Εισαγωγή
(Ευφροσύνη Κυριαζή)
Ιστορίες που έχουν ως επίκεντρο ένα θαύμα. Ένα θαύμα που άλλαξε τη ζωή των ανθρώπων που το βίωσαν και στο βάθος του χρόνου από μια οικογενειακή ιστορία που έλεγε η γιαγιά στα εγγόνια έγινε τοπική παράδοση. Έτσι γίνεται όμως με τις ιστορίες. Όσες προκαλούν θαυμασμό διαδίδονται από στόμα σε στόμα και νικούν τη λήθη του χρόνου, ακόμα και όταν οι ορθολογιστές τις ερμηνεύουν ως συγκυρία ή παραμύθι.
Ο Μόσχος Τριανταφυλλάκης κουβαλάει στο σεντούκι των παιδικών του αναμνήσεων, την ιστορία του παππού και της γιαγιάς του. Μια ιστορία από τον διωγμό των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης το 1923 από τους Τούρκους, που συνέβη κοντά στην Ανδριανούπολη στο χωριό Ουζούν Κιοπρού, γνωστό στα ελληνικά ως Μακρά Γέφυρα.
Το θαύμα που βίωσαν ο παππούς και η γιαγιά του Μόσχου έγινε λαϊκός θρύλος στο
χωριό Δοξάτο και σήμερα είναι γνωστό ως το θαύμα της Παναγίας της Θρακιώτισσας του Δοξάτου.
1η Ιστορία
Αφηγητής: Μόσχος Τριανταφυλλάκης
Θέλω να πω λίγα λόγια για την εικόνα της Παναγίας, τη Θρακιώτισσα, η οποία έχει έρθει από την Τουρκία, από την γιαγιά μου και τον παππού μου και τι τράβηξαν αυτοί για να ‘ρθει η εικόνα αυτή, εδώ στο Δοξάτο.
Θυμάμαι τότε που μου ‘λέγε η γιαγιά… τότε, με τον πόλεμο που γινόταν κάτω, στην Τουρκία, που ήταν στα δικά τους τα μέρη εκεί, ήτανε το Uzunköprü , έτσι λεγόταν εκείνο το μέρος που μέναν.
Και άρχισε ο πόλεμος, ξεκίνησε να σκοτώνουν, να λεηλατούν, να καίνε σπίτια.
Κάποια στιγμή, λέει ο παππούς ο Μόσχος στη γιαγιά «Να φύγουμε -λέει- για να μην μας σκοτώσουν! Έχουμε -λέει- να βάλουμε τα βόδια με την άμαξα»... και όπως πηγαίναν, μαζί με τον κόσμο μέσα, τα βόδια με την άμαξα, έχουν σταματήσει, δεν φεύγουν μπροστά με τίποτα! Λέει ο παππούς «Πάμε στην εκκλησία, -λέει- να πάρουμε την Παναγία, -λέει- για αυτό σταματήσανε τα βόδια, -λέει- κάτι ξεχάσαμε εκεί», λέει.
Φεύγει πίσω ο παππούς μου, πηγαίνει μέσα στην εκκλησία, παίρνει την εικόνα και βγαίνοντας έξω με την Παναγία αγκαλιά, φεύγει μια σφαίρα και καρφώνεται στο αριστερό μέρος, επάνω στην καρδιά, αλλά καρφώνεται πάνω στην εικόνα της Παναγίας! Δεν μπορούσε ο παππούς μου να το πιστέψει από αυτό, που κρατούσε και έβγαλε τη σφαίρα από την Παναγία. Και δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό και έλεγε στη γιαγιά «Χρυσή, σωθήκαμε -λέει- από την εικόνα! Καλά -λέει- δεν φεύγανε τα βόδια. Άρα, μας έσωσε η Παναγία», λέει.
Με το που ήρθε η εικόνα επάνω στην άμαξα, να το πω, κάρο τότε που τα λέγαν, με τα βόδια, τότε άρχισαν να ξεκινήσουν τα βόδια και άρχισαν να ‘ρχονται εδώ… Kαι
στη διαδρομή, «Να την κρύψουμε την εικόνα της Παναγίας μη μας σκοτώσουν και
την πάρουν!» Κάτω από την άμαξα υπήρχε ένα, να το πω, σαν συρτάρι, ένα
ξύλο, το οποίο χωρούσε την εικόνα εκεί, και την βάλανε εκεί και η διαδρομή
συνεχίστηκε, προλάβαν και γλυτώσαν. Εγκατασταθήκαν εδώ το 1923, στο Δοξάτο.
Την κράτησε την Παναγία ο παππούς μου και η γιαγιά μου και έφτασε το 1955 να έχει
πάει στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου Δοξάτου. Θυμάμαι ήμουνα μικρός, μικρά ήμασταν, μαζί με τον αδερφό μου. Μας μιλούσε η γιαγιά για αυτήν την εικόνα. Δεν συγκράτησα πολλά πράγματα, αλλά απ’ότι θυμάμαι κάθε φορά που μας μιλούσε μας μιλούσε μας έλεγε για αυτό το θαύμα που έγινε και. «Σώθηκε ο παππούς σου, που ερχόμασταν και μας κυνηγούσαν οι Τούρκοι και μας καίγαν τα σπίτια και ξανά προλάβαμε και φύγαμε, ενώ... Έγινε αυτό το θαύμα και μας έσωσε η Παναγία και είμαστε τώρα εδώ και ζούμε»
Μέναμε με τη γιαγιά μας, μας βοήθησε πολύ γιατί οι γονείς μας έλειπαν στην Γερμανία, δεν ήταν εδώ και μας διηγούταν συνέχεια τέτοιες ιστορίες. Με είχε συγκινήσει εμένα πάρα πολύ γιατί μετά από τόσα χρόνια να σώζεται από την εικόνα της Παναγίας ο παππούς μου για να έρθει εδώ, παρόλου που δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω, και μας τα έλεγε με έναν τρόπο η γιαγιά που την έβλεπες στα μάτια κάθε φορά και έλεγες «Γιαγιά! Μήπως έχεις και κάτι άλλο να μας πεις;».
Εισαγωγή (Ευφροσύνη Κυριαζή)
Από το Δοξάτο της Δράμας στο Αμαργιανό στο Ηράκλειο Κρήτης. Ένα χωριό που φημίζεται για τα πολλά ποτάμια και τους παραδοσιακούς μύλους. Ο Στάθης Κριτσωτάκης, ένα απόγευμα του Φεβρουαρίου άλεθε σιτηρά μαζί με τον πατέρα του στον οικογενειακό νερόμυλο…
2η Ιστορία
Αφηγητής: Στάθης Κριτσωτάκης
Εκεί συνέβη ένα πολύ σπουδαίο περιστατικό, θρησκευτικής φύσεως βέβαια!
Την παραμονή της Υπαπαντής που είναι η γιορτή της εκκλησίας… Γιατί δίπλα από τον μύλο υπήρχε ένα εκκλησάκι, το οποίο αρχαιολογείται πολύ παλιά κι αυτό. Εκεί λοιπόν στο εκκλησάκι λειτουργούσαν την παραμονή. Ο πατέρας μου και εγώ, που ήμουνα προσωπικός μάρτυρας στον μύλο, αλέθαμε τα σιτηρά. Αλλά επειδή είχαμε πολλή εργασία δεν σταματήσαμε να πάμε στην εκκλησία στον εσπερινό. Και εκεί λοιπόν που άλεθε ο μύλος το αλεύρι και το σιτάρι, για να το κάνει αλεύρι ξαφνικά ο λίχνος - κρητική ονομασία, «λύχνος» - έφυγε από τον τοίχο, που ήταν κρεμασμένος, μόνος του, θεία δύναμη και πήγε μέσα στο μύλο που άλεθε το σιτάρι, εγύριζε ο μύλος και βγήκε από την άλλη μεριά άθικτος!
Τότε ο πατέρας μου φοβήθηκε και μου λέει: «Κλείσε το νερό του μύλου,
να μην τρέχει, να μη δουλεύει!» και με πήρε από το χέρι και πήγαμε στην
εκκλησία, που ήταν δίπλα. Ανάψαμε κεράκι και μετά φύγαμε, έτσι σκονισμένοι, αλευρωμένοι κλπ., φύγαμε.
Όταν γυρίσαμε στον μύλο, που είχε κλειδώσει για να μην του πάρουν τα πράγματα, μόλις ανοίγει βλέπει ότι ο μύλος γυρίζει, εξακολουθεί να αλέθει
δηλαδή, ενώ τον αφήκαμε κλειστό με το νερό, εξακολουθούσε να αλέθει!
Το θεώρησε λοιπόν ο πατέρας μου σαν θαύμα και είπε: «Από σήμερα και στο εξής θα κάνω εγώ την αρτοκλασία κάθε χρόνο στην εκκλησία εκείνη και όταν πεθάνω θα την κάνεις εσύ». Και πράγματι εξακολουθώ μέχρι τώρα — τα 90 μου — και κάνω την αρτοκλασία εκείνη.
Είναι ένα γεγονός πολύ θρησκευτικό, το οποίο βέβαια είπαμε με τα μάτια μου το είδα! Τι να πει κανείς; Ξεγελάστηκαν τα μάτια μου; Ήταν πράγματι θαύμα; Ήταν κάποια ειδοποίησις; Δεν ξέρει κανείς τίποτα! Γιατί και άλλη φορά μερικοί χωριανοί στο ίδιο εκκλησάκι άκουσαν μελωδίες αφεσπέρας, δηλαδή τον Εσπερινό από την εκκλησία και λένε: «Τελείωσε, μωρέ, ο εσπερινός και δεν προλάβαμε!» και όταν πήγανε κάτω δεν είχαν καν αρχίσει. Δηλαδή δεν είχε αρχίσει ο εσπερινός και ακούγανε τη μελωδία! Άρα κάποιοι άγγελοι, κάποιοι αυτό… Είναι ιστορικό! Εγώ πάντως παραδέχομαι ότι είναι θαύμα και γι’ αυτό και εξακολουθώ να πιστεύω.
Εισαγωγή (Ευφροσύνη Κυριαζή)
Ως θαύμα χαρακτηρίζεται ένα συμβάν εκτός του ορίου της λογικής που προκαλεί δέος, θαυμασμό και έκπληξη. Άλλοι συνδέουν τα θαύματα με κάτι ανεξήγητο, άλλοι με μια μεταφυσική δύναμη ή την πίστη και άλλοι με οφθαλμαπάτη ή ακόμα και το ψέμα.
Η ιστορία του Δημήτρη Πανταζή τον στιγμάτισε και τον άλλαξε σαν άνθρωπο. Το θαύμα που βίωσε στη Μυτιλήνη το ερμήνευσε ως δύναμη ψυχής του φίλου του. Σαν μια αυθυποβολή επηρεασμένος από την βαθιά πίστη του, αν και αναγνωρίζει ότι πολλές φόρες, τέτοιες ιστορίες γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από επιτήδειους που εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο.
3η Ιστορία
Αφηγητής: Δημήτρης Πανταζής
Kάποια στιγμή αυτός αρρώστησε. Είχε πάθει ένα έναν όγκο στον εγκέφαλο. Τότε δεν είχε ακόμη την εξέλιξη επιστήμη για να μπορεί να κάνει να το δουν ακριβώς τι όγκος είναι αυτός, είχε έρθει ένας γιατρός από την Αμερική και του έκανε μία παρακέντηση εγκεφάλου να δει το τι είναι αυτό που έχει μέσα στον εγκέφαλο. Κάνοντας βέβαια αυτό έπαθε εγκεφαλικό και έμεινε μισός ανάπηρος.
Τον επισκέφτηκα τότε στο νοσοκομείο δεν μπορούσε να περπατήσει γιατί ήταν η μία του πλευρά ήταν όλη ανάπηρη και αναγκαστικά ήταν σε καρότσι. Εκεί είχε γνωρίσει το λέω αυτό γιατί είναι ένα γεγονός που είναι ίσως πολύ σημαντικό και για μένα, εκεί έχει γνωρίσει μία κοπέλα η οποία πίστευε πάρα πολύ στο Θεό, στη θρησκεία γενικότερα στο Χριστό και του είχε δώσει όλα τα ερείσματα για να μπορέσει να βιώσει, να μιλήσει να μάθει και αυτός. Αυτός όντως πίστεψε πάρα πολύ και όταν είχα πάει από κει να το δω μου λέει «Έχω κάνει ένα τάμα» λέει, «Θέλω να πάω να προσκυνήσω στο μοναστήρι του Ραφαήλ στην Μυτιλήνη. Αλλά επειδή δεν μπορώ λέει «θα θέλω μου λέει κάποιον να με βοηθήσει γιατί εγώ θα πάω με το αεροπλάνο» του λέω εγώ, «εντάξει, εγώ θα φύγω και θα έρθω και εγώ μαζί σου να σε βοηθήσω».
Στην Μυτιλήνη, την πρώτη μέρα εκεί που ήμασταν, είχε ήδη έρθει ηγουμένη και μας μίλησε για τα θαύματα που μπορεί να κάνει ο Θεός και... εγώ βέβαια δεν πίστευα και πάρα πολύ να σου πω την αλήθεια. Γιατί τα θεωρούσα λίγο τραβηγμένα όλα αυτά, αλλά δεν είχα όμως και λόγο για να αντισταθώ σε αυτό το οποίο λέγανε, ούτε να διαφωνήσω σε αυτό που λέγανε, από την στιγμή που οι άλλοι πίστευαν και το θέλανε και το ζούσανε. Δεν με πείραζε. «Ότι το θαύμα που μπορεί να γίνει είναι από όλους εμάς να πιστέψουμε όλοι εμείς να τον βοηθήσουμε για να πάρει δύναμη από εμάς και να κάνει το θαύμα ο Θεός. Για να μπορέσει να περπατήσει ή για να του περάσει η ασθένεια που είχε».
Την άλλη μέρα λοιπόν, θα κάναμε μία επίσκεψη στο μοναστήρι του Ταξιάρχη και εκείνο το μοναστήρι δεν είχε ιδαίτερη επισκεψιμότητα, δεν ήταν τόσο εμπορικό όσο το μοναστήρι του Ραφαήλ γιατί εκεί στον Ραφαήκ είχε πάρα πολύ κόσμο, ερχόνταν κάθε μέρα λεοφορεία, είχανε μαγαζάκια που πουλούσανε διάφορα πραγματάκια του μοναστηριού. Και ήρθε ένας οδηγός του Δεσπότη, που ήταν αυτός εκεί, ο οποίος ήταν από την ίδια περιοχή με τον Βασίλη. Ο Βασίλης είναι το παιδί που ήταν ανάπηρος στο καρότσι, τον πήραμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε στο μοναστήρι.
Το μοναστήρι ήταν εντελώς άδειο δεν ήταν κανένας εκεί, ήταν ένα μοναστήρι, το οποίο ήταν ήτανε θαυματουργά φτιαγμένο. Με πέτρες της εποχής του 1400 και πιο νωρίς, γιατί το 1400 που έγινε... που το καταλάβαν οι Τούρκοι, πρέπει να ήταν πιο παλιό. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο είναι...
Είναι ένα μοναστήρι το οποίο μπαίνοντας μέσα, επειδή είναι μόνο πλακόστρωτο κι όλο παλιό ένιωθες ένα δέος. Μπαίνοντας λοιπόν στην είσοδο του μοναστηριού δεν είναι κανείς. Είχαμε βέβαια ευτυχώς που είχα με το Διάκο εκεί του δεσπότη και μας εξηγούσε την ιστορία του Ταξιάρχη, δηλαδή για το μοναστήρι.
Μπαίνοντας λοιπόν είχε έναν, είχε τον Ταξιάρχη ο οποίος είναι ο στρατηγός των αγγέλων υποτίθεται, με τη στολή του με το σπαθί του μετά τις μπότες και λέει, όταν όταν ήρθαν οι Τούρκοι εδώ και κατέλαβαν τη Μυτιλήνη και καταλάβαν το μοναστήρι. Επειδή ήταν άπιστοι άρχισαν να σκοτώνουμε όλους τους μοναχούς και τους σφάζανε. Ένα παιδάκι όμως μικρό λέει ξέφυγε από τους Τούρκους
και ανέβηκε πάνω στη σκεπή του μοναστηριού και ανεβαίνοντας πάνω στο μοναστήρι ανέβηκαν οι Τούρκοι επάνω να το πιάσουν και αυτό να το σφάξουν και ξαφνικά εκείνη την ώρα κατέβηκε ο ο ταξιάρχης με το σπαθί του και τους έδιωξε.
Φοβήθηκαν οι Τούρκοι λοιπόν και τα άφησαν όπως ήταν σηκώθηκαν και φύγαν από το μοναστήρι.
Κατέβηκε λοιπόν το παιδάκι αυτό κάτω εκεί πέρα και όπως ήταν
φτιαγμένοι με τα αίματα μέσα χώματα και αυτά, έπιασε με λάσπη και αίμα που
είχε κάτω και έπλασε το πρόσωπο του Ταξιάρχη, για αυτό και υπάρχει το μόνο
ομοίωμα που υπάρχει αυτή στιγμή στην ορθόδοξη εκκλησία είναι αυτό. Στο μοναστήρι αυτό του Ταξιάρχη, το οποίο είναι φτιαγμένο από αίμα και λάσπη. Και το φτιάχνει για αυτό και όσο, όταν έφτιαξε το πρόσωπο του λοιπόν και το έφτιαξα τέλειο το πρόσωπο του, μετά επειδή δεν ήξερε πώς να ζωγραφίσεις ένα χεράκι ένα ποδαράκι έκανε δυο χεράκια και δύο ποδαράκια όπως κάνει ένα παιδάκι πρώτης δημοτικού. Το οποίο βέβαια υπάρχει ακόμη και σήμερα.
Και βλέποντας λοιπόν αυτή την εικόνα,
αυτή εικόνα όταν σε δέχεται ή δεν σε δέχεται να μπαίνεις μέσα στην εκκλησία
αυτά μας τα λέει στην είσοδο του μοναστηριού και «Θα δείτε» λέει «την εικόνα αν είναι άσπρη σε δέχεται, αν είναι μαύρη δεν σε δέχεται». Όλα καλά μέχρι στιγμής ήταν μία ωραία ιστορία, μπήκαμε λοιπόν μέσα στο μοναστήρι, μέσα στην εκκλησία.
Εκείνη την ώρα ήρθε και ο ιερέας της εκκλησίας, που ήτανε ηγούμενος εκεί μας καλοδέχτηκε λέει «αφού έχετε τον Διάκο εδώ, θα εξηγήσει αυτός εγώ έχω κάτι να κάνω και θα σας δω μετά».
Μπαίνοντας λοιπόν μέσα στην εκκλησία βλέπω την εικόνα του Ταξιάρχη.... άσπρη.
Πάθαμε... εκεί λίγο τα έχασα λέω, "ίσως είναι έτσι", μας εξηγεί για το σπαθί του πώς
ήρθε στον τόπο του, από έναν άλλο και τα λοιπά, και τα λοιπά, και καθώς παίρνω το
καρότσι του Βασίλη και το πλησιάζω προς την εικόνα, σταματάω μπροστά στην
εικόνα, γύρο στα 5 μέτρα γιατί έχει ένα σκαλοπατάκι εκεί δεν μπορούσε να πάει
κοντά. Ξαφνικά σηκώνεται ο Βασίλης, το λέω και ανατριχιάζω τώρα! Σηκώνεται
ο Βασίλειος και σηκώνεται όρθιος και αρχίζει να περπατάει και να πηγαίνει προς
την εικόνα. Εμείς πάθαμε σοκ! Ανεβαίνει το σκαλοπατάκι,
«Αφήστε με, αφήστε με» λέει, πάμε να τον πιάσουμε να μην πέσει «αφήστε με, αφήστε», λέει, για να προσκυνήσει την εικόνα... Τρόμαξε ο Βασίλης, έπεσε κάτω, αλλά ήταν τόσο συγκλονιστικό αυτό που είδα, που έζησα, ότι σηκώθηκε ο Βασίλης, το τι δύναμη μπορεί να πάρει κανείς όταν πιστεύει, το έβλεπα λίγο πιο λογικά γιατί αργότερα το σκεφτόμουν αυτό, γιατί προσπάθησα να το δώ μία λογική βάση.
Όλα αυτά όταν είσαι επηρεασμένος από μία κατάσταση, συνήθως βλέπεις πράγματα τα οποία θέλεις να τα δεις. Για το φίλο μου που θεώρησε ότι που σηκώθηκε περπάτησε ήτανε δύναμη ψυχής, δηλαδή μπόρεσε να κάνει, έδωσε εντολή ο εγκέφαλος του να κάνει μία κίνηση. Η οποία σταμάτησε η κίνηση, δηλαδή δεν το έκανε αυτό και ξανά και την άλλη μέρα, δεν το έκανε και την μεθεπόμενη μέρα, δεν το έκανα μετά από ένα μήνα.
Γιατί πίστεψε εκείνη τη στιγμή, απλώς εκείνη τη στιγμή πήρε πολύ δύναμη
θεωρώντας ότι, όπως αισθάνθηκα εγώ μία εφορία μπαίνοντας μέσα στην εκκλησία, ο χώρος που είναι χτισμένος, ο τρόπος, το πλούσιο σκηνικό στο εσωτερικό της εκκλησίας, πέτρες και ενέργειες που μπορεί να έχουνε μαζεμένοι
εκεί μέσα, ένα δέος. Άρα, πιστεύω ότι ήταν κάτι πολύ εσωτερικό δικό του
και σηκώθηκε και περπάτησε για να πάει να κάνει 3 μέτρα. Ενώ, δεν μπορούσε να
κάνει ούτε ένα μέτρο. Θεώρησα ότι πήρε πάρα πολύ δύναμη εκείνη τη στιγμή και ο
εγκέφαλος του έδωσε εντολή, αλλά ήταν στιγμιαίο πιστεύω. Αν είναι κάτι η
πίστη έχει να κάνει με αυτό ή αν έχει να κάνει η θρησκεία με αυτό δεν τα ξέρω
αυτά, δεν μπορώ να τα εξηγήσω. Εγώ μπορώ να εξηγήσω μόνο αυτά τα οποία βλέπω
και αισθάνομαι, είναι ένα γεγονός που έχω ζήσει, ένα γεγονός που το είδα με τα
μάτια μου. Το αισθάνθηκα και δεν είναι κάτι το οποίο το λέω για να το πω μόνο.
Γιατί αυτό ήταν ένα σημάδι από κει και πέρα μετά για να δω και κάποια πράγματα
μεγαλώνοντας για την κοινωνία. Δεν θέλω να μαλώνω, δεν θέλω να φωνάζουμε, δεν
θέλω να γκρινιάζουμε τον κόσμο. Θέλω να έχω μία, θέλω να τα βλέπω όλα πιο
ισορροπημένα. Έως τότε ήμουνα και λίγο πιο τσαρλατάνος σαν μικρός, που ήμουνα...
Και μια παρένθεση, ο Βασίλης πέθανε μετά από 6 μήνες. Είχε ένα
όγκο στον εγκέφαλο οπότε δεν μπορούσε να συνεχίσει... αλλά ήταν ένα σημαντικό πράγμα που μου έδωσε κάποια στίγματα σημαντικά για το τι να βλέπεις περισσότερο στη ζωή σου. Δεν είναι κάτι το οποίο είναι ψέμα πάντως.
Είναι γεγονός ισχύει, υπάρχει, υπήρξε.