Εισαγωγή (Ευφροσύνη Κυριαζή)
Στη ζωή ενός ανθρώπου υπάρχουν πολλά ταξίδια...
Ταξίδια για δουλειά, για σπουδές, για αναψυχή.. Ταξίδια που συνδέονται με χαρές ή ακόμα και λύπες. Ταξίδια μοναχικά ή και με συντροφιά. Ταξίδια σύντομης απόδρασης ή και άλλα που δεν τελειώνουν ποτέ....
Ίσως το πιο σημαντικό και δύσκολο ταξίδι που θα κληθεί να κάνει ο καθένας από εμάς είναι αυτό της ανακάλυψης του εαυτού του και της εκπλήρωσης των επιθυμιών του.
Ο Θανάσης Κοντάρης ξεκίνησε το ταξίδι της ζωής του από την Πάτρα, άλλαξε πολλές φορές ρότα στους στόχους του, βρέθηκε σε διάφορες πόλεις και χώρες, ξεπέρασε τα εμπόδια και συνδέθηκε με ανθρώπους που τον στιγμάτισαν και τους κουβαλάει μέσα του.
Μια ιστορία ανατροπών για ένα ταξίδι στις δυσκολίες, στο όνειρο, στον έρωτα, αλλά και στο απρόσμενο που καρτερεί στο διάβα του χρόνου...
Αφηγητής (Θανάσης Κοντάρης)
Ο άνθρωπος έχει αστείρευτη πηγή ενέργειας και έχει απίστευτη θέληση. Δεν υπάρχει κάποιο εμπόδιο, τα πάντα είναι εφικτά. Μπορείς να αγγίξεις και να πιάσεις τα πάντα, αρκεί να το θες και να είσαι εκεί…
Δυσκολεύομαι να πιστέψω ανθρώπους που μου λένε: «A δεν μπορώ, να, να, να…» και πολλές φορές επειδή έχω μια άλλη πορεία, είμαι και λίγο αυστηρός κριτής με αυτούς, οι οποίοι εγκαταλείπουν πάρα πολύ γρήγορα. Καταλαβαίνω, βέβαια κατανοώ, αλλά νομίζω πως δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σε σταματήσει στη ζωή σου. Μπορεί να καταφέρεις και τον πιο ονειρικό σου στόχο, ας πούμε, αρκεί να είσαι εκεί και να προσπαθήσεις.
Η κοινωνία κατατάσσει τους ανθρώπους -βάζει ταμπέλες- πάρα πολύ γρήγορα, χωρίς να ξέρει τι θα γίνει, οπότε εγώ είχα το στίγμα του ορφανού και πιθανότατα και μακροπρόθεσμα και του αποτυχημένου στη ζωή. Κάτι που εμένα με ιντρίγκαρε, εννοώ με πείσμωσε πάρα πολύ.
Για εμένα ήταν μεγάλη πρόκληση αυτό το πράγμα. Οπότε η αλλαγή αυτή και το γεγονός ότι μπήκα στην Ιατρική και σπούδασα και τελείωσα ήταν μία ανατροπή για το τι θεωρούνταν -ας πούμε- δεδομένο στην αντίληψη του κόσμου και της κοινωνίας και σε μένα… Δεν ήταν εύκολος δρόμος, σαφέστατα, ήταν πάρα πολύ δύσκολο δρόμος, αλλά για μένα ήταν πρόκληση μεγάλη.
Ο πατέρας μου ήταν χειριστής μηχανημάτων, η μητέρα μου εργάτρια. Μεγαλώσαμε λοιπόν σε αυτή τη γειτονιά σε μία πάρα πολύ φτωχή οικογένεια. Στη γειτονιά μου τότε, ο μέσος όρος των παιδιών μπορεί να έχει τελειώσει μόνο το γυμνάσιο. Οπότε, το να μπει κάποιος στο πανεπιστήμιο και να… να μπει μόνο στο πανεπιστήμιο ήταν
τεράστιο επίτευγμα ας πούμε. Και ιδιαίτερα για εμένα προσωπικά, όταν μεγάλωσα
ουσιαστικά ορφανός -η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν δύο ετών, δεν τη γνώρισα
ποτέ, μόνο ιστορίες και φωτογραφίες έχω δει, ακούσει και δει- ήταν μία τεράστια
πρόκληση, ας πούμε.
Ήμουνα πάρα πολύ κακός μαθητής. Το γυμνάσιο το τελείωσα με βαθμό δέκα. Και την πρώτη και τη δευτέρα και την τρίτη γυμνασίου. Ως κακός μαθητής επέλεξα ένα τεχνικό λύκειο, ήταν τα Τ.Ε.Λ. τότε, Τεχνικά Επαγγελματικά Λύκεια. Θυμάμαι για ποιο
λόγο ήθελα να γίνω γιατρός. Μάλλον τρεις ήταν οι αιτίες, οι οποίες με οδήγησαν
να βρίσκομαι εδώ που είμαι σήμερα. Ένα ήταν το πείσμα μου απέναντι στην αντίληψη του κόσμου, ότι εγώ είμαι ένα παιδί «κατεστραμμένο» -σε εισαγωγικά
μέσα- ή το μέλλον μου δεν διαγράφεται και πάρα πολύ λαμπρό. Το δεύτερο ήταν… Ένα βράδυ θυμάμαι να δουλεύω σε ένα εστιατόριο πάρα πολύ κουρασμένος, ήμουνα βοηθός του βοηθού, βοηθός τέλος πάντων. Κάποια στιγμή ο μετρ του εστιατορίου, ήταν ένας τύπος πενήντα χρονών συμπαθητικός πάρα πολύ, ο Νίκος, ακόμα τον θυμάμαι, όπου στο τέλος της βάρδιας ήταν εξουθενωμένος. Και τον κοίταξα κι έλεγα: «Βλάκα, εάν δεν κάνεις κάτι, Θανάση -λέω- αν δεν κάνεις κάτι και εσύ στα πενήντα σου χρόνια θα είσαι εδώ». Αυτό ήτανε ο δεύτερος λόγος και ο τρίτος λόγος ήτανε, ανακάλυψα τους «Γιατρούς χωρίς σύνορα», που για μένα ήταν μεγάλη πρόκληση! Ήθελα να ξεκινήσω να γίνω γιατρός, για να ενταχθώ μαζί τους και να συνδράμω, τέλος πάντων, στα προγράμματά τους.
Στην τρίτη λυκείου θυμάμαι πως ρώτησα -υπήρχε ένα μάθημα Σ.Ε.Π., Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός- θυμάμαι τότε ρώτησα: «Πώς μπορεί κάποιος να γίνει γιατρός;». Γέλασε -τέλος πάντων-, μειδίασε λίγο η καθηγήτρια. Μου εξήγησε πως είναι πάρα πολύ δύσκολο. Παρόλα αυτά, υπάρχει ένας τρόπος και αυτός είναι να δώσω εξετάσεις μέσω του Τ.Ε.Λ., να μπω σε ένα Τ.Ε.Ι. και από το Τ.Ε.Ι. να δώσω κατατακτήριες. Μακρύς δρόμος, οπότε κάθισα, σκέφτηκα, λέω: «Θα κάνουμε αυτό το πράγμα». Τέλος πάντων, έτσι και έγινε η πορεία. Μπήκα στο Τ.Ε.Ι. ολοκλήρωσα τις σπουδές μου χωρίς να διαβάζω επίσης, το ξαναλέω δεν θυμάμαι πώς τελείωσα το Τ.Ε.Ι. Δεν ξέρω αν θα με ακούσει κανάς καθηγητής ή οποιοσδήποτε άλλος- αλλά νομίζω ότι όλο το Τ.Ε.Ι. τελείωσε με μία αντιγραφή. Πήρα το πτυχίο εν συντομία, σε τέσσερα χρόνια.β Εγώ ήμουνα Τ.Ε.Ι. Νοσηλευτικής, με μεγάλη χαρά παρακολουθούσα τις κλινικές στη σχολή, τα μαθήματα όμως μου ήτανε, όχι δύσκολα, αλλά αδιάφορα. Δεν είχα μάθει να διαβάζω κιόλας.
Ήταν περίπου το ΄99 με 2000. Σκεφτόμουν λοιπόν εκείνη τη χρονιά ότι τελείωσα την πρακτική και πήρα το πτυχίο: «Θα δώσω για κατατακτήριες ή όχι;». Και με το που τελείωσα τον στρατό, αποφάσισα να κάτσω να διαβάσω και να δώσω κατατακτήριες εξετάσεις λαμβάνοντας το ρίσκο και τις συνέπειες αυτού, σε περίπτωση που δεν επιτύχω. Έβαλα το σχέδιο για να ικανοποιήσω την πρόκληση αυτή που είχα βάλει από μικρός στο μυαλό μου και έλεγα: «Θανάση, πρέπει να διαβάσεις, δεν υπάρχει άλλη λύση!». Ξεκίνησα Αύγουστο, οι εξετάσεις ήταν τον Ιανουάριο.
Mε θυμάμαι να διαβάζω δύο ώρες την ημέρα με προγραμματισμό, οι οποίες πήγαν στις τέσσερις, πολύ σύντομα στις έξι, στις οχτώ και στις δέκα ώρες τη μέρα, με ρολόι. Δηλαδή, ξύπναγα το πρωί οχτώ με μία διάβασμα, μεσημέρι λίγη τηλεόραση, ξεκούραση… δέκα ώρες την ημέρα. Ένας κολλητός φίλος χειρουργός που τον γνώρισα στη Σύρο όταν έκανα την πρακτική μου σαν νοσηλευτής μου λέει: «Μην δώσεις κατατακτήριες εξετάσεις! Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρεις! Δώσε καλύτερα
αρχιτεκτονική, σου πάει καλύτερα». Το πείσμα μου, όμως, δεν με άφηνε. Με τον
οποίο και διαπληκτιστήκαμε τόσο πολύ, που σταματήσαμε να μιλάμε. Μου λέει: «Αν
καταφέρεις και μπεις στην Ιατρική, να ξέρεις πως θα ανέβω στην Τριών Σύμμαχων
-είναι μια πλατεία στην Πάτρα- στο περίπτερο επάνω γυμνός και θα χορεύω».
Έκανα λοιπόν εγώ την προετοιμασία, ανέβηκα Θεσσαλονίκη να δώσω εξετάσεις. Πω, πω, πω, χτυποκάρδι απίστευτο. Πήγανε καλά οι εξετάσεις, οφείλω να πω. Βγήκα έξω δηλαδή και στα τρία μαθήματα ικανοποιημένος.
Ανέμενα τα αποτελέσματα, 24 Ιανουαρίου βγήκαν τα αποτελέσματα. Και είχα μπει
στην Ιατρική Ηρακλείου. Είχα δηλώσει πρώτα Ιατρική Ηρακλείου, γιατί ήθελα να
πάω να ζήσω στην Κρήτη, αγαπούσα Κρήτη. Ήταν μεγάλη ικανοποίηση όπως
αντιλαμβάνεσαι, κυρίως ηθική ας πούμε, αλλά μαζί με μένα καταλάβαινα πως υπήρχε
και μία διάχυτη χαρά στην οικογένεια, στη γειτονιά και σε όλους τους ανθρώπους,
ας πούμε, που είτε με πίστεψαν, είτε δείλιασαν να με πιστέψουν.
Και έμαθα πως εκείνη την ημέρα νοσηλευτής πήρε την εφημερίδα -γιατί ανακοινωνόντουσαν τα αποτέλεσμα στην εφημερίδα- πήρε την
εφημερίδα και μπήκε μέσα στα χειρουργεία και κόλλησε την εφημερίδα στα μούτρα
του φίλου του χειρουργού, ο όποιος δεν πίστευε ποτέ ότι θα ‘ρθω, ο οποίος με
πήρε και εμένα χαρούμενος τηλέφωνο. Ποτέ δεν εκτέλεσε τέλος πάντων το στοίχημα που είχε βάλει, αλλά χάρηκε τέλος πάντων και αυτός.
Και εκεί άλλαξαν τα πάντα. Μάζεψα τα πράγματά μου με μεγάλη χαρά από την
Πάτρα, χαιρέτησα τους δικούς μου, πήγα στην Κρήτη, βρήκα δουλειά. Περπατώντας στον δρόμο ψάχνοντας να βρω σπίτι και δουλειά, βρήκα μία ανακοίνωση σε ένα τοίχο που έλεγε: «Ζητούνται χορευτές για χορευτικό συγκρότημα. Ήταν ουσιαστικά μία ταβέρνα, παραδοσιακή ταβέρνα, η οποία είχε χώρο… Ήταν άνθρωποι Κρητικοί ντυμένοι με κρητικές παραδοσιακές ενδυμασίες και προϋπαντούσαν τους
τουρίστες, τους έδειχναν πράγματα για την κρητική παράδοση και στο τέλος
έμπαιναν μέσα, τρώγανε αυτοί και έβγαιναν τα Κρητικόπουλα και χορεύανε. Παρόλα αυτά, γνώριζα επίσης πως αν κάτσω στο Ηράκλειο και επειδή ήμουνα οικονομικά ανεξάρτητος, θα έπρεπε να δουλεύω, πως θα καθυστερήσω πάρα πολύ να ολοκληρώσω τις σπουδές μου. Δηλαδή, θα καθυστερήσει πάρα πολύ το πτυχίο.
Και καθήμενος εκεί στο καφενείο έχοντας πιει και μερικές -μερικά τσιπούρα παραπάνω- μάλλον ρακές παραπάνω, είπα θα ρίξω κλήρο. Και έβγαλα ένα κέρμα την τσέπη και είπα: «Κεφαλή επιστρέφω στην Πάτρα, γράμμα μένω» και ρίχνω κλήρο και πέφτει κεφαλή. Με τα πράγματα όπως ήμουν μαζεμένος στο καφενείο, στις οχτώ η ώρα το βράδυ έφευγε το ίδιο πλοίο. Επέστρεψα λοιπόν, μπήκα μες στο πλοίο και επέστρεψα στην Πάτρα.
Γνώριζα λοιπόν πως πηγαίνοντας στην Πάτρα, θακάνω κατευθείαν μεταγραφή γιατί ήμουνα πολύτεκνος. Και έτσι και έγινε. Επέστρεψα στην Πάτρα, στη φωλιά της θείας μου, μεγαλώνοντας με τα ξαδέρφια μου, τον Γιώργο, τη Νεκταρία και τον Γιάννη, και με τη βοήθεια αυτών σπούδαζα στο πανεπιστήμιο της Πάτρας. Με μεγάλωσαν οι δύο μου οι θείες, η νονά μου και η θεία μου η Θεώνη και χάρη σε αυτές κυρίως οφείλω πολλά. Αν θεωρείς ότι έχω κάνει κάποιες επιτυχίες στη ζωή μου, τα οφείλω σε αυτές. Υπήρχε φροντίδα, αγάπη, φαγητό και σπίτι, απαραίτητα συστατικά, έτσι ώστε δούλευα μόνο ελάχιστες φορές για τα πολύ προσωπικά μου έξοδα και υπήρχε βάση για να μπορέσω να αφοσιωθώ στην Ιατρική. Κι έτσι κι έκανα.
Νομίζω ότι τελείωσα την Ιατρική -είναι έξι χρόνια- είχα τελειώσει στα -σχεδόν οριακά- στα πέντε χρόνια και κάτι. Παράλληλα όμως περίμενα ένα χρόνο μέχρι να ξεκινήσω το αγροτικό μου στη Σέριφο. Ήταν η χρονιά που η Βουλγαρία και η Ρουμανία μπήκανε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και είχαν αναγνωριστεί αυτόματα πάρα πολλά πτυχία που ήρθαν από το εξωτερικό και προστέθηκαν στη λίστα για τα αγροτικά και για τις ειδικότητες και έγινε ένας μικρός πανικός τότε. Υπήρχαν πάρα πολλοί γιατροί και δεν υπήρχαν αγροτικά. Είχαν μεγάλη ζήτηση
τα αγροτικά. Μετά από ένα χρόνο συνειδητοποιώ πως -και μελετώντας τις πιθανότητες- βλέπω πως σαν μοναδική επιλογή έχω τη Σέριφο.
Κι εδώ αξίζει να κάνω μια μεγάλη παρένθεση. Τη Σέριφο την οποία δεν αγαπούσα και τόσο, δεν θέλω να πω μισούσα, αλλά δεν αγαπούσα και τόσο πολύ. Νομίζω ήταν το 2003, ‘04 ή ‘05, μία χρονιά μετά το τέλος μίας καλοκαιρινής εξεταστικής, που πήρα ένα σακίδιο στον ώμο και λέω: «Φεύγω, δεν ξέρω πού πάω. Πάω διακοπές στις
Κυκλάδες». Πήρα ΚΤΕΛ, πήγα στον Πειραιά, έφτασα στον Πειραιά και λέω: «Ποιο
είναι το επόμενο πλοίο που φεύγει και για πού φεύγει». Μου λένε: «Δυτικές
Κυκλάδες!». Κύθνο, Σέριφο κ.λπ.. Λέω: «Κόψτε μου ένα εισιτήριο για τη Σέριφο.
Μου κόβει εισιτήριο για τη Σέριφο, έρχομαι. Περνάω ένα τριήμερο. Φεύγοντας είπα: «Δεν θα ξανάρθω ποτέ σε αυτό το νησί, ποτέ!». Και τότε συνειδητοποίησα πως δεν είναι ο τόπος, πολλές φορές, που μας κρατάει, είναι οι άνθρωποι και οι εμπειρίες που συνδέουν τον τόπο. Το ότι πέρασα πάρα πολύ χάλια για συγκεκριμένους λόγους και έδωσα όλη αυτήν την αρνητική ενέργεια πάνω στον τόπο.
Οπότε με μαυρισμένη τη Σέριφο από χάρτη και με τη σκέψη ότι ήθελα να ξεκινήσω οπωσδήποτε να κάνω το αγροτικό μου, με έκαιγε αυτό μέσα μου, ήρθα σε αυτό το δίλημμα. «Ξεκινάς το αγροτικό; Aν το ξεκινάς, πας σε αυτό μαυρισμένο σου τόπο. Και όταν βγήκαν αποτελέσματα, πήρα στη Σέριφο μία από τις θέσεις της Σερίφου. Χάρηκα, δεν είναι ότι δεν χάρηκα. Εντάξει, μαυρίζουμε ένα τόπο αλλά μπορούμε να του δώσουμε και μία δεύτερη ευκαιρία, εντάξει;
Και ήρθε η μέρα που θα βρισκόμουν στη Σέριφο. 17 Ιανουαρίου το 2008. Μία πάλι κρύα μέρα μπήκαμε σε ένα πλοίο, αυτό των εσωτερικών διαδρομών των Κυκλάδων. Κατεβαίνω στο λιμάνι, στο ίδιο πλοίο στην έξοδο του πλοίου, βρήκα την προηγούμενη αγροτικό, η οποία μου δώσε τα κλειδιά στα χέρια και μου λέει: «Το ιατρείο είναι πάνω στη Χώρα, γεια!» και μπήκε στο πλοίο και συνέχισε το ταξίδι. Έτσι και βρέθηκα, ξεκίνησε να δουλεύει το ιατρείο. Παραδόξως αγάπησα πάρα πολύ τον τόπο και θυμάμαι τον Στέφανο, τον Στέφανο απ’ τον Κουταλά, πρωτοεμφανίστηκε εδώ σαν συνάδελφος. Μου λέει: «Γεια χαρά, είμαι συνάδελφος, ουρολόγος». Εγώ ψαρούκλας, τσίμπησα. Άρχιζα και του μίλαγα: «Να, να, να». Στην πορεία αποδείχθηκε ότι δεν ήταν καν συνάδελφος. Με τον Στέφανο γίναμε πάρα πολύ ωραίοι φίλοι και με τον Μουστάκια. Ήταν αυτοί οι οποίοι μου ‘μαθαν τα πανηγύρια της Σερίφου και τι σημαίνει -ας πούμε- πανηγύρι. Άνοιγαν τα σπίτια τους, μαγείρευαν και πέρναγε όποιος ήθελε και τον φιλοξενούσαν, του έδιναν φαγητό. Ένα τέτοιο χρώμα έχουν και τα πανηγύρια της Σερίφου. Δεν έχασα πανηγύρι για πανηγύρι. Βέβαια, δεν έπινα, γιατί απαγορευόταν να πιώ -όχι απαγορευόταν, σαν ηθικό κανόνα εγώ θεωρούσα πως δεν θα έπρεπε να πίνω καθόλου- και όλοι στεναχωριόντουσαν τότε στα
πανηγύρια και: «Πιες Γιατρέ, πιες Γιατρέ, πιες Γιατρέ». Με βάλαν σε σημείο να
ορκιστώ, ότι με το που θα τελειώσω την ιατρική μου θητεία του αγροτικού, θα
κάτσω μια μέρα να πιώ μαζί τους και έγινε αυτό.
Με το που τελείωσε η θητεία του αγροτικού, έμεινα λίγο διάστημα ακόμα εδώ και βρέθηκα σε ένα τραπέζι -σε ένα γάμο ή σε μία βάφτιση δεν θυμάμαι-, όπου ξεκίνησα και έπινα. Απέναντί μου καθόταν ο Χρήστος, ο Χρυσολωράς, δίπλα μου ο Καραμπίνας, ο Γιάννης ο Ράμπιας. Αρχίζουμε και πίνουμε, πίνουμε, πίνουμε, πίνουμε. Ξαφνικά χωρίς να συνεννοηθούμε, χωρίς να μιλάμε, για κάποιο λόγο αρχίζω και κλαίω. Αρχίζουν και τρέχουν τα δάκρυα. Το λέω και συγκινούμαι. Δίπλα μου ο κυρ Γιάννης με βλέπει, δεν μου μιλάει, δεν κάνει τίποτα. Κάποια στιγμή νοιώθω ότι ακουμπάει το χέρι πάνω στο πόδι μου, πλησιάζει δίπλα και μου λέει στ΄ αυτί κρυφά, μου λέει: «Μην ανησυχείς, είμαι εγώ εδώ» και αρχίζει και κλαίει και ο ίδιος. Χωρίς να μιλάμε, χωρίς να λέμε τίποτα, καθόμαστε, -για πολλή ώρα κράτησε αυτό- απέναντι μάς βλέπει ο Χρήστος και δεν ξέρει τι έχει γίνει, χωρίς να πει κουβέντα ξεκινάει και κλαίει κι αυτός. Οπότε, για ένα μεγάλο διάστημα ξεκινούσαμε και κλαίγαμε χωρίς να ξέρουμε τι έχει γίνει. Τέλος πάντων, έληξε η νύχτα, όπως έληξε.
Σέριφος…
Μία μέρα του Μαΐου, απόγευμα, πέφτει ο ήλιος σιγά-σιγά και βρίσκομαι με τον Οδυσσέα και τον μούτσο του κάτω από τον φάρο. Με μία απίστευτη καλοσύνη, τα χρώματα δεν μπορώ να τα περιγράψω, μία απίστευτη γαλήνη, εσωτερική και εξωτερική. Πάμε να μαζέψουμε τα δίχτυα θυμάμαι και νομίζω εκείνη στιγμή αποφάσισα και λέω ότι: «Αυτός ο τόπος είναι δικός μου, εδώ ανήκω, μου ταιριάζει. Νομίζω πως θα έρθω εδώ πίσω».
Την ημέρα που έφευγα, νομίζω ήταν ο Ντίνος ο ταχυδρόμος και ο Δημήτρης ο Αγρέλης στο Passaggio του Πλούταρχου. Ήρθαν εκεί να πιούμε καφέ, να με χαιρετήσουνε. Είχα πει σε μερικούς φίλους ότι θα είμαι εκεί,
όποιοι θέλουν να ‘ρθουν εκεί να με χαιρετήσουν από το νησί. Λίγο πριν έρθει το πλοίο, ξεκινήσαμε να περπατάμε. Οπότε, ο Ντίνος έχει βγάλει το βιολί, ο Αγρέλης το λαούτο και με περπατάνε στον δρόμο παίζοντας μουσική. Αρχίζει και μαζεύεται σιγά-σιγά κόσμος απ' έξω, δίπλα εκεί γύρω-γύρω και με ακολουθεί και ο κόσμος και αρχίζουμε και κλαίμε όλοι πάλι μαζί. Ήταν μία πάρα πολύ συγκινητική στιγμή. Ήταν μεγάλη τιμή για μένα, ένα βάρος τεράστιο. Συνειδητοποιώ πως αυτός ο χρόνος ήταν
ανεκτίμητος. Μυθοποίησα όλη αυτή την εποχή και κυρίως τους ανθρώπους.
Θυμάμαι να πλησιάζουμε στο πλοίο, το πλοίο να πλησιάζει να δέσει, να βλέπει ότι γίνεται λίγο τζερτζελές κάτω στο λιμάνι και να αρχίζει να κορνάρει το πλοίο, μαζί και οι νταλίκες οι οποίες ήταν παρκαρισμένες να φορτωθούν και γίνεται ένας… ένα παράξενο πράγμα τέλος πάντων εκεί. Ανέβηκα στο πλοίο. Είχε βγει και κόσμος έξω και χειροκροτούσε. Ανέβηκα λοιπόν στο πλοίο με δάκρυα στα μάτια και κυρίως στην καρδιά και στην ψυχή και με ρωτούσαν: «Εσύ είσαι -μου λέει- ο γαμπρός;». Νομίζαν ότι ήμουνα ο γαμπρός του νησιού, που τον στέλνουν κάπου αλλού, ας πούμε, να πάει να παντρευτεί ή να πάει να πάρει τη νύφη. Τους λέω: «Nαι, εγώ ήμουνα». Δεν μπήκα στη διαδικασία να εξηγήσω ποτέ σε κανέναν.
Τέλος πάντων, αποφάσισα να γίνω γενικός ιατρός και να επιστρέψω κάποια στιγμή στη Σέριφο. Ήταν η εποχή -λίγο πριν την κρίση, το 2009 ήρθε η κρίση στην Ελλάδα-, ήταν όμως η εποχή που πολλοί γιατροί από την Ελλάδα έφευγαν στο εξωτερικό και επέλεγαν Γερμανία, αλλά κυρίως Αγγλία και Σουηδία. Σουηδία γιατί -η γλώσσα ήταν άσχετη, άγνωστη σε μας- είχε όμως τεράστια ανάγκη σε γιατρούς. Οπότε, οι Σουηδοί επένδυσαν σε αυτό, σε ένα πάρα πολύ εξειδικευμένο προσωπικό. Ήμασταν ένα πάρα πολύ εξειδικευμένο γρανάζι, που θα μας έβαζε μέσα στο σύστημά της. Οπότε, επένδυσε στους Έλληνες γιατρούς, στους ξένους γιατρούς, δίνοντάς τους την ευκαιρία να μάθουν τη γλώσσα. Ένα χρόνο, να προσαρμοστούν, πληρωμένα όλα αυτά. Μας έλεγε: «Ελάτε εδώ, να εκπαιδευτείτε, να σας μάθουμε τη γλώσσα και να μπείτε στο σύστημα υγείας».
Τέλος πάντων, έτσι και έφυγα στη Σουηδία, ήταν Νοέμβριος του 2009, όπου και ξεκίνησα την ειδικότητά μου, στη Στοκχόλμη, ειδικότητα πια Γενικής Ιατρικής. Στην αρχή ήμουνα με το ένα πόδι στη Σέριφο με το άλλο πόδι στη Σουηδία. Δυσκολευόμουν πάρα πολύ να το αποδεχτώ και έλεγα: «Mάλλον θα γυρίσω πίσω, δεν υπάρχει πιθανότητα εγώ να κάτσω Σουηδία». Ήταν πάρα πολύ ξένος τόπος για μένα. Ζούσαμε σε ένα πολύ μικρό σπίτι με τον Σωκράτη, ήταν δεκαέξι τετραγωνικά μέτρα υπόγειο, έχει ένα παραθυράκι πάρα πολύ ψηλά- με θυμάμαι να καπνίζω στο παραθυράκι πάρα πολύ ψηλά και να βλέπω τα πόδια των περαστικών και να λέω: «Tι κάνεις εσύ εδώ;». Και έτσι πέρασε ο καιρός, μέχρι που βρήκα δουλειά. Βρήκα δουλειά, ξεκίνησα, μπήκα σε μία διαδικασία, στη διαδικασία της ειδικότητας, Γενική Ιατρική.
Η εκπαίδευση στη Σουηδία είναι πέντε χρόνια, του γενικού γιατρού, τώρα είναι και στην Ελλάδα ευτυχώς. Με το πέρασμα των χρόνων λοιπόν άρχισα και ρίζωνα εκεί, γιατί συνήθισα να ζω με αυτό τον τρόπο, με τον σουηδικό τρόπο, σε σημείο που είχα ξεχάσει την επιστροφή μου στη Σέριφο, τον λόγο για τον οποίο πήγα στη Σουηδία και τον λόγο για τον οποίο άλλαξα την ειδικότητά μου, ας πούμε.
Μέχρι που, μέχρι που ήρθε η Σοφία στη ζωή μου… Εγώ τα καλοκαίρια έκανα διακοπές εδώ, ερχόμουνα στην Ελλάδα σαν Σουηδός γιατρός και γύριζα πίσω στη Σουηδία, δούλευα. Ένα από αυτά καλοκαίρια, λοιπόν, γνώρισα τη Σοφία, τη σύντροφό μου, η οποία είναι γεννημένη, μεγαλωμένη στο Μόναχο. Έκανε διακοπές και αυτή, γιατί είναι ο μπαμπάς της από τη Σέριφο, έκανε διακοπές στη Σέριφο. Ζευγαρώσαμε πάρα πολύ απλά. Μετοίκησε η Σοφία στη Στοκχόλμη και ζήσαμε δύο τρία χρόνια εκεί, όπου και από κοινού αποφασίσαμε να μην συνεχίσουμε τη ζωή μας εκεί. Δεν ξέραμε που θέλαμε να πάμε, η αλήθεια είναι πως, συνειδητοποιήσαμε ότι στη Σέριφο έχουμε κοινά ερεθίσματα και οι δύο. Είχαμε πράγματα, ανθρώπους που αγαπούσαμε, μας άρεσε ο τόπος. Εγώ ήθελα κατά βάθος να επιστρέψω στην Ελλάδα. Έχω μεγαλώσει με συγκεκριμένες μυρωδιές στον δρόμο, έχω μεγαλώσει με συγκεκριμένες σχέσεις, με επαφές, με χρώματα, με τη φύση και αυτό έχει καταγραφεί μέσα στο DNA μου ως εμπειρία και βίωμα. Ένιωθα πως έφυγα ξεριζωμένος, δεν ήταν δική μου απόφαση. Ήμουνα πάρα πολύ εκνευρισμένος με την Ελλάδα τότε, με το κράτος, με τους πολιτικούς κυρίως, γιατί με ανάγκασαν να κάνω κάτι τέτοιο, όχι με την Ελλάδα, κυρίως με τους πολιτικούς. Είχα απίστευτο εκνευρισμό γιατί ένιωσα ξεριζωμένος. Από την άλλη όμως, είχα και τρομερή ευθύνη. Θεώρησα πως έπρεπε να επιστρέψω στην Ελλάδα, γιατί το ότι είμαι το χρωστάω στην Ελλάδα. Οπότε, στα πλαίσια αυτά και με την ηθική ευθύνη πως πρέπει να επιστρέψω στην Ελλάδα, είπα με τη Σοφία: «Πάμε στη Σέριφο και δοκιμαζόμαστε».
Πήρα τη θέση στο ιατρείο της Σερίφου και ξεκίνησα τον Αύγουστο του 2018. Ήρθαμε λοιπόν στη Σέριφο και περάσαμε καλά και δεν το μετανιώσαμε καθόλου. Στο εντωμεταξύ διάστημα ήρθε και ο Ίωνας μας, ο οποίος μας έκανε από δύο-τρεις και μας έχει δώσει απίστευτη χαρά και ενέργεια και δεν θα ‘θελα πουθενά αλλού να μεγαλώσει το παιδί μου παρά απ’ τη Σέριφο. Δηλαδή, ο χρόνος που περνάω μαζί του, οι εμπειρίες που έχει, τα βιώματα, η επαφή με τη φύση, με τα ζώα είναι ανεκτίμητης αξίας. Χτίζουμε ένα σπίτι και πάντα λέω όποτε με ρωτάνε, «Χτίζεις, ένα σπίτι… Α! Εγκαταστάθηκες μόνιμα εδώ!». «Όχι, λέω δεν σημαίνει τίποτα. Σημαίνει πως φτιάχνουμε απλά ένα σπίτι. Δεν σημαίνει ότι δεσμευόμαστε για πάντα». Η Σουηδία είναι πάντα ανοιχτή, μας περιμένει, η Γερμανία μάς περιμένει, οποιοσδήποτε άλλος τόπος μάς περιμένει. Και αυτή θα έχει να κάνει από κοινή απόφαση τώρα πια, με τη Σοφία, με μένα και με τον Ίωνα, με τον γιο μου ουσιαστικά. Για την ώρα, όμως, νομίζω είναι η κατάλληλη εποχή, να ζούμε εδώ και είμαι ευλογημένος.
Κυρίως, είμαι οι άνθρωποι που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Δηλαδή, φαντάζομαι -όχι φαντάζομαι- ξέρω, ότι η προσωπικότητά μου κυρίως έχει να κάνει με πράγματα, είτε συμπεριφορές είτε λέξεις, από ανθρώπους που έχω δει στη ζωή μου, έχω αγαπήσει και έχω πάρει πράγματα από αυτούς. Γίνεται αυτόματα αυτό. Δεν είναι κάτι που το ορίζει κάποιος. Απλά το συνειδητοποιώ αυτό, πολλές φορές βλέπω κάτι στον εαυτό μου και λέω: «Αχ, αυτό το ‘κανε ο Μπίλης», «Αχ αυτό το ‘κανε εκείνος» ας πούμε. Και συνειδητοποιώ ότι είμαστε, είμαστε ένα κράμα ας πούμε, εγώ σαν άνθρωπος και μάλλον ένα ευχάριστο κράμα, γιατί κουβαλάω μέσα μου τους ανθρώπους που αγαπώ.