ΝΤΙΕΓΚΟ ΣΟΥΡΙΑΔΑΚΗΣ: Εγώ αισθάνομαι ακριτικός, Ακρίτας. Ψάχνω διαβάσεις, δε ψάχνω βάσεις.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ ΚΙΡΚΙΑΣΑΡΙΑΝ: Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, νόμιζα ότι... Ότι εκεί χάθηκα σε αυτή την ρωγμή του τόπου και του χρόνου εκεί στο Αιγαίο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΘΟΔΩΡΙΔΗΣ: Εδώ πέρα θεραπευόμουνα λίγο-λίγο. Η αλήθεια αυτή είναι.
ΑΘΗΝΑ ΣΤΑΜΠΟΥΛΗ: Μέσα σε μία στιγμή αποφάσισα ότι δεν θα γυρίσω πίσω όπως και έκανα δεν γύρισα ποτέ πίσω.
ΧΑΡΙΣ ΠΑΓΩΝΙΔΟΥ: Αυτό είναι ένα podcast για τους ανθρώπους που αναζήτησαν το δικό τους τόπο.
Κάθε άνθρωπος είναι συνδεδεμένος με ένα τόπο. Συνηθως είναι το μέρος που μεγαλώσαμε. Κάποιες φορές όμως αυτή η σύνδεση σπάει και ξεκινάει η αναζήτηση για το νέο μας σπίτι.
Ποια ανάγκη μας οδηγεί σε ένα άγνωστο μέρος;
Τι επηρεάζει την επιλογή τού;
Πώς γινόμαστε από επισκέπτες - ντόπιοι σε αυτό το νέο τόπο;
Είμαι η Χάρις Παγωνίδου και αυτό είναι το istorima reversed.
Σε αυτό το επεισόδιο θα ακούσετε την ιστορία της Αθηνάς, μιας νέας κοπέλας που αποφάσισε να αφήσει τη ζωή στην πόλη και να ζήσει στην Αμοργό. Θα ακούσετε ακόμα και την ιστορία μερικών από τους ανθρώπους που τη συνδέουν με το νησί: του Ντιέγκο, του Θοδωρή, του Μάριου, και της Μανταλένας, της μητέρας της.
Με την Αθηνά μιλήσαμε τέλη Νοέμβρη, ο χειμώνας στην πόλη σιγά-σιγά ερχόταν, στην Αμοργό ομως ο χρόνος και οι εποχές κυλούν αλλιώς.
ΑΘΗΝΑ: Δε χαλάει ο καιρός με τίποτα, είναι καλοκαίρι ακόμα. Αφού σκέφτηκα να πάω για μπάνιο.
ΧΑΡΙΣ: Λίγο καιρό πριν η Αθηνά είχε ολοκληρώσει τις συνεντεύξεις στο νησί ως ερευνήτρια στο istorima. Μέσα από αυτές γνώρισε με διαφορετικό τρόπο ανθρώπους που ήδη γνώριζε και με τους οποίους είχε κάτι κοινό.
ΑΘΗΝΑ: Κάτι το οποίο δεν ήξερα όταν πρωτοήρθα στην Αμοργό, υπάρχουνε πάρα πολλοί άνθρωποι οι οποίοι αποφάσισαν όπως εγώ, χωρίς να έχουνε καμία σχέση με το νησί, καταγωγής ή κάτι άλλο που να τους συνδέει, να ρθούνε να μείνουν εδώ πέρα.
ΑΘΗΝΑ: Καλησπέρα. Πώς σε λένε;
ΝΤΙΕΓΚΟ: Εμένα με λένε καμιά φορά Ακρίτα
ΑΘΗΝΑ: Πώς να σε φωνάζω;
ΝΤΙΕΓΚΟ: Να με λες Ντιέγκο.
ΑΘΗΝΑ: Ντιέγκο.
ΝΤΙΕΓΚΟ: Κατάγομαι ίσως από την Κρήτη, από την Ισπανία και ελπίζω να έχω και καμιά γιαγιά από τη Ρωσία. Το Ντιέγκο είναι το βραζιλιάνικο, όπου έχω μεγαλώσει. 13 χρονών είχα φύγει από το πατρικό μου στον Αμαζόνιο της Βραζιλίας. Εκεί πήγανε οι παππούδες μου και από τη μία μεριά και από την άλλη μεριά για το καουτσούκ. Για το Εl Dorado τους, ας πούμε, να κάνουνε μία καλύτερη ζωή.
Εγώ θυμάμαι να είχα τρομερές ευκαιρίες, έτσι, να μιλήσω με δέντρα και ζώα. Θυμάμαι να έπαιζα στον κήπο της γιαγιάς μου και θυμάμαι να παίζω στον κήπο και να μου λέει η μαμά μου –ήτανε διακοπές, ήμουν δεκατριών, είχα τελειώσει το Γυμνάσιο– και μου λέει η μαμά μου: «Θα πας στη θεία σου, φεύγεις από εδώ». Α! Τρελάθηκα. Έφυγα μόνος μου. Και πήγα σε μία θεία, ανατολικά της Βραζιλίας, Σαο Πάολο, Χουτζανέριο. Ήταν η μετάβαση, ήταν τρομακτική αλλά ήταν και ένα εισιτήριο, ας πούμε, που μου δόθηκε και από κει και στο εξής, εγώ έχω την αίσθηση ότι αγοράζω, όλο και αγοράζω εισιτήρια…μου αρέσει να βρεθώ γενικά στο άγνωστο.
ΑΘΗΝΑ: Ο Ντιέγκο, όταν τον πρωτογνώρισα δεν τον πρωτογνώρισα δηλαδή τον είδα και τον θυμάμαι πότε τον είδα πρώτη φορά αλλά δεν τον γνώρισα και μου είχε κάνει πολύ εντύπωση γιατί έχει ένα πολύ ειδικό φιζίκ με το μουστάκι του και όντως δεν ξέρεις από που είναι, αν είναι από την Κρήτη, αν είναι από τη Βραζιλία, που τελικά είναι όντως και από τα δύο. Ήταν ένας άνθρωπος μεροκαματιάρης αλλά ταυτόχρονα πολύ απόκοσμος κιόλας.
ΝΤΙΕΓΚΟ: Εγώ αισθάνομαι ακριτικός, Ακρίτας. Ψάχνω διαβάσεις, δεν ψάχνω βάσεις. Αλλά είναι πολλές φορές, παραδείγματος χάρη σήμερα που φύτευα έναν μπαχτσέ, ήμουνα φουλ Κρητικός. Είναι άλλες φορές που καθώς κινούμαι, ενώ χορεύω ή που μιλάω με έναν ξένο κόσμο, είμαι φουλ Βραζιλιάνος. Τις άλλες μπορεί να έχω ένα τρελό μεράκι, να είμαι ψηλομύτης, είμαι φουλ Ισπανός. Δεν ξέρω. Και όσες φορές έχω βρεθεί στα ξένα πάντα μου άρεσε έτσι να τους ακούσω τόσο προσεκτικά, που να νομίζω ότι έστω για αυτό τον καιρό που είμαι εκεί, είμαι είτε Λιβανέζος, είτε Μαροκινός, είτε Αλβανός, είτε Βούλγαρος, είτε…
Η γη μου αρέσει πάρα πολύ,μου υπενθυμίζει κάτι που είναι σαν να είναι δώθε, είναι πριν από μένα. Έχω την αίσθηση ότι όταν σκάβω, έχω μία επαφή με το θείο. Η Αθήνα έχει κάπως για μένα τώρα μία γρηγοροσύνη, μία… Κάτι βίαιο, ας πούμε, στο ρυθμό της, που είναι κάτι που δεν πολυταιριάζει με αυτό το ρυθμό που θέλω να σκάψω. Για μένα η Αμοργός είναι αυτό το πράγμα. Είναι ένα παρτέρι, που πάλι είναι κομμάτι του άγνωστου.
Κάθε φορά που ξυπνάω εδώ πέρα, έχω την αίσθηση ότι: «Ω! Πάμε ταξίδι, πάμε για να ταξιδέψουμε λίγο πάλι». Και στο τέλος της ημέρας που πάει να βασιλεύει ο ήλιος, και είναι η Αμοργός σαν να είναι όλα τα βιβλία του κόσμου, ας πούμε. Είναι ωραίο, μου κάνει.
ΑΘΗΝΑ: Ο Ντιέγκο είναι ένας άνθρωπος από αυτούς που πήρα τη συνέντευξη και από τότε ήρθαμε πολύ πολύ πιο κοντά και γίναμε φίλοι, μια γνωριμία που λες αυτόν δεν θα τον ξεχάσω ποτέ.
ΧΑΡΙΣ: Περιηγητής και καλλιεργητής της γης, π Ντιέγκο βρήκε στην Αμοργό τον τόπο για να ξεφύγει από την γρηγορσύνη, όπως είπε, της Αθήνας. Από την ίδια αυτή γρηγορσύνη που ήθελε να ξεφύγει και η Αθηνά. από την άλλη μεγάλη πόλη, τη Θεσσαλονίκη. Μετά το δυσκολο τέλος μιας ερωτικής σχέσης θέλησε να φύγει προς Πειραιά και να πάει διακοπές μόνη.
ΑΘΗΝΑ: Η λέξη διακοπές απείχε πολύ από την πραγματικότητά μου. Γιατί δεν μπορούσα πραγματικά να κάνω διακοπές, πιο πολύ το έβλεπα σαν ένα διάλειμμα από αυτό που ζω. Ήθελα απλά να φύγω, να εξαφανιστώ και ήθελα να πάω και κάπου που να μη με ξέρει κανένας. Θυμάμαι ότι όταν έφτασα στο λιμάνι με πιάσανε τα κλάματα γιατί κάπως αισθάνθηκα ότι σαν ότι χαλάρωσα. Αυτό που χαλαρώνεις πάρα πολύ μετά από πολύ πιεστική περίοδο και ξαφνικά εκτονώνεσαι. Δηλαδή με κοιτούσαν οι τουρίστες και σκεφτόντουσαν ότι είμαι μια τρελή δίπλα τους που κλαίει.
Μετά από λίγες μέρες συνειδητοποίησα ότι έχω κάνει λάθος υπολογισμό και δεν θα έχω χρήματα για πολύ καιρό ακόμα και πρέπει κάτι να κάνω για αυτό. Οπότε μαθημένη μια ζωή από το να δουλεύω στην εστίαση βρήκα δουλειά στη χώρα της Αμοργού μπαρ, στο Γιασεμί.
Πέρασε έτσι το τέλος του καλοκαιριού και ήρθε το φθινόπωρο. Και εγώ κρίθηκε έτσι τον Σεπτέμβριο να αποφασίσω τι θα κάνω..Με παίρναν τηλέφωνο από τη Θεσσαλονίκη μου λέγανε μήπως πρέπει να γυρίσεις πίσω και μέσα σε μία στιγμή θυμάμαι ενός τηλεφωνήματος λέω δε πάω πουθενά, θα κάτσω εδώ πέρα. Μέσα σε μία στιγμή αποφάσισα ότι δεν θα γυρίσω πίσω όπως και έκανα δε γύρισα ποτέ πίσω.
Και ξαφνικά στην Αμοργό αισθάνθηκα ότι είχα πρώτη φορά τόσο επαφή με τον εαυτό μου και σαν κάπως να ησύχασα γιατί ήμουνα πολύ αγρίμι πριν έρθω στην Αμοργό. Είχα ένταση είχα άγχος, πάθαινα κρίση πανικού και κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι είμαι στην Αμοργό έχουν περάσει δύο τρεις μήνες και δεν έχω πάθει τίποτα, ούτε μια ταχυπαλμία.
ΧΑΡΙΣ: Η Αθηνά αποφάσισε να περάσει τον χειμώνα μόνη της στο νησί. Εξερεύνησε τον τόπο, ζωγράφισε πολύ και έγραφε ποίηση κάθε μέρα.
ΑΘΗΝΑ: Δεν σταμάταγα να γράφω δηλαδή ξυπνούσα και μπορεί να ήθελα να πιω ένα ποτήρι νερό και πάλι κάτι τα σημείωνα. Είχα μάλιστα βάλει και ένα σκοινί στον τοίχο από τη μία άκρη ως την άλλη του δωματίου και κρέμαγα με μανταλάκι αυτά που έγραφα για να τα βλέπω και μερικές φορές μάλιστα άνοιγα ήταν το σπίτι διαμπερές που έμενα τότε και όταν άνοιγα την μία πόρτα και την άλλη τα έπαιρνα ο αέρας κυριολεκτικά όλα και τα πήγαινα που να είναι.
Ήταν πολύ αισθητό ότι έχω ξανά επαφή με τη φύση. Και συνειδητοποίησα εκείνο τον πρώτο μου δηλαδή χειμώνα που δεν ήξερα κανέναν και δεν με ήξερε και κανένας άλλος, ότι ξανασυστήθηκα με τον εαυτό μου. Γινόμουν όλο και πιο δυνατή όσο περνάει ο καιρός.
ΧΑΡΙΣ: Αυτό ήταν και το κοινό σημείο ταύτισης της με τον Θοδωρή: η αλλαγή του τόπου σε συνδυασμό με την τέχνη λειτούργησε θεραπευτικά.
ΑΘΗΝΑ: Και ποια είναι η σχέση σου με τα χαρακτικά λοιπόν:
ΘΟΔΩΡΗΣ: Η σχέση μου με τα χαρακτικά ήταν μία ανάγκη που είχα να αλαφρύνω κάπως τον εσωτερικό μου κόσμο. Προέκυψαν μετά από έναν θάνατο μιας φίλης, της καλύτερής μου φίλης, της Βαλεντίνας, το 2015, που πέθανε από καρκίνο στο αίμα ταχείας μορφής, μέσα σε ένα εξάμηνο δηλαδή έφυγε.
Αγαπιόμασταν πάρα πολύ με την Βαλεντίνα. Ήξερε να με διαβάσει και να την διαβάσω, αυτό ήταν το θέμα. Δεν είχα δηλαδή άλλον τέτοιον άνθρωπο ποτέ στη ζωή μου. Ακόμα δεν έχει υπάρξει τέτοιος άλλος άνθρωπος στη ζωή μου, να σ’ το πω έτσι πολύ απλά. Αυτό με έκανε πάρα πολύ μοναχικό. Πραγματικά με τσάκισε, κουνήθηκε το κεφάλι μου ρε παιδί μου, έγινε σεισμός, κάτι άλλαξε μέσα μου, έσπασαν πολλά πράγματα. Και κάπως ήθελα να το εκφράσω. Έμεινα κλεισμένος για αρκετό καιρό μες στο σπίτι. Είναι και η αιτία που ήρθα και στην Αμοργό βέβαια. Γιατί δεν θα την έβγαζα μάλλον στην Αθήνα, γιατί έπαψα να δουλεύω εκείνη τη χρονική περίοδο.
Για δύο μήνες έμεινα στην Αιγιάλη στο σπίτι της Ιβόνας. Η Ιβόνα είναι πρώην μοντέλο η οποία όμως μεγάλη σε ηλικία και είχε χτίσει ένα σπίτι ακριβώς πάνω από την Αιγιάλη, αυτόνομο από ρεύμα και νερό. Ιδιαίτερη περίπτωση η Ιβόνα. Έτσι, ζούσε μόνη της εκεί πέρα πάνω στα εβδομήντα της και με θέματα κιόλας στο σώμα πλέον. Οπότε έμεινα μαζί της και η ανταλλαγή που κάναμε ήταν εγώ να ποτίζω τον παράδεισο τον οποίο έφτιαχνε η Ιβόνα, γιατί είχε ένα κτήμα το οποίο ήταν κλιμακωτό. Συνεπώς ήθελε πολύ περπάτημα, το οποίο δεν μπορούσε να κάνει η Ιβόνα.
Εδώ πέρα θεραπευόμουνα λίγο-λίγο. Η αλήθεια αυτή είναι. Έμεινα για ένα χρόνο και στη Χώρα κιόλας. Αλλά η θεραπεία προσωπικά για μένα ξεκίνησε όταν μεταφέρθηκα στον Κάτω Κάμπο. Ο Κάτω Κάμπος βρίσκεται νότια της Αμοργού. Είναι ένα άγριο μέρος. Εκεί έμεινα δυόμισι χρόνια. Είναι υπέροχα και έχει και το μαγικό φως των κυκλάδων. Ακούγεται κάπως το μαγικό φως των κυκλάδων αλλά είναι αλήθεια τι να κάνουμε τώρα.
Είμαι τον πρώτο χρόνο ήδη εκεί πέρα, πήγαινα στο καφενείο των ντόπιων στην Κολοφάνα. Η Κολοφάνα είναι ένα μικρό χωριό που έχει βοσκούς κατά κύριο λόγο, αγνές προσωπικότητες όλοι, οι οποίοι δεν θέλουν κιόλας να πουλήσουν τη γη τους, ενώ τους έχουν δοθεί και πολύ καλές προτάσεις, για εκατομμύρια. Αλλά η απάντηση των πιο πολλών είναι «Και τι να τα κάνω τα λεφτά; Εγώ θέλω να βγαίνω έξω και να περπατάω μαζί με τα κατσίκια μου. Γίνεται; Θα μου το δώσουν αυτό τα λεφτά;». Απολαμβάνουν μία ελευθερία που εμείς οι αστοί ποτέ δεν θα καταλάβουμε στα αλήθεια. Το ότι ο αέρας τους χτυπάει το κούτελο και αναδεύει τα μαλλιά τους, εμείς ποτέ δεν θα το καταλάβουμε, Αθηνά.
Είμαι στο καφενείο με τους βοσκούς όλους οι οποίοι τον πρώτο καιρό δεν μου μιλούσαν. Με κοιτούσανε καλά-καλά, προσπαθούσαν να μαντέψουνε. Και εγώ δεν καταλάβαινα. Είχα και πιο πολλά μούσια. Κάποια στιγμή άρχισαν να μου κάνουν απλές ερωτήσεις και εγώ ανταποκρινόμουν απλά, απαντούσα δηλαδή, όπως μιλάμε εμείς οι δύο τώρα. Και γυρίζει ο ένας βοσκός στον άλλον και λέει: «Ρε συ, αυτός καλά είναι». Το πιάνω, λέω: «Καλά, τρελός νομίζατε ότι είμαι;». Μου λένε: «Ρε συ Θοδωρή, τι κάνεις εκεί κάτω; Δεν φοβάσαι μόνος σου;». Τους λέω: «Μάγκες, μάλλον εσείς θα φοβηθείτε, αν 'ρθείτε το βράδυ και με δείτε».
ΑΘΗΝΑ: Δούλευα στο γιασεμί και χτυπάει το τηλέφωνο. «Γεια μου λέει είσαι η Αθηνά;» και είναι ένας άνθρωπος με φοβερή φωνή - έχει φοβερή φωνή ο Θοδωρής - και με πήρε τηλέφωνο να γνωριστούμε τηλεφωνικώς, γιατί παλιότερα αυτός δούλευε στο Γιασεμί και το κρατούσε το μαγαζί για κάποια χρόνια. Ξεκίνησε να με παίρνει τηλέφωνο οπότε μου μιλούσε αρκετά συχνά. Κι αυτός ήρθε στην Αμοργό σε μια δύσκολη στιγμή στο νησί. Οπότε ταυτιστήκαμε σε αυτό αρκετά.
ΘΟΔΩΡΗΣ: Κάποια στιγμή έπρεπε να γυρίσω, γιατί δεν μπορούσα να πάρω σύνταξη. 'Ημουν ακόμα νέος για να κάτσω στον Κάτω Κάμπο. Η θεραπεία ολοκληρώθηκε κατά κάποιο τρόπο. Οξύνθηκαν οι αισθήσεις μου, ήταν σαν να έβγαζα καινούργια δόντια εκεί πέρα κάτω. Η απομόνωση έχει το εξής καλό, ότι δεν έχεις με ποιον να τσακωθείς. Θα τσακωθείς με τον εαυτό σου. Αναγκαστικά θα πρέπει να δεις τον εαυτό σου.
ΑΘΗΝΑ: Το καλοκαίρι του 2021 νομίζω ήταν το πιο ωραίο καλοκαίρι της ζωής μου γιατί είχα περάσει όλη αυτή τη θεραπευτική περίοδο, είχα ωριμάσει πολύ όλον αυτόν τον χειμώνα και αισθανόμουνα ότι μου αρέσουν όλα.
Στο τέλος του Αυγούστου σε μία πολύ δύσκολη βάρδια που είχα, ήμουν σε τόσο πιεσμένη ψυχολογική κατάσταση λόγω της δουλειάς εκείνη την ημέρα που είπα θα πάω στο after bar της χώρας να πιω ένα ποτό μόνη μου. Και έτσι με έναν πάρα πολύ σουρεαλιστικό τρόπο εκείνο το βράδυ γνώρισα τον Μάριο.
Θυμάμαι ότι τον είδα στην άλλη άκρη του bar να κάθεται, και τον παρατηρούσα τον είχα δει εκείνες τις ημέρες γιατί δούλευε και αυτός σε ένα άλλο μαγαζί. Μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση γιατί θεώρησα ότι είναι πολύ όμορφος και θυμάμαι που τον είδα στην άλλη άκρη του bar και σκέφτηκα μήπως σήμερα είναι μια καλή στιγμή να τον γνωρίσω τελικά και θυμάμαι ότι κάθε ένα τεταρτάκι πήγαινα σε ένα σκαμπό δίπλα, μετακινούμουν ένα σκαμπό δίπλα. Μιλάμε τώρα για 20 σκαμπό δηλαδή μετά από πάρα πολύ ώρα έφτασα δίπλα του και θυμάμαι που γύρισε και με κοίταξε και το πρώτο πράγμα που μου είπε είναι: «Μα καλά πως έφτασες εσύ εδώ».
Οπότε έτσι γνωριστήκαμε και ξεκινήσαμε να περνάμε χρόνο μαζί εκείνες τις πρώτες μέρες και αυτό πήρε 2-3 εβδομάδες. Δουλεύαμε και οι δύο ακόμα αλλά είχαμε μια πολύ έμφυτη χαρά ότι θα βρεθούμε μετά τη βάρδια ότι ποιος θα πάρει τηλέφωνο τον άλλον, σιγά σιγά να μας δουν έξω στην αρχή δεν το λέγαμε μετά αρχίσαμε να φιλιόμαστε και έξω. Οπότε είχε ένα πολύ ελαφρύ κλίμα το οποίο εμένα μέσα μου άρχιζε να ωριμάζει μέρα με τη μέρα και να καταλαβαίνω ότι αρχίζω και τον ερωτεύομαι. Αλλά αυτό μπορεί να είναι ένα love story καλοκαιρινό το οποίο δεν πάει και πουθενά, εγώ μένω στην Αμοργό αυτός μένει στην Αθήνα δεν κάνω σχέση από απόσταση, δεν μπλέκω με τέτοια πράγματα. Φαντάζομαι κι αυτός το ίδιος σκεφτότανε.
Θυμάμαι ότι ήρθαν τα γενέθλιά μου 16 Σεπτέμβρη. Και βγήκαμε εκείνο το βράδυ να γιορτάσουμε τα γενέθλια μου μαζί με τον Μάριο. Και μεθύσαμε πάρα πολύ και ήταν φανταστική βραδιά και στο τέλος της βραδιάς λέω «Θέλω να κάνω δώρο γενεθλίων στον εαυτό μου, να σου κάνω ερωτική εξομολόγηση και μην πεις τίποτα στην τελική και επειδή έχω γενέθλια θέλω να σου πω ότι είμαι ερωτευμένη μαζί σου και θέλω να μείνεις μαζί μου εδώ το χειμώνα».
Μετά από μια βδομάδα άνοιξε την πόρτα στο σπίτι και έφερε τη βαλίτσα του και θυμάμαι που με κοίταξε με την άκρη του ματιού του και δεν μου είπε τίποτα, δηλαδή δεν έγινε ποτέ συζήτηση του τύπου «Α τελικά θα κάτσεις, να μήπως», τίποτα ήρθε άφησε τη βαλίτσα του έβαλε την οδοντόβουρτσά του στο μπάνιο και δεν ξανασυζητήσαμε ποτέ αν θα μείνει ή όχι και για πόσο. Έμεινε τέλος.
Οπότε ξεκίνησα να έχω κάποιον που να είμαι μαζί πια στην Αμοργό έναν συνοδοιπόρο γιατί αυτό είναι για μένα ο Μάριος είναι ο συνοδοιπόρος μου που όλα τα προβλήματα που μπορεί να ζω σε αυτό το νησί τα μοιράζομαι μαζί του, από τα πιο απλά τα θέματα περίθαλψης μέχρι τα πιο ωραία πράγματα που είναι ότι, όντως σαν τον ουρανό της Αμοργού δεν έχει. Αυτά τα φεγγάρια που μπορείς να δεις εδώ δεν τα βλέπεις εύκολα, η αίσθηση του χρόνου κυλάει πάρα πολύ διαφορετικά επίσης δηλαδή όντως κοιτάς τον ήλιο για να καταλάβεις τι ώρα είναι δεν χρειάζεται πολλές φορές να κοιτάξεις το ρολόι.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Εγώ γεννήθηκα στη Γαλλία, στο Παρίσι μεγάλωσα. Για μένα η Ελλάδα ήτανε κάτι σαν... Οι Γάλλοι λένε: «La terre promise». Αυτό που υπόσχεται ο Μεσσίας. Κάτι που ήθελα πάρα πολύ, που περίμενα. Δούλευα, έβαζα λεφτά στην άκρη για να μπορώ να πηγαίνω διακοπές και πήγαινα στα νησιά.
Ήτανε εκείνο το καλοκαίρι του ‘81. Και σε ένα καράβι, έγραφε «Αμοργός». Κατέβηκα και έφτασα χαράματα του Δεκαπενταύγουστου. Νόμιζα ότι έφτασα στον παράδεισο. Γιατί όπως άρχιζε το πρωί φαινότανε αυτά, τρία χωριουδάκια εκεί ψηλά, και κάτω ήταν λίγα σπίτια. Ήτανε τα σπίτια των ψαράδων. Κοιμήθηκα κάπου στην παραλία και όταν ξημέρωσε για τα καλά μετά από λίγες ώρες, τότε είδα όλη την απίστευτη ομορφιά αυτού του τόπου. Και δεν έκατσα μια βδομάδα, έκατσα δυο μήνες.
ΑΘΗΝΑ: Θα έλεγα ότι η μαμά μου είναι ο πρώτος συνδετικός μου κρίκος με την Αμοργό. Γιατί μεγάλωσα με δικές της ιστορίες από το νησί και πάντα την άκουγα να λέει τη λέξη «Αμοργό» σε φίλους της, σε τυχαίες συζητήσεις που μπορεί να είχε. Που εγώ μέχρι να φτάσω σε μια λογική ηλικία νόμιζα ότι η Αμοργός, δεν ξέρω, είναι άνθρωπος. Δεν είχα καταλάβει καν ότι είναι νησί. Αποφάσισα να της πάρω τη συνέντευξη, γιατί ενώ υποτίθεται ότι είμαι στην Αμοργό και προσεγγίζω ανθρώπους από εδώ, στο κεφάλι μου μέσα η μαμά μου είναι ένας άνθρωπος της Αμοργού.
Ήταν μία μεγάλη περιπέτεια η Αμοργός, γνώρισα πολύ κόσμο. Ήρθαν και φίλοι με ένα καΐκι που λεγόταν Αλδεβαράν. Μυθική ιστορία που ακόμα και μέχρι σήμερα, μιλάνε για αυτό.
ΑΘΗΝΑ: Τι εννοείς;
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Το Αλδεβαράν ήταν ένα καΐκι που το είχανε δύο άτομα. Ο Κορογιάννος και ο Μύρωνας.
ΑΘΗΝΑ: Μου πέταγε όλα αυτά τα χρόνια και ονόματα και ημερομηνίες και τόπους αλλά δεν μου είχε διηγηθεί ποτέ την ιστορία με έναν τρόπο όπως μου τη διηγήθηκε στη συνέντευξη αυτήν. Και όταν ξεκίνησε να μου λέει για το Αλδεβαράν που είναι μια ιστορία όντως πολύ ειδική, είχα μείνει παγωτό και ξέχασα κι εγώ ότι της παίρνω συνέντευξη. Χάθηκα πολύ στην αφήγησή της.
ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ: Ήταν παλιό καΐκι του ‘57 νομίζω, το μαύρο καϊκι 17 μέτρα, το είχαν φτιάξει αυτό το καΐκι. Και θέλαν να ψαρεύουνε. Τα άτομα αυτά δεν ήταν όμως παραδοσιακοί ψαράδες. Και είχαν αποφασίσει αυτό να το κάνουν και τρόπο ζωής. Τότε εγώ ήμουν στο καΐκι γιατί είχα ερωτευτεί τον Δημήτρη Κορογιάννο. Και έτσι άρχισε μία μεγάλη περιπέτεια εκείνο το καλοκαίρι με το Αλδεβαράν, που ταξιδέψαμε μαζί, φτάσαμε πάλι στην Αμοργό. Και κάποια στιγμή συνεργάστηκε με ένα καΐκι Καλυμνίων για να πάνε να ψαρέψουν από γυμνάσια νάρκες για να μπορούν να τις ανοίξουν και να πάρουν τον δυναμίτη. Γιατί τότε οι Καλύμνιοι ψάρευαν με δυναμίτη.
Μία φορά που ανεβάζαμε με τον Κορογιάννο τη μία νάρκη, όπως την ανέβασε κάποια στιγμή βρέθηκε ο κόμβος εκεί στην άκρη, και αυτό άνοιξε, έσπασε «Μπαπ». Και ξανάπεσε κάτω δηλαδή η νάρκη. Και θυμάμαι ότι γύρισε το κεφάλι ο Δημήτρης και με κοίταξε. Και κατάλαβα ότι με κοίταζε σαν να μου λεγε: «Τώρα δεν ξέρω να σου πω τι θα γίνει». Και θυμάμαι ότι δεν φοβήθηκα καθόλου, ήμουν πολύ ερωτευμένη και δεν φοβόμουνα καθόλου γιατί έλεγα: «Εντάξει θα πεθάνω με τον Κορογιάννο. Δεν φοβάμαι». Ηταν τόσο ρομαντικά.
Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, νόμιζα ότι... Ότι εκεί χάθηκα σε αυτή την ρωγμή του τόπου και του χρόνου εκεί στο Αιγαίο.
ΑΘΗΝΑ: Κατάλαβα πολλά πράγματα και για εμένα, όταν της έπαιρνα την συνέντευξη και για τη δική μου σχέση με το νησί. Γιατί καταλάβαινα όσο περνάει η ώρα τι σύνδεση έχει με αυτόν τον τόπο, που ποτέ δεν το είχα συνειδητοποιήσει όπως τη στιγμή εκείνη και κατάλαβα μέσα σε όλη αυτή τη δραματική για μένα περίοδο που αποφάσισα να μετακομίσω στο νησί, αυτό που οι περισσότεροι σκεφτόμαστε «Δεν είμαι καλά, θέλω τη μαμά μου» συνειδητοποίησα εκ των υστέρων ότι εγώ ήμουν στην Αμοργό και είχα την αίσθηση ότι ήμουν με τη μαμά μου. Γιατί μερικές φορές ξέρεις οι άνθρωποι δεν χρειάζονται να είναι κοντά ένας τον άλλον τοπογραφικά για να βρίσκονται κοντά. Αισθάνομαι με ένα τρόπο ότι όταν μιλάω μαζί της, σαν να νιώθει και αυτή ότι είμαι κάπως ασφαλής εδώ πέρα. Γιατί κι εγώ εδώ πέρα έχω ζήσει το δικό μου Αλδεβαράν.
ΑΘΗΝΑ: Αυτοί όλοι οι άνθρωποι που είμαστε όλοι μαζί και κάνουμε κάπως παρέα, έχουν αναγκαστεί και ταυτόχρονα αποδεχτεί την Αμοργό σαν έναν καινούριο τόπο δικό τους.
ΝΤΙΕΓΚΟ: Και δεν μετανιώνω και δεν νοσταλγώ. Στη Βραζιλία έχουμε μία παράξενη λέξη, που είναι η «saudade», που έχω την αίσθηση ότι νόστος είναι ό,τι πιο κοντά από «saudade». Που είναι κάτι που σου λείπει, αλλά όχι ακριβώς. Δεν σε καθηλώνει, γιατί σου λείπει. Σε προωθεί πιο πολύ για την επόμενη μέρα και όχι για αυτό που πέρασε. Εάν νοσταλγώ κάτι, είναι πάλι το άγνωστο. Νοσταλγώ το αύριο, έτσι. Σαν το έχω αμφιβολία, ας πούμε, τι πάει να γίνει. Καμιά φορά που κάθομαι σκεπτικός και έτσι βυθίζομαι σε συλλογισμούς, είναι πιο πολύ γιατί σκέφτομαι δηλαδή το αύριο τι θα γίνει, αλλά το χθες όχι. Οπότε εγώ σκέφτομαι το μέλλον να έχει αυτήν την κίνηση, την αέναη, που ζω όντας στην Αμοργό. Που ζω τώρα στο παρόν μου.
ΧΑΡΙΣ: Ο Ντιέγκο συνεχίζει να ταξιδεύει, τον περισσότερο όμως χρόνο ζει με την σύντροφό του στην Αμοργό.
ΝΤΙΕΓΚΟ: Εχω την τάση να απαντήσω ότι είμαι από εδώ. Είμαι από εδώ παιδιά, από εδώ είμαι. Με βλέπετε, από εδώ είμαι.
ΧΑΡΙΣ: Ο Θοδωρής παρότι επέλεξε να γυρίσει στην Αθήνα, ένα κομμάτι του σίγουρα έχει μείνει στην Αμοργό. Αυτή την περίοδο αναζητά σπίτι για να επιστρέψει στον άγριο τόπο του.
ΘΟΔΩΡΗΣ: Δεν είμαστε στάσιμα πλάσματα, Αθηνά. Η Αμοργός μου λείπει σε φάσεις αλλά μου λείπει εκείνο εκεί το κομμάτι, το αλώβητο που έχει μείνει μόνο, από τη Κολοφάνα και κάτω. Ακόμα και στα σπίτια τους, αν μπεις, ο τρόπος ο οποίος έχουν στήσει τα έπιπλα, τις φωτογραφίες, τα σεμεδάκια, είναι κάτι το μαγικό. Θα έμπαινε δηλαδή ένας σκηνογράφος, αν έμπαινε και τα έβλεπε αυτά τα πράγματα, θα το λάτρευε.
ΧΑΡΙΣ: Η Αθηνά ζει με τον αγόρι της Μάριο και την σκυλίτσα της Ρούλα, στο μικρό σπιτάκι στην χώρα της Αμοργού.
ΑΘΗΝΑ: Αισθάνομαι ότι χτυπάω πολύ στην πόλη. Χτυπάει η καρδιά μου αλλιώς αλλά για κάποιους λόγους λειτουργώ καλύτερα τελικά στην επαρχία τέλος πάντων ή στην άγονη γραμμή ακόμα πιο πολύ. Η Αμοργός είναι μια πέτρα πεταμένη στο Αιγαιο. Δεν είναι Νάξος, δεν είναι Μήλος δεν έχει πλαζ και παραλίες για να κάνουν όλοι κάτι ειδυλλιακές διακοπές. Είναι ένα δυσπρόσιτο νησί, δύσκολο και αισθάνομαι ότι έχει κάτι πρωτόγονο και κάτι αρχέγονο. Θα ήθελα να αισθανθώ ότι αυτός ο τόπος, με χρειάζεται και με θέλει, όπως τον θέλω κι εγώ.
ΧΑΡΙΣ: Συνεχίζει να εξερευνεί τον τόπο της, μέσα και έξω, και να βάζει σκέψεις και λέξεις στο χαρτί. Σύντομα θα εκδώσει τη δεύτερη ποιητική συλλογή της με τίτλο «Μέρη για να ζεις».
Μέρη για να ζεις:
Τα σπίτια είναι άνθρωποι
που ζούμε μέσα τους
για κάποιους μήνες,
ίσως για κάποια χρόνια.
Συνήθως το πληρώνουμε πανάκριβα,
ή μερικές φορές
αναγκαστικά συγκατοικούμε
άλλος να ανάβει τα φώτα το βράδυ
άλλος να κάνει την λάντζα το πρωί.
Έχω αλλάξει τόσα σπίτια
και κάποια τα έχω παντελώς ξεχάσει
δεν θυμάμαι ούτε διεύθυνση
ούτε καν τη διαρρύθμιση,
σπίτια που έφυγα νύχτα
σπίτια που άφησα την πόρτα ανοιχτή,
σπίτια που παράτησα το στερεοφωνικό και τις αφίσες. μέρη για να ζεις
χωρίς συμβόλαιο
μέρη που υποκλήθηκαν
στη μόδα του ερ μπι εν μπι,
μέρη για να μεγαλώνεις.
Τα σπίτια είναι άνθρωποι
που νοικιάσαμε για λίγο ή πολύ,
που μπήκαν άλλοι για να μείνουν
και φυσικά
άλλοι μετακόμισαν σε εμάς.
Το σπίτι μου είναι μικρό
μα διαυγές και φωτεινό,
το αγαπημένο μου ως τώρα.
Ένα αυθαίρετο στην Αμοργό
που δεν κλειδώνω την πόρτα
όταν φεύγω και
που όταν κοντοστέκομαι
μπροστά από το παράθυρο
θα έλεγε κανείς
ο αέρας μου κουνάει τα μαλλιά
και πάει.
ΧΑΡΙΣ: «Αμοργός: Αναζητώντας τον τόπο μου», ένα podcast της σειράς Istorima reversed.
Ανακάλυψε περισσότερες αληθινές ιστορίες που θα αλλάξουν τον κόσμο σου στο istorima.org.
Istorima. Μία ιστορία αλλάζει πολλές.