Η καταγωγή μου είναι από τα Ψαρά και μάλιστα είναι και το όνομα της οικογένειάς μου στη στήλη εκεί που υπάρχει, από το Ολοκαύτωμα. Οι συγγενείς μου ήταν αξιωματικοί του Ναυτικού, είχα μάλιστα κι έναν θείο ο οποίος ήτανε ήρωας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτές οι εικόνες μού πέρασαν μέσα μου μια μεγάλη επιθυμία για καράβια και για τη θάλασσα, να μπω στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Σαν παιδί, δεν καταλάβαινα εγώ τι θα πει πόλεμος. Σε ένα μικρό παιδί έδινε την εντύπωση του ηρωισμού, της γενναιότητας, πράγματα δηλαδή τα οποία στη σημερινή εποχή διστάζω να τα πω και μάλιστα σε μια νέα κυρία, όπως είστε εσείς, διότι οι νέοι άνθρωποι σήμερα --και πολύ σωστά-- δεν έχουν τέτοιες παραστάσεις. Κατά συνέπεια, μπορεί να ακούγομαι γραφικός ή ρομαντικός. Αλλά μου ζητήσατε να σας πω μια ιστορία που γυρίζει πίσω εβδομήντα χρόνια. Άρα, λοιπόν, αυτός που με ακούει τώρα ή που με διαβάζει, θα πρέπει να ανεχθεί ότι ο ρομαντισμός μου οφείλεται στην εποχή εκείνη κι όχι στη σημερινή, φυσικά, έτσι;
Το 1963, τον Δεκέμβριο, στις 26 Δεκεμβρίου, οι Τουρκοκύπριοι επανεστάτησαν εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης της χώρας, η οποία ήτανε η Κυπριακή Δημοκρατία. Οι Τουρκοκύπριοι είχαν όπλα, τα οποία όπλα προφανώς τα είχε δώσει η Τουρκία μυστικά. Υπήρχαν δύο χωριά παραθαλάσσια που λέγονταν Μανσούρα και Κόκκινα, στα οποία είχανε κάνει οχυρωματικά έργα οι Τουρκοκύπριοι, οπότε από τη στεριά δεν μπορούσες να τα χτυπήσεις. Η κατάσταση, λοιπόν, ήταν έκρυθμη πολύ κι η Ελλάδα είχε υποσχεθεί να βοηθήσει τους Ελληνοκύπριους.
Κάποια μέρα, με κάλεσε ο Αρχηγός πλέον της Ενώσεως Κέντρου, ο ναύαρχος Ρίτσος. Θυμάμαι με έβγαλε στον κήπο, να μην μας ακούει κανείς και μου είπε: «Η κυβέρνηση απεφάσισε να στείλει 10.000 άντρες, αλλά και πολεμικά πλοία. Πρέπει να βρω έναν αξιωματικό που θα είναι ο επικεφαλής των δύο καραβιών και κυβερνήτης του ενός». Του λέω: «Κύριε Αρχηγέ, ούτε να το συζητάτε». «Δέχεσαι;» μου λέει, «Ούτε να το συζητάτε. Φυσικά, δέχομαι. Αλίμονο. Πληρώνομαι γι’ αυτή τη δουλειά». «Ναι», μου λέει, «αλλά κοίταξε, εκεί που θα πας δεν θα έχεις ούτε στολή, ούτε το όνομα σου, ούτε γαλόνια, ούτε θα σε ξέρουμε. Εκεί θα πας με ψεύτικο όνομα και δε θα έχετε τίποτε που να θυμίζει Ελλάδα και Ναυτικό. Θα είστε Κύπριοι ναυτικοί του Εμπορικού Ναυτικού, που επειδή η πατρίδα σας κινδυνεύει, είχατε την πρωτοβουλία να πάτε στην Κύπρο. Όποιος σας πιάσει, δε σας ξέρουμε».
Τώρα, εγώ ήμουν τότε είκοσι επτά χρονών. Ξέρετε, σ’ αυτές τις περιπτώσεις λένε πάρα πολύ ωραία πράγματα, αυτός που ακούει για να αισθάνεται ότι πραγματικά έχει επιλεγεί. Εγώ σαν αξιωματικός του Ναυτικού, που μπήκα πολύ νέος, δεκαπέντε χρονών, και τα ρούφηξα όλα αυτά στη Σχολή Δοκίμων, αισθάνθηκα πραγματικά ότι είμαι κάτι το τελείως διαφορετικό, γιανα με διαλέξουν εμένα τώρα οι ναύαρχοι, έτσι;
Το δικό μου λοιπόν το καράβι λεγόταν «Φαέθων», το άλλο λεγόταν «Αρίων». Ο Αραπάκης ήτανε στο «Αρίων». Και πήγαμε να πάρουμε τα καράβια, τα οποία ήτανε, πραγματικά, δύο ερείπια. Δηλαδή, ήταν ξύλινα κι άμα έχετε δει βάρκες που είναι σκεβρωμένες έξω στην ξηρά από καιρό, τα ξύλα σουρώνουν, στεγνώνουν κι οι αρμοί, εκεί που ενώνονται τα ξύλα, ανοίγουν. «Αυτά τα καράβια», λέω, «θέλουν φτιάξιμο». «Αυτά», λέει, «θα γίνουν άμα θα φύγεις από τα εθνικά νερά της Ελλάδας». Έτσι, με ειρωνικό τρόπο. Λέω: «Κύριε Αντιπλοίαρχε, αν μπουν νερά στον δρόμο τι θα γίνει;». Λέει: «Θα τα βγάλετε με την αντλία». «Μα η αντλία είναι πάνω στη μηχανή. Αν σταματήσει η μηχανή;» «Αυτό που σου λέω εγώ!» Αυτός ήταν ο τρόπος αντιμετώπισης της εποχής εκείνης των ανωτέρων ή τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση, αυτό που έτυχε σε ‘μένα. Αναγκάστηκα, λοιπόν, να πω στο πλήρωμά μου, να πάει στον ναύσταθμο και να κλέβει, όπου βλέπει, μπουγέλα, κουβάδες. Είχα γεμίσει κουβάδες το καράβι. Η δεξιά μηχανή είχε πρόβλημα και προσπαθούσανε στον ναύσταθμο να τη φτιάξουνε αυτή τη μηχανή.
Εν πάση περιπτώσει, ξεκινήσαμε ένα απόγευμα απ’ τη Σητεία. Ήμασταν σαράντα τέσσερα άτομα. Δεν είχαμε σημαία, δεν είχαμε όνομα, δεν είχαμε αριθμό, δεν είχαμε διακριτικά κλήσεως. Ξεκινήσαμε λοιπόν έτσι. Το όνομά μου εμένα ήταν ψεύτικο. Ήταν δηλαδή: «Δημήτρης Φασίλης, Εμποροκαπετάνιος».
Όταν φτάσαμε περίπου στην Κάσο, κάτω από την Κάσο, εκεί ανοίγει το πέλαγος κι από πάνω, από τον Βοριά, έρχεται το πράγμα, το κύμα, μπόλικο. Ξαφνικά, σταματάει η δεξιά μηχανή. Τα μπουγέλα, λοιπόν, που κλέψαμε με το πλήρωμα απ’ τον ναύσταθμο, ήταν η σωτηρία μας. Φτιάξαμε μια, όπως λέγεται, αλυσίδα --κι εγώ μαζί-- και χέρι- χέρι- χέρι βγάζαμε τα νερά από το μηχανοστάσιο, γιατί ανέβαινε το νερό μέσα. Σταμάτησε η μηχανή κι η αριστερή, δεν είχαμε πλέον ρεύμα, οπότε δε βλέπαμε τίποτα. Μας είχαν δώσει έναν εξάντα. Παίρνω τον εξάντα, σπασμένος ο εξάντας. Ήταν σπασμένος, μας είχαν δώσει σπασμένο εξάντα. Να μη σου τα πολυλογώ, τέλος πάντων, φτάσαμε κάποια στιγμή. Αν και τα πολυλογώ, διότι είναι μεγάλη ιστορία, αλλά απ’ αυτή την ιστορία καταλαβαίνει κανείς και το επίπεδο της επιπολαιότητας.
Φτάσαμε στη Λεμεσό, δέσαμε κι η εντολή του Αραπάκη ήταν τη νύχτα να βάλουμε τα πυροβόλα. Βάλαμε και τα πυροβόλα πάνω, λέω: «Να τα δοκιμάσουμε». «Όχι», λέει, «πώς θα τα δοκιμάσουμε; Να δούνε οι ξένοι κατάσκοποι ότι πυροβόλα ρίχνουνε κλπ.;» Μαλλιά κουβάρια. Κάναμε, λοιπόν, περιπολίες, μπας και γίνει απόβαση.
Πώς μιλάγαμε τώρα με τον Αραπάκη; Μιλάγαμε με το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, το ΡΙΚ. Εκεί, δηλαδή, που ακούγατε εσείς μουσική ή ακούγατε το ραδιόφωνο, ακούγατε ξαφνικά να λέει: «Πέτρος 1 εδώ, Πέτρος 2!» «Πέτρος 1» ήμουν εγώ, «Πέτρος 2» ήταν το άλλο, ο «Αρίων» και «Πέτρος» ήταν ο Αραπάκης, που λέγεται και «Πέτρος» κιόλας. Οπότε οι Κύπριοι θα ακούγανε «Πέτρος 1», «Πέτρος 2», σου λέει: «Τι γίνεται τώρα;» Τότε εκεί υπήρχανε και καράβια του 6ου στόλου του αμερικανικού που περιπολούσαν και σοβιετικά υποβρύχια. Δηλαδή, ήταν η Κύπρος σαν να ήταν ένα ελάφι, που ήταν γύρω όλοι, ποιος θα πρωτοαρπάξει.
Την άλλη μέρα, μου λένε: «Τώρα ήρθε η ώρα να πάμε να χτυπήσουμε τη Μανσούρα, γιατί έξω γίνονται μάχες. Είχα εγώ τώρα πέντε πυροβόλα. Τα δύο δεν είχαν πυρομαχικά κι ήταν τα τρία. Τα δύο απ’ τα τρία όταν είπα: «Πυρ!» να ρίξουμε έξω, ρίξανε μόνο μία σφαίρα. Μου είχε δώσει λάθος η υπηρεσία πυρομαχικά, που οι δεσμίδες, που γεμίζει το πυροβόλο και ρίχνει, ήτανε, γύρναγαν αριστερά, ενώ το πυροβόλο που μου δώσανε γέμιζε δεξιά. Όποτε έμπαινε η πρώτη σφαίρα μέσα, οι υπόλοιπες δεν μπαίνανε! Έμεινα, λοιπόν, απ’ τα πέντε πυροβόλα, με ένα. Ειδοποίησα έξω ότι: «Δεν έχουμε πυροβόλα». «Δεν πειράζει», μου λέει, «με το ένα». Ρίχναμε, λοιπόν, έξω. Ρίξε, ρίξε, ρίξε, αλλά οι Τούρκοι ήταν πολύ καλά οχυρωμένοι από τη στεριά, οπότε οι Έλληνες είχαν μεγάλες απώλειες. Η μάχη σταμάτησε και μας είπανε: «Συνεχίστε τώρα για τα Κόκκινα».
Μόλις πήγαμε κάνα δυο-τρία μίλια, χαλάει η δεξιά μηχανή πάλι του «Φαέθων», του δικού μου πλοίου. Το λέω στον Αραπάκη, μου λέει: «Πήγαινε στον Καραβοστάση». Βλέπω από πάνω ένα αεριωθούμενο, ψηλά --ήξερα τους τύπους των αεριωθουμένων-- το οποίο έκανε βόλτες. Είναι από αυτά που είναι φωτογραφικά, κατασκοπευτικά, εκπαιδευτικά. Και λέω: «Όπου να ‘ναι θα πάει να εντοπίσει τους στόχους αυτό και θα ειδοποιήσει τα άλλα μετά, για να γίνει αιφνιδιασμός».
Δίνω εντολή στο άλλο καράβι, πριν έρθουν τα αεροπλάνα: «Φύγε, γιατί εγώ δεν προλαβαίνω να βγω απ’ τον όρμο με μία μηχανή». Φωνάζω το πλήρωμα: «Ήρθε η ώρα, πιστεύω. Όπου να ‘ναι θα έρθει η τουρκική αεροπορία. Σε λίγη ώρα μπορεί να μη ζω. Μη φοβηθείτε, λοιπόν, να σας πουν “λιποτάκτες”. Μπείτε στη βάρκα όσοι φοβάστε και φεύγετε. Και κυρίως, εσείς που κάνετε τη θητεία σας. Εγώ είμαι μόνιμος. Ο ελληνικός λαός με πληρώνει γι’ αυτήν την ώρα. Το καράβι έχει μία μηχανή, ένα πυροβόλο και πλέει. Άρα, είμαι υποχρεωμένος να μείνω. Κι όποιος άλλος θέλει, μένει μαζί μου. Όποιος δε θέλει, φεύγει τώρα». Μείνανε όλοι.
Και σε λίγο, ήρθανε δύο αεριωθούμενα. Ήξερα που θα ‘ρθούν απ’ τον ήλιο, ήρθαν απ’ τον ήλιο, όντως. Μας ρίξαν πρώτα ρουκέτες. Όταν το βλέπεις και κατεβαίνει, σιγά-σιγά φτάνεις στο σημείο να βλέπεις και τον πιλότο, διότι έρχεται πολύ κοντά κι είναι τρομακτική σκηνή.
Κάνει την πρώτη επίθεση. Ένα, το ρίξαμε. Πήδηξε αυτός με το αλεξίπτωτο, δεν τον σκοτώσαμε. Έπεσε έξω στην ακτή. Εκεί, τον χτύπησαν οι Κύπριοι. Τέλος πάντων, δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό το πράγμα. Ήτανε τρομερές οι εκρήξεις, ο θόρυβος…
Εγώ είχα έναν φίλο αδερφικό, από μωρά παιδιά ήμασταν μαζί, γιατί ήταν και φίλοι οι γονείς μας, ο φίλος μου Τάκης. Κι έρχεται κάποια στιγμή ο φίλος μου και μου λέει ψιθυριστά: «Κοίταξε, σκοτώθηκε ο πρώτος μηχανικός, σκοτώθηκε ένας ναύτης μηχανικός. Είναι κι οι δύο νεκροί μέσα στο μηχανοστάσιο. Έχουμε φωτιά στο πρυμιό μπαλαούρο…» Του λέω: «Κοίταξε, ο μόνος τρόπος τώρα είναι να πάμε στη στεριά. Τη βλέπεις», του λέω, «την προβλήτα εκεί;» Υπήρχε μια προβλήτα εκεί ξύλινη. «Θα πάω να πέσω, να το ρίξω», του λέω, «δίπλα στην προβλήτα, ώστε το πλήρωμα να φύγει και να κολυμπήσει, να βγει έξω, να σωθεί. Αν σκοτωθώ», του λέω, «έχε τον νου σου, αυτό θα κάνεις».
Φωνάζω στη Γέφυρα: «Όλο αριστερά πηδάλιο!» Το καράβι, όμως, έστριβε δεξιά. Νόμιζα ότι ο πηδαλιούχος δεν ακούει κι άρχισα να ουρλιάζω από τον φωταγωγό, γιατί ήταν κι οι εκρήξεις. Τίποτα. Το καράβι έστριβε δεξιά. Εγώ, όμως, ήθελα να πάω αριστερά, για να βγω στη στεριά. Τρέχω στην τιμονιέρα. Με το που πάω να κατέβω, βγαίνει ένας ναύτης: «Θέλουνε να μας σκοτώσουν!» Αν έβγαινε στο κατάστρωμα και φώναζε «θα μας σκοτώσουν», θα γινόταν πανικός. Οπότε, αυθόρμητα, σήκωσα το δεξί μου χέρι και του έριξα ένα χαστούκι. Με το που του ρίχνω το χαστούκι πέφτει κάτω και τον χτυπάει ένα βλήμα! Αλλά πέφτοντας, το ‘φαγε ξυστά. Αν ήταν όρθιος, θα είχε μπει τον εγκέφαλό του, γιατί τρύπησε το κράνος και του έξυσε το μάγουλο, εδώ.
Τρέχω στην τιμονιέρα και βλέπω τον πηδαλιούχο νεκρό απάνω στο πηδάλιο. Εκεί, δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο. Έβγαλα τον μακαρίτη τον Νικόλα, τον πηδαλιούχο, και πήρα εγώ το πηδάλιο στα χέρια μου.
Η μηχανή η αριστερή πήγαινε πάσει δυνάμει. Το πυροβόλο έριχνε, όμως, ακόμα. Αλλά κάποιο αεροπλάνο τουρκικό αντί να έρθει από τον ήλιο, ήρθε αντίθετα, οπότε ήρθε απ’ την πλώρη. Και τραβάει μια ριπή --στο μεταξύ είχε έρθει δίπλα μου ο φίλος μου και μου ‘λεγε τα βάθη-- και «τρώει» τον φίλο μου, σκοτώνεται δίπλα μου, τον νοσοκόμο που κράταγε γάζες για να δέσει κάτι --ίσως το πόδι μου, γιατί είχα τραυματιστεί και στο πόδι-- τον Κύπριο που ήταν πιο πέρα κι έναν άλλον τον τραυμάτισε. Και μένω εγώ με το χέρι --γιατί πέρασε η σφαίρα απ’ τον αγκώνα μέσα-- το χέρι στο πλάι και με το αριστερό χέρι και με το δεξί πόδι. Οπότε είχα μια ζώνη, συμπτωματικά, έτσι ελαστική όπως αυτή, και βαστώντας με τα πόδια το πηδάλιο, προσπάθησα να δέσω τη ζώνη, να σταματήσω την αιμορραγία, γιατί είχε πολλή αιμορραγία το χέρι μου, για να προλάβω να βγω έξω. Γιατί λέω: «Μετά, εντάξει, ας πεθάνω. Όμως να προλάβω να τους βγάλω».
Δεν πίστευα ότι ήταν νεκρός ο φίλος μου. Εκείνη την ώρα έχεις μια λύσσα να τους φας όλους, να ζήσεις, και δεν πιστεύεις ότι γύρω σου γίνεται τέτοια καταστροφή. Δεν μπορείς να το πιστέψεις. Λες: «Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει». Δηλαδή, το υποσυνείδητό σου δε σ’ αφήνει. Κι έλεγα: «Ρε μπαγάσα, εγώ αγωνίζομαι ματωμένος κι εσύ κοιμάσαι;» στον φίλο μου.
Όταν κάτσαμε έξω, διέταξα «εγκατάλειψη πλοίου», που είναι η χειρότερη διαταγή που μπορεί να δώσει ένας κυβερνήτης πλοίου. Είδα ποιοι ήταν νεκροί. Ήταν άνθρωποι που είχαν παιδιά, μωρά, τα οποία δεν τα είδαν ποτέ. Ο ένας ήταν πολύ μωρό το παιδί του και δεν πρόλαβε να το μεγαλώσει κι ο άλλος ήταν έγκυος η γυναίκα του, που την άφησε, ήτανε νιόπαντροι και το παιδί γεννήθηκε αφού αυτός σκοτώθηκε.
Θα μιλήσω ρομαντικά, αλλά έτσι είναι η αλήθεια. Δίνεις έναν όρκο, λοιπόν, που λες ότι: «Θα υπερασπίζομαι τη σημαία μέχρι την τελευταία σταγόνα του αίματός μου». Έτσι ακριβώς συνέβη στον «Φαέθωνα». Οι νεκροί ήταν νεκροί. Εγώ αιμορραγούσα. Το πλήρωμα πήδηξε στη θάλασσα. Δεν κατεβάσαμε τη σημαία. Άμα την κατεβάσεις, σημαίνει ότι παραδίνεσαι. Οπότε ήθελα να στερεώσω τη σημαία, ώστε λέω: «Θα το κάψουν, κάποια στιγμή. Τουλάχιστον το τελευταίο πράγμα που θα καεί να είναι η σημαία».
Και μετά, πήδηξα κι εγώ στη θάλασσα. Και φυσικά, στη θάλασσα μού ήταν δύσκολο να κολυμπήσω, γιατί ήτανε μόνο το ένα χέρι και το ένα πόδι και μας πολυβολούσαν πλέον στην προβλήτα, που ήταν ξύλινη. Κι όπως η ραπτομηχανή κάνει τις τρύπες «κρακ- κρακ- κρακ- κρακ», με χτύπησαν στο χέρι, εδώ. Κάποια στιγμή, αισθάνθηκα πια, ότι τελειώνει το καλαμπούρι. Ήθελα, δηλαδή, περίπου είκοσι μέτρα για να βγω έξω, αλλά δεν μπορούσα να κολυμπήσω πιο πολύ. Αλλά ευτυχώς, ένα παιδί μέσα από την προβλήτα από κάτω, που ήταν βατραχάνθρωπος, τον είχα στο καράβι, πήδηξε μέσα και με τράβηξε. Με βάλαν σε μια αποθήκη και μας πήγανε στο νοσοκομείο της αμερικανικής εταιρείας που είχε την εκμετάλλευση του μεταλλεύματος, σε ένα μέρος που λέγεται Πεντάγεια, λίγο έξω από τον Καραβοστάση.
Μίλαγαν όλοι αγγλικά. Ήταν, λοιπόν, μια αδελφή από την Αφρική, μαύρη, καλόγρια καθολικιά. Ο γιατρός λέει: «Ποιος είναι ο καπετάνιος;» Έδειξε εμένα. Κι από ό,τι έπιασα, είναι σαν να της είπε: «Ασ’ τον να πεθάνει, γιατί στα χάλια που είναι, δεν έχει μέλλον». Αυτή με είδε, το κατάλαβε ότι το άκουσα κι έρχεται κοντά μου και μου λέει: «Μη σε νοιάζει», μου λέει, «θα πάνε όλα καλά». Της λέω: «Σε παρακαλώ, δε θέλω να πεθάνω».
Εκείνη την ώρα ακούμε ένα αεροπλάνο από πάνω, περνάει. Κι άρχισαν οι εκρήξεις. Με το που περνάει το αεροπλάνο, πέφτει επάνω μου αυτή. Μου λέει αγγλικά: «Αν είναι να πεθάνουμε, θα πεθάνουμε μαζί, μη φοβάσαι». Αυτό μου ζέστανε την ψυχή μου, γιατί ήμουν ολομόναχος. Θυμόμουν τον πατέρα μου και τη μάνα μου στην Κατοχή που έπεφταν απάνω μου, όταν γινόταν βομβαρδισμός, για να με γλιτώσουν. Έτσι πιστεύαν οι άνθρωποι.
Ακούω τον γιατρό κι άρχισε να βρίζει άγρια, ελληνικά. Της λέω της αδερφής: «Μιλάει ελληνικά αυτός;» «Έλληνες είναι», μου λέει, «Ελληνοκύπριοι». «Πες το ρε κοπέλα μου, δηλαδή Ελληνοκύπριοι είστε εδώ μέσα». Λέω, λοιπόν, στο πλήρωμα: «Τα ελληνικά ονόματα!» Τουλάχιστον αν πεθάνουμε εδώ, να πεθάνουμε σαν Έλληνες. Καπετάν Φασίλης; Ποιος θα με αναγνώριζε μετά; Με χειρούργησε, λοιπόν, αυτός ο γιατρός.
Με χειρουργούσε πέντε ώρες. Κυριακή με πήγαν στη Λευκωσία, Δευτέρα πρωί με ξύπνησε αυτή η αδελφή, που ήρθε να μου φέρει το ρολόι, τον σταυρό και το δαχτυλίδι. Από εμπόλεμες ζώνες πέρασε. Δεν ήθελε να πιστεύω, επειδή είναι μαύρη, ότι ήταν κλέφτρα.
Στο διπλανό δωμάτιο ήταν ο Τούρκος αεροπόρος, ο οποίος τη νύχτα πέθανε. Την άλλη μέρα ήρθαν οι Τούρκοι επίσημα και τον πήρανε με τελετές κλπ., μουσική έπαιζε, τιμές κλπ. Του ‘χουνε κάνει μνημεία. Εμάς, το βράδυ της Δευτέρας, 11 η ώρα, μας πήγαν στο αεροδρόμιο, μας φέρανε στην Αθήνα.
Εμένα με πήγανε και με έκρυψαν στο Ναυτικό Νοσοκομείο του Πειραιά, με μια νοσοκόμα κι έναν ναύτη φρουρό. Το χέρι μου ήταν χειρουργημένο μέσα σε γύψο και λειτουργούσε, υπό την έννοια ότι ήταν ζεστό. Δεν ήρθε κανείς να με δει. Δηλαδή, την Τρίτη, Τετάρτη, προς Τετάρτη βράδυ, άρχισε να μυρίζει το δωμάτιο. Την Πέμπτη το πρωί ήταν πολύ άσχημα. Τότε, με πήραν αμέσως. Είχα πάθει γάγγραινα. Γιατί δεν ήρθε κανείς να ανοίξει τον γύψο.
Έρχεται η μάνα μου και μου λέει, όταν το κόψανε: «Παιδί μου…» «Μη με αγγίζεις», της λέω, «μάνα. Είμαι όπως ήμουνα». «Όχι, παιδί μου», μου λέει, «εμείς…» «Κανείς σας δε θα με αγγίζει», της λέω. Πάω σπίτι, είχε μαζέψει ο πατέρας μου τις φωτογραφίες που ήμουνα με δυο χέρια. «Τι έκανες, ρε μπαμπά;» του λέω. «Όχι, όχι…» «Σε παρακαλώ, άσε τις φωτογραφίες στη θέση τους».
Εν τω μεταξύ, μου λέει το Ναυτικό ότι: «Κοίταξε, θα πας Αμερική να βάλεις ψεύτικο χέρι, αλλά δε μας ξέρεις και δε σε ξέρουμε, όσον αφορά την Κύπρο. Δε θα έρθεις σε επαφή με το πλήρωμα. Δεν υπήρξε ποτέ “Φαέθων”. Και δεν υπήρξες ποτέ σε πόλεμο». «Κι αν με ρωτήσουν», λέω, «το χέρι;» «Σε έκρηξη».
Στην Αμερική όταν ήμουνα, ο ναυτικός ακόλουθος κάνει μια δεξίωση στην Ουάσιγκτον. Είχε καλέσει εκεί τους ναυτικούς ακολούθους των υπολοίπων πρεσβειών και με βάζουν να καθίσω σε μια ροτόντα με έναν επισμηναγό Τούρκο, γεμάτο παράσημα. Εγώ φόραγα, φυσικά, σακάκι, με το μανίκι στην τσέπη. Δε φόραγα στολή. Αλλά με συνέστησαν ως υποπλοίαρχο του Ναυτικού. Σύμμαχοι είμαστε, έτσι; Η Τουρκία είναι στο ΝΑΤΟ.
Λέω: «Αυτά τα παράσημα, επειδή η Τουρκία δεν είχε πόλεμο ποτέ, που τα πήρες;» «Ήμουνα ο ένας από τους πιλότους του σμήνους που βούλιαξε το κυπριακό καράβι πέρσι το καλοκαίρι». Λέω: «Ποιο καράβι;» «Καλά», λέει, «Δεν πήρες χαμπάρι;» «Ολόκληρη μάχη έγινε. Ένα περιπολικό είχαν οι Κύπριοι εκεί και το χτυπήσαμε». Αυτός με χτύπησε εμένα, δηλαδή. «Δεν έχω μάθει», λέω, «τίποτα». Λέει: «Εσύ το χέρι, πώς;» Λέω: «Μια έκρηξη στον ναύσταθμο». Και κάτσαμε όλο το βράδυ τώρα, οι δυο μας, μη λέγοντας τίποτα φυσικά, ούτε αυτός, ούτε εγώ. Και με ρωτάγαν μετά οι άλλοι αξιωματικοί: «Πώς το άντεξες;» Πήγα να τους πω: «Πώς αντέχω να ‘μαι στην Ελλάδα, με αυτά που γίνανε! Όχι τον Τούρκο». Ο Τούρκος τη δουλειά του έκανε, έτσι δεν είναι; Όταν μου λέει, δηλαδή, η πατρίδα μου: «Δε σε ξέρουμε και δε μας ξέρεις».
Βαριά ιστορία, ε; Δύσπεπτη. Την πέρασα όμως. Με βλέπετε πολύ εξουθενωμένο από την πίεση της Ιστορίας; Δηλαδή, ερείπιο; Γιατί είμαι κι ογδόντα πέντε χρονών. Δεν είμαι παιδάκι. Πήγαινα στους Αρχηγούς του Ναυτικού και τους έλεγα, κάθε φορά που αλλάζανε: «Φωνάξτε τους γονείς των νεκρών σε ένα κλειστό δωμάτιο. Πείτε τους, “ευχαριστούμε πάρα πολύ για την θυσία των παιδιών σας”». «Είναι απόρρητο». Μα τι θα πει «απόρρητο;» Ο άλλος έχασε το παιδί του. Ε, από εκεί και πέρα, τι αισθάνεσαι;