Εγώ γεννήθηκα στη Γαλλία, στο Παρίσι μεγάλωσα. Τη μητέρα μου την έχασα από καρκίνο. Μετά από αυτό το χαμό της μητέρας μου εγώ αποφάσισα να εκδικηθώ και να ζήσω και για αυτήν και να μην βάλω όσο μπορώ νερό στο κρασί μου.
Για μένα η Ελλάδα ήτανε κάτι σαν... Οι Γάλλοι λένε: «La terre promise». Αυτό που υπόσχεται ο Μεσσίας. Κάτι που ήθελα πάρα πολύ, που περίμενα. Δούλευα, έβαζα λεφτά στην άκρη για να μπορώ να πηγαίνω διακοπές και πήγαινα στα νησιά.
Ήτανε εκείνο το καλοκαίρι του ‘81. Τότε τα εισιτήρια τα πουλάγανε πάνω στο λιμάνι με κάτι ξύλινα κιόσκια μικρά και τα καράβια είχαν τα ονόματα των προορισμών τους σε ένα πανί άσπρο με κόκκινα γράμματα. Και σε ένα καράβι, έγραφε «Αμοργός». Ε και λέω: «Α ωραία εγώ αυτό το όνομα δεν το γνωρίζω επομένως εκεί θα πάω».
Μπήκα στο καράβι, είχα πάει στο μπαρ να μου παραγγείλω έναν ελληνικό καφέ θυμάμαι, και όπως έφτιαχνε τον καφέ του λέω: «Δεν μου λέτε σε πόση ώρα φτάνουμε στην Αμοργό;» Μου λέει: «Σε ποιο λιμάνι;», «'Έχει έχει τα Κατάπολα και έχει την Αιγιάλη». Σε ποιο να κατέβω;» του λέω. Έσκυψε έτσι λίγο με κοίταξε από πάνω έως κάτω, μου λέει: «Στο δεύτερο». Και δε ρώτησα καθόλου γιατί.
Κατέβηκα πράγματι στο δεύτερο που ήταν η Αιγιάλη. Κατέβηκα και έφτασα χαράματα του Δεκαπενταύγουστου. Τότε δεν υπήρχε το λιμάνι και κατεβαίναμε σε μία λάντζα, δηλαδή μακριά από την ακτή. Και επειδή ήταν Δεκαπενταύγουστος, μας υποδέχθηκαν στις 6 το πρωί ένα βιολί και δύο λαούτια.
Νόμιζα ότι έφτασα στον παράδεισο. Γιατί όπως άρχιζε το πρωί φαινόταν αυτά, τρία χωριουδάκια εκεί ψηλά, και κάτω ήταν λίγα σπίτια. Ήτανε τα σπίτια των ψαράδων. Κοιμήθηκα κάπου στην παραλία και όταν ξημέρωσε για τα καλά μετά από λίγες ώρες, τότε είδα όλη την απίστευτη ομορφιά αυτού του τόπου. Και δεν έκατσα μια βδομάδα, έκατσα δυο μήνες, μέχρι που να ξανπάω Παρίσι για να σπουδάσω.
Το επόμενο καλοκαίρι ξαναπήγα στην Αμοργό. Εκεί τότε έμεινα πολλούς μήνες, δηλαδή τέσσερις πέντε μήνες. Ήταν μία μεγάλη περιπέτεια η Αμοργός, γνώρισα πολύ κόσμο. Μετά ήρθαν και φίλοι με ένα καΐκι που λεγόταν Αλδεβαράν.
Το Αλδεβαράν ήταν ένα καΐκι που το είχανε δύο άτομα. Ήταν παλιό καΐκι του ‘57 νομίζω, το μαύρο καϊκι 17 μέτρα, το είχαν φτιάξει αυτό το καΐκι. Και θέλαν να ψαρεύουνε. Τα άτομα αυτά δεν ήταν όμως παραδοσιακοί ψαράδες. Ο ένας ήταν Αθηναίος, αλλά από κρητική καταγωγή κι ο άλλος από τη Λιβαδειά. Ο Κορογιάννος και ο Μύρωνας. Και είχαν αποφασίσει αυτό να το κάνουν και τρόπο ζωής. Τότε εγώ ήμουν στο καΐκι γιατί είχα ερωτευτεί τον Δημήτρη Κορογιάννο. Και έτσι άρχισε μία μεγάλη περιπέτεια εκείνο το καλοκαίρι με το Αλδεβαράν, που ταξιδέψαμε μαζί, φτάσαμε πάλι στην Αμοργό. Και κάποια στιγμή συνεργάστηκε με ένα καΐκι Καλύμνιων που το έχει ο Φραγκίσκος, για να πάνε να ψαρέψουνε από γυμνάσια νάρκες, για να μπορούν να τις ανοίξουν και να πάρουν τον δυναμίτη. Γιατί τότε οι Καλύμνιοι ψάρευαν με δυναμίτη.
Και εκεί κάποια στιγμή γνωρίσαμε τον Φραγκίσκο, ο οποίος είχε μαζί του έναν Αμερικάνο, τον Άγγελο. Και άρχισε μία απίστευτη ιστορία. Όταν πηγαίναμε λοιπόν στο σημείο που ήταν να δέσουν την νάρκη βουτούσε ο Αμερικάνος με σχοινί που έφευγε από το δικό μας το καΐκι, έδενε τη νάρκη με το σχοινί, και μετά όλοι όλοι πηγαίνανε στο άλλο το καΐκι και έμενα εγώ με τον Κορογιάννο στο Αλδεβαράν.
Εμείς οι δύο λοιπόν ανεβάζαμε την νάρκη. Εγώ ήμουν στο μηχάνημα σε αυτό την τροχαλία που μου έλεγε ή: «Λέβα», ή «Στοπ», και αυτός ήτανε εκεί που ανέβαινε το σχοινί και προσπαθούσε να ελέγξει να μη γίνει κάτι, να μην… Και το πριονίζανε με το χέρι και το εσωτερικό το βάζανε σε τσουβάλια.
Μία φορά που ανεβάζαμε με τον Κορογιάννο τη μία νάρκη, όπως την ανέβασε κάποια στιγμή βρέθηκε ο κόμβος εκεί στην άκρη, και αυτό άνοιξε, έσπασε «μπαπ». Και ξανάπεσε κάτω δηλαδή η νάρκη. Και θυμάμαι ότι γύρισε το κεφάλι ο Δημήτρης και με κοίταξε. Και κατάλαβα ότι με κοίταζε σαν να μου λεγε: «Τώρα δεν ξέρω να σου πω τι θα γίνει». Και θυμάμαι ότι δεν φοβήθηκα καθόλου, ήμουν πολύ ερωτευμένη και δεν φοβόμουνα καθόλου γιατί έλεγα: «Εντάξει θα πεθάνω με τον Κορογιάννο. Δεν φοβάμαι». Ήταν τόσο ρομαντικά….
Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, νόμιζα ότι... Ότι εκεί χάθηκα σε αυτή την ρωγμή του τόπου και του χρόνου εκεί στο Αιγαίο.
Κάποια στιγμή που ήμουν στην Αστυπάλαια με τον Δημήτρη και το καΐκι, άκουσα από μεγάφωνο το όνομά μου. Και πήγα στο λιμεναρχείο και μου εξήγησαν ότι με ψάχνει ο πατέρας μου. Γιατί δεν είχε νέα μου, και έτσι αναζητούσε πού είναι το Αλδεβαράν. Έτσι πήρα το καράβι από Αστυπάλαια και γύρισα στο Παρίσι.
Ήταν λες και με βγάλαν από... από το παραμύθι τέλος πάντων που ζούσα και από όλο αυτό, και έπρεπε να μπω στην πραγματικότητα τη σκληρή. Αλλά το μυαλό μου ήταν τελείως στις καταστάσεις αυτές και περίμενα πότε θα έρθει το καλοκαίρι. Όπου ήρθε το επόμενο καλοκαίρι και εκεί ζήσαμε άλλη τελείως περιπέτεια με τον Κορογιάννο. Το Αλδεβαράν χρωστούσε λεφτά και τότε είχαν αποφασίσει να παίξουν στο καζίνο κάποια λεφτά για να ξεπληρώσουν το ένα εκατομμύριο χρέη τους.
Είχαμε έναν πολύ φίλο στη παρέα, μεγάλος μαθηματικός, ο οποίος είχε βρει ένα σύστημα για για τη ρουλέτα. Και εμείς είχαμε λοιπόν τον σκοπό ότι έπρεπε να σώσουμε εμείς την κατάσταση. Κι έκατσε ο Κορογιάννος να μάθει το σύστημα.
Και έτσι περάσαμε ένα μήνα στην Αθήνα που πηγαίναμε μέρα παρά μέρα με ταξί στην Πάρνηθα. Και θυμάμαι ότι έπρεπε να είμαστε και κόσμια ντυμένοι. Τι ο Κορογιάννος τώρα που ήτανε σαν ψαράς, έβαζε μία μαύρη γραβάτα και είχε ένα πουκάμισο με τα σγουρά του τα μαλλιά και το μουστάκι του. Και εγώ είχα θυμάμαι ένα πολύ απλό μαύρο φόρεμα. Έβαζα και μία κορδέλα στα μαλλιά, έβαζα και ένα κολιέ γιατί όλοι εκεί μέσα ήτανε χλίδα όχι αστεία. Τα ουίσκια, τα πούρα, οι κυρίες με κάτι χρυσαφικά... Και εμείς ήμασταν λίγο βέβαια σαν τη μύγα μες στο γάλα. Και άρχισε σιγά σιγά-σιγά-σιγά έτσι με ελπίδα αλλά πολύ γρήγορα αρχίζαμε να χάνουμε. Και χάναμε, και χάναμε, και χάναμε. Και στο τέλος τα χάσαμε όλα. Και έτσι γυρίσαμε ηττημένοι στην Αμοργό και οπότε το χρέος δεν δόθηκε.
Το Αλδεβαράν έμενε και τον χειμώνα στην Αμοργό. Ζούσαν εκεί τα παιδιά. Εγώ γυρνούσα στο Παρίσι οπότε μπορούμε να μιλήσουμε για ένα είδος σχιζοφρένειας. Εγώ ήθελα να ζήσω με αυτόν τον άνθρωπο, τον αγαπούσα πάρα πολύ. Κάποια στιγμή ήταν τόσο δύσκολο το ‘85 όταν άφησα τον Κορογιάννο για να πάω στο Παρίσι. Ένιωσα τόσο πόνο που ορκίστηκα ότι δεν θα ξαναπάω να τον δω εάν πρώτα δεν τελειώσω τις σπουδές να ‘μαι ελεύθερη.
Μόνο που αυτό δεν έγινε ποτέ... Γιατί δεν μπόρεσα να τελειώσω, γιατί η μισή καρδιά μου η μισή... Το μυαλό μου, όχι η μισή... Όλη μου η καρδιά, το μυαλό μου, η ψυχή μου, ήτανε αλλού και δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ να κάνω κάτι μάλιστα που δεν πίστευα, που δεν μου άρεσε.
Το επόμενο καλοκαίρι δεν γύρισα στην Αμοργό γιατί είχα κάνει αυτή... Αυτόν τον όρκο και μπήκα σε άλλο κύκλο τιμωρίας. Και μετά είπα να πάω στη Σίφνο και τελευταία στιγμή στο λιμάνι, καθώς είναι να πάρω το καράβι για τη Σίφνο, βλέπω πάλι το Μιαούλη Αμοργό που έφευγε. Και τελευταία στιγμή παίρνω λοιπόν εισιτήριο και πάω στην Αμοργό. Ήταν το καλοκαίρι του ‘87. Λέω: «Όχι θα πάω στην Αμοργό, θα πάω να βρω τον Κορογιάννο, να του πω ότι: «Ότι και να συμβεί, μπορεί πολύ αργότερα να ξαναειδωθούμε εμείς, γιατί είναι σαν τα βράχια. Εμείς δεν θα χαθούμε ποτέ». Και αυτό μόνο να του πω και μετά δεν με νοιάζει να φύγω.
Παίρνω λοιπόν το καράβι και φτάνω στην Αμοργό. Πράγματι είναι εκεί ο Κορογιάννος με την τότε κοπελιά του, που είχε γνωρίσει το ‘85 μόλις έφυγα εγώ. Ήταν λίγο απόμακρος θυμάμαι, με απέφευγε. Μάλλον προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπίες. Απλά κάποια στιγμή με το που... Την πρώτη μέρα που ήρθα ή τη δεύτερη, του είπα ότι: «Να ξέρεις ότι εμείς ποτέ δεν θα χαθούμε και ότι είμαι σίγουρη ότι θα μαστε μεγάλοι και θα ξαναβρεθούμε». Και του έκανε πολύ εντύπωση θυμάμαι πώς καθόταν και με κοίταζε και χαμογελούσε.
Οικονομικά χάθηκε το Αλδεβαράν ναι στα επόμενα χρόνια. Σάπισε με ένα-δύο χρόνια κάπου στον Κορινθιακό τέλος πάντων χάθηκε αυτή η ιστορία ναι.
Τον Κορογιάννο τον ξαναβρήκα το ‘12 παρακαλώ. Είχα να τον δω από το 88’. Τηλεφωνιόμασταν μία φορά το χρόνο, τον έπαιρνα εγώ τηλέφωνο. Και εκείνο το καλοκαίρι ήμουν στην Αθήνα και σκέφτηκα να τον πάρω τηλέφωνο. Και μου λέει: «Ξέρεις πού είμαι τώρα;» «Πού είσαι;». Μου λέει: «Είμαι στην Αμοργό στην Αιγιάλη». Του λέω: «Αλήθεια;» Του λέω: «Ξέρεις ότι εγώ έρχομαι στην Αμοργό σε δύο μέρες;» Είχε να πάει στην Αμοργό είκοσι χρόνια. Δώσαμε ένα ραντεβού στα Κατάπολα και ήμουν έτσι σε πολύ... Δεν ήξερα πώς θα είναι, πώς θα τον δω. Είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος μου. Με είχαν όμως προειδοποιήσει κάποιοι φίλοι, μου είχαν πει: «Ξέρεις έχει πολύ γεράσει ο Κορογιάννος». Με περίμενε στο λιμάνι. Πράγματι το πρώτο που μου χτύπησε είναι ότι είχε πολύ αλλάξει. Αλλά ένιωσα πολύ χαρά, φιληθήκαμε: «Τι κάνεις;» και αυτά και πήγαμε στην χώρα να πιούμε ένα κρασάκι που έπαιζαν κάποιοι φίλοι μουσική. Και εκείνες τις μέρες κάναμε παρέα κάθε μέρα. Κάθε μέρα ερχόταν και με έβρισκε. Και μιλάγαμε, και μιλάγαμε, και μιλάγαμε. Περάσαμε συναρπαστικές μέρες έτσι κουβεντιάζοντας.
Και ένα βράδυ που ήταν κουρασμένος είπε: «Άντε να μη γυρίσω στην Αιγιάλη». Και είχα δύο κρεβάτια εγώ στο δωμάτιο και του λέω: «Κάτσε να…κάτσε να κοιμηθείς στο δωμάτιο μην γυρίζεις». Και όπως έκατσε να ξεκουραστεί απλά με με έπιασε και με χάιδευε έτσι, και ένιωσα εκείνη τη στιγμή μέσα σε κλάσμα δευτερολέπτου σαν ένα κύμα, σαν να με κατακλύζει το παλιό το κύμα. Και ένιωσα ότι ήταν σαν μία δεύτερη ευκαιρία που μου δινότανε να ολοκληρώσω αυτό που δεν είχε ολοκληρωθεί. Και άρχισε μία σχέση, που εγώ πίτευα, που ξαναφούντωσε πάρα πολύ. Και τέλος πάντων, το παλέψαμε ακόμη.
Ήταν δύσκολο να βρεθούμε, να βρεθούμε συχνά ή να βρεθούμε για καιρό και μέχρι που το συνειδητοποίησα και το κατάλαβα και έτσι απομακρύνθηκα και... Βέβαια παραμείναμε πολύ καλοί φίλοι, μιλάμε. Αλλά αυτό το κομμάτι έκλεισε έτσι. Έκλεισε ήρεμα.