Η ΓΛΩΣΣΑ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ
Η ΓΛΩΣΣΑ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ
Περιγραφή
Η Κυριακούλα Γιαννακάρη, μία από τους τελευταίους ομιλητές της «Σφυριάς», της σφυριχτής γλώσσας του χωριού Αντιά στην Εύβοια, μιλά για τη γλώσσα και τη ζωή της στο χωριό.
Φίλτρα
Συντελεστές
Αφήγηση
- Κυριακή Γιαννακάρη
Συνέντευξη
- Σταύρος Βλάχος
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Δάφνη Ματζιαράκη
Εδώ στο χωριό μεγάλωσα, εδώ γεννήθηκα. Φτώχεια είχαμε, δεν είχαμε να φάμε. Έλεγα του παππού: «Άμα είχαμε να φάμε, παππού, πόσο θα μεγαλώναμε;» Δεν είχαμε ψωμί να φάμε, με φτώχεια… Τραχανά, αλεύρι και κάναμε ζυμάρι και τρώγαμε κουρκούτι με γάλα, τέτοια φαγητά τρώγαμε. Κρέατα τρώγαμε το Πάσχα και της Παναγίας, το Δεκαπενταύγουστο, δεν είχαμε να φάμε άλλη φορά.
Εδώ, στο δικό μας το βουνό βόσκαγα τα πρόβατα και το βράδυ γύρναγα. Από δέκα χρονών παιδί που ήμουνα, μου ‘λεγε ο παππούς: «Σφύρα τα γίδια!» Και σφύραγα εγώ τα γίδια, έκανα έτσι λίγο- λίγο κι έμαθα και σφυράω.
Άλλα χωριά δε λένε, δε σφυρίζουνε. Μόνο τα γίδια και τα… Εδώ σφυρίζουν και συνεννογιόνται ο ένας με τον άλλον. Από όντες γεννήθηκα εγώ, την είχαν τη γλώσσα. Την είχαν και μου ‘λεγε ο πεθερός μου, όλοι, το ίδιο. Λέει, την είχανε πάντα.
«Τι κάνεις;» σου είπα. «Πώς σε λένε;» σου είπα. «Πότε θα φύγετε;» «Εχτές το βράδυ που κοιμηθήκατε;» σου είπα.
Εγώ είχα το τηλέφωνο. Το τηλέφωνο το κεντρικό, δεν είχαμε τηλέφωνα άλλα, ο καθένας στο σπίτι του. Κι όποιον εζητάγανε στο τηλέφωνο, έβγαινα και φώναζα: «Γεωργία! Έλα στο τηλέφωνο, σε θέλουνε!» Κατάλαβες; Το ‘λεγα και σφυρίζοντας!
Είχε καφενεία περισσότερα, είχε κόσμο, κάνανε, χορεύανε, κάνανε πανηγύρια… Οι νεαροί τότε δε χορεύανε, δεν είναι όπως είναι τώρα, που είναι όλα με όλα. Τότε για να χορέψεις ένα κορίτσι, θα έπαιρνες το μαντήλι και θα της έριχνες το μαντήλι, κατάλαβες; Πως θα πήγαινες εκεί όπως καθότανε η κοπέλα, είχες χερομάντηλο, της έδινες το χερομάντηλο και της έλεγες αν ήθελε να χορέψει. Και να χορέψει… όχι να την πιάσεις με τον ώμο έτσι, με το χέρι. Κι όχι με το χέρι, με μαντήλι, να μην της πιάσεις ούτε το χέρι! Δεν ήταν όπως είναι τώρα. Κι όποιος νεαρός αγάπαγε μία κοπέλα, πήγαινε στο καφενείο και της έδινε το μαντήλι και την εχόρευε, την έπαιρνε στο χορό και κερνάγανε λουκούμια, στον χορό κερνάγανε, γύρω-γύρω.
Κι αγάπαγε ένας μία και δεν τον ήθελε, πάγαινε και την έκλεβε. Εμένα, τούτος ‘δω που πήρα… γιατί μου λέγανε να τον πάρω, δεν ήθελα να τον πάρω. Ερχόμουνα με το μουλάρι εγώ κάπου από ένα χωράφι, ήρθε εκεί και μου λέει:
«Θα σε πάρω», μου λέει, «θα σε κλέψω».
«Εγώ δε σε παίρνω, άμα με πάρεις έτσι με το ζόρι», του λέω. «Θα πάω υπηρέτρια στην Αθήνα και δε σε παίρνω!»
Πέσανε οι δικοί μου όλοι… «Πάρ’ τον!» Ήμουνα φτωχιά, δεν είχα περιουσία, δεν είχα, κατάλαβες; Ήμαστε έξι αδέρφια, ήμουνα φτωχιά. «Πάρ’ τον», μου λέει, «εκείνος ήταν μοναχοπαίδι, έχουνε περιουσία!» Τότες κοιτάζαμε ποιον θα βρούμε να ‘χει χωράφια, να ‘χει για να ζήσουμε, δεν είχε… από πού να πάρουμε λεφτά;
Αγάπαγα άλλονα, δε με αφήσανε τα αδέρφια μου να τον πάρω τον άλλονε και μου είπανε: «Θα πάρεις εκείνον. Να μην πάρεις τον άλλονε, γιατί πίνει», ξέρω ‘γω. Δεν τον πήρα τον άλλονε, που ήμαστε ερωτευμένοι από μικροί. Στεναχωρήθηκα, αλλά μετά έκανα τα παιδιά, τον αγάπησα. Δεν ξέραμε τότε μωρέ, δεν ξέραμε…
Για μπάνιο; Δεν έχω πάει ποτέ! Δεν έχω πάει ποτέ να κάνω μπάνιο στη θάλασσα. Με τι θα πηγαίναμε; Θα παίρναμε τα μουλάρια, να πηγαίναμε; Πηγαίναμε, παίρναμε τα μουλάρια, πάμε να φορτώσουμε κανένα ξύλο, να ζεσταθούμε το χειμώνα. Τι, για περίπατους είμαστε; Πού προλαβαίναμε να πάμε; Έχουμε δουλειές, κάνουμε. Πάμε να μαζέψουμε ρίγανη, πάμε να μαζέψουμε τσάι στο βουνό, πάμε… έχω κάτι κατσίκες, βγάζω τις κατσίκες μου τις βοσκάω, γυρίζω, ασχολιέμαι, βρίσκω τα ξύλα, το θυμάρι για να ανάβω τη φωτιά μου. Κιι όταν περισσεύει η ώρα, κάθομαι κι ανάβω τη φωτιά και πλέκω.
Ξέραμε ό,τι παλιό, πως το λένε… Μου λέγανε την άλλη φορά, είχαμε βάλει ένα πανάκι στην πόρτα, το ‘χω το πανάκι πίσω στην πόρτα. «Το πανάκι γιατί το ‘χετε»,-λέει, «εδώ;» Λέω: «Το ‘χουμε γιατί τη Μ.Τετάρτη βγαίνουν οι ψυχές και το ‘χουμε το πανάκι να πάνε να καθίσουνε επάνω». Έτσι πιστεύουμε, έτσι το βρήκαμε. Έτσι το βρήκαμε και ό,τι βρήκαμε τα παλιά, εμένα μ’ αρέσουν τα παλιά, να τα κάνω.
Πιο καλά χρόνια ήταν τότε. Ήταν καλύτερα τα χρόνια. Ζούσαμε πιο ευτυχισμένοι. Γελάγαμε, είχαμε πιο ευτυχία. Τώρα ο κόσμος δεν έχει… εμείς τότες γελάγαμε με όρεξη, ξες τι θα πει; Είχαμε κέφι, κατάλαβες; Να κάνουμε δουλειές, να κάνουμε.
«Σας αρέσει εδώ;» σου είπα.