Μεγάλωσα στους πρόποδες της Καλαμπάκας. Το σπίτι μας είναι βασικά πάνω σε βράχο χτισμένο κι είχαμε πολύ εύκολη πρόσβαση να παίξουμε μέσα στους βράχους, μες στα δέντρα, μες στα πουρνάρια, μες στα ρυάκια, μες στις λάσπες. Ήταν από τα πιο ωραία χρόνια της ζωής μου.
Απ’ το νηπιαγωγείο κατάλαβα ότι με απασχολούν τα καλλιτεχνικά, η ζωγραφική, οι κατασκευές κτλ. Καθόμουνα στο βάθος της αίθουσας, σ’ ένα καβαλέτο κι ανακάτευα τα χρώματα και ζωγράφιζα επί ώρες. Έκανα πράγματα. Σχεδόν δεν καθόμουν καν στο κολατσιό. Είχα σοκαριστεί με την πλαστελίνη που μπορούσα να στήσω και να χτίσω πράγματα. Είχα ξαναπιάσει πλαστελίνη και λάσπη κτλ. αλλά μπορούσα να φτιάξω κάτι και να μη μου το χαλάσει κανείς. Γιατί είμαστε τέσσερα αδέρφια στο σπίτι, ήταν, ήμασταν σαν αγέλη τώρα. Και στην αγέλη δε μένει κάτι! Και το μόνο που ήθελα ήταν να έχω συνέχεια επαφή με τα υλικά. Ήμουνα ευτυχισμένη.
Πήγα μέχρι Β΄ Λυκείου, γιατί μετά βρήκα τη Σχολή Κεραμικής στη Θεσσαλονίκη. Πολύ ωραία σχολή, μες στα δέντρα, μες στο βουνό. Δεν ήθελε και πολύ να «κολλήσω» εγώ. Άρχισα να είμαι στη σχολή από τις 8 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ. Από το άνοιγμα, στο κλείσιμο. Προσπάθησα να κάνω τεράστιες φόρμες, σίγουρα επηρεασμένη απ’ το ότι μεγάλωσα στα Μετέωρα, άρχισα να κάνω τις στραβές μου φόρμες και τα τσαλακωτά κι αυτά. Όλη αυτή η αίσθηση με τα χέρια, να έχεις τόσο επαφή με τον πηλό και να δημιουργήσεις πράγματα… Δεν ξέρω πώς να την περιγράψω. Ήταν κάτι μαγικό για εμένα.
Όταν πλησίαζε προς το τέλος να τελειώσω τη σχολή, μου είπε ο πατέρας μου ότι υπάρχουν κάτι προγράμματα leader, για να φτιάξω εργαστήριο. Νοίκιασα το εργαστήριο, ένα γιαπί ουσιαστικά κι άρχισα να το διαμορφώνω, να χωρίζω τους χώρους. Έφτιαξα το μπάνιο, την κουζίνα, την αποθήκη, τη βιτρίνα μπροστά, τον χώρο του εργαστηρίου. Άλλες φορές με έπιανε πανικός γιατί ήμουνα και μικρή κι άσχετη με όλα αυτά τα χαρτιά και ξαφνικά να βρεθώ να πάω στις εφορίες και να τρέχω, να κάνω μελέτες! Ήμουνα κι είκοσι χρονών τότε. Ήμουνα με piercing, με φούξια μαλλιά, σαν φρικιό! Κατάφερα να πάρω το leader, κατάφερα να ξεχρεώσω όλο το εργαστήριο. Κατάφερα να ‘ρθούν όλα τα υλικά.
Κι όταν ήταν να τελειώσω το Λύκειο, τη Γ΄ Λυκείου ουσιαστικά που δεν είχα ολοκληρώσει πριν φύγω στη Θεσσαλονίκη, τελείωνε και το εργαστήριο. Και τότε άρχισα να έχω μία αδιαθεσία, δηλαδή να κάνω κάτι πυρετούς τα απογεύματα, να αισθάνομαι πολύ κουρασμένη, πολύ κομμένη. Θεώρησα ότι είναι από την κόπωση, γιατί πήγαινα το πρωί στο σχολείο, δούλευα το βράδυ σε μπαρ, έτρεχα με τα μαστόρια εδώ, έκανα πολλές δουλειές. Μπορεί σε ένα διάλειμμα του σχολείου να έφευγα με το ποδήλατο, να ερχόμουν στο Καστράκι να μιλήσουμε με ένα μάστορα, να ξαναεπιστρέψω πίσω. Ήταν άθλος τεράστιος.
Συνέχισαν τα συμπτώματα, δεν είχαν σταματήσει, ίσα-ίσα άρχισαν να γίνονται και πιο έντονα. Έκανα τη βιοψία. Είχα παραγγείλει υλικά, πηλούς, γυαλώματα, πράγματα για το εργαστήριο, για να ξεκινήσω να δουλεύω. Και τη μέρα που ήταν να φέρει η μεταφορική εδώ τους πηλούς και τα πρώτα υλικά για να αρχίσω να δουλεύω στο εργαστήριο, εγώ ήμουνα στη Λάρισα στο πανεπιστημιακό με τον μεγάλο μου τον αδερφό. Πήγαμε να μας μιλήσει ο γιατρός που μας πήρε τηλέφωνο ότι βγήκε η βιοψία. Και μας είπε ο γιατρός ότι έχω καρκίνο, ότι έχω Hodgkin, ότι πρέπει να κάνω χημειοθεραπείες, ότι θα μου πέσουν τα μαλλιά, ότι θα το παλέψουμε... Κι έτσι μπήκα σε έναν χορό περίεργο.
Μπήκα σε ένα πρόγραμμα. Ξεκίνησα να πάω κάθε δύο βδομάδες να κάνω χημειοθεραπείες κι έβαλα στοράκια στη βιτρίνα που είχα δημιουργήσει μπροστά στο εργαστήριο κι άρχισα να δουλεύω και να κάνω κεραμικά ασταμάτητα, για να γεμίσω το μαγαζί. Κι είπα: «Όχι, εγώ θα ζήσω! Και θα συνεχίσω να δουλεύω! Και δε θα τα παρατήσω!» Άρχισα να φτιάχνω και κεραμικά για να γεμίσω τη βιτρίνα μου κι όλο το μαγαζί, να έχω δουλειά, τα δικά μου πράγματα. Άρχισα να χρησιμοποιώ τους φούρνους μου, όλα, τα πάντα. Απλά δεν άνοιξα τη βιτρίνα, δε με έβλεπε κάποιος. Δε δέχτηκα να φορέσω ποτέ περούκα. Φορούσα πάντα σκούφια ή μπαντάνες ή μαντήλια. Ήταν και στο στυλ μου, οπότε δεν άλλαξε και πολύ, δε φαινότανε. Όλη η δουλειά μου τότε, σε όλα μου τα αντικείμενα, ήταν όλα με μαύρο πηλό. Όλα μαύρα. Έμπαινες μέσα σε ένα εργαστήρι κι ήταν όλα μαύρα.
Δεν ξέρω αν είναι θάρρος ή θράσος ή στάση της ζωής μου, γενικότερα. Πάντα σκεφτόμουνα ότι είναι μία πίστα που θα την περάσω κι αυτή και θα την κερδίσω και θα πάω στην επόμενη. Με βοήθησε πολύ που είχα το εργαστήρι και δούλευα. Και δούλευα πολύ. Πάρα πολύ. Κι είχα φτάσει σε σημείο να τη μέρα που θα είχα χημειοθεραπεία, το προηγούμενο βράδυ καθόμουνα μέχρι τα ξημερώματα στο εργαστήριο και δούλευα, κι έλεγα ότι θα πάω άυπνη στο νοσοκομείο, θα δουλεύω μέχρι τελευταία στιγμή. Κι ούτως ώστε όταν θα κάνουν τη χημειοθεραπεία, να είμαι τόσο κουρασμένη, να κοιμάμαι, να μην υπάρχει σκέψη, ας πούμε, να περνάει έτσι.
Έκανα έξι μήνες χημειοθεραπείες, δεν έφυγε ο καρκίνος. Έκανα άλλους τρεις μήνες χημειοθεραπείες στο σπίτι με χάπια. Δεν έφυγε ο καρκίνος. Είχα αρχίσει να ξαναβγάζω, είχα βγάλει μαλλιά, είχαν μεγαλώσει, είχαν γίνει αγορέ. Ξανάρχισα να κάνω άλλους έξι μήνες χημειοθεραπείες στο νοσοκομείο. Ξαναέπεσαν τα μαλλιά που έβγαλα. Και μετά, στο δεύτερο εξάμηνο, που έκανα στο νοσοκομείο χημειοθεραπείες, οι εξετάσεις που πήρα, βγήκαν ότι τελείωσε το Hodgkin κι ότι τελικά την παλέψαμε και θα ζήσουμε. «Είσαι καλά, δεν υπάρχει τίποτα». Κι έλεγα εγώ: «Αποκλείεται! Όχι! Κάτι θα υπάρχει!» Και να μου λέει ο γιατρός: «Όχι, είναι όλα εντάξει». Κι άρχισαν να τρέχουν δάκρυα.
Άνοιξα και τη βιτρίνα, οπότε λειτουργούσε κανονικά κι είπα: «Θέλω να κάνω σχέδιο για να δώσω στην Καλών Τεχνών». Ετοίμασα μόνη μου τα χαρτιά για να δώσω και κατέβηκα κάτω ουσιαστικά κάτω στην Αθήνα για να δώσω χωρίς ομάδα, όπως πάνε οι περισσότεροι. Απ’ έξω περίμεναν οι φροντιστές τους άλλους, περίμεναν οι γονείς… Και γύρισα Καλαμπάκα κι ήξερα, μου έχουν πει, ας πούμε, ότι θα βγουν τα αποτελέσματα σε δεκαπέντε μέρες, ξέρω ‘γω, έναν μήνα, δε θυμάμαι. Kι έπαιρνα τηλέφωνο στη γραμματεία και μου λέει η γραμματεία: «Πρέπει να ‘ρθείτε εδώ να τα δείτε, τα έχουμε αναρτήσει απέξω σε χαρτιά». Και να τους λέω εγώ: «Σας παρακαλώ! Είμαι από την Καλαμπάκα. Πρέπει να πάρω το τρένο για να κατέβω να δω αν πέρασα ή όχι». Και: «Τέλος πάντων, άντε, καλά!». Και βγήκε απ’ έξω, κοίταξε, έψαξε στη λίστα και λέει: «Πέρασες!» «Πέρασα;» «Πέρασες!» να μου λέει. «Ε, πέρασα;» «Κορίτσι μου, πέρασες! Τελείωσε! Συγχαρητήρια! Πρέπει να το κλείσω!» «Καλά, ευχαριστώ!»
Και να μου λέει τώρα ο μπαμπάς: «Και πού θα πας;» κι «Έχεις μία επιχείρηση!» Να μου λέει η μαμά: «Και τι είναι αυτό που πέρασες;» «Θα τα καταφέρω. Θα πηγαινοέρχομαι!» να λέω εγώ. «Θα πάω, θα κατεβαίνω Αθήνα και θα γυρνάω και θα τα καταφέρω».
Πήγα στη σχολή. Έπρεπε να διαλέξω εργαστήριο, αν θα γίνω γλύπτρια, αν θα γίνω ζωγράφος, αν θα γίνω χαράκτρια. Φυσικά, είπα για γλυπτική. Στην αρχή ανεβοκατέβαινα κάθε Σαββατοκύριακο, γιατί είχα αρχίσει να --ήταν ακόμα σαιζόν εδώ-- οπότε είχα ήδη αρχίσει ήδη να πουλάω πράγματα σε τουρίστες. Και μετά, όταν τέλη Οκτώβρη τελείωνε η σαιζόν εδώ, έμενα πιο μεγάλο διάστημα μες στον χειμώνα στην Αθήνα. Ανέβαινα, δούλευα όταν είχα κάποια παραγγελία και ξανακατέβαινα.
Μετά γνωρίστηκα και με τον Παύλο, τον άντρα μου. Κι έμεινα έγκυος στην Ελενίτσα, στο πρώτο παιδί. Που ήταν κι αυτό ένα σοκ, γιατί ουσιαστικά μου είχαν πει ότι δε θα κάνω παιδιά, επειδή έχω κάνει χημειοθεραπείες κτλ. κτλ. Τελείωσα τα εργαστήρια και τα μαθήματα και μετά γέννησα το καλοκαίρι και στις είκοσι μέρες που είχε γεννηθεί η Ελένη πήγα, έδωσα τα τέσσερα τελευταία μαθήματα και μετά έπρεπε να ετοιμάσω την πτυχιακή.
Το παιδί με βοήθησε να αρχίσω να εκφράζομαι και να λέω: «Σε αγαπάω, μου λείπεις», όλες αυτές τις λέξεις που δεν τις χρησιμοποιούσα ποτέ. Τίποτα. Την Ελένη την είχα στο εργαστήριο, την έπαιρνα παντού μαζί μου. Την άλλαζα στη φυλλιέρα που είναι για να ανοίγεις φύλλα για τον πηλό. Και ζούσε κανονικά μέσα στο εργαστήριο, δεν… την έπαιρνα παντού μαζί μου. Κύλησε κάπως πολύ ωραία όλο αυτό.
Μένω έγκυος στον Κωνσταντίνο. Φτάνει δέκα μηνών ο Κωνσταντίνος, εννιά μηνών, ψηλαφώ κάτι πάλι στη μασχάλη, στους λεμφαδένες. Και μου λένε ότι: «Έχεις καρκίνο». Κι ότι: «Πρέπει να κάνεις χειρουργείο, να δούμε τι θα κάνουμε κτλ.» Κι εδώ είπα ότι: «Είναι το τέλος…»
Τα παιδιά, τα μίλησα. Τους μίλησα για την υγεία μου, πιο πολύ τη μεγάλη, που κατανοεί περισσότερα. Μίλησα και στον μικρούλη. Πήραμε σκύλο για να έχουν παρέα τα παιδιά και όταν πεθάνω να τους βοηθήσει ο σκύλος κι η σχέση τους με τον σκύλο. Προσπάθησα να κάνω ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να έρθουν τα πράγματα όσο πιο ήρεμα γίνονται. Συνέχιζα να δουλεύω. Συνέχισα με θράσος ή θάρρος ή όπως θέλετε πάρτε το, να δουλεύω, να κάνω πράγματα, να κανονίζω πράγματα για το μέλλον. Έκανα κανονικά σαν να μην τρέχει τίποτα. Και μετά από ενάμιση χρόνο, έκανα κάποιες πιο ειδικές εξετάσεις κι οι εξετάσεις δείξαν ότι τελικά δεν έχω τίποτα πουθενά κι ότι συνεχίζω χωρίς τίποτα. Κι ότι μάλλον πήρα ακόμη κάποιο μπόνους και πέρασα κι αυτή την πίστα και πάω στην επόμενη!
Όταν είπα να κάνω την πτυχιακή, άρχισα να περιμένω να πέσει ένας πλάτανος στο ποτάμι, για να πάω να τον μαζέψω. Κι όταν έπεσε ένας πλάτανος, πήγα στο δασαρχείο, τους είπα ότι θέλω να πάω να το πάρω με γερανό, με φορτηγό. Μου έδωσαν το ΟΚ κι έτσι, τον πήρα. Τον πήγαμε σε ένα τεράστιο ξυλουργείο, μου τον κόψανε σε κορδέλες. Τα φέραμε με φορτηγό στο εργαστήριο για να τα σκαλίσω ένα-ένα, να τα κάνω επεξεργασία, να κάνω, να πατήσω τα χαρακτικά από πάνω τους. Κι έκανα μία τεράστια εγκατάσταση που για μένα ήταν πολύ συμβολική: Η «Τομή». Γιατί «τομή» για μένα είναι και σπόνδυλος, συμβολίζει πολλά πράγματα. Η σπονδυλική στήλη ουσιαστικά κρατάει ολόκληρο το σώμα ενός ανθρώπου κι ενός ζώου, οτιδήποτε είναι στη φύση. Κι η «Τομή» είναι ότι πόσα κομμάτια μπορείς να γίνεις σε διάφορα πράγματα που σου τυχαίνουν μες στη ζωή. Γιατί αυτό που μου έτυχε εμένα με την υγεία μου, εντάξει, μπορεί να το περιέγραψα λίγο έτσι πιο απλά, αλλά ήταν πολύ κομβικό στο πόσο με άλλαξε και το πόσο με ωρίμασε και το πώς είδα τη ζωή με άλλο μάτι.