Γνώρισα τον άντρα μου –ήταν φοιτητής ακόμη– στα δεκαεννιά μου χρόνια. Είχαμε πάρα πολύ ωραίες παρέες. Ήταν η εποχή των πάρτι τότε, κάναμε πάρα πολλά πάρτι, τα περνούσαμε πάρα πολύ ωραία. Πηγαίναμε με τα πόδια σε ζαχαροπλαστεία στο Κολωνάκι, συχνάζαμε με την παρέα μου στον «Λέντζο», ένα ζαχαροπλαστείο που ήταν τότε, όπου συχνάζανε οι νέοι, ήταν κοντά στο Άλσος του Παγκρατίου. Πηγαίναμε σε ντίσκο στην Πλάκα, στην ταράτσα, που γινόντουσαν. Είχαμε πάρα πολύ ωραία μουσική τότε. Είχαμε μπουάτ και τα περνούσαμε πάρα πολύ όμορφα.
Ο άντρας μου ήταν από την Κύπρο, έπρεπε να παντρευτούμε εκεί. Ξεκινήσαμε, πήγαμε στην Κύπρο. Ήταν πάρα πολύ όμορφη η Κύπρος. Πάρα πολύ όμορφη. Η Μόρφου ήτανε πάρα πολύ όμορφη, πολύ πράσινη. Ήταν πάρα πολύ ωραίοι άνθρωποι. Πάρα πολύ ωραίοι. Πολύ φιλόξενοι, μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό. Και την ημέρα που μοιράζαμε στην Αμμόχωστο τα προσκλητήρια, ήμαστε ακόμη σύνορα Αμμοχώστου και Λευκωσίας, μας γύρισαν οι στρατιώτες πίσω. Έγινε πραξικόπημα στην Κύπρο.
Το ζήσαμε πάρα πολύ έντονα, γιατί ήμαστε μες στην πόλη της Λευκωσίας και βλέπαμε παντού τανκς, είδαμε νεκρούς σε ένα αυτοκίνητο μέσα κι από τις τέσσερις τις πόρτες, φωτιές στο Προεδρικό Μέγαρο της Κύπρου. Φοβηθήκαμε. Μείναμε τρεις μέρες στη Λευκωσία γιατί δεν μπορούσαμε να πάμε στο χωριό του άντρα μου, ήταν ενδιάμεσα η ΕΛ.ΔΥ.Κ. και μας εμπόδιζε. Κι ένα ωραίο πρωί, είχαμε την εισβολή στην Κύπρο.
Έφυγε ο άντρας μου αμέσως για τον στρατό, μείναμε εμείς πίσω κατατρομαγμένες, εγώ να ουρλιάζω, να φοβάμαι, να βλέπω τα αεροπλάνα πάνω, τα τουρκικά, να περνάνε, να βομβαρδίζουν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Πέρασαν πάνω από το σπίτι μας τα μεταγωγικά και ρίξανε αλεξιπτωτιστές. Κι ενώ βομβάρδιζαν το αεροδρόμιο, μερικές φορές δεν μπορούσαν να ρίξουν τις βόμβες τους κι ήρθαν και το έριξαν μάλιστα στο σπίτι που μέναμε, γύρω-γύρω από το σπίτι. Αλλά δεν εξερράγη καμία. Φοβόμαστε, χωνόμαστε κάτω από τραπέζια, κρυβόμαστε, πηγαίναμε σε υδατοσήραγγες να κρυφτούμε, ξαναγυρίζαμε μετά, το βράδυ, με συσκότιση. Ήτανε κλίμα πολέμου.
Δεν ξέραμε πού βρισκόταν ακριβώς ο άντρας μου. Εννέα φορτηγά –αυτά τα στρατιωτικά τα αυτοκίνητα–, εννέα γεμάτα στρατιώτες, τους στέλνανε προς την Κερύνεια που νομίζαν ότι γινόταν η απόβαση. Βρέθηκαν μπροστά στην απόβαση, τον Τούρκο με τη χειροβομβίδα στο χέρι, αλλά ευτυχώς, αντέδρασε ο συνοδηγός του πρώτου φορτηγού άμεσα κι εξουδετέρωσε τον… με τη χειροβομβίδα κι οι άλλοι πηδήσαν από τα φορτηγά όλα και πήγαν μες τα λεμονόδεντρα που υπήρχαν εκεί –δεν υπήρχαν άλλα δέντρα, μόνο λεμονόδεντρα.
Κατά το διάστημα αυτό, σκοτώνεται ο κουνιάδος μου, δεκαεννέα χρονών. Δεν ξέραμε ποιος από τους τρεις ήτανε, γιατί ήταν τρία αδέρφια, και τα τρία στο… Δεν ξέραμε ποιος από τους τρεις ήτανε και κλαίγαμε και τους τρεις με λίγα λόγια. Μάθαμε ότι ήταν ο μικρός, δε βρίσκαμε τον άντρα μου, να δούμε πού είναι, πού βρίσκεται και σε μία στιγμή, παρουσιάζεται με το όπλο στο χέρι. Περιφερόταν τόσες μέρες νηστικός και τελικά, ήρθε ακριβώς την ώρα της κηδείας του αδελφού του.
Δεν ήξερε ότι είχε σκοτωθεί κάποιος από τα αδέρφια του. Το γνώρισε όταν ήρθε εκεί, ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Καταρχήν, του πήραν το όπλο που είχε στον ώμο κι αμέσως πήγε σε μία γωνία κι έκλαιγε. Έκλαιγε. Τι άλλο μπορούσε να κάνει δηλαδή;
Πέρασαν όλα αυτά. Πέρασε κι η ημερομηνία του γάμου, που ήταν να παντρευτούμε. Μετά από λίγες μέρες, πήραν το χωριό του άντρα μου κι αρχίσαμε να πηγαίνουμε προς την ορεινή Κύπρο. Να ψάχνουμε διάφορα σπίτια να μένουμε, πότε από δω, πότε από κει, στον Κύκκο. Μετά από πολλές μέρες, καταλήξαμε σε ένα μεικτό χωριό, που ήταν πρώτα τουρκικό κι ελληνικό. Κι είχανε φύγει, βέβαια, οι Τούρκοι, και μέναμε σε ένα παλιό σχολείο.
Εκεί δεν είχαμε τίποτα, βέβαια. Κι ένα βράδυ, ο πεθερός μου μαζί με έναν θείο, κατέβηκαν στο χωριό βράδυ, δεν είχαν μπει ακόμη οι Τούρκοι μέσα –το είχαν πάρει το χωριό, αλλά μπαίνανε συνήθως μέρα, δεν μπαίνανε τη νύχτα– και πήρανε αρκετά πράγματα, σεντόνια, ξέρω ’γω, εσώρουχα. Μέσα σε αυτά, ήταν και το νυφικό το δικό μου και το κοστούμι του άντρα μου…
Και μετά, έκανε προσπάθειες ο πεθερός μου να βρει τον άντρα μου. Είχαμε τρελαθεί. Πήγαινε σε διάφορα στρατόπεδα. Δεν άργησε και πολύ, γιατί κι ο στρατός είχε οπισθοχωρήσει κι ήταν αρκετά ψηλά, ορεινά και δεν άργησε, νομίζω, να τον βρει. Κι έτυχε να πέσει και στον διοικητή του κουνιάδου μου που είχε σκοτωθεί και του δώσανε άδεια, ναι. Κι είπαμε να παντρευτούμε, μήπως πάρει ο άντρας μου, ξέρω ’γω, αυτό, να φύγει, να ξαναγυρίσουμε στην Ελλάδα.
Παντρευτήκαμε κάτω από πολύ άσχημες συνθήκες, γιατί εγώ δεν είχα κανέναν. Ντύθηκα εκεί μόνη μου, όπως μπορούσα. Κι εκεί παντρευτήκαμε, σε αυτό το σχολείο, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Ήρθανε μερικοί, εκεί, από το χωριό, χωριανοί κι όσους συγγενείς καταφέραμε και βρήκανε.
Οπότε, έγινε ο γάμος. Ο άντρας μου, αυτό το βράδυ, έκλαιγε σχεδόν συνέχεια, γιατί ήτανε πάρα πολύ ερωτευμένος μαζί μου από τα δεκαεννιά και κάπως σου λέει: «Περίμενα αυτή τη βραδιά εντελώς διαφορετική», για τον γάμο. Έκλαιγε. Εγώ ήμουνα πάρα πολύ φορτισμένη, αλλά δεν έκλαιγα. Πάρα πολύ φορτισμένη. Δεν ξέρω για ποιο λόγο δεν έκλαιγα. Γιατί ακόμη δεν ήξερα, είχα παντρευτεί; Δεν είχα παντρευτεί; Δεν… δεν ξέρω.
Παντρευτήκαμε κι αμέσως τον διώξανε πάλι τον άντρα μου και τον πήγανε ορεινά, γιατί τα είχανε πάρει όλα οι Τούρκοι –Μόρφου και τα λοιπά, τα είχανε πάρει όλα αυτά. Βλέπαμε τους βομβαρδισμούς από μακριά.
Και γυρίσαμε πάλι, αφού μας έστειλαν από δω –παρόλο που ήταν πάρα πολύ δύσκολο να μας στείλουν κάποιο χαρτί, γιατί ήτανε τα πάντα, αεροδρόμια κλειστά, τα πάντα, τηλέφωνα δεν πολυ-υπήρχαν και τα λοιπά–, μας έστειλαν ένα χαρτί ότι ήταν υπάλληλος του Ελληνικού Δημοσίου και με αυτό το χαρτί μας επέτρεψαν και γυρίσαμε. Και σαν τελευταία… μπήκαμε στο καράβι και σαν τελευταία αυτή, οι Τούρκοι ήταν με τα αεροπλάνα πάνω από το καράβι να ελέγχουν τι βάζουμε, τι βγάζουμε από το καράβι…
Εντάξει, γυρίσαμε. Φύγαμε για τον Πύργο Ηλείας, γιατί εκεί είχε διορισθεί. Πήγαμε, βέβαια, χωρίς χρήματα, χωρίς τίποτα, όλα μας τα λεφτά, σχεδόν, τα είχαμε κλείσει για να γίνει ο γάμος και τελικά τα είχαμε δώσει όλα εκεί και μείναμε με πολύ λίγα χρήματα μετά. Εκεί, πάλι μας ξαναταλαιπώρησαν. Η θέση του ήταν κοντά στον Πύργο, τον έδιωχναν για πιο μακριά ακόμη να πάει, γιατί είχε άλλος μέσον να πάει στη θέση του. Εμείς δε θέλαμε να εκμεταλλευτούμε το ότι είμαστε θύμα πολέμου ή γυρίσαμε τόσο ταλαιπωρημένοι.
Παρόλο που γύρισα πάρα πολύ άσχημα ψυχολογικά, γύρισα στους δικούς μου, βέβαια, γύρισα στον τόπο μου κι ήμουνα πιο καλά. Μετά πέρασαν όλα αυτά τα άσχημα, εντάξει, έζησα πάρα πολύ όμορφα με τον άντρα μου, ήταν πάρα πολύ καλός, κάναμε τα παιδιά μας, ήμαστε πάρα πολύ ευτυχισμένοι.
Το νυφικό αυτό, αργότερα, δεν ξέρω τι με έπιασε, και σχεδόν το κατέστρεψα. Το μετάνιωσα, βέβαια, τώρα, γιατί ήθελα να το έχω. Και το κοστούμι του άντρα μου το χάρισα, εκείνο.