Ειρήνη Παπατσαρούχα, έτσι ξεκίνησε η ζωή μου και τελειώνει με το Ρηνιώ Μίσσιου, με το όνομα του συζύγου μου, του Χρόνη Μίσσιου.
Το ‘67, γίνεται η δικτατορία. Είμαστε, λοιπόν, κι οι δυο στη Νεολαία Λαμπράκη. Ο Χρόνης είναι στο κεντρικό συμβούλιο, οργανωτικός γραμματέας κι εγώ, δουλεύω στο περιοδικό που βγάζαμε «Η γενιά μας». Ετοιμάζαμε, εκείνη την άνοιξη, Πορεία Ειρήνης κι εκλογές.
Έγινε, λοιπόν, η δικτατορία. Είμαστε στο σπίτι. Μένουμε Ιπποκράτους 126. Κι έχουμε μαζί μας και το Κατερινάκι, που είναι μόλις τεσσάρων χρόνων η Κατερίνα. Την έχουμε μαζί μας γιατί η αδερφή μου ήταν έγκυος κι είχε δύσκολη εγκυμοσύνη. Οπότε, το βράδυ της Παρασκευής, 21η Απριλίου, χτυπάει το θυροτηλέφωνο. Είναι ο Τάκης ο Μπενάς και μας λέει: «Δικτατορία. Φύγε, Χρόνη!» Μας λέει ο Τάκης ότι είχαν πιάσει ήδη τον Ράλλη, είχαν πιάσει ήδη τον Παπανδρέου, τον Κανελλόπουλο… Και φεύγει ο Τάκης για να κρυφτεί κι αυτός. Ο Τάκης ήταν ο γραμματέας της Νεολαίας.
Ο Χρόνης μαζεύει ό,τι είχαμε στα πορτοφόλια μας και φεύγει. Όλα κι όλα που είχαμε ήταν 200 δραχμές, δηλαδή. Ξεκινάει, λοιπόν, ο Χρόνης την παρανομία χωρίς φράγκο. Εγώ δε, λέω: «Πιάσανε πολιτικούς αρχηγούς. Στελέχη του δικού μου επίπεδου, δεν τους ενδιαφέρουν. Τους ενδιαφέρουν τα πολύ top». Και ψάχνω να βρω ένα Σύνταγμα, γιατί ακούω στο ραδιόφωνο ποια άρθρα του συντάγματος καταργήθηκαν, να δω ποια άρθρα έχουν καταργηθεί. Βέβαια, είμαι αναστατωμένη. Γιατί άλλο να λες «θα γίνει, θα γίνει, θα γίνει» κι άλλο να σου λένε: «Έγινε. Κατεβήκαν τα τανκς». Και να μην ξέρεις: αυτός που έφυγε, θα μπορέσει να κρυφτεί; Αυτοί που ‘ναι στη Θεσσαλονίκη, θα μπορέσουν να κρυφτούν; Ο αδερφός μου, συνδικαλιστής οικοδόμος. Θα προλάβει να κρυφτεί; Πού θα πάει; Παγωμένη. Τρομοκρατημένη. Αλλά λέω: «Τώρα είναι η ώρα σου. Τώρα είναι η κρίση σου». Γιατί μέχρι τότε μπροστά στα μεγάλα στελέχη και στους ανθρώπους που είχαν βασανιστεί, ήμουνα πάρα πολύ σεμνή. Έλεγα: «Πάσο. Εντάξει. Αυτός ξέρει, αυτός έχει δοκιμαστεί. Εσύ δε δοκιμάστηκες».
Περνάει ο Γιώργος Βότσης, ο δημοσιογράφος. Πάει να φύγει. Η πόρτα του διαμερίσματος ήταν δίπλα στην πόρτα του ασανσέρ. Πάει να φύγει κι εκείνη τη στιγμή κάναμε κι οι δυο την ίδια σκέψη: ότι μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλεπόμαστε. Αγκαλιαζόμαστε και φιλιόμαστε. Φεύγει ο Γιώργος. Πάω μέσα. Σε λίγο, ξαναχτυπάει η πόρτα. Είναι ο Θέμης ο Μπανούσης. Μου φέρνει τη γυναίκα του, τη Μαρία. Μια πανέμορφη κοπέλα, Κρητικιά. Την έκλεψε και την παντρεύτηκε γιατί δεν τη δίνανε οι δικοί του. Φεύγει κι ο Θέμης. Και μένουμε με τη Μαρία.
Και σε λίγο, ξαναχτυπάει η πόρτα κι έρχονται η Ασφάλεια. Η Κατερίνα κοιμάται σε ένα ράντζο που της είχαμε ανοίξει στο δικό μας δωμάτιο. Είναι κι η μάνα μου μαζί. Η μάνα μου με την καρδιά σφιγμένη, βέβαια, τα ‘χε ξαναζήσει όλα αυτά. Τα έχει ξαναζήσει κι ήλπιζε ότι εγώ, τουλάχιστον, θα τη γλιτώσω. Όλοι έτσι ελπίζανε. Ότι περάσαν τα δύσκολα, τώρα έχουμε δημοκρατία.
Μπαίνουν, λοιπόν, μέσα αγριεμένοι, ούτε θυμάμαι πόσοι ήταν. Και ψάχνουν το σπίτι. «Πού είναι ο άντρας σου;» Εγώ… η νομιμότητα: «Ο άντρας μου είναι στην Πάτρα για προεκλογικό αγώνα.» Αφού ετοιμάζαμε εκλογές, ντε. Ήθελα να τους τρίψω στη μούρη ότι αυτοί είναι οι παράνομοι κι εμείς είμαστε οι νόμιμοι. Ναι, ναι, ναι, τρομάρα μου… Λέει: «Μα τα παπούτσια του είναι εδώ». «Ε, δεν έχει ένα ζευγάρι παπούτσια μονάχα», λέω.
Κι εν τω μεταξύ, ενώ αυτοί ψάχνουν, ξυπνάει το Κατερινάκι. Έχεις δει, τα παιδάκια ξυπνάνε με ρόδινα μαγουλάκια. Βλέπω το χρώμα να φεύγει απ' τα μαγουλάκια της. Διότι κατάλαβε τι γίνεται, κατάλαβε. Λοιπόν, εγώ τακτοποιώντας τα πράγματα, τάχα μου δήθεν, αδειάζω το περιεχόμενο της τσάντας μου στο κρεβάτι, το μπερδεύω με τα σκεπάσματα, που έτσι κι αλλιώς αυτοί τα είχαν σηκώσει, και παίρνω μονάχα λίγα πράγματα. Γιατί φοβόμουν μην έχω στην τσάντα μου κάτι που δεν πρέπει. Φοράω και το ταγιεράκι μου, το ωραίο, και πάω.
Στο 5ο Τμήμα μού πήραν τα στοιχεία, είδα και τον φάκελό μου, μια χαρά μεγάλος ήταν. Με στείλανε κάτω στο κρατητήριο. Και βρίσκω εκεί την Αύρα την Παρτσαλίδου, το ζεύγος Κιάου, τη Λογαρά τη Βαγγελιώ, τον πατέρα της Αλέκας της Παπαρήγα… και λέω: «Αν με λογαριάζουνε στο ύψος αυτών των στελεχών, την έβαψα άγρια!» Εγώ πάντα όταν έχω μεγάλη αγωνία, παθαίνω κάτι σαν να μην αιματώνεται καλά ο εγκέφαλος, σαν ζαλίζομαι, νυστάζω. Είχα γύρει το κεφάλι μου, λοιπόν, στον ώμο του πατέρα της Αλέκας και ψιλοκοιμόμουνα. Αλλά άκουγα. Και λεν: «Μικρό είναι, δεν ξέρει τι μας περιμένει, το καημένο. Γι' αυτό κοιμάται». Κι εγώ από μέσα μου, έλεγα: «Μα ακριβώς επειδή ξέρω τι μας περιμένει, γι' αυτό προσπαθώ να ξεφύγω με τον ύπνο».
Από εκεί, μας παίρνουνε το απόγευμα και μας μεταφέρουνε στον ιππόδρομο. Στον ιππόδρομο μαζεύανε ανθρώπους από τα τμήματα.
Περνώντας από το Σύνταγμα, όλοι οι δρόμοι έρημοι, έρημοι, ο κόσμος είχε τρομοκρατηθεί, δε βγήκε. Και μπροστά στον Άγνωστο, μια τουρίστρια, ξαπλωμένη, σαν να παρίστανε τον Άγνωστο. Ενοχλήθηκα πάρα πολύ μ’ αυτή την εικόνα κι είπα: «Κοίτα να δεις».
Μας πάνε στον ιππόδρομο. Εκεί, μου περνάει απ’ τον νου: «Μπορεί να μας εκτελέσουν». Γιατί την ώρα που κατεβαίνουμε, βλέπω φαντάρους με εφ’ όπλου λόγχη, σε δύο στίχους, κι εμείς, ανάμεσά τους. Και λέω: «Θα μας εκτελέσουν. Για εκτέλεση μάς πάνε».
Δεν είχαμε τίποτα. Ούτε κουβέρτες, ούτε ρούχα, τίποτα, τίποτα, τίποτα. Εγώ πήγα με την τσαντούλα μου, πολύ ωραία τσαντούλα, ναι, κι ένα κανελί ταγέρ και μια νταντελέ μπλουζίτσα που μου την είχε πλέξει η μάνα μου. Γιατί; Εγώ σ' αυτές τις περιπτώσεις θέλω να πηγαίνω με έναν τρόπο που αμφισβητεί το γεγονός. Γι' αυτό και πήγα ντυμένη σαν την «καλή χαρά». Κι έμεινα ντυμένη σαν την «καλή χαρά» ενάμιση, δύο μήνες στην εξορία, ώσπου να μπορέσουν να έρθουν τα δέματα. Με το ταγεράκι και τη γοβίτσα και την κάλτσα τη νάιλον η οποία είχε γίνει αζούρ. Είχαμε φύγει, όχι πόντοι… δεν είχε μείνει τίποτα.
Λοιπόν, στον ιππόδρομο μας βάλανε σε άλλο χώρο τις γυναίκες, σε άλλο χώρο τους άντρες. Η Άννα η Σολομού είχε μαζί της και το παιδάκι της, τον Μάκη. Τον ανέλαβα, λοιπόν, στον ιππόδρομο εγώ και του ’λεγα ιστορίες και παραμύθι και τούτο κι εκείνο και το άλλο. Κι εμείς τραγουδάγαμε, τραγουδάγαμε Θεοδωράκη μέσα στον ιππόδρομο. Πήραμε χαμπάρι όμως λίγο αργότερα ότι δίπλα, με τους άνδρες, είχε γίνει μεγάλο κακό. Είχαν δείρει πολύ άσχημα τον Ηλιού κι είχαν σκοτώσει τον Παναγιώτη Ελή. Είναι το πρώτο θύμα της δικτατορίας, ο Παναγιώτης Ελής. Για το τίποτα. Για το τίποτα. Και μετά τη δολοφονία του Ελή, μπαίνει μέσα ο μαυροσκούφης που τον σκότωσε. Παιδιά, αν πω «σαν λυσσασμένο σκυλί», πρέπει να ζητήσω συγγνώμη απ’ τα σκυλιά. Περπάταγε ανάμεσά μας σαν να μη μας έβλεπε, δηλαδή, αν τύχαινε να είσαι στον δρόμο του, θα σε πατούσε. Εμείς είχαμε μαργώσει, κατά μήκος του τοίχου. Έκανε μια-δυο βόλτες μέσα, αγριεμένος, κι έφυγε. Οπότε καταλάβαμε ότι έγινε κάτι πολύ άσχημο. Και μετά από λίγο μάθαμε ότι είχαν σκοτώσει τον Παναγιώτη.
Από τον ιππόδρομο μάς μεταφέρουνε στου Σκαραμαγκά. Μπαίνουμε σε στρατιωτικά πλοία και παίρνουμε τον δρόμο για κάποιο νησί. Αλλά δεν ξέραμε ποιο νησί.
Μέσα στο κήτος του πλοίου συναντούμε ανθρώπους που είχαν ξανακάνει φυλακή κι εξορία. Ανθρώπους καινούριους, που δεν είχαν ξαναπάει. Αναστατωμένοι, ανήσυχοι. Όλοι ήμασταν ανήσυχοι. Δεν ξέραμε τι μας περιμένει. Δεν ξέραμε πού πάμε. Παίζουν διάφορα. Αλλά οι περισσότεροι λένε: «Γυάρος».
Όντως, πήγαμε στη Γυάρο. Κι ήταν μια γλυκιά εικόνα. Πολύ γλυκιά εικόνα. Ήταν απόγευμα, Απρίλης μήνας. Η Γυάρος πράσινη, αυτό το μικρό χορταράκι που βγαίνει και στα βράχια την άνοιξη. Δεν ξέρω οι άλλοι πως αντέδρασαν, αλλά εγώ γαλήνεψα. Κι όταν ανοίξαν οι μπουκαπόρτες, είδαμε τα διάφορα επίπεδα που είχαν κάνει οι άνθρωποι που είχαν ζήσει παλιότερα εξόριστοι εκεί, για να στήνουνε τις σκηνές τους. Και στο κέντρο, ανάμεσα στους δύο όρμους, το κτίριο. Από τούβλο χτισμένο.
Παίρνουμε το μονοπάτι που θα ανεβούμε. Η πρώτη μας σκέψη ήταν: «Λες να φάμε ξύλο τώρα, καθώς θα κατεβαίνουμε ένας-ένας;» Δεν έπεσε ξύλο. Και καλά-καλά δε βλέπαμε τη φρουρά. Μάθαμε ότι η πρώτη φρουρά της Γιάρου ήταν κάτι σαν εξόριστη. Ήταν η φρουρά της Βουλής, που τους μαντρώσανε και τους στείλανε στο νησί γιατί τους θεωρήσανε «διεφθαρμένους», επειδή είχανε πάρε-δώσε με τη Βουλή και με τους βουλευτές. Για αυτούς, δηλαδή, «διαφθορά» ήταν η δημοκρατία.
Μπαίνουμε σε ένα νησί ακατοίκητο. Μια φυλακή που ήταν κλειστή από το ‘61. Η πόρτα ορθάνοιχτη κι είναι ένας μακρύς διάδρομος, θεοσκότεινος, θεοβρώμικος, που ζέχνει ούρα τρωκτικών κι ενδεχομένως κι ανθρώπων. Πολύ βρωμιά. Είμαστε οι πρώτοι που μπαίνουμε. Είμαστε οι πρώτοι. Άντρες και γυναίκες. Βεβαίως, σε χωριστές ακτίνες μπαίνουν οι άντρες, σε χωριστές ακτίνες οι γυναίκες. Τουαλέτες, οι οποίες όμως δε χρησιμοποιούνται, είναι θεοβρώμικες και δεν υπάρχει και νερό. Δεν υπήρχε. Έπρεπε να φέρουν με την υδροφόρα. Άθλιες οι συνθήκες. Είναι σπασμένα τα τζάμια, υπήρχαν τζάμια απ’ τα οποία έμπαινε η βροχή κι ήταν πρόβλημα ποιος θα κοιμάται κάτω απ’ το τζάμι. Εγώ τελικά είπα: «Εντάξει παιδιά, εγώ». Ράντζα δεν είχαμε. Πολύ λίγες, μα ελάχιστοτατες είχαν ράντζο. Οι άντρες συγκρατούμενοί μας φροντίσανε να μας γεμίσουνε στρώματα από καναβάτσο, με χορτάρι. Κοιμόμουν κάτω, μέχρι που κατάφερε η μάνα μου μετά από δύο μήνες και μου στείλανε ένα ράντζο, το οποίο με βόλεψε σε όλο το διάστημα της φυλακής.
Τον πρώτο καιρό, δεν είχαμε συσσίτιο. Τρώγαμε ξηρά τροφή. Το Πάσχα, ας πούμε, πέρασε με ξηρά τροφή, κονσέρβα. Γιατί μας μεταφέρανε εκεί Μεγάλη Τέταρτη. Τη μέρα του Πάσχα του ‘67 στη Γυάρο, μέσα στη γενική κατήφεια εμφανίζονται δύο άνθρωποι, ένας άνδρας και μια γυναίκα, που τραγουδούν και χορεύουν: «Δω στα λιανοχορταρούδια, τι τρανός χορός θα γένει». Και ποιοι ήταν; Ο Στέφανος κι η Ρηνιώ.
Στον θάλαμο ήμουνα τυχερή γιατί είχα… δυο κρεβάτια μετά από μένα ήταν η Βάσω η Κατράκη. Δίπλα στη Βάσω ήταν η Ελένη η Καμουλάκου, μετά από μένα ήταν η Δώρα Ψαλτοπούλου, η Δώρα η Ψαλτοπούλου, παλιά ΕΠΟΝίτισσα που είχε κάνει φυλακή με τις αδερφές μου κι είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και τη μικρότερη Παπατσαρούχα. Καμία ιδιωτικότητα. Ρούχα δεν είχαν οι περισσότερες μαζί τους. Εγώ είχα ένα μπλουζάκι, που μου έδωσε η μάνα μου. Ε, το πουκαμισάκι το φορέσαν όσες μπορούσαν να χωρέσουν σ' αυτό το ρούχο, για να πλύνουν το δικό τους, δηλαδή ήταν ένα πασπαρτού.
Ο Παττακός είχε έρθει στη Γυάρο. Είχε έρθει στον θάλαμό μας. Κι εκεί η Ελένη Φαλιάγκα, μια δασκάλα, τον περιέλαβε με τα δικαιώματά μας και τα λοιπά και τα λοιπά και δεν προλάβαινε να μιλήσει ο Παττακός. Και φεύγοντας, έκανε το χέρι του αυτήν την κίνηση, δηλαδή: «Έπρεπε να τους κόψουν τη γλώσσα με το ψαλίδι». Κι έφυγε, σίγουρος ότι έπρεπε να μας εξοντώσουν.
Ερχόταν συνέχεια, συνέχεια. Κάποια στιγμή πρέπει να ήμασταν γύρω στις 6.000. Δε χωράγαμε όλοι. Βάλανε και σκηνές. Και βάλαν και σκηνές και στους δύο όρμους και στον τέταρτο και στον πέμπτο, αριστερά και δεξιά από τη φυλακή. Υπήρξε και μία προσπάθεια μιας κάποιας οργάνωσης. Συμμετείχα στον μηχανισμό διάδοσης των ειδήσεων. Όταν μας βγάζανε βόλτα κάποιος είχε κάποια επαφή κι έτσι, από άνθρωπο σε άνθρωπο, πέρναγε το δελτίο ειδήσεων. Μου είπαν να με θεωρήσουν υπεύθυνη για τις νέες γυναίκες, τη νεολαία. Κι είπα: «Εκλογές. Γιατί μπορεί οι κοπέλες να μη με θέλουν, μπορεί να θέλουνε άλλη». «Α», λέει «εκλογές σε τέτοιες συνθήκες, δε γίνονται». «Ε, κι εγώ δε γίνομαι υπεύθυνη», λέω.
Ήταν μια εποχή, εκείνο το καλοκαίρι, τρεις ή τέσσερις φορές με καλέσανε κάτω στο διοικητήριο, ο ίδιος νέος άνδρας πάντα, ο οποίος μου συζητήθηκε με ένα όνομα που είχε ποικιλίες στην κατάληξη, αλλά ξεκινούσε με το Αναστά-: Αναστασιάδης, Αναστασάκος, Αναστασάκης, κάθε φορά με διαφορετικό όνομα. Ο οποίος μού έκανε τον φίλο, μου έλεγε ότι: «Ο τάδε έκανε δήλωση, ο δείνα έκανε δήλωση» και «Κάνε δήλωση να φύγεις». «Δεν κάνω δήλωση». Μια, δυο, τρεις… την τελευταία φορά με καλεί στο γραφείο του, όπου ήταν και το κρεβάτι του, ξέστρωτο. «Καθίστε», μου λέει. Του λέω: «Δε βλέπω καρέκλα». «Δεν πειράζει, καθίστε στο κρεβάτι».
Εκεί τα χρειάστηκα. Πού να κάτσω εγώ; Μία Ρηνιώ εικοσιεφτά-είκοσιοχτώ χρονών. Πού να κάτσω; «Όχι», του λέω, «δεν πειράζει, δεν έχουμε να πούμε και πολλά πράγματα, άλλωστε, τα είπαμε όλα. Τι θέλετε από εμένα; » «Να κάνεις δήλωση». «Γιατί να κάνω δήλωση και τι να αποκηρύξω;» «Το κομμουνιστικό κόμμα». Του λέω: «Είπαμε, δεν κάνω δήλωση, γιατί δεν έχω να αποκηρύξω τίποτα, δεν είμαι κομμουνίστρια». «Αφού δεν είσαι κομμουνίστρια», λέει, «γιατί δεν το αποκηρύσσεις;» «Γιατί δεν αποκηρύσσω ούτε τον Βουδισμό, κανέναν -ισμό. Δε θα αποκήρυττα καθ’ υπαγόρευση», του λέω, «ούτε τη μαργαρίτα που φοράω στο πέτο μου». Αλλά εκείνη τη φορά τρομοκρατήθηκα, γιατί είδα το κρεβάτι ξέστρωτο και το «καθίστε», ναι… το διοικητήριο κάτω, κοντά στη θάλασσα, για τις φυλακές και για τους θαλάμους των γυναικών έπρεπε να ανέβεις σκαλιά και σκαλιά. Πού να φωνάξεις και ποιος να σε ακούσει; Πού να σε ακούσει; Οπότε, του λέω: «Δε μου λέτε, εάν παραδεχτώ ότι είμαι κομμουνίστρια, θα πάψετε να με καλείτε;» Μου λέει: «Ναι». «Ε, τότε, είμαι». Και πραγματικά, έπαψαν να με καλούν. Αλλά ήταν η μόνη φορά που δήλωσα κομμουνίστρια. Και τέλειωσε.
Δεν είχε βασανιστήρια, είχε όμως πάρα πολλές άλλες στερήσεις. Ας πούμε, μπορούσαν να σου στερήσουνε την αλληλογραφία. Εμένα μου τη στερήσανε δύο μήνες και δεν ήξερα τι γίνεται έξω. Κάποια στιγμή, έρχεται ένα γράμμα όπου ανακοίνωνε τον θάνατο του πατέρα μου στην Πολωνία και τον θάνατο του νεογέννητου της αδερφής μου. Δύο μήνες χωρίς γράμμα, όταν ήρθε αυτό, μου το δώσανε. Με τους δύο θανάτους. Γιατί ο πατέρας μου έφυγε αντάρτης. Ε και μετά, οι αντάρτες, μετά την ήττα, φύγανε στις λαϊκές δημοκρατίες. Πέθανε μόνος του στο Σγκορζέλετς και τον βρήκανε λίγοι σύντροφοι του, όταν δεν εμφανίστηκε, για δυο-τρεις μέρες, πήγαν και τον βρήκανε νεκρό στο σπίτι.
Κατέρρευσα. Κατέρρευσα. Είχα κρίση νεύρωσης. Έμεινα τρεις μέρες στο κρεβάτι, να μην μπορώ να σηκωθώ, να ζαλίζομαι και δεν μπορούσα να φάω τίποτα κι έκανα ακατάσχετο εμετό. Και τότε έμαθα να κάνω έναν αυτοσχέδιο ορό: Μέσα σε ένα μπουκάλι νερό, λεμόνι, ζάχαρη κι αλάτι, τόσο μόνο, όσο καμία γεύση να μη σκεπάζει την άλλη. Γιατί κινδύνευα να πάθω αφυδάτωση. Τέτοιου είδους βασανιστήρια είχε στη Γυάρο.
Επίσης, η έγνοια που έχεις όταν εγκαταλείπεις οικογένεια. Η μάνα μου έχασε δέκα κιλά μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Υπήρχαν οικογένειες που στερήθηκαν το μοναδικό τους οικονομικό στήριγμα. Πατέρας ή γιος. Υπήρχαν παιδιά που μείνανε χωρίς τους γονείς. Όπως ο μικρός γιος της Ουρανίας της Νιζαμίδου. Η Ουρανία κι ο άντρας της ήταν στη Γυάρο. Ο μεγάλος γιος, ο Γιάννης, ήταν φαντάρος και το παιδάκι το μικρό, έμεινε μόνο στα Γιαννιτσά. Οι γειτόνισσες τού δίνανε να φάει, αλλά καμιά δεν τολμούσε να το πάρει στο σπίτι της. Και το παιδάκι κοιμότανε κάτω από τη σκάλα. Λες: «Εντάξει, εγώ υπερασπίζομαι τις ιδέες μου, και την αξιοπρέπειά μου, αλλά έχω δικαίωμα να φορτώσω τέτοιο βάρος, στα παιδιά μου, στη μάνα μου, στη γυναίκα μου; Έχω δικαίωμα; Εκείνοι δεν έχουν αξιοπρέπεια να υπερασπιστούν;» Για να είσαι εσύ ο ήρωας, ήρεμος. Κι αυτό, όταν έχεις συνείδηση, είναι πολύ σκληρό. Πάρα πολύ σκληρό. Ιδίως για τις μανάδες που είχαν αφήσει παιδιά. Έβλεπα τις μανάδες τα βράδια να κλαίνε, μέσα στην αγωνία, μέσα στην αγωνία, μέσα στην τύψη, αλλά κρυφά, για να μη φαίνεται. Θυμάμαι την Ουρανία την Νιζαμίδου, να κάνει βόλτες ως αργά. Ήμουνα κι εγώ έξω. Εγώ έμενα για να ακούσω τις ειδήσεις, η Ουρανία δεν μπορούσε να κοιμηθεί, γιατί σκεφτότανε το παιδάκι της έξω.
Το διάβασμα δεν το εγκατέλειψα ποτέ. Ποτέ. Ποτέ. Στη Γυάρο, κοιμόμουνα με τον Ελύτη κάτω από το μαξιλάρι μου. Κι όταν μια φορά κάποια συγκρατούμενη μού είπε: «Μα επιτέλους, τι διαβάζεις κάθε μέρα, δάνεισέ μου το». Την παρακολουθούσα και μόλις την πήρε ο ύπνος, πήγα σιγά-σιγά και το πήρα κάτω από το μαξιλάρι της, για να μην έχω στέρηση. Το διάβασμα, που λες, είναι μεγάλη ανακούφιση. Κι εμένα με παρηγόρησε το διάβασμα πάντα.
Το απόγευμα, έβγαζα το ταγεράκι, το τίναζα καλά-καλά, αφού είχε τελειώσει η βάρδια με το κουβάλημα, το καρότσι, τα μπάζα τα, τα, τα, βούρτσιζα τα μαλλιά μου, τίναζα και τα ρούχα μου, έβαζα και τις κάλτσες μου τις αζούρ και μία μαργαρίτα στο πέτο κι έβγαινα βόλτα, μας επέτρεπαν να βγούμε βόλτα. Υπερασπιζόμουνα την ομορφιά και προς τα μέσα και προς τα έξω. Γιατί είναι χρέος η ομορφιά. Κι είναι ευλογία η ομορφιά. «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Αυτό πίστευα πάντα.
28 Αυγούστου μάς μετέφεραν, το 1968, από τη Γυάρο στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, στο προάστειο της Αλικαρνασσού. Εκεί υπάρχουν φυλακές. Οι άντρες φύγανε σε δύο δόσεις και τους πήγανε στη Λέρο, στο Παρθένι και στο Λακκί και μετά εμάς, στην Αλικαρνασσό. Ήμασταν προληπτικώς συλληφθείσες, αλλά ζούσαμε συνθήκες φυλακής. «Προληπτικώς συλληφθείσες» τόσα χρόνια είναι αδιανόητο για μια δημοκρατική νομοθεσία. Για τη Χούντα είναι αυτονόητα τα πάντα. Κι οι δολοφονίες εν ψυχρώ κι αυτές επίσης, αυτονόητες.
Όντως ήταν καλύτερες οι συνθήκες μέσα σε κατοικημένο χώρο, δεν ήμασταν απομονωμένοι, μπορούσαμε να φωνάξουμε αν συνέβαινε κάτι, να μας ακούσει ο κόσμος. Μόνο που μια φορά… Πολύ κοντά στις φυλακές της Αλικαρνασσό ήταν γήπεδο ποδοσφαίρου κι είχε έναν αγώνα κι εμείς είπαμε: «Ευκαιρία τώρα». Μαζευτήκαμε στο παράθυρο, μεγάλα παράθυρα, τζαμαρίες που ήτανε στο κλιμακοστάσιο, όλες εκεί, για να μας δούνε και να καταλάβουν ότι εδώ υπάρχουνε κρατούμενες. Μας είδανε τα αρσενικά της Κρήτης κι αρχίσαν να κάνουν χειρονομίες. Ναι. Κι εμείς που νομίσαμε ότι «ο δημοκρατικός λαός της Κρήτης θα συγκινηθεί από την παρουσία μας», ο δημοκρατικός λαός έκανε άλλου είδους χειρονομίες, όχι χειρονομίες συμπαράστασης, πάντως.
Άνδρες φύγανε πολλοί με δήλωση, πάρα πολλοί. Στις γυναίκες, η δήλωση ήταν πάρα πολύ σπάνια. Στα τέλη Αυγούστου το 1970, ο Χρόνης είχε δει ένα όνειρο: Ότι έγινε ένα ναυάγιο, ότι εγώ ήμουνα μέσα στο πλοίο, ότι σώθηκαν είκοσι μία γυναίκες μονάχα και σκεφτόταν ο Χρόνης: «Το Ρηνάκι μου ελπίζω να επέζησε, να τα κατάφερε, γιατί του είχα μάθει καλό κολύμπι», έλεγε όταν ξύπνησε. Λοιπόν, είχε κυκλοφορήσει η πληροφορία ότι θα δοθεί μια αμνηστία. Έρχεται, λοιπόν, ο κατάλογος με τις γυναίκες κι αρχίζουν και διαβάζουνε κι είπαν ότι: «Απολύονται είκοσι μία γυναίκες». Και διαβάζει. Και διαβάζει. Και διαβάζει. Και διαβάζει. Κι εγώ, παγώνει το αίμα μου. Γιατί πάει δεκαοχτώ, δεκαεννέα, είκοσι… Οι τελευταίες τρεις ήτανε τρεις φιλόλογοι: Η Ελένη Γαρίδη, η Ειρήνη Τσακίρη κι η Ειρήνη Παπατσαρούχα. Εικοστή πρώτη. Και Ειρήνη Παπατσαρούχα. Το όνειρο του Χρόνη, ρε. Ότι του είχα μάθει καλό κολύμπι κι ελπίζω να επέζησε. Ήμουνα η εικοστή πρώτη. Αλλά ώσπου να ακουστεί το εικοστό πρώτο όνομα, πήγα κι ήρθα.
Αυτή η θητεία, τριάμισι κοντά χρόνια, με βοήθησε να έχω το κουράγιο να υπερασπίζομαι τις απόψεις μου, όποιο κι αν είναι το κόστος τους. Να σου πω, γλυκιά μου; Μέσα στις δυσκολίες, μέσα στις στερήσεις, ανακαλύπτεις ικανότητες, δυνάμεις και στοιχεία που η ζωή στον υπόλοιπο καιρό δε σου δίνει την ευκαιρία να τα γνωρίσεις. Υπάρχουν άνθρωποι που μαραζώνουν. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι απλώς πιστοί στην πολιτική γραμμή. Εγώ, ευτυχώς, από παλαιά, είχα καταστήσει τη συμμετοχή μου θέμα συνείδησης. Προσωπικό θέμα. Κι αυτό, με κράτησε. Αυτή η συνείδηση. Αυτή η συνείδηση είναι το μικρό σκάφος, το καρυδότσουφλο, που σε βοηθάει σε όλους τους κλυδωνισμούς να κρατηθείς και να αντέξεις. Και για μένα, ήταν προσωπική μου υπόθεση. Η δημοκρατία είναι προσωπική μου υπόθεση. Όπως πρέπει να είναι προσωπική υπόθεση όλων των πολιτών. Βγήκα κερδισμένη, αυτό.