ΗΜΑΣΤΑΝ ΣΑΝ ΠΟΥΛΙΑ: ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
ΗΜΑΣΤΑΝ ΣΑΝ ΠΟΥΛΙΑ: ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
Περιγραφή
Στα χρόνια του '50, η μικρή Καίτη Ζαζοπούλου παίζει στους δρόμους της Κοκκινιάς κλέφτες κι αστυνόμους, πεντόβολα, πρωτελιά και μακριά γαϊδούρα.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Ιόλη Αποστόλου
Αφήγηση
- Καίτη Ζαζοπούλου
Δημιουργία Podcast
- Δάφνη Ματζιαράκη
Σχεδιασμός Ήχου
- Νικόλας Κωνσταντίνου
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Κινηματογράφηση
- Νίκος Μανδηλάς
Ως παιδιά; Πανευτυχείς ήμασταν όλοι! Φαντάσου ένα σμήνος από πουλιά, να τρέχει το πρώτο, πώς κάνουνε σχηματισμό τα πουλιά και τρέχουνε, έτσι κι εμείς! Ο πρώτος έτρεχε μπροστά, ο πιο δυνατός έτρεχε κι από πίσω του, σμήνος τρέχανε κι οι υπόλοιποι! Πού πηγαίνανε; Ούτε ξέραμε πού πηγαίναμε. Καταρχάς, η δυναμικότητά μας ήταν περίπου στα δύο με τρία τετράγωνα. Το τέταρτο τετράγωνο ήτανε σαν να πηγαίναμε στο εξωτερικό! Και ξαφνικά, εκεί που τρέχαμε προς μία κατεύθυνση, έτρεχε ο άλλος διαφορετικά, τρέχαμε κι εμείς διαφορετικά, αλλάζαμε κατεύθυνση, πηγαίναμε προς άλλη μεριά.
Βέβαια, είχαμε και πάρα πολλά παιχνίδια, που κάναμε στον δρόμο μέσα. Αυτά ήταν τα παιχνίδια μας. Το τσιλίκι, τα πεντόβολα… Μπάλες φτιαχνόντουσαν με πανιά, βάζανε μια μεγάλη κάλτσα, βάζανε μέσα άλλα πανιά, την κάνανε στρογγυλή κι η μπάλα ήταν έτοιμη. Κλωτσούσαν αυτό, το τόπι, το λεγόμενο.
Τα πεντόβολα ήτανε κι η ειδικότητά μου! Τα μεσημέρια, λοιπόν, ήμουνα πιτσιρίκι και θυμάμαι ότι δε με έπιανε ύπνος και σιγά-σιγά, με ένα μισοφόρι, τότε φορούσαμε, που μας κάνανε εσωτερικά, είχαμε κάτι, όχι κομπινεζόν, σατέν και τέτοια γυαλιστερά, μας κάνανε οι μαμάδες μας. Ήτανε σαν ένα μονοκόμματο φουστανάκι, ξεμανίκωτο από βαμβακερό ύφασμα, το οποίο ήτανε σαν φουστανάκι, δηλαδή δεν αισθανόσουν ότι ήμουν με το νυχτικό και πώς θα βγω έξω. Έβγαινα, λοιπόν, σιγά-σιγά, στην αυλόπορτα, κρυφά, φώναζα κι από δίπλα τη γειτόνισσα, την Αλεξάνδρα και παίζαμε, λοιπόν, τα πεντόβολα.
Τα πεντόβολα τί είναι; Διαλέγαμε ως επί το πλείστον έτσι όμορφες πετρούλες ή αν είχαμε και την πολυτέλεια να έχουμε πάει καμιά φορά στη θάλασσα, μαζεύαμε βότσαλα, ωραία βότσαλα. Καθένας είχε πέντε βότσαλα. Έβαζε, λοιπόν τα τέσσερα επί της γης και τι έπρεπε να κάνει; Με το ένα χέρι, να πετάξει το πέμπτο βότσαλο στον αέρα και μέχρι αυτό να κατέβει απ’ τον αέρα, να πιάσει ένα βότσαλο από τα κάτω και να πιάσει κι αυτό που ήταν στον αέρα. Κι αυτό γινότανε κατ’ εξακολούθηση, το ακουμπούσε, μετά έπιανε το άλλο, δηλαδή έπρεπε να πιάσει και τα τέσσερα, χωρίς να του πέσει αυτό απ’ τον αέρα που κατέβαινε. Κι αυτό, όποιος το πήγαινε καλά, κέρδιζε, συνεχιζόταν το παιχνίδι και τα λοιπά.
Τα κορίτσια είχαν και γυναικεία παιχνίδια, ας πούμε κούκλες. Τι κούκλες; Από μια κούκλα είχαμε η κάθε μια. Κι άλλες μας φτιάχνανε και με πανιά, που φτιάχνανε οι μαμάδες μας κι οι μεγάλες μας αδελφές. Τι ήτανε, λοιπόν, το παιχνίδι; Στο καλύτερο πεζοδρόμιο της περιοχής, συμπτωματικά ήταν το δικό μου, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν εργολάβος οικοδομής και το ‘χε κάνει τσιμεντένιο και το ‘χε στρώσει ωραία. Μαζευόμασταν, στρώναμε μια κουρελού, μαζευόμασταν δυο-τρία κοριτσάκια, στολίζαμε όλα τα κουζινικά επάνω, τις κούκλες και παίζαμε. Αλλά εμένα μου ήτανε λίγο βαρετό αυτό το παιχνίδι. Προτιμούσα να παίζω στακαμάν και κλέφτες κι αστυνόμοι.
Μ’ άρεσε πάρα πολύ το κλέφτες κι αστυνόμοι, γιατί ήτανε κινητικό παιχνίδι. Λοιπόν, κλέφτες κι αστυνόμοι παίζανε όσα παιδιά θέλανε. Ενώ ήτανε αγορίστικο παιχνίδι, συνήθως, εμένα μου άρεσε. Είχα και τον αδελφό μου, που ήτανε λίγο μεγαλύτερος από ‘μένα, τρία χρόνια. Μ’ άρεσε να παίζω αυτά τα παιχνίδια, γιατί είχανε κινητικότητα. Λοιπόν, οι μισοί ήτανε κλέφτες κι οι άλλοι μισοί αστυνόμοι. Τι ήτανε, λοιπόν, το καθήκον; Οι αστυνόμοι να κυνηγάνε τους κλέφτες, αλλά σε περίπτωση που τον φτάνανε τον κλέφτη και τον ακουμπούσανε στην πλάτη, ο κλέφτης αυτός έπαυε να υπάρχει, έφευγε απ’ το παιχνίδι. Αλλά κι ο κλέφτης είχε τη δυνατότητα, αν προλάβει τον αστυνομικό, ενώ πάει ο αστυνομικός να τον πιάσει, αν κάνει κάποιον ελιγμό και προλάβει και τον ακουμπήσει τον αστυνομικό, αυτός που έπαιζε τον ρόλο του αστυνομικού, στην πλάτη, τότε έβγαινε αυτός ο αστυνομικός. Οπότε σιγά-σιγά ξεκαθαρίζανε οι ομάδες. Τώρα, αν έβλεπες ότι σε φτάνει ο αστυνομικός κι εσύ δεν έχεις δυνάμεις άλλες να τρέξεις, για να μη σε ακουμπήσει στην πλάτη, τι κάναμε; Πηγαίναμε σ’ έναν τοίχο και κολλούσαμε, να μην υπάρχει πλάτη για ν’ ακουμπήσει και πολλοί αποφασισμένοι, που δεν προλαβαίνανε και δε βρίσκανε και τοίχο, πέφτανε κάτω, ανάσκελα, επάνω στο χώμα για να μην τους προλάβουνε.
Είχαμε την πρωτελιά, εκεί ήτανε… λοιπόν, εκεί «τα βγάζαμε» υποτίθεται και κάποιος που έπρεπε να παίξει αυτό το ρόλο, τι έκανε; Στην πραγματικότητα, έκανε μία επίκυψη. Φαντάσου ένα παιδί που είναι μες στη μέση του δρόμου, κάνει μια επίκυψη και προσπαθεί να μαζέψει και το κεφάλι του, να μην το ‘χει πολύ πεταχτό. Κι οι άλλοι τι πρέπει να κάνουνε, όλοι οι άλλοι που παίζουν στο παιχνίδι; Να τρέξουνε, ν’ ακουμπήσουν τα χέρια τους επάνω στην πλάτη του παιδιού αυτού και να πεταχτούνε πάνω απ’ αυτόν. Να τον πηδήξουνε, δηλαδή, με τα χέρια στην πλάτη του και να κάνουνε το άλμα. Λοιπόν και λέγαμε: «Το κεφάλι στη γούρνα!» και καλά το κεφάλι, όποιος σκόνταφτε και δεν μπορούσε να τον περάσει, καθόταν αυτός μετά κάτω και πηδούσαν οι άλλοι.
Μακριά γαϊδούρα πάλι δύο ομάδες, πέντε άτομα και πέντε, δύο ομάδες. Τι γινότανε; Πάλι βγάζανε ποιος θα καθίσει πρώτος να κάνει τη μακριά γαϊδούρα. Συνήθως βρίσκαμε έναν τοίχο κι ο πρώτος ακουμπούσε πάνω σ’ έναν τοίχο. Αν δεν υπήρχε τοίχος, στεκότανε ένας όρθιος κι έσκυβε ο άλλος, έκανε μισή επίκυψη, να κάνει το σώμα του ένα «Γ» ας πούμε. Έπιανε τον τοίχο, ακούμπαγε τα χέρια στον τοίχο ή στον άλλον, τον όρθιο που τον κρατούσε. Ο επόμενος πήγαινε κι έκανε το ίδιο με το κεφάλι του στην πλάτη του αλλουνού, δηλαδή, γι’ αυτό λεγόταν και μακριά γαϊδούρα, κάνανε μια σειρά πέντε ατόμων ή τεσσάρων, ανάλογα, που ήτανε στην ουσία ένα υπερυψωμένο μαξιλάρι κατά κάποιον τρόπο. Οι άλλοι βάζανε τον πιο καλό, τον πιο δυνατό, τον πιο ισχυρό να πηδήξει, που έχει μεγάλο άνοιγμα, να πάει να καθίσει στον πρώτο. Για να χωρέσουν να καθίσουν κι οι υπόλοιποι πέντε, πάνω. Εκεί ήταν πια πολλά τα γέλια, γιατί άλλος λύγιζε, άλλος… πέφτανε όλοι μαζί, γινότανε όλο αυτό.