχε χωρίσει πριν γεννηθώ κι είχε πάει πίσω στην Αλβανία ο πατέρας μου– οπότε η οικογένειά μου με έναν τρόπο, το μεγαλύτερο μέρος της, ήταν στην Αλβανία.
Έρχεται η αλλαγή αυτή του ότι πρέπει να γυρίσω στην Ελλάδα από την Αλβανία, στα πεντέμισι. Έγιναν δυο-τρεις προσπάθειες πρώτα από τη μητέρα μου να με πάρει –η μητέρα μου ερχόταν και με έβλεπε, εννοείται, στην Αλβανία τακτικά– και στις πρώτες προσπάθειες να με φέρει εμένα δε μου άρεσε καθόλου εδώ πέρα, γι’ αυτό κιόλας με έστελνε πάλι πίσω. Και την τελευταία και τρίτη φορά που είχε έρθει να με πάρει η μητέρα μου, η γιαγιά μου είχε γυρίσει και της είχε πει ότι: «Δε θα τον πάρεις, εδώ πέρα ανήκει». Και τότε η μητέρα μου είπε ότι: «Όχι, θα τον πάρω». Κι έτσι ήρθα στην Ελλάδα.
Δε μου άρεσε καθόλου στην αρχή όταν είχα πρωτοέρθει, μου φαινόντουσαν όλα πάρα πολύ μεγάλα. Θυμάμαι ότι ήταν Χριστούγεννα όταν είχα έρθει και θυμάμαι να βλέπω πάρα πολλά φώτα γύρω, πάρα πολλούς Αγιοβασίληδες, πάρα πολλά αμάξια… Κάπως όλο αυτό με τρόμαζε, γιατί δεν υπήρχε καθόλου στο χωριό, στην Αλβανία. Μπήκα σε ένα σπίτι το οποίο ήταν… Όλα τα φώτα του σπιτιού ήταν αναμμένα, η πρώτη εικόνα που είδα ήταν η αδερφή μου με σαπουνάδες να τρέχει επειδή έκανε μπάνιο κι έπαιζε με έναν ξάδερφό μου… Υπήρχε μια φασαρία.
Δυσκολίες σίγουρα υπήρχανε στη ζωή μου κι ως Αλβανός στην Ελλάδα, αλλά κι αυτό με ένα μέτρο, στη δική μου τη ζωή, τουλάχιστον. Σίγουρα υπήρχε κάτω απ’ το χαλί πάντα αυτό το ότι «το παιδί αυτό είναι απ’ την Αλβανία», αυτό που συμβαίνει στους περισσότερους ξένους, αν όχι σε όλους, αλλά το κομμάτι ρατσισμού, ας πούμε, ήταν τόσο όσο είναι σχεδόν σε όλους τους ανθρώπους, για τους διάφορους λόγους που ο καθένας μπορεί να υποστεί ρατσισμό. Είτε για την καταγωγή, για την εμφάνισή του, για το οτιδήποτε. Δηλαδή, ας πούμε, σε εμένα μπορεί στο σχολείο να μου κάνανε μπούλινγκ επειδή ήμουν από την Αλβανία, παράλληλα μπορεί να κάναν και μπούλινγκ σε μια κοπέλα επειδή ήταν από τη Βυζίτσα κι ήταν πολύ αστείο το όνομα του χωριού της. Οπότε, ο καθένας βίωνε τον ρατσισμό με διαφορετικούς τρόπους.
Σίγουρα για τη γενιά των γονιών μου ήταν πολύ πιο δύσκολη η κατάσταση όταν είχαν έρθει στην Ελλάδα, σε σχέση με τις πιο νέες γενιές, αλλά από τη φύση μου νομίζω ότι είμαι αισιόδοξος, δηλαδή δεν επικεντρώνομαι τόσο στο σκοτάδι, στα σκοτεινά σημεία της ζωής μου, γιατί νιώθω ότι τα φωτεινά είναι πιο έντονα και με μαγνητίζουν περισσότερο από τα πιο σκοτεινά κομμάτια.
Η μόνη μου σχέση με την τέχνη, που κάπως φαινόταν ότι κάτι μπορεί να κάνω γύρω από αυτό, ήταν η ζωγραφική. Οπότε τι ακριβώς θα έκανα δεν ήξερα, αλλά ότι θα ασχοληθώ με κάτι καλλιτεχνικό ήταν σίγουρο. Δηλαδή, στο σχολείο είχα πάρει την απόφαση ότι δε θα δώσω Πανελλήνιες, δε φανταζόμουν καθόλου τον εαυτό μου να πάω σε μια σχολή μη καλλιτεχνική.
Όταν ήμουν στη Β’ Λυκείου είχα συναντήσει μια κοπέλα στον δρόμο τυχαία, στην Ηλιούπολη, εκεί πέρα που μεγάλωσα και τη ρώτησα τι κάνει. Μόλις είχε τελειώσει το σχολείο και μου λέει: «Είμαι σε μια δραματική σχολή». Δεν ήξερα καν τι είναι η δραματική σχολή. Μου εξήγησε κάποια πράγματα και κάπως έτσι ξεκίνησα κάποια μαθήματα προετοιμασίας. Έδωσα στη σχολή και πέρασα στο Ωδείο Αθηνών στη δραματική, κάπως με έναν τρόπο χωρίς να ξέρω κιόλας τι είναι ακριβώς η δραματική σχολή! Και σπούδασα εκεί πέρα τέσσερα χρόνια. Δεν είναι ότι ήμουν ένα παιδί που έβλεπα συνέχεια παραστάσεις, με τους γονείς μου δεν έχω πάει ποτέ στο θέατρο. Οριακά, όταν μπήκα στη δραματική είχα δει πολύ λίγες παραστάσεις, είχα διαβάσει πολύ λίγα θεατρικά κείμενα, οπότε μπήκα με έναν τρόπο πολύ άγουρο στη σχολή.
Τελειώνοντας τη σχολή είχα συνειδητοποιήσει ότι θέλω να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία, πέρα από την υποκριτική κι είχα κάνει μια αίτηση σε έναν φορέα, είχα κάνει πρόταση τη «Ραγάδα». Την είχαν δεχτεί σε ένα φεστιβάλ κι εν τέλει δεν παρουσιάστηκε λόγω κόβιντ. Και τότε εγώ, ήθελα πάρα πολύ να παρουσιάσω κάπου τη «Ραγάδα», είχαμε κάνει πρόβες στο σπίτι της ηθοποιού που έπαιζε στην παράσταση, της Χρυσής Βιδαλάκη, στον χώρο που έχει, στο «Θέατρο στη σάλα», ήταν το πρώην σπίτι της με έναν τρόπο, το οποίο τον έκανε έναν χώρο τέχνης. Κι είχαμε κάνει πρόβες εκεί πέρα, είχαμε τραβήξει φωτογραφίες, ήταν μια έτοιμη δουλειά στην ουσία κι εγώ πήγαινα από γκαλερί σε γκαλερί, από θέατρο σε θέατρο, από παραγωγό σε παραγωγό, χωρίς να γνωρίζω κανέναν στον χώρο κι έλεγα ότι: «Γεια σας, είμαι ο Μάριο Μπανούσι, έχω αυτή την παράσταση, δείτε φωτογραφίες, μπορώ να σας διαβάσω ένα κείμενο για το τι θέλει να πει αυτή η δουλειά κλπ.» κι όλοι μου έλεγαν ότι: «Ακούγεται πάρα πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά, μας αρέσει πάρα πολύ η ιδέα, αλλά είσαι μόνο είκοσι δύο, δεν έχεις ξαναπαρουσιάσει τίποτα στη ζωή σου, οπότε δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε, δεν μπορούμε να πάρουμε αυτό το ρίσκο να σε παρουσιάσουμε». Κι εγώ έλεγα, προφανώς, ότι: «Σας παρακαλώ πάρα πολύ, δώστε μου έναν χώρο για μια μέρα μόνο, δε θέλω χρήματα!» Ήθελα πάρα πολύ να παρουσιάσω αυτή τη δουλειά.
Και τότε είναι που γύρισε η Χρυσή και μου είπε: «Ξέρεις κάτι, θες να το παρουσιάσεις στο σπίτι μου;» Το οποίο τότε δεν ήταν ακόμα χώρος τέχνης, δημιουργήθηκε για την παράσταση. Και της λέω: «Τι εννοείς, στο σπίτι;» Μου λέει: «Ναι. Θα βάλουμε τριάντα θέσεις», λιγότερες από τριάντα νομίζω ήταν, «θα κόψουμε εισιτήριο, θα το κάνουμε όλο επίσημο και θα έρθει κόσμος να δει την παράσταση εδώ πέρα». Και το κάνουμε. Ανοίγουμε τα εισιτήρια, πάρα πολύ άγχος, εγώ φοβόμουν αν θα μαζέψουμε τσίμα-τσίμα και πέντε άτομα και κάπως άρχισε να ακούγεται πάρα πολύ.
Έγινε sold out. Εντάξει, ήταν και λίγες οι θέσεις. Το παρουσιάσαμε δέκα μέρες κι άρχισαν να έρχονται κι αυτοί οι παραγωγοί που είχα πλησιάσει, οι υπεύθυνοι από κάποια θέατρα κι ήταν όλοι πολύ ενθουσιασμένοι, ότι «ποιος είσαι, τώρα σε ανακαλύπτουμε, υπέροχη δουλειά», ήταν πολύ ενθουσιασμένοι.
Και 15 Μαΐου πέρυσι ήταν η τελευταία μέρα της παράστασης. Πριν από την παράσταση είχα μαζέψει την ομάδα κι είχα πει ότι: «Παιδιά, εγώ σταματάω το τόσο έντονο κυνήγι, κουράστηκα πάρα πολύ, θέλω να πάρω χρόνο, να πάρω μια παύση». Και μαθαίνω εκείνο το απόγευμα ότι έρχεται ο Γιάννης Μόσχος, ο διευθυντής του Εθνικού, κι ότι δεν έχουμε κενή θέση. Και ζητήσαμε από μια φίλη μας αν είναι να μην έρθει, για να έχουμε κενή θέση για τον κύριο Μόσχο. Κι ήρθε ο κύριος Μόσχος στην παράσταση, είδε τη «Ραγάδα» και την επόμενη μέρα μου έγινε πρόταση –εγώ είχα κάνει ήδη αίτηση στην Πειραματική για τη «Ραγάδα»– και μου έγινε η πρόταση από το Εθνικό: «Θέλουμε να παρουσιάσεις κάτι στην Πειραματική. Δεν μπορείς όμως να παρουσιάσεις τη «Ραγάδα», πρέπει να παρουσιάσεις ένα έργο που θα κάνει πρεμιέρα σε μας».
Κι έτσι σκέφτηκα το δεύτερο μέρος της τριλογίας –είχα σκεφτεί από τη «Ραγάδα» ότι θέλω να κάνω μια τριλογία– κι έτσι σκέφτηκα την παράσταση “Goodbye Lindita”. Οπότε κάπως έτσι έγινε το “Goodbye Lindita” στο Εθνικό, στην Πειραματική Σκηνή, κι από την Πειραματική μετά ήρθε το Φεστιβάλ Αθηνών για την τρίτη παράσταση.
Αυτό που μου έχει μείνει έντονα, ήταν όταν είχε έρθει ο κύριος Τερζόπουλος, ο οποίος είδε την παράσταση και τον πλησίασα με κοίταζε πολύ έντονα στα μάτια και το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν: «Η μεγαλύτερη παιδεία είναι η πιο βαθιά μνήμη». Και το οποίο μού είχε κάνει πολλή εντύπωση, γιατί ένιωσα ότι είχε πιάσει κάτι πάρα πολύ βαθύ σε σχέση με αυτό που ήθελα να πω μ’ αυτή την παράσταση και γενικά με τον τρόπο που θέλω να μιλήσω μέσα από τις δουλειές μου. Οπότε το να γυρνάει ο Θεόδωρος Τερζόπουλος και να μου λέει ότι «η μεγαλύτερη παιδεία είναι η πιο βαθιά μνήμη», ήτανε για εμένα μια λύτρωση, με έναν τρόπο.
Έκανα μια έρευνα γύρω από τα ταφικά έθιμα, από τα έθιμα των κηδειών, τις τελετές, για την παράσταση “Goodbye Lindita”, που η θεματική της μιλούσε για το πένθος και για την τελετή. Εν τέλει χρησιμοποιήθηκε περισσότερο αυτό που εγώ είχα πιο οικείο. Αυτά που εν τέλει είδαν κι οι θεατές είναι πράματα που και τα έχω βιώσει και τα έχω δει: η ολονυχτία, το πλύσιμο του νεκρού κλπ., οπότε δεν μπήκε σαν εικόνα κάποιο έθιμο από όλα αυτά που είχα διαβάσει κι είχα μελετήσει τότε, τα οποία είχανε τρομερό ενδιαφέρον.
Υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία γύρω από τα ταφικά έθιμα, δεν είναι ότι υπήρχαν πολύ μεγάλες διαφορές, αλλά ο κάθε τόπος τόνιζε κάτι λίγο πιο έντονα. Στην Αλβανία, αυτό που υπερισχύει με έναν τρόπο στις κηδείες είναι το μοιρολόι. Το οποίο, ας πούμε, στην παράσταση “Goodbye Lindita” δεν μπήκε ακριβώς, δηλαδή, η φιγούρα που εμφανίζεται έξω από το παράθυρο και τραγουδάει ήτανε μια αναφορά από το μοιρολόι, που είναι ξαπλωμένοι οι συγγενείς γύρω από το νεκρό κι εμφανίζεται η γυναίκα –πάντα είναι γυναίκα η μοιρολογίστρα– που έρχεται και τραγουδάει, πενθεί ας πούμε. Είναι η φωνή αυτών που πενθούν τον νεκρό.
Όταν ήθελα να ολοκληρώσω την τριλογία κι έπρεπε να δημιουργήσω μια νέα παράσταση, σκέφτηκα ότι θέλω να κλείσει αυτή η τριλογία με τον πατέρα μου. Η παράσταση «Ταβέρνα Miresia: Mario, Bella, Anastasia», βασίζεται στην ιστορία με έναν τρόπο του εστιατορίου που έχει ο πατέρας μου κι ο τίτλος της παράστασης ήταν η ταμπέλα που δέσποζε, ας πούμε, πάνω από το εστιατόριό του. Ένα μέρος στο οποίο πήγαινα από παιδί και δούλευα τα καλοκαίρια, κι εγώ κι οι αδερφές μου, ένα μέρος που έχω ζήσει πολλά πράγματα εκεί πέρα μέσα, γιορτές, γάμους, γενέθλια, πολύ φαγητό, πολύ ποτό, πολλή αγάπη, πολλή μουσική… και σ’ αυτόν τον χώρο το παράδοξο είναι ότι έζησα και την κηδεία του πατέρα μου.
Ο λόγος στις τρεις αυτές τουλάχιστον παραστάσεις που έχω κάνει μέχρι τώρα, απουσιάζει. Κι όντως, είναι πολύ έντονο το στοιχείο της σιωπής. Νομίζω ότι η σιωπή έρχεται κι από την αίσθηση που μου βγάζει η εικόνα, δηλαδή, γι’ αυτό κιόλας νιώθω ότι αυτό που κάνω είναι αρκετά κοντά στη ζωγραφική. Και γενικά, στη ζωή μου με ελκύει ο μη λόγος. Μ’ αρέσει, φυσικά, να ακούω πάρα πολύ τις ιστορίες των ανθρώπων, αλλά σε πολλές στιγμές μού αρέσει να κοιτιέμαι με τον άλλον, να νιώθω τα χέρια του, το βλέμμα του, μ’ αρέσει πολύ η σιωπή, αυτή η αμηχανία, μ’ αρέσει, νιώθω ότι είναι πολύ ζωντανή.
Πάντα με ρωτούσανε και με ρωτάνε: «Νιώθεις Αλβανός; Νιώθεις Έλληνας; Τι νιώθεις πιο πολύ; Τι σ’ αρέσει πιο πολύ;» Νομίζω είναι αναπάντητη η ερώτηση αυτή. Δηλαδή, στην Αλβανία είμαι «ο Έλληνας», στην Ελλάδα «ο Αλβανός». Το οποίο ισχύει πάρα πολύ. Ας πούμε, με θυμάμαι ως παιδάκι να μιλάω αλβανικά και να μου λένε: «Θα μιλάς ελληνικά, εδώ είσαι στην Ελλάδα!» και με θυμάμαι στην Αλβανία να μιλάω ελληνικά κάποιες στιγμές και να μου λένε: «Εδώ είναι Αλβανία, θα μιλάς αλβανικά!»
Οπότε δεν κατάλαβα ποτέ πού ανήκω ακριβώς. Μπορεί κάπου εκεί στο ενδιάμεσο, σε καμία από τις δυο πατρίδες, με έναν τρόπο. Αισθάνομαι ότι έχω δυο ταυτότητες, με έναν τρόπο, κι αυτό είναι πολύ ωραίο. Γιατί νιώθω ότι από τον κάθε τόπο κι από τις αναφορές που έχω, επιλέγω. Ας πούμε, στη δουλειά μου δε μιλάω μόνο ως Αλβανός, μιλάω κι ως Έλληνας, οπότε γι’ αυτό κιόλας αυτό μπορεί να επικοινωνήσει.
Είναι σαν να έχω ένα σακίδιο κι από την Αλβανία κι από την Ελλάδα, σαν να έχω δυο βαλίτσες με διάφορα υλικά και να μπορώ να τα αναμειγνύω.