Το Λιτόχωρο, η γενέτειρά μου, είναι ένας ευλογημένος τόπος. Γεννηθήκαμε και ζούμε μέσα στον Όλυμπο κι ως μικροί τότε πιτσιρικάδες, λέγαμε ότι για να ‘ρθουν οι Θεοί να κατοικήσουν εδώ, σημαίνει ότι ο τόπος μας είναι ευλογημένος!
Ήρθε η γερμανική αυτή η κατοχή. Μια ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη στο 1943, ενώ έπαιζα στην αυλή του σπιτιού μου, άρχισαν να περνούν και να βουίζουν αεροπλάνα. Στούκας, στούκας, αεροπλάνα, αεροπλάνα... Στην αρχή τα βλέπαμε οι πιτσιρικάδες και λέγαμε: «Ω! Αεροπλάνα!» Μετά από λίγο όμως, ένας ντελάλης βγήκε στο Λιτόχωρο κι έλεγε: «Φυλαχτείτε γιατί ακολουθούν βομβαρδισμοί!»
Άρχισε ο κόσμος να τρέχει και να πάει να κρυφτεί σε κάποια σπίτια. Το δικό μας το σπίτι ήταν νεόκτιστο ακόμα τότε το ‘43 και το προτίμησαν οι γείτονες να ‘ρθουν και να φυλαχτούν απ’ τους βομβαρδισμούς.
Ακούγεται τρομακτική η φωνή της νενές μου, που ήρθε και φώναζε: «Τι κάθεστε μωροί εδώ μέσα; Γλήγορα, γλήγορα να φύγουμε, να πάμε στον Όλυμπο να φυλαχτούμε! Βομβάρδισαν το μοναστήρι!» Κι αναρωτιόμασταν οι πιτσιρικάδες: «Μα τι τους έφταιξε ο Άγιος και πήγαν και βομβάρδισαν τον Άγιο Διονύσιο;» Ο κόσμος που ήταν μέσα στο σπίτι μας άρχισε να φεύγει τον ανήφορο. Η νενέ μας: «Δρόμο, δρόμο, δρόμο!» μας παίρνει και φεύγουμε.
Δεν πέρασαν λιγότερο από πέντε λεπτά, ήμασταν εκατό μέτρα πιο πάνω από το σπίτι, ακούμε τότε «ΜΠΡΑΜ!» Ένας τρομερός, τρομερός… δεν ήτανε ήχος, ήτανε κάτι το κραυγαλέα καταστροφικό... Πέσαμε όλοι κάτω, εκεί που ήμασταν, στον δρόμο και νιώσαμε ότι από πάνω μας έπεφταν πέτρες, έπεφταν κεραμίδια, έπεφταν σκόνες...
Πέρασε κάμποσο διάστημα, αρχίσαμε να σηκώνουμε το μάτι μας και το βλέμμα μας και λίγο το κεφάλι μας για να δούμε μα τι έγινε τέλος πάντων. Γυρίσαμε προς τον κατήφορο και κοιτάξαμε να δούμε το σπίτι μας. Και το σπίτι μας πια δεν υπήρχε. Ήταν ένα ανακάτεμα από πέτρες, από σανίδια, από κεραμίδια. Κι εκεί που ήταν το σπίτι μας, ήταν πια μια γούρνα -όπως λέγαμε- μεγάλη, που έσκαψαν τρεις βόμβες που έπεσαν στη γειτονιά μας.
Βάλαμε τα κλάματα. Μέναμε και θρηνούσαμε. «Γιατί το δικό μας σπίτι; Γιατί τη δική μας γωνιά;» Είπαν τάχα τότε ότι ήθελαν να βομβαρδίσουν το σχολείο. Γιατί είχαν μάθει από τους κακούς πληροφοριοδότες ότι στο σχολείο ήταν οι αντάρτες. Και το δικό μας το σπίτι ήταν λίγο πιο πίσω από το σχολείο και βρεθήκαμε σε αυτήν την τρομερή καταστροφή.
Η μικρή αδερφή δεν είχε γυρίσει ακόμα από το σχολείο! Αρχίσαμε να φωνάζουμε, να τσιρίζουμε και θέλαμε όλοι να κατέβουμε προς το σπίτι, αλλά ακούμε: «Μητέρα! Μητέρα!» τη φωνή της αδερφής μου της μικρής. Η νενέ είχε τη φροντίδα όταν φεύγαμε από το σπίτι να κλειδώσει την πόρτα, για να μην έρθει το κορίτσι και μπει μες το σπίτι και μείνει στο σπίτι. Η γιαγιά. Αυτή ήταν που μας έσωσε όλους.
Πήραμε λοιπόν τον δρόμο προς τη χαράδρα του Ενιπέα για να μπορέσουμε να είμαστε προστατευμένοι, να κρυφτούμε στις σπηλιές του Ολύμπου και να μπορέσουν να βάλουν εκεί τις οικογένειές τους κι ό,τι μπορούσαν να περισώσουν.
Ο πατέρας μου ήταν ένας εργατικός ξυλουργός-μαραγκός και δούλευε σε κάποιο κοντινό χωριό. Όταν έφτασε βράδυ ο πατέρας μας από την κοντινή περιοχή στην οποία δούλευε, μας αγκάλιασε όλους και μας λέει: «Είμαστε ουλ’ σαλαμέτ’;» Είμαστε όλοι σωσμένοι; Ήμασταν όλοι σωσμένοι. Ευτυχώς, χάσαμε μόνο το σπίτι. Εντάξει, ζούμε όλοι. Αυτή ήταν μια πολύ συγκλονιστική στιγμή για τα μικράτα μου. Ζούσαμε κι αυτό ήταν το βασικό μας και το μεγάλο μας επίτευγμα. Το να ζούμε.
Ζήσαμε για κάμποσο καιρό πάνω στον Όλυμπο. Κατεβήκαμε ξανά πάλι για να κατοικήσουμε… πού; Εκεί ήταν το μεγάλο μας δράμα. Με τι; Ποια ρούχα; Ποια πράγματα; Ποια αντικείμενα της καθημερινότητάς μας; Δεν υπήρχε τίποτε.
Είπαμε, πράγματι, το ψωμί, ψωμάκι. Η πολιτεία είχε υιοθετήσει να μας δίνει ένα κομμάτι ψωμί, ένα τετραγωνάκι που είχε είκοσι επί είκοσι πόντους όλο-όλο για μια οικογένεια. Πηγαίναμε τα τέσσερα αδέρφια που ήμασταν να πάρουμε το δελτίο, το ψωμί το τετράγωνο κι ώσπου να φτάσουμε στο σπίτι παίρναμε από μια γωνίτσα και το φτιάχναμε στρόγγυλο το τετράγωνο. Και πηγαίναμε στο σπίτι κι η μάνα μάς έδερνε, γιατί φάγαμε τη μια μπουκιά ψωμί και το στερήσαμε από όλη την οικογένεια και για όλη την ημέρα. Πεινάσαμε πραγματικά.
Πηγαίναμε τότε κι αράζαμε εκεί στον νάρθηκα της εκκλησιάς κι είχαμε ένα πιατάκι και καθόμασταν εκεί. Και μοίραζε ο νεωκόρος τα στάρια, τα κόλλυβα που πήγαιναν οι γυναίκες να τα διαβάσει ο παππάς για τους πεθαμένους -και που ήταν τόσοι οι νεκροί- και λέγαμε τότε: «Δωμ’ τεια δυο στάρια», να μας δώσει μια κουταλιά κόλλυβα. Που τα στάρια αυτά ορισμένες φορές είχαν και λίγο ζάχαρη μέσα. Τι απόλαυση ήταν αυτή! Ήταν η μεγαλύτερη απόλαυση. «Δωμ’ τεια δυο στάρια». Και με αυτά τα δυο τα στάρια, ζήσαμε! Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό το «ζήσαμε» για μας;
Παίζαμε στην Παναγία τότε, εκεί στον περίβολο που είχε, με μια μπαλωματένια μπάλα κι αφού ξεκουραζόμασταν λιγάκι το βράδυ, έτσι, κοιτούσαμε τα αστέρια και κυνηγούσαμε κι εμείς οι καημένοι το πεφτάστερο, να πούμε την ευχή μας. «Ποια ευχή να πούμε; Ποια ευχή;» «Καραμέλες!» έλεγε ο ένας, «Ζάχαρη!» έλεγε ο άλλος, «Ψωμί!» έλεγε ο άλλος, «Γάλα!» έλεγε ο άλλος! Εγώ είπα μονάχα «Ευτ-». Και με κοροϊδεύαν οι συμπαίκτες μου εκεί και τα φιλαράκια μου: «Ωρέ τι ευτ- λέει αυτός; Τι ευτ- ωρέ φωναειζ’;»
Πολλές φορές βλέπαμε τις λάμψεις αυτές και δεν ήταν οι ακτίνες απ’ τα πεφταστέρια. Ήτανε το φως από τις φωτοβολίδες κι από τα διάφορα άλλα πυρά που έριχναν και βομβάρδιζαν και σκότωναν. «Τι ευτ- ωρέ φωναειζ’;» Λέω: «Βρε, ήθελα να πω “ευτυχία”, αλλά δεν πρόλαβα...»
Προς το τέλος του ‘49 και μες στις αρχές του ‘50, τα πράγματα άλλαξαν. Μας δημιούργησαν Γυμνάσιο! Κι αλλάξαμε και τα όνειρά μας. Όχι πια μαστορούλι κοντά στον πατέρα μου, που τον βοηθούσα όταν ήμουνα πιτσιρικάς και μετά το σχολείο πήγαινα και ροκάνιζα μαζί του και του κουβαλούσα κι ασβέστη μέχρι που να τελειώσω το Δημοτικό. Λέω: «Πατέρα, θέλω να πάω στο Γυμνάσιο». «Πού να πας βρε παιδί μου, στο Γυμνάσιο; Τι να κάνεις; Πού να μπορέσουμε εμείς να σε σπουδάσουμε;» Λέω: «Δεν πειράζει, ας πάω, ας πάω, ας πάω, ας πάω...» Πείστηκε ο πατέρας μου και με άφησε να πάω.
Επειδή έπρεπε τότε τους καθηγητές να τους πληρώνουμε -έναν καθηγητή έστελνε το κράτος και τους άλλους πληρώναμε εμείς- εγώ έγινα πολύ καλός μαθητής για να γλιτώνω, γιατί όποιος έβγαζε πολύ καλό βαθμό, δεν πλήρωνε την εισφορά.
Κι έδωσα και πέρασα στο Πανεπιστήμιο το ‘56 κι έγινα ένας φιλόλογος και προσπάθησα και δίδαξα στα παιδιά, ό,τι καλύτερο μπορούσα. Και τώρα πια λέω, δόξα τον Πανάγαθο, έπιασε η ευχή που αρκετές φορές πρόλαβα κι είπα στο πεφτάστερο: «Ευτυχία».
Κυριάρχησε μέσα εκείνο που ακούστηκε: «Είμαστε όλοι σαλαμέτοι», είμαστε όλοι σωσμένοι. Ζούμε όλοι; Ζούμε! Η ζωή μου αρκεί. Υπερασπίζομαι τη ζωή και τη φωνάζω. Είναι υπέροχο δώρο η ζωή! Δεν είναι έτσι;