Γεννήθηκα πάνω εδώ στη γειτονιά που εμείς την λέγαμε και την λέμε Τουρκοβούνια. Είμαστε μια πολυμελής οικογένεια, φτωχή. Ο πατέρας μου ήταν εργάτης, ήταν άρρωστος κι είχε πάρει νωρίς σύνταξη, από το ‘47 που γεννήθηκα εγώ, πήρε σύνταξη. Εκεί πάνω που μεγαλώσαμε ήταν μια ωραία γειτονιά, φτωχές οικογένειες, εργατικές, όλες. Κατάλαβες, λοιπόν, ότι ήταν ένα φτωχό σπίτι. Στο φτωχό αυτό σπίτι, ο πατέρας μου, δεν μπορούσε να κάνει μεζέδες και κρασιά με τους φίλους, αλλά μαζεύαν, πίνανε μια ρακή απ’ την Νάξο, κουβεντιάζανε. Παρακολουθούσα εγώ τις κουβέντες, έτσι.
Μία πρώτη εντύπωση που είχα: Ένα θέμα ήταν πόσο σκληρή ήταν η δουλειά τους, όσοι δουλεύανε, και πόσο λίγα και μικρά ήταν τα μεροκάματα και η φτώχεια που είχαν. Και συνειδητοποιήσα δώδεκα-δεκατριών χρονών ότι αυτό μου γεννούσε ένα αίσθημα ότι η γενιά του πατέρα μου σκληρά περνάει, εκεί βλέπεις τη ζωή από την άλλη πλευρά. Τη δυσκολία της ζωής. Για τον κόσμο και την κοινωνία δεν ξέρω αν σκεφτόμουν τίποτα, γενικώς κι αορίστως. Εκείνο που όλη αυτή η παιδική ηλικία έπαιξε έναν ρόλο σε εμένα στο να αποφασίζω τι θα κάνω. Αυτό ήταν κάτι που εξελίχθηκε σε χαρακτηριστικό μου.
Δεν διαβάζαμε στο Δημοτικό σχεδόν καθόλου. Μόνο παιχνίδια κάναμε. Στην τρίτη τάξη, είπα στον πατέρα μου: «Τέρμα το σχολείο το ημερήσιο, θα πάω κι εγώ νυχτερινό. Όπως πηγαίνανε τα αδέρφια μου». Και πάω στο νυχτερινό στη τρίτη τάξη Γυμνασίου. Με το που πάμε, το τέλος του καλοκαιριού του 1961, ο Καραμανλής έκανε έναν νόμο κι έκανε τα έξι χρόνια των νυχτερινών σχολείων, εφτά. Κι αρχίζει ένα κίνημα από τη νεολαία της ΕΔΑ --ακόμα δεν ξέρω τίποτα εγώ για τη νεολαία της ΕΔΑ-- που «πρέπει να αντισταθούμε». Με απεργίες αρχικά και συγκεντρώσεις και διάφορες παραστάσεις που κάναμε, στο τέλος. Άρα, μέσα από αυτή τη διαδικασία του νυχτερινού, πολιτικοποιούμαι. Στο στυλ «αποφασίζω και κάνω».
Στην πρώτη τάξη, αποφασίζω να πάω να γίνω γιατρός. Και πέρασα στην Ιατρική τη δεύτερη φορά, το 1967. Είχε γίνει η Χούντα.
Η Χούντα για μένα δεν ήταν έκπληξη. Έχω μια προσωπική ιστορία. Είχα μια κοπελιά, μια σχέση με ένα κορίτσι. Ήμουν 20 χρονών, έτσι; Δεν έχουμε μπει ακόμα στο Πανεπιστήμιο. Γιατί μπήκαμε Σεπτέμβριο κι η Χούντα έγινε Απρίλιο. Συνήθως κάθε Παρασκευή την έπαιρνα από το φροντιστήριο, από την πλατεία Κάνιγγος και την πήγαινα στην Άνω Κυψέλη, λέγαμε τα δικά μας, νέα παιδιά, ήμαστε. Μια μέρα, στο Πεδίο του Άρεως, λέω: «Εδώ. Κάτσε, σε ένα παγκάκι». Λέω: «Κοίταξε, έρχεται μεγάλη δυσκολία. Θα γίνει δικτατορία. Θα έρθει η χούντα, ξέρω εγώ. Και θέλω να ξέρω αν εσύ είσαι διατεθειμένη να με ακολουθήσεις». Αυτό το έκανα εγώ γιατί ήξερα ότι ήταν από δεξιά οικογένεια. «Γιατί εγώ θα ανακατευτώ, θα μπλέξω. «Μπλέξιμο» σημαίνει φυλακή, εξορία και δύσκολα πράγματα. «Μη μου απαντήσεις», λέω, «τώρα, θα το σκεφτείς και την άλλη Παρασκευή και θα μου πεις». Το κορίτσι ήταν και πιο μικρό από μένα, ήταν τρία χρόνια μικρότερη, ήταν 16-17 χρονών. Ζορίστηκε. Και την άλλη Παρασκευή μου είπε «όχι». Λέω: «Εντάξει, καλά είμαστε, σ’ αγαπώ, μ' αγαπάς, αλλά θα χωρίσει ο δρόμος μας τώρα». Βέβαια, η ζωή έχει πολλές παραξενιές.
Περνάνε τα χρόνια. Και μου έφερε κάποτε τη μάνα της να την δω, ως οφθαλμίατρος. Μιλάμε τώρα 2000, δεν ξέρω πόσο. Δεν έχω δει άνθρωπο να κλαίει τόσο πικρά. Ούτε μία κουβέντα. Ούτε «είχες δίκιο», «δεν είχες δίκιο», τίποτα. Ένα κλάμα. Πέντε λεπτά κλάμα στην αγκαλιά μου. Τίποτα. Ούτε ξαναεπικοινωνήσαμε, ούτε τίποτα. Λοιπόν και λες πώς γίνεται αυτό το πράγμα; Όποιος μου πει το μυστικό, θα τον παραδεχτώ. Έτσι είναι η ζωή.
Κάποια στιγμή, μου λέει ένας φίλος συμμαθητής μου από τον νυχτερινό: «Πάμε», μου λέει, «στην οργάνωση τάδε;» και μου λέει την οργάνωση. Κι επειδή μου είπε και το όνομα του ηγέτη της οργάνωσης, πολύ γνωστό κι αντιστασιακό όνομα, είπα: «Δε θέλω. Εγώ Κώστα μου», Κώστα τον λέγανε, «είμαι φτωχό παιδί, έχω μπει στην Ιατρική, θα τελειώσω, να γίνω γιατρός, να είμαι ήρεμος». Εν πάσει περιπτώσει, και δεν πήγα εκεί πέρα, πήγα κατευθείαν στην «20ή Οκτώβρη». Εκεί ο Γιώργος ο Σαγιάς, με τον οποίο κάναμε παρέα από την εποχή που ήμαστε μαθητές, πριν την Χούντα, κάποια στιγμή μου λέει: «Έχω μια πρόταση, σε αφορά και σένα. Να μπούμε σε μια οργάνωση που την έχουν φτιάξει κάποιοι σύντροφοι και φίλοι στο Παρίσι. Φτιάξαν την οργάνωση “20ή Οκτώβρη”», ονομάστηκε έτσι γιατί η πρώτη βόμβα που έβαλε ήταν στις 20 του Οκτώβρη του ‘69.
Πέρναγε ο καιρός κι η Χούντα δε φαινόταν ότι θα πέσει ή θα καταρρεύσει ή θα σηκωθεί να φύγει έτσι. Πιάνανε ανθρώπους, βασανίζανε και συνειδητοποίησα ότι άλλοι πιάνονται και βασανίζονται και πάνε φυλακή κι εμείς τι θα κάνουμε; Θα καθόμαστε, θα κοιτάμε, θα περιμένουμε; Έτσι, φτιάξαμε έναν πυρήνα της οργάνωσης και βάλαμε κάποιες βόμβες.
Τις φτιάχναμε εμείς, τα υλικά ερχόντουσαν απ΄ έξω κι η συναρμολόγηση ήταν ένα ηλεκτρικό δίκτυο με ένα ρολόι. Ήταν συνδεδεμένη με πυροκροτητές και με μία μικρή μπαταρία ηλεκτρική. Μόλις πήγαινε εκεί, έδινε ρεύμα, γινόταν επαφή, ηλεκτρική επαφή, πέρναγε το ρεύμα στον πυροκροτητή, έσκαγε ο πυροκροτητής, σκάγανε και τα εκρηκτικά.
Οι βόμβες μπαίνανε πάντα με εκτίμηση της χρησιμότητας και τις συνθήκες που θα μπει, όταν σκάσει τι κινδύνους μπορεί να δημιουργήσει. Γι’ αυτό οι βόμβες που βάζαμε ήταν πρακτικά ακίνδυνες. Αλλά θα σκάγανε στις 2μισι ώρα τη νύχτα. 2μιση ώρα τη νύχτα εκείνη την εποχή, δεν ξέρω τώρα τι γίνεται, αλλά εκείνη την εποχή… Εμείς περάσαμε 11 η ώρα 11μισι η ώρα περνάγαμε στις 2 περνάγαμε στις 3 παίρναμε ένα κορίτσι και περνάγαμε, περνάγαμε ώρες, που βλέπαμε ότι δεν υπάρχει, ψυχή δεν κυκλοφορούσε.
Με τέτοια κριτήρια, να είναι στόχος που θα τους προκαλέσει πρόβλημα και να είναι και συμβολικά αποδεκτός. Δηλαδή, τα συνεργεία της προπαγάνδας, ο Τρούμαν. Ήταν το σύμβολο της αμερικανικής εξάρτησης, της εξάρτησης Ελλάδας στην Αμερική ήταν ο Τρούμαν. Ρίχνοντας τον Τρούμαν δημιουργήθηκε θέμα μεγάλο.
Στην τελευταία βόμβα, αυτή ήταν στον σταθμό Κατεχάκη. Στην Κατεχάκη είναι ακόμα ένας μεγάλος υποσταθμός της ΔΕΗ. Αυτός ο υποσταθμός, με τις πληροφορίες που είχαμε τότε, ρύθμιζε την παροχή ρεύματος στην περιοχή που είναι από το Ψυχικό και πιο πάνω μέχρι το Κέντρο, μέχρι το Στάδιο. Σε αυτή τη ζώνη μέσα, είναι και το Χίλτον.
Είναι 20 του Οκτώβρη του 1971, είναι ο Άγκνιου, ο Αντιπρόεδρος των Αμερικανών είναι στο Χίλτον. Και λέμε: «Θα τινάξουμε τον υποσταθμό, να μείνει χωρίς ρεύμα το Χίλτον και το σπίτι του Παπαδόπουλου». Καταλαβαίνεις ήταν ένας εμπνευσμένος στόχος. Κάναμε βέβαια ένα λάθος, πάντα κάνεις ένα λάθος. Η βόμβα τοποθετήθηκε από κάτω από τον μεγάλο μετασχηματιστή του ρεύματος. Αυτοί δημιουργούν ηλεκτρικά πεδία τεράστια, δεν είχαμε ελέγξει αν είναι αντιμαγνητικό το ρολόι. Και δεν ήταν αντιμαγνητικό, οπότε ο μαγνήτης μόλις μπήκε το σταμάτησε και δεν έγινε έκρηξη.
Εμείς βγαίνουμε απ’ το ρέμα. Εγώ με τον Σαγιά. Έχουμε κόψει κάτι σύρματα από ένα φράχτη που είχε η ΔΕΗ κι όπως βγαίνουμε από το ρέμα βλέπουμε έναν τύπο, έτσι ένα λαϊκό τύπο, λίγο παράξενο. Ήταν 2,5 ώρα τη νύχτα, 2 και 20, πόσο ήτανε, τι κάνει μόνος του;
Εντάξει, εκεί υπήρξε ένα δίλημμα, το κουβέντιασα λίγο με τον Γιώργο, του λέω: «Να τον πάρουμε, να τον πάμε παραπέρα να τον τρομάξουμε, να μην μιλήσει». Αλλά μου είπε ο Γιώργος, εντάξει δεν επέμεινα κι εγώ… Έπρεπε να τον πάρουμε, αλλά κι οι σκληροί επαναστάτες κάνουν λάθη. Βρίσκονται μπόσικοι κάποια στιγμή. Άλλο να τον πάρεις και να του δείξεις το όπλο, να το βάλεις να τον ακουμπήσει στο μάγουλο παγωμένο και να του πεις: «Άμα μιλήσεις… Δώσ' μου την ταυτότητα σου», να του την πάρεις και να ξέρεις ποιος είναι, κι’ άλλο είναι τον άφησες έτσι. Τηλεφώνησε κι ήρθαν και μας πιάσανε.
Είναι ασύλληπτο να περιγράψεις τι είναι αυτό που σε κινητοποιεί σε συγκεκριμένες αποφάσεις 50 χρόνια πριν. Εγώ τώρα είμαι 77 χρονών. Κι όταν πήρα την απόφαση το 1971 να έχω τα όπλα στην τσάντα μου, στην ιατρική τσάντα και να πάω να βάλουμε τις βόμβες και να ρισκάρω να πάρω και τον χαφιέ που αυτός μας μαρτύρησε μαζί… Είσαι 24 χρονών. Δεν είναι αυτά που λένε «βράζει το αίμα σου». Έχεις άποψη. Ή κάνεις κάτι ή δεν το κάνεις. Ή άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες, που λέγανε οι παλιοί, κοροϊδεύεις ή άπαξ και αποφασίζεις να κάνεις ένοπλη αντίσταση, ένοπλη αντίσταση είναι ένοπλη αντίσταση.
Μας είχαν σε ένα δωμάτιο με δυο-τρεις ακόμα. Και κάποια στιγμή, πήραν εμένα και τον Σαγιά, μας βάλανε σε ένα αυτοκίνητο και μας πήγαν στον Σκαραμαγκά, δεν ξέρω πού μας πήγανε κι από εκεί ένα πολεμικό πλοίο, ούτε καταλάβαμε τι ήταν, μας μπουζουριάσανε στο αμπάρι και μας πήγανε στη Γυάρο.
Κανείς δεν ήξερε πού πάμε. Οι παλιοί, είχε μέσα, γιατί είχε αρκετούς γέροντες μέσα, υπερήλικες, δηλαδή πάνω από 70 χρονών. Οι παλιοί είπανε: «Μάλλον κατά εκεί θα μας πάνε. Κατά την Γυάρο». Γιατί ήταν χτισμένα, υπήρχαν τα κτίσματα που είχαν χτίσει παλιοί κρατούμενοι. Κι εκεί μας πήγανε.
Κι αρχίζουν τα ζόρια. Έπρεπε να κουβαληθούνε είκοσι εννιά κρεβάτια σιδερένια. Βαριά κρεβάτια. Απ’ την παραλία, από τον όρμο που τα έχει βγάλει κάποιο πλεούμενο. Τα στρώματα, οι κουβέρτες κι οι βαλίτσες όλων των γερόντων, έπρεπε να πάνε πάνω. Είμαστε έξι, επτά, οκτώ, δε θυμάμαι. Είμαστε νεαροί. Νέα παιδιά. Οι πιο πολλοί από τους νέους, αν όχι όλοι, είχαμε τη δυνατότητα --γιατί υπήρχαν και κανένα δύο νέοι οι οποίοι ήταν σακατεμένοι από τα βασανιστήρια και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα-- εμείς κρατούσαμε τα κότσια μας ακόμα, τα ανεβάσαμε όλα πάνω, βαλίτσες, κέρατα, όλα, όλα τα ανεβάσαμε.
Εμένα μ' άρεσε. Μ' άρεσε γιατί ήταν ένα νησάκι, δεν είχα κάνει ποτέ διακοπές. Ήμουνα 28 χρονών, δεν είχα κάνει ποτέ διακοπές κι ήταν μια ευκαιρία να μάθω και μπάνιο, δεν ήξερα μπάνιο. Και προς το τέλος της άνοιξης, τον Μάη ήτανε, έκανα διάφορες προτάσεις στους συντρόφους εκεί, πολλοί το έλεγαν ότι τους… πώς το λέτε τώρα; «Τρολάρω», ότι τους κάνω πλάκα, δεν τους έκανα πλάκα. Τους λέω: «Να πάμε, να μαζέψουμε, να τους πούμε να μη μας βγάλουν εδώ πριν το τέλος του Σεπτέμβρη. Να κάτσουμε, να ξεκουραστούμε, να ηρεμήσει το μυαλό μας. Έτσι κι αλλιώς, αυτοί θα πέσουν, θα εξαφανιστούν».
Να πλυθούμε είχε νερό, αλλά ήτανε σκληρό νερό με μπόλικη άμμο. Το φαγητό το φτιάχναμε μόνοι μας, φτωχό, αλλά ήταν καλομαγειρεμένο και καθαρό. Το φτιάχναμε, είχαμε έναν κρατούμενο, είχε και έναν-δύο βοηθούς που τον βοηθούσανε στην διανομή, το καζάνι να πάει γύρω γύρω στους τρεις θαλάμους.
Μια φορά, είχε τρικυμία και δε φέρνανε τρόφιμα. Κριθαράκι-φακές, κριθαράκι- φακές, κάποια στιγμή λέω: «Παιδιά, αυτό το πράγμα πρέπει να…» Το έβαλα στους δικούς μας, τους κρατούμενους. Λέει: «Τι να κάνουμε;» «Να βάλουμε τον εκπρόσωπό μας να πάει κάτω και να μας δώσει άδεια να πιάσουμε δυο αρνιά». Είχε κάτι άγρια πρόβατα πάνω παρατημένα. Και πήγα εγώ κι ο Νίκος ο Καραγιάννης και πήγαμε πάνω και πήραμε δυο τεράστια αρνιά, 20 κιλά και το καθένα και τα κατεβάσαμε κάτω, τα σφάξαμε, φάγανε ένα οι χωροφύλακες κι ένα φάγαμε εμείς.
Με την Γυάρο δεν είχαμε επικοινωνία, ήταν δι’ αλληλογραφίας. Τώρα η μάνα μου ήταν μεγάλη γυναίκα, ήταν και αγράμματη, δεν ήξερε να γράψει, η αδερφή μου μπορούσε να γράψει. Ένα γράμμα της είχα στείλει, μια ειδοποίηση ότι θα βρει ένα γλυκό τάδε, γλυκά μαστίχα Χίου, και να μας στείλει. Αυτά ήταν κάτι κουτιά που ήταν ένα κιλό κι ήτανε μέσα συμπυκνωμένο ούζο, χιώτικο ούζο μαστίχα. Κι αυτό το υγρό, το ξέραμε απ' την φυλακή, άμα το ανακατεύεις με 3 λίτρα νομίζω νερό, γίνεται ούζο κανονικό. Οπότε στέλνανε σε εμένα και το κάναμε ουζάκι, φτιάχναμε μια παρέα εκεί που είμαστε 5 η παρέα. Γινόμαστε 8-9 πίναμε, τραγουδάγαμε και το βάζαμε το ούζο σε φλιτζάνια του καφέ αδιαφανή, για να μην φαίνεται. Ερχόταν ο μοίραρχος της ασφάλειας, ένας Καλαματιανός ήταν αυτός. Έμπαινε μέσα, το μύριζε ούζο, δεν ήθελε να το πει, φοβόταν, γιατί έπαιρνε να κάνει ιστορία. Δεν τον έπαιρνε κιόλας. Κι αυτοί, νομίζεις, δεν ξέρανε ότι είναι λίγες ημέρες τους; Το ξέρανε.
Φύγαμε στις 23-24 Ιουλίου. Δεν υπήρχε ραδιόφωνο, ήρθε και μας το είπε ο μοίραρχος. Ναι, ότι είμαστε ελεύθεροι να φύγουμε, αλλά δεν μπορούμε τώρα για τεχνικούς λόγους. Αλλά αύριο θα έρθει καράβι να μας πάρει.
Η Γυάρος είναι ένα τοπόσημο του λαϊκού αγώνα. Της Αριστεράς κι όχι μόνο. Είναι ένας χώρος που πρέπει πάσει θυσία να διατηρηθεί. Χτίστηκε από τους κρατούμενους, τους πρώτης, πρώτης γενιάς κρατούμενους, χτίστηκε με το μαστίγιο και τον βούρδουλα από πάνω τους, από τους αριστερούς της εποχής. Δεν μπορεί να τα αφήσουμε να χαθεί.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ο άνθρωπος ή μπαίνει στη διαδικασία του αγώνα, όχι μόνο της επιβίωσης, του αγώνα της εξέλιξης ή θα χαθεί. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς αγώνα. Ο αγώνας είναι σύμφυτος με τη φύση του ανθρώπου. Αγώνας για καλύτερη ζωή. Και όταν λέω «καλύτερη ζωή», δεν εννοώ πλουσιότερη ζωή. Σε καμία περίπτωση. Καλύτερη ζωή σημαίνει πιο δίκαιη ζωή, πιο ήρεμη ζωή, λιγότερο κακό να συμβαίνει και περισσότερο καλό. Αυτό είναι η δίκαιη ζωή.