Εμείς τρεις μέρες πριν τη Χούντα είχαμε πάρει μια γραμμή απ' την ΕΔΑ να γράψουμε συνθήματα: «Δεν περνάει ο φασισμός». Μάζεψα τα παιδιά, τους Λαμπράκηδες, πλέον αυτά, μαζευτήκαμε. Λέω: «Παιδιά, πρέπει σήμερα να βγούμε να γράψουμε συνθήματα στους τοίχους». Και το θυμάμαι αυτό, κατά περίεργο τρόπο, κανένα παιδί δεν ήθελε να έρθει. Δεν ξέρω, φοβόντουσαν. Και στο τέλος, λέω: «Θα βγω μόνος μου». Όταν είπα, «θα βγω μόνος μου», πετάχτηκε ένα παιδί και λέει: «θα έρθω μαζί σου», μου λέει.
Τότε δεν είχαμε σπρέι και τέτοια πράγματα, είχαμε μπουγέλο με πινέλο. Ανεβαίνουμε τη λεωφόρο αυτή, του συντρόφου μου, του λέω: «Κοίτα να δεις, ό,τι και να γίνει, την κοπανάμε. Να μην μας πιάσουνε». Θα γράφαμε και στον μαντρότοιχο συνθήματα, αλλά κάνω μια πίσω μου και βλέπω στα 50 μέτρα μακριά, έναν τύπο κι ανέβαινε. Μπαίνω μες στο στενό. Και με το που βγαίνω, να σου μπροστά μας ο τύπος, ένας ασφαλίτης, ο Σωτηράκης, που μας ήξερε και τον ξέραμε. Είχε βγάλει το πιστόλι και λέει: «Πάμε στο τμήμα». Πάω να αφήσω εγώ τα σύνεργα. Μου λέει: «Με τα σύνεργα θα ‘ρθετε». Παίρνω εγώ το μπουγέλο. Εδώ είναι μια διασταύρωση που θα πηγαίναμε προς το Τμήμα και εκείνη τη στιγμή που κατεβαίναμε, ήτανε 01.00 η ώρα το βράδυ, πέραναγε ένα λεωφορείο άδειο και με το που μας πλησιάζει, γυρίζω εγώ και του λέω: «Από δω θα πάμε;». Και με το που γυρίζω, του πετάω το μπουγέλο στη μούρη και την κοπανάμε. Ακούω τρεις πυροβολισμούς. Τώρα, στον αέρα βάραγε ο Χριστιανός; Σε εμάς σημάδευε; Τι να σου πω; Εγώ είχα γίνει λαγός. Και χαθήκαμε. Και πήγα στο Παγκράτι, είχα ένα φιλικό σπίτι, έμεινα εκεί.
Εκεί με βρίσκει η δικτατορία. Στο ξένο σπίτι. Και την άλλη μέρα του Αη Γεωργίου. Τον πατέρα μου τον λέγανε Γιώργη και τη μάνα μου. Και κάνω την εξής σκέψη εγώ, ο ηλίθιος. Και λέω, να πάω στο σπίτι μου, όχι για να χαιρετήσω τους δικούς μου, αλλά επειδή είχα φύγει το βράδυ έτσι, να πάω κάνα εσώρουχο, να πάρω κάνα λεφτά να έχω μαζί μου, κάτι να πάρω, τα απαραίτητά μου και πάλι να φύγω, να την κοπανήσω. Και σκέφτομαι ότι αργία ήτανε, κλειστά όλα. Και παίρνω ένα ταξί και πάω. Και εδώ το πρώτο στενό πάνω αριστερά και κάνω έτσι να ανέβω. Λέω δεν θα είναι κανείς. Και ήτανε τέσσερις έξω από το σπίτι μου. Τους εντοπίζω, σκύβω στο πίσω κάθισμα. Αλλά αυτοί φαίνεται κάτι αντιληφθήκανε. Μου λέει ο ταξιτζής, ενώ του είχα πει παραπάνω εδώ σταματάμε, μου λέει: «Πού να σταματήσω;». Του λέω: «Φύγε». Αλλά βλέπει ο ταξιτζής και τους τέσσερις και τρέχουν πίσω από το ταξί. Έχουν βγάλει τα μπιστολιά και τρέχουνε. Μου λέει «Τί να κάνω;». Λέω «Φύγε». Φοβήθηκε ο άνθρωπος. Και με πήρανε.
Με το που μπήκα μέσα στο τμήμα, αρχίσανε και με βαράγανε επτά μαζί. Μετά με ξεχώρισε ο υποδιοικητής. Με βάζει σε ένα δωμάτιο μέσα. Μόνος του αυτός κι εγώ. Βγάζει και το πιστόλι του, μου λέει: «Αν κάνεις τίποτα -μου λέει- το βάζω εδώ δίπλα», φοβόταν κι αυτός. Τι να έκανα εγώ εκεί μέσα; Και αρχίζει το ξύλο. Να του πω ποιος ήταν ο άλλος που είχαμε πάει το βράδυ για συνθήματα γιατί την είχε κοπανήσει κι ο άλλος. Του λέω: «Πρώτη φορά είχε έρθει, δεν το ξέρω». Αυτός ξύλο, ποιος ήταν. Και στο τέλος, αφού δεν μπόρεσε να πάρει κάποια πληροφορία, με βάζουν σε ένα κελί μέσα, φωνάζουνε τη μάνα μου, να μου φέρει κουβέρτα.
Έρχεται η μάνα μου, λέει: «Μπορώ να τον δω;». Α, και τη φέρουνε εκεί πέρα. Με βλέπει η κυρία Γεωργία στα αίματα. Είχε την ψυχραιμία. Κάπνιζε η μάνα μου… Α, μου λέει: «Θες τίποτα;», «Ένα τσιγάρο». Βγάζει και παίρνει το πακέτο, να πάρει ένα τσιγάρο και ο μπάτσος που με φύλαγε απ' έξω παίρνει το πακέτο, το πετάει κάτω, που λες, με το τακούνι, πάταγε το πακέτο. Ε, η μάνα μου παίρνει δρόμο και φεύγει.
Και μετά λέει: «Πάρτε τον, πάτε στην Μπουμπουλίνας». Μου λέει ο Λάμπρου, μου λέει: «Κύριε Μάρκου -μου λέει- να κάνετε μια δήλωση εδώ, να πάτε σπίτι σας». Ε, του λέω: «Ρε κύριε Λάμπρου -του λέω- έτσι ξαφνικά που μου το λέτε -λέω- πρέπει να το σκεφτώ». Περνάει μισό λεπτό, ένα λεπτό πόσο πέρασε, μου λέει ο Λάμπρου: «Σκεφτήκατε;». Λέω: «Ρε συ, κύριε Λάμπρου -του λέω- τι να σκεφτώ -λέω- κάτι που θα μου καθορίσει αύριο τη ζωή μου -λέω- εσείς σήμερα υπάρχετε, αύριο δεν υπάρχετε, τί θα γίνει;». Μόλις ακούει «σήμερα υπάρχετε και αύριο δεν υπάρχετε», βάζει τις φωνές και λέει: «Πάρτε τον, πάρτε τον».
Ε και την άλλη μέρα το πρωί φορτώσαν τουλάχιστον τρία-τέσσερα τζέιμς από την Μπουμπουλίνας, μας πάνε στον Σκαραμαγκά και έχει αράξει ένα οπλιταγωγό, αρματαγωγό, τι ήταν εκεί, φώτα φωτίζουν τα πάντα με τεράστιους προβολείς. Κατεβαίνουμε εμείς, σε κάθε τέσσερα άτομα δίνανε μία κονσέρβα και μισή κουραμάνα ψωμί.
Μπαίνουμε μες στο αρματαγωγό. Γεμάτο, γεμάτο από κόσμο. Βρήκα ένα, κάτι άχυρα και άραξα εκεί πέρα. Οπότε κάποια στιγμή, αρχίζει μια βαβούρα εκεί: «Που μας πάνε, που μας πάνε, να μάθουμε που μας πάνε;». Υπήρχε αυτή η ανησυχία, μη μας φουντάρουνε μέσα. Εμείς είμαστε κάτω έτσι, από πάνω ήταν ανοιχτό, βλέπαμε τα αστέρια και γύρω-γύρω ναύτες, με τα όπλα τους βέβαια. Αυτό ήταν χαμηλό, τα πλαϊνά του. Και λέει ένας: «Να δούμε, ρε, πού μας πάνε». Και σκαρφαλώνει ο ένας στην πλάτη του αλλουνού. Ο τελευταίος, λοιπόν, είχε βγάλει λίγο το κεφάλι του απ' έξω και έβλεπε. Οι περισσότεροι, παλιοί εξόριστοι, είχαν περάσει από αυτά τα νησιά και τα ξέρανε. Οπότε, ακούμε που λέει ένας: «Παιδιά, βλέπω να μας πηγαίνουν στα Γιούρα».
Πλησιάζαμε πλέον, είχε φέξει. Η ανησυχία ποια ήταν, λοιπόν, ποιοι μας φυλάνε εκεί πέρα. Οπότε, λέει, αυτός έκανε έτσι. Λέει: «Φαντάρους βλέπω». Έπεφτε, να πούμε, κατάθλιψη παντού. Θα μας πεθάνουνε τώρα», του ‘λεγε ένας από κάτω, «Πες μας, δες καλά, να δεις καλά». «Μα σαν να βλέπω και χωροφύλακες». «Έλα ρε, πες το μας, ρε -του λέγε- ότι είναι χωροφύλακες». Τελικά, τί γινόταν, πλησιάζοντας είχε και φαντάρους και χωροφύλακες.
Μόλις φτάσαμε εκεί, οι φυλακές ήταν κατειλημμένες, πλέον, από τους πρώτους. Μας πήγαιναν στους όρμους, πλέον. Δηλαδή, ήταν πρώτος όρμος, δεύτερος όρμος, τρίτος, τέταρτος όρμος. Εμείς πήγαμε στον τέταρτο. Και εκεί στον όρμο, μας δίνανε, αντίσκηνο, ανά τέσσερα άτομα. Το στήναμε μόνοι μας σε παλιά χνάρια, που είχαν οι προηγούμενοι εξόριστοι εκεί πέρα. Μας δίνανε πάλι μία ντομάτα, ένα σαν σβάν ήταν ένα πράγμα και ψωμί. Εγώ το βράδυ φύλαγα την ντομάτα γιατί φάω το πρωί και σηκωνόμουν και μου την είχαν φάει τα ποντίκια, δεν έμενε ντομάτα. Όταν μιλάμε για ποντίκια, τεράστια σαν γατιά ήτανε. Δαγκώναν τα ποντίκια και τους παίρνανε και τους πηγαίνανε για την αντιλυσσική θεραπεία. Τα ποντίκια δαγκώναν συνήθως στα χείλια, γιατί άμα είχες φάει κάτι, εδώ μύριζε. Δαγκώναν τα αυτιά και τις ρώγες απ' τα χέρια.
Την δεύτερη μέρα, ξαφνικά, έρχεται εκεί η χωροφυλακή, με κάτι φτυάρια, με κάτι γκασμάδες. Εγώ βλέπω τα φτυάρια και τους γκασμάδες, ωπ, λέω, θα μας βάλουν τώρα να κάνουμε τίποτε καταναγκαστική εργασία. «Παιδιά -λέω- έτσι και μας ζορίσουν για καταναγκαστική δουλειά, να μην κάνουμε τίποτα». Οπότε, κάτι πιο παλιοί λέγανε: «Παιδιά, πρέπει να σκάψουμε». Μαζί με τον χωροφύλακα που λες, οριοθετούν ένα μέρος, τριάντα, σαράντα μέτρα ήτανε, λίγο ίσωμα, και οι πιο νέοι που είμαστε, αρχίζουμε και σκάβουμε.Και κάναμε ένα λούκι, όσο χωράγαμε μέσα να περάσουμε και μόλις τελικά σκάψαμε όλο αυτό το λούκι, πετάγαμε τα χώματα πάνω, πέφτει το σύνθημα, και αρχίζουν όλοι και πάνε και χέζουνε εκεί. Εκεί κατάλαβα ότι είμαστε χιλιάδες κόσμος εκεί πέρα κι άμα ο ένας πήγαινε και τα έκανε όπου ήθελε, θα παθαίναμε και καμιά αρρώστια. Και πήγαμε εκεί και ξαφνικά έβλεπες στο χαντάκι αυτό, πενήντα κώλους συνέχεια. Κι όποιος έφευγε, έριχνε λίγο χώμα, και τη βγάζαμε έτσι εκεί πέρα. Δεν είχαμε να πλυθούμε. Δεν υπήρχε νερό. Δεν υπήρχε σαπούνι. Άμα δεν υπάρχει νερό, τι να το κάνεις στο σαπούνι. Και ερχόταν μια υδροφόρα, απ' τη Σύρο, έρχονταν μια υδροφόρα, ένα νερό εφάλμυρο ήταν, κάπως έτσι, για να πιούμε, τίποτα άλλο. Δεν υπήρχε περίπτωση να πλυθείς.
Μετά από δέκα μέρες, ήρθε πάλι η χωροφυλακή εκεί και λέει: «Όσοι θέλετε να πάτε στα σπίτια σας, να πάτε προς την παραλία». Οπότε, γίνεται ένα ντου προς την παραλία. Αυτό σήμαινε, «όσοι θέλετε να κάνετε δήλωση, πηγαίνετε προς την παραλία». Και γίνεται, που λες, ένας χαμός. Απ' τις οκτώ χιλιάδες ανθρώπους που είμαστε εκεί, οι μισοί πήγανε στην παραλία. Εν τω μεταξύ, εμείς, στην διπλανή σκηνή ήταν ένας νεαρός, καλό παιδάκι, τοπογράφος. Έτσι μας είχε συστηθεί. Τον βλέπουμε, που λες, τον τοπογράφο, την κάνει και φεύγει στην παραλία. Μου λέει ο Ποντικάκης, που κοιμόμαστε, μου λέει: «Αυτόν τον χάσαμε -μου λέει- έφυγε». Μετά από δύο-τρία λεπτά ξαναγυρίζει ο τοπογράφος. «Τους μπίξε, τους αυτούς που θα κάνω εγώ δήλωση, θα παλέψω μαζί σας ρε παιδιά». Τον αγκαλιάζαμε εμείς, «μη σκας». Και μετά τον βλέπαμε λίγο ανησυχούσε, μετά την ξανάκανε και έφυγε. Μου λέει ο Ποντικάκης: «Δεν πρόκειται -μου λέει- τον χάσαμε -μου λέει- ρε έφυγε, έχει πρόβλημα…», μου λέει. Οπότε ξαναγυρίζει. «Όχι, ρε, εγώ δεν θα το κάνω αυτό». Του λέγαμε: «Μπράβο, ρε συ, κάτσε μαζί μας, να παλέψουμε», του λέγαμε. «Ναι, ρε παιδιά», λέει. Τελευταία, ξανακάνει μία και δεν ξαναγύρισε.
Όταν αραίωσε ο κόσμος, πήγαμε στις φυλακές. Όταν λέμε θάλαμο, εννοούμε 150 άτομα μέσα. Φανταστείτε τι έκταση είχε ο θάλαμος. Δεν υπήρχαν ούτε κρεβάτια, ούτε τίποτε. Έστρωνες μια κουβέρτα κάτω και με άλλη μια κουβέρτα σκεπαζόσουνα. Αν ήσουν τυχερός και είχες ένα μαξιλάρι, είχες ένα μαξιλάρι. Εκεί τη βγάζαμε όλοι. Είχαμε τα μαγειρεία κάτω, που εμείς μαγειρεύαμε, είχαμε, από τους κρατούμενους βγαίνανε οι μάγειροι, εμείς πλέναμε τα καζάνια και όλα αυτά. Μετά πήρανε και τις γυναίκες. Να σας πω μόνο ότι, στατιστικά, λιγότερες γυναίκες φύγανε με δήλωση. Λιγότερες γυναίκες. Οι περισσότερες τις κρατήσανε. Τις οποίες τις πήρανε και τις πήγαν στην Αλικαρνασσό. Και έμειναν οι φυλακές για μας, πλέον. Δεν κάτσαμε και πολύ, γιατί ο Ερυθρός Σταυρός το θεώρησε ακατάλληλο το μέρος. Και μετά από τέσσερις ή πέντε μήνες, παραπάνω δεν μείναμε, όλοι. Μας πήγαν στη Λέρο. Εκεί οι συνθήκες ήταν καλύτερες.
Ακούω μια λύρα. Κάνω έτσι, τί να δω; Ήταν ένας λυράρης στη μέση και γύρω του καμιά δεκαπενταριά Πόντιοι, γιατί είχαμε από όλες τις φυλές του Ισραήλ εκεί. Και αρχίζουν το τακατάκ τακατάκ και χορεύουν. Οπότε κάποια στιγμή μπαίνει η χωροφυλακή μέσα, μπροστά είναι ο διοικητής της χωροφυλακής εκεί, τους κάνει μια έτσι, παίρνει τη λύρα, τη σπάει στο γονατό του. Λέει: «Μουσικά όργανα απαγορεύονται». Την άλλη μέρα ξανακούω εγώ τη λύρα. Γύρω τώρα οι δεκαπέντε έχουν γίνει τριανταπέντε. Χορεύουν. Μπαίνει πάλι ο διοικητής, κάνει έτσι, παίρνει τη λύρα, τη σπάει. Την άλλη μέρα ακούω πάλι λύρα. Λέω: «Τι γίνεται εδώ;». Κάνω έτσι, είναι ο λυράρης στη μέση και τώρα έχουν μαζευτεί πεντακόσιοι γύρω του και χορεύουν. Ή κάνουν ότι χορεύουν γιατί πολλοί δεν ξέραν να χορέψουν ποντιακά. Και εκεί δεν τόλμησε να μπει ο διοικητής μέσα. Και ήταν η αρχή αυτό κάποιοι από μέσα που ξέραν ή που μπορούσαν να έχουν μια λύρα, ένας έφτιαξε ένα μπαγλαμά, ο άλλος είχε μια κιθάρα. Επιτραπήκαν, ας πούμε, να έχουμε κάποιο μουσικό όργανο.
Απ' τη μια μεριά είχα χαρά που φεύγουμε, απ' την άλλη τι είχα πάθει. Εγώ έκανα παρέα με τη Βάσω, την Κατράκη. Στα Γιούρα ήμαστε μαζί. Και ήτανε κάτι οι φίλοι μου εκεί, κατεβαίναμε κάτω στην παραλία εκεί στα Γιούρα, μαζεύαμε χαλικάκια και τα δίναμε στη Βάσω, την Κατράκη και τα ‘φτιάχνε, τα ζωγράφιζε. Και από πίσω έγραφε «Γιούρα ‘67». Η περιουσία μας όλη ήταν ένα χαρτόκουτο. Δηλαδή, μέσα εκεί τι είχαμε; Τα εσώρουχά μας, είχαμε, ξέρω εγώ, το σαπούνι μας και αν θέλαμε να ξυριστούμε. Αυτά είχαμε. Δεν είχαμε τίποτε άλλο. Εγώ είχα κι ένα δεύτερο τέτοιο, το είχα γεμίσει με βότσαλα της Βάσως. Κι όταν μας πάνε στον Ωρωπό, το κουβάλαγα μαζί μου. Φεύγουμε από τον Ωρωπό, ξανα στη Λέρο το κουβάλαγα μαζί μου. Όταν, λοιπόν, έδωσε την αμνηστία ο Παπαδόπουλος, τότε στην τρελή χαρά όλοι μας, μαζεύαμε τα πράγματα μας, κάνω έτσι, τί να δω; Μου είχαν πάρει το κουτί με τις πέτρες όλες.
Δύσκολα χρόνια πέρασα και μετά, εγώ, γιατί, εδώ πέρα, ο μόνος που έκανα παρέα ήταν ο αδερφός μου. Δηλαδή, φίλοι μου, άμα έκαναν παρέα, τους καλούσαν στο τμήμα την άλλη μέρα. Εντάξει, λογικό είναι, οι άνθρωποι… Υπήρχε μία απομόνωση.
Δεν είναι τι περάσαμε εμείς. Όχι. Τι περάσανε οι δικοί μας. Η μάνα μου, ο πατέρας μου, οι συγγενείς του καθενός, ο άλλος είχε αφήσει τα παιδιά του. Είχε αφήσει τα παιδιά του. Στη Λέρο επιτρεπόταν το επισκεπτήριο και θα έρχονταν η γυναίκα του με το παιδί. Χαρά αυτός. Το παιδί του το είχε αφήσει ενός μηνών και θα το βλέπετε τώρα δύο ετών. Και του φτιάξαμε όλοι κάτι παιχνίδια να δώσει στο παιδί του, όλοι κάτι δίναν. Και το επισκεπτήριο γινόταν σε ένα σημείο της φυλακής, του κτιρίου μέσα. Γυρίζει. Ήτανε πικραμένος. Έκλαιγε. Λέμε: «Τί έπαθες;». «Ρε το παιδί μου -λέει- να μη με θέλει». Δεν τον ήξερε. «Ρε να το πάρω αγκαλιά το παιδί μου και να μη με θέλει». Ήτανε πεθαμένος, απ' την πίκρα του. Ε, είχαν αφήσει οικογένειες πίσω. Υποφέρανε κι αυτοί.