Φτάνουμε στο 1640 περίπου, 1600. Μια περίοδο με μεγάλη, πολύ μεγάλη, έντονη δράση των πειρατών της Μεσογείου και κυρίως, στη γύρω περιοχή εδώ του Αιγαίου και των νησιών των Κυκλάδων. Η Ύδρα άρχισε σιγά-σιγά να αποκτά πολύ μεγάλη φήμη. Γι' αυτό κι οι πειρατές ήθελαν να την κουρσέψουν.
Άρχισαν να φτιάχνονται σπουδαία αρχοντικά, από Bενετσιάνους τεχνίτες. Πολύ ωραία σπίτια, κερέσπινα, με πέτρα πελεκητή και πάχος να έχουν περίπου τα ντουβάρια στα πέντε μέτρα. Με λίγα παράθυρα, στην αρχή και σιδερόφραχτες, μεγάλες καγκελόπορτες, που να κλείνουνε τις στοές στις αυλές τις νύχτες, για τον φόβο της εισβολής των πειρατών.
Το σημερινό λιμάνι εκείνα τα χρόνια δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί, ήτο ακόμα μικρές νησίδες στο μέσον του σημερινού λιμανιού και μια εκ των μεγαλυτέρων νησίδων, εκεί είχε αρχίσει να χτίζεται το μοναστήρι της Παναγιάς της Φανερωμένης, αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Χαράλαμπο πρωτίστως, που ήταν και το αρχικό εικόνισμα κι αφιερωμένο, επίσης, στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Πολλά τάματα είχαν φέρει οι άνθρωποι αφιερωμένα στην Παναγία. Τάματα ερχόντουσαν από παντού. Άρχισε σιγά-σιγά να αποκτά πολύ μεγάλη φήμη.
Αυτό, λοιπόν, το πολύ σπουδαίο μοναστήρι της Παναγίας κουρσεύτηκε, εντέλει κουρσεύτηκε! Έκαναν γιουρούσι οι πειρατές. Ήταν αδίστακτοι και τρομεροί. Έχουμε Μπαρμπαρέσους πειρατές, από την περιοχή της Μπαρμπαριάς, απ’ το Λιβυκό πέλαγος, δηλαδή, που ξεκινάνε να κουρσέψουνε νησιά του Αιγαίου, αλλά κι άλλους πειρατές, όπως οι Μαλτέζοι κι ούτω καθεξής, οι Μανιάτες...
Κατέβηκαν από τα σπίτια τους οι προεστοί κι οι προύχοντες κι οι βουλευτές της καγκελαρίας της Ύδρας. Κατέβηκαν κάτω στο λιμάνι, όταν άραξαν τα πειρατικά καΐκια και βγήκαν έξω οι πειρατές, κατέβηκαν με διάφορα δώρα προσωπικά, κρασί, λάδι, τυρί και λοιπά, κρέας, για να τους παρακαλέσουν, να τους τα δώσουν και να τους παρακαλέσουνε να μη χαλάσουν την πόλη της Ύδρας και κυρίως το μοναστήρι των Υδραίων, που το υπολήπτονταν πολύ γιατί ήταν αφιερωμένο στην Παναγία, την Κοίμηση της Θεοτόκου, αλλά και των άλλων αγίων, του Αγίου Νικολάου, όπως είπαμε, και του Αγίου Χαραλάμπους.
Μια εικόνα εξαιρετική που υπήρχε, αγιορείτικης τεχνικής, με κηρομάστιχο, μεγάλη εικόνα, που έδειχνε την Κοίμηση της Θεοτόκου, ήτο μέσα στο μοναστήρι. Μπαίνοντας οι πειρατές, αφού πήραν τα δώρα από τους Υδραίους, πήρανε κι ό,τι άλλο μπόρεσαν μέσα από το μοναστήρι και μαζί με τα ασημένια καντήλια ή τους πολυελαίους ή τα δισκοπότηρα, τα άγια δισκοπότηρα, πήραν και την εικόνα της Παναγίας, την Κοίμηση της Θεοτόκου. Ήταν, λέει, τόσο βαριά και τόσο μεγάλη, που την κουβαλούσαν τέσσερις μεγάλοι άντρες για να την πάνε στο καΐκι.
Και πήρανε μαζί τους και πέντε-έξι προεστούς. Τους δέσανε με αλυσίδες στα χέρια πισθάγκωνα μέσα στα αμπάρια των πλοίων τους και τους ήθελαν για σκλάβους, να τους πάρουν κάτω, εκεί στα μέρη τους. Και την εικόνα, την πήρε ένας αρχιπειρατής κι έκοβε με τη σπάθα του πάνω καπνό, ταμπάκο.
Τότε, καθώς έφυγαν από το λιμάνι της Ύδρας και πέρασαν το ακρωτήριο του Κάβο Μαλιά, έπιασε μια μεγάλη θαλασσοταραχή. Φουρτούνα φοβερή και τρομερή! Τα πλοία των πειρατών άρχισαν να κλυδωνίζονται. Τα κύματα ήταν τεράστια! Έπιασε ένα μεγάλο ανεμοβρόχι, με αστροπελέκια, κεραυνούς και δυνατός άνεμος και καταποντιζόντουσαν.
Τους φώναξαν, λοιπόν: «Ωρέ, Γκιαούρηδες! Προσευχηθείτε κι εσείς στον Θεό σας» --οι πειρατές φώναξαν προς τους Υδραίους τους σκλάβους-- «να σωθούμε!». «Ναι», του λέει, «καπετάν Ανδρέα. Να προσευχηθούμε», λέει ο ένας Υδραίος στον άλλον, «Πώς να προσευχηθούμε με δεμένα τα χέρια; Πρέπει να μας λύσουν τα χέρια. Να μας βγάλουν τις αλυσίδες, να μπορούμε να κάνουμε τον σταυρό μας. Να προσευχηθούμε στον Χριστό και στην Παναγία για να μας ελευθερώσει από τη μεγάλη τρικυμία, να μην πνιγούμε». Έδωσε, λοιπόν, εντολή ο καπετάνιος των πειρατών, ο αρχιπειρατής, να τους λύσουν τα χέρια για να προσευχηθούνε οι άνθρωποι κι εκείνοι στον δικό τους Θεό κι οι Υδραίοι, στον Χριστό και στην Παναγία, για να σταματήσει η τρικυμία.
Ένας από τους Υδραίους προεστούς, ο καπετάν Ανδρέας, φώναξε στον καπετάνιο των πειρατών: «Πρέπει να λύσετε και την εικόνα της Παναγίας. Να την ελευθερώσετε και να μας τη δώσετε να προσευχηθούμε ελεύθερα. Πώς μπορούμε να προσευχηθούμε σε έναν Θεό που τον έχετε φυλακίσει;» Θύμωσε ο αρχιπειρατής, πήρε τη σπάθα κι έκοψε αμέσως την εικόνα στα δύο και την πέταξε στη θάλασσα! Συνέχισε η τρικυμία με μεγαλύτερη ένταση. Βουλιάζαν τα πλοία.
Πέρασε ώρα πολλή, πέρασε, ήρθε το σούρουπο. Κάπου ο καιρός έπεσε. Κάπου οι προσευχές των ανθρώπων εισακούστηκαν προς τον Θεό. Αλλά η εικόνα; Τι έγινε η εικόνα της Παναγίας; Χάθηκε μέσα στα κύματα. Βέβαια, ήταν από κερί και μαστίχι, αγιορείτικης τεχνικής, και με μεγάλη προσευχή και νηστεία φτιαγμένη από τους αγιορείτες πατέρες, τους αγιογράφους τους σπουδαίους, τους εκλεκτούς του Αγίου Όρους, τους μυημένους και μύστες της ορθοδόξου εικονογραφίας.
Πέρασαν τα πρώτα εικοσιτετράωρα, τα καΐκια κατέβηκαν όλο τον Κυπαρισσιακό κόλπο, κατέβηκαν από το ακρωτήριο του Κάβο Μαλιά και πήγανε προς την Κρήτη. Εκεί, στις Γαυδούσες, ήταν τα πρώτα ορμητήρια των πειρατών.
Πήγαν εκεί, τους έλυσαν τα χέρια, τους έβγαλαν έξω, τους βουρδούλιασαν και μερικούς που ήθελαν να είναι πιο εύκολα τα πράγματα, τους έβαλαν να κάνουν διάφορες ναυτικές αγγαρείες στα ναυπηγεία. Κάποιοι από αυτούς, τους ζήτησαν να έχουνε μια καλύτερη μεταχείριση για να τους βοηθήσουνε τους πειρατές μετά να σκαρώσουν καράβια, γιατί ήταν καλοί καραβοναυπηγοί οι Υδραίοι. Τους είπαν, λοιπόν: «Δείξτε μας, φτιάξτε μας καράβια, μάθετέ μας την τέχνη κι εμείς, αν είσαστε καλοί δάσκαλοι της ναυπηγικής τέχνης και φτιάχνετε ωραία καράβια και τα δοκιμάσουμε και δε βουλιάξουνε, τότε θα σκεφτούμε αν θα σας αφήσουμε ελεύθερους». Έφτιαξαν πολλά καΐκια οι Υδραίοι ναυπηγοί, οι πρόκριτοι που ήξεραν και τη ναυπηγική τέχνη και σιγά-σιγά τους άφησαν να φύγουν.
Η εικόνα της Παναγίας ήταν χαμένη μέσα στα κύματα του Αιγαίου. Χτυπιούνταν πάνω στα βράχια. Ένα πρωί, ο μοναχός που κατεβαίνει να σημάνει τον όρθρο στο μικρό καμπαναριό, το ροδίτικο, που σημαίνει σαράντα φορές η καμπάνα, ακούει από το καμπαναριό --καθώς φαινόταν κι η ακρογιαλιά του τότε λιμανιού της Ύδρας, που ακόμα δεν είχε διαμορφωθεί-- ακούει λοιπόν ο μοναχός έναν περίεργο κι εξωπραγματικό φλοίσβο στον γιαλό. Σαν κάτι το υπερκόσμιο. Κάτι που να έρχεται είτε από τα βάθη της θάλασσας είτε από ψηλά απ’ τον ουρανό κι ενώνεται με τη μελωδία των κυμάτων της θάλασσας, που ήταν ήρεμη. Ήρεμη, αλλά είχε εκείνο το μικρό πραγματικά αεράκι που χάιδευε τα κύματα του γιαλού της Ύδρας και τα βραχάκια κι άκουγε τον φλοίσβο. Νωχελικά, έτσι ακουγότανε. Σαν να ερχότανε μια θεϊκή μελωδία.
Παραξενεύτηκε και μάλιστα πριν αρχίσει να σημάνει την καμπάνα, ο λογισμός τον έβαλε και κοίταξε τον γιαλό της Ύδρας, κάτω. Τι να δει; Έκθαμβος! Έκθαμβος! Ο χρυσαφένιος κάμπος της εικόνας της Κοίμησης της Θεοτόκου, κομμένη στα δύο, αρκετά ταλαιπωρημένη, ελαμπύριζε, άστραφτε! Λαμπηδόνες ηλιακές εξεπετάγοντο μέσα από την εικόνα της Παναγίας!
Κατέβηκε ο μοναχός τρέχοντας, κρατώντας τα ράσα του έτσι αγκαλιά για να μην μπερδευτεί και κατεβαίνει κάτω στον γιαλό να πιάσει την εικόνα. «Αδύνατον, αδύνατον, αδύνατον, Παναγία μου!» φώναζε, «Δεν είναι δυνατόν να μην μπορώ να σε πιάσω στην αγκαλιά μου, να σε κρατήσω. Αδύνατον!»
Παραξενεύτηκαν οι άλλοι καλόγεροι στο μοναστήρι που δεν άκουγαν το σήμαντρο κι αργοπορούσε ο μοναχός, ο ταχθείς μοναχός στο να σημάνει τον όρθρο, και βγήκαν να δούνε. «Ε, Δανιήλ! Πού είσαι, Δανιήλ; Πού είσαι, αδερφέ;» φώναξαν. Δεν ήρθε απάντηση. Τρέξανε πανικόβλητοι πάνω στο καμπαναριό να δούνε τι σημαίνει, μήπως έπαθε τίποτα. Τι να δούνε; Τον Δανιήλ κάτω στην ακρογιαλιά να προσπαθεί να πιάσει δυο ξύλα που λαμπυρίζανε και μοιάζανε με εικόνα. «Τρέχτε! Τρέχτε, άγιοι αδερφοί! Κατεβαίνετε γρήγορα!»
Το καμπαναριό κατέβηκαν, τις σκάλες, πήγαν κι εκείνοι στον γιαλό, να δούνε τι συνέβη. Τι να δούνε; Την εικόνα της Παναγίας, την Κοίμηση της Θεοτόκου, χτυπημένη, ταλαιπωρημένη βέβαια στα βράχια, με τα μεγάλα κύματα που έχει το Αιγαίο και την είχανε χτυπήσει, αλλά εσώζοντο, εσώζοντο κι η μορφή της Παναγίας και των Αποστόλων και του Χριστού, που κρατούσε το βρέφος, που συμβολίζει την ψυχή της Θεοτόκου Μαρίας, της Παναγίας.
«Τρέξτε, τρέξτε, φωνάξτε τον ηγούμενο!» Πάνε γρήγορα μέσα στο μοναστήρι, κάθεται ένας μοναχός εκεί, φέρνουν και τον ηγούμενο έξω. «Πω πω, μεγάλο θαύμα! Ανάψτε, ανάψτε θυμιατό, αδέρφια! Ανάψτε, άγιοι αδερφοί, βάλτε θυμίαμα, κεριά, φέρτε και τα εξαπτέρυγα να κάνουμε λιτανεία. Φώναξτε τον Σεβασμιώτατο!»
Καλέσανε λοιπόν τον Δεσπότη, τους άλλους ιερείς του νησιού και κατέβηκαν όλοι μαζί, μαζί με τον λαό της Ύδρας κι έκαναν μια πολύ μεγάλη λιτανεία και σήκωσαν το εικόνισμα της Παναγίας στα χέρια ψηλά και το φώναξαν: «Φανερωμένη! Φανερωμένη η Κυρία! Φανερωμένη η κυρά της Ύδρας, η Παναγία!»
Είναι η Φανερωμένη μας, η Παναγία, που φανερώθηκε στον τόπο που είχε απαχθεί από τους πειρατές.