Αυτός είναι ένας θρύλος αγάπης. Ανάγεται όλη αυτή η εξιστόρηση στα προεπαναστατικά χρόνια, στα χρόνια της πειρατείας.
Τα προεπαναστατικά χρόνια, να έχεις υπόψη σου, ότι η Ύδρα άρχισε σιγά-σιγά να αποκτά πολύ μεγάλη φήμη. Γι' αυτό κι οι πειρατές ήθελαν να την κουρσέψουν. Άρχισαν να φτιάχνονται σπουδαία αρχοντικά από Βενετσιάνους τεχνίτες. Πολύ ωραία σπίτια! Κερέσπινα με πέτρα πελεκητή. Και πάχος να έχουν περίπου τα ντουβάρια στα πέντε μέτρα. Με λίγα παράθυρα στην αρχή. Και σιδερόφραχτες, μεγάλες καγκελόπορτες, που να κλείνουνε τις στοές στις αυλές τις νύχτες για τον φόβο της εισβολής των πειρατών.
Μια οικογένεια, του Καπετάν Γιώργη Δήμα Βούλγαρη, του Μπέη της Ύδρας, μας λέει ο θρύλος αυτός, ότι μεταξύ των παιδιών όλων είχε κι ένα πολύ δυνατό και ρωμαλέο αγόρι, τον πρώτο του γιο, που έφυγε στην ξενιτιά με τα κούρσα, με τα καράβια τα ιστιοφόρα, για να πολεμήσει τους πειρατές. Εκεί γνώρισε μια πειρατοπούλα, να την πούμε έτσι, μια κοπελιά πανέμορφη και την πήρε μαζί του.
Όταν ήρθε το καΐκι στην Ύδρα, της είπε: «Θα πάμε στο σπίτι να σε παρουσιάσω στους γονείς μου, αλλά δεν ξέρω πώς θα αντιδράσουν». Την είχε πολύ αγαπήσει αυτήν την κοπέλα, τη σέβονταν πολύ κι εκείνη τον σέβονταν και τον αγαπούσε πολύ και θέλανε να ενώσουν τη ζωή τους, να κάνουνε τη δική τους οικογένεια. Τα ήθη, όμως, και τα έθιμα της εποχής εκείνης ήταν πολύ αυστηρά. Και καθώς ήρθαν στο νησί της Ύδρας, όλοι τους κοιτούσαν πολύ περίεργα και βλοσυρά, γιατί δεν επιτρεπόταν ένας Χριστιανός να πάρει μια μουσουλμάνα και να κάνει έναν γάμο.
Την έφερε, λοιπόν, εδώ, την πήγε στο σπίτι του πατέρα του και τους είπε ότι: «Την κοπέλα αυτή τη γνώρισα εκεί με τους πειρατές, με βοήθησε, μου έσωσε τη ζωή και καθώς είδα ότι με αγάπησε, με φρόντισε, την αγάπησα και την έφερα να σας τη γνωρίσω. Αν είναι και μου δώσετε την ευχή σας, εγώ αυτή την κοπέλα να μπορέσω να την κάνω γυναίκα μου, να ασπαστεί την ορθόδοξη θρησκεία και να κάνω έναν γάμο μαζί της, να κάνω οικογένεια».
Θύμωσαν πάρα πολύ στην οικογένειά του, ο πατέρας και τα αδέρφια του, και του είπε ότι: «Αυτό που λες είναι μεγάλη βλαστήμια, δε γίνεται. Να την πας πίσω την κοπέλα από κει που την πήρες». Εκείνος, όμως, τους παρακάλεσε να το ξανασκεφτούν, να κρατήσουν την κοπέλα κι όταν θα ξαναγυρίσει από το επόμενο μπάρκο στο οποίο έπρεπε να πάει, να το ξανασυζητήσουνε. Το δέχτηκαν λοιπόν οι γονείς του. Κράτησαν την κοπέλα στο σπίτι. Την έβαλαν να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού, και της έδωσαν έναν μικρό χώρο κάτω στο κατώι, στο υπόγειο, δίπλα από το κοτέτσι με τις κότες, να μένει.
Πέρασε ο καιρός, η κοπέλα βοηθούσε, της πήγαιναν κανονικά ένα πιάτο φαγητό, το νερό της, τα ρούχα της και σαν πέρασε ο καιρός, ήρθε το παλικάρι απ' τα ξένα, απ' την Μπαρμπαριά! Πολέμησε με τους Μπαρμπαρέσους πειρατές και νίκησε κι ήρθε ξανά στο νησί.
Πήγε με χαρά, λοιπόν, στο σπίτι του πατέρα του, λέει ο μύθος τώρα εδώ, να ζητήσει την ευχή του πατέρα και να ακούσει και την απόφαση. Σαν πήγε λοιπόν στο σπίτι, τον καλοδέχτηκαν μεν, αλλά μόλις ρώτησε για την κοπέλα τού είπανε: «Αυτή η κοπέλα δεν είναι για σένα, διότι όταν έφυγες εσύ, κοντά στους έξι μήνες, στους οκτώ μήνες περίπου άρχισε να μη σε σκέφτεται. Κι όταν τη ρωτήσαμε μας είπε πως θέλει να γυρίσει στην πατρίδα της».
Πικράθηκε πολύ ο νέος. Πήγε και βρήκε την κοπέλα και της λέει: «Θέλω να πάμε έναν περίπατο. Να μου πεις τα νέα σου. Πώς σου συμπεριφέρθηκαν οι δικοί μου και τι γνώμη έχεις κι εσύ; Θέλεις να συνεχίσουμε να είμαστε μαζί;» Του λέει: «Θέλω, αλλά ό,τι και να ακούσεις και να σου πουν μην τα πιστέψεις. Εγώ όταν έφυγες, δεν κοίταξα άλλον άντρα. Περίμενα πότε θα 'ρθεις. Ήμουνα μέσα στο σπίτι και βοηθούσα την οικογένειά σου». «Εντάξει -της λέει το παλικάρι- σε πιστεύω».
Καταλήγουν λοιπόν εκεί στην άκρη του γιαλού που είναι η σημερινή Σπηλιά, όπου κάνουμε το μπάνιο, που είναι έτσι άγρια, θολωτή κι έχει μεγάλη οπή από πάνω και κατέβηκαν από τα βραχάκια εκεί και κάθισαν και συζητούσαν. Του λέει η κοπέλα: «Πίστεψες αλήθεια ότι εγώ σε πρόδωσα; Ότι θέλω να γυρίσω στους δικούς μου; Αν νομίζεις ότι πίστεψα αυτό, μπορείς να μπήξεις ένα μαχαίρι στην καρδιά μου». «Τι λες -της λέει- εγώ σ' αγαπώ. Θέλω να σε κάνω γυναίκα μου, ν' ανοίξω ένα καινούργιο σπιτικό και να κάνουμε πολλά παιδιά». «Εντάξει -του λέει εκείνη- θα σε περιμένω στο επόμενο μπάρκο που θα γυρίσεις. Κι αφού έχουμε των γονιών σου τη συγκατάθεση, τότε θα προχωρήσουμε».
Γυρίσανε στο σπίτι. Ξαναπήγε εκείνη στον δικό της χώρο που έμενε. Έφαγε ο νέος το βραδινό το δείπνο με την οικογένειά του. Την άλλη μέρα πήρε το καΐκι του με το τσούρμο του κι έφυγε πάλι για το κούρσο.
Πέρασε ο καιρός κι όταν γύρισε πάλι στο νησί της Ύδρας, πήγε κατευθείαν στο σπίτι να δει τους δικούς του και την κοπέλα του. Τη βρήκε πολύ γερασμένη, πολύ κουρασμένη, με μακριά μαλλιά μέχρι κάτω τη μέση. Κατάκοπη από τις δουλειές. Ό,τι δουλειά του σπιτιού χρειαζότανε έπρεπε να την κάνει εκείνη. Μεγάλα σπίτια, με πολύ κόπο συντηρούνταν αυτά τα μεγαθήρια, τα σπίτια της Ύδρας, ξέρεις, είναι πολύ μεγάλα τα παλιά. Και τρόμαξε που την είδε. «Πω πω», λέει, «πώς έγινες έτσι; Τι είναι αυτά τα σημάδια; Ποιος σε έκανε έτσι;». Λέει: «Δεν είναι τίποτα, είναι από τη δουλειά και την κούραση. Η καρδιά μου όμως», του λέει, «είναι δική σου. Εγώ σ' αγαπώ και σε περιμένω». «Κάτσε να ρωτήσουμε τον πατέρα μου τώρα, να δούμε τι θα μας πει».
Ο πατέρας του κι η μητέρα του του είπαν ότι η κοπέλα συναντιέται με άλλους και δεν τον αγαπάει πια και θέλει να γυρίσει στους δικούς της. Εκείνος ήταν πολύ λυπημένος, αλλά δεν το 'δειξε.
Πήγανε, μια βόλτα πάλι προς την ακρογιαλιά. Πήγανε, λοιπόν, εκεί στη σπηλιά, στο μέρος που συναντιόντουσαν και μιλούσανε. Κι εκεί άρχισε να του ιστορεί η κοπέλα πάλι τα όσα παθήματα έπαθε. Και καθώς καθίσανε στην ακρογιαλιά της σπηλιάς κι άρχισαν να συζητούνε, της λέει ότι: «Δε μου λες την αλήθεια, το βλέπω στα μάτια σου». Εκείνη χαμογελούσε και του 'λεγε: «Όχι, δεν είναι έτσι, πραγματικά σε θέλω. Θέλω να κάνουμε τη νέα οικογένεια». «Δεν είναι -της λέει- η αλήθεια αυτό που μου λες. Δε με θέλεις πια, με ξέχασες».
Πάντα οι πολεμιστές κρατάγανε στο ζωνάρι τους κι ένα στιλέτο, ένα, δύο, το τουφέκι τους. Και καθώς μιλούσανε, βγάζει δειλά-δειλά από το σελάχι του το μαχαίρι το παλικάρι και της λέει: «Αγκάλιασέ με. Αγκάλιασέ με, να σε αγκαλιάσω κι εγώ. Να ανταλλάξουμε ένα φιλί». «Ναι -του λέει- αφέντη μου. Να σε αγκαλιάσω για πάντα. Για πάντα». Και καθώς έβγαζε σιγά σιγά το μαχαίρι απ' το σελάχι του, τρύπησε η άκρη του μαχαιριού το στήθος της και πέρασε και στο στήθος του παλικαριού το μαχαίρι κι αγκαλιασμένοι, σιγά σιγά, καθώς το μαχαίρι εισχωρούσε στα σώματα των δύο νέων, πέσαν στη θάλασσα αιμόφυρτοι.
Λέει ο μύθος, ο θρύλος, ότι τα φύκια εκεί στη σπηλιά κι οι αχινοί της Ύδρας μόνο έχουν αυτό το μωβέ, το ωραίο ροδοκόκκινο, βυσσινί χρώμα, από το αίμα του Μπαϊράμη, που θυσιάστηκε με την αγαπημένη του, γιατί ναι μεν αγαπιούνταν το ζευγάρι, αλλά οι γονείς κι η κοινωνία δεν ήθελε αυτή την ένωση.
Κι από τότε, αυτός ο θρύλος ζει μέχρι σήμερα. Όλοι λένε: «Πάμε στη σπηλιά του Μπαϊράμι. Πάμε στη σπηλιά του Μπαϊράμι». Και πάνε τα νέα ζευγάρια για έναν μικρό περίπατο κι ανταλλάσσουν όρκους κι ευχές.