Ο παππούς γεννήθηκε στο Σίντιργκι της Μικράς Ασίας, από Έλληνες γονείς που μένανε εκεί, σε μία ιδιαίτερα ευκατάστατη οικογένεια. Ο μπαμπάς του ήταν δικηγόρος, είχανε οικοτεχνίες όπου φτιάχνανε τσιπούρα, κρασιά, είχανε ταπητουργία… Μου ‘χε κάνει φοβερή εντύπωση που έλεγε ο παππούς ότι τις λίρες, τούρκικες λίρες, δεν τις μετράγανε με το κομμάτι, αλλά με τον ντενεκέ.
Ο παππούς, το 1917, σε ηλικία είκοσι τριών χρονών, ερωτεύτηκε σφόδρα. Αλλά η κοπέλα που ερωτεύτηκε έμενε σε ένα χαμόσπιτο, πολύ κοντά στο δικό τους πολύ ωραίο τετράγωνο που κατοικούσαν, κι ήταν μια ορφανή κοπέλα που κατοικούσε με τη γιαγιά της, είχαν πεθάνει οι γονείς της, και λεγότανε Σοφία. Ήταν ένα κοριτσάκι, δεκαεφτά χρονών.
Όταν κατάλαβε η μητέρα του ότι ο παππούς ήταν ερωτευμένος μ’ ένα κοριτσάκι που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, εναντιώθηκε πλήρως. Δεν ήθελε με τίποτα ο γιος της να είναι μαζί της. Του είπε, λοιπόν: «Αυτό να το ξεχάσεις, θα πάρεις μια της τάξης μας, η Σοφία είναι ξυπόλυτη». Ο παππούς, όμως, ήταν τρελά ερωτευμένος, «Όχι, θα πάρω τη Σοφία», «Όχι, δε θα πάρεις τη Σοφία», πνεύμα και φύσει ελεύθερο, της είπε: «Αν δε με αφήσεις να πάρω τη Σοφία, εγώ θα φύγω από το σπίτι», «Όχι, δε θα την πάρεις» και ο παππούς έφυγε.
Παρατώντας τα πλούτη του, την καλοπέραση του, τα καϊμάκια, που μας περιέγραφε ότι τρώγανε, τα φρέσκα βούτυρα, που βγάζανε αφρό από τα ζώα τους και τρώγανε στο πρωινό τους, στα ψωμιά τους με τις μαρμελάδες τους και τους υπηρέτες κι αυτά, και σηκώθηκε και πήγε πιο βαθιά Ανατολή και δούλευε σε ορυχείο, σε εξόρυξη μεταλλεύματος.
Η μάνα του τον έχασε. Είχε τέσσερα αγόρια, τον παππού μου, τον Δημήτρη, ο Ηλίας, ο Γιάννης κι ο Κροίσος. Ήταν το στερνοπούλι της, το μικρότερό της παιδί. Έκανε τα πάντα, έβαλε λυτούς και δεμένους να βρει το παιδί της. Όταν, κάποια στιγμή, έμαθε από δεξιά και αριστερά πού είναι ο γιος της, πήγε με τους υποσταστικούς και τον βρήκε: «Έλα, Μήτσο, πίσω, και θα δούμε τι θα κάνουμε», «Θα ‘ρθω, αλλά θα πάρω τη Σοφία», το υποσχέθηκε η μάνα του, θεωρώντας ότι δε θα την πάρει τη Σοφία, θα του αλλάξει μυαλά. Γύρισε, λοιπόν, ο παππούς πίσω, αλλά διαπίστωσε ότι η μάνα του εξακολουθούσε να μη θέλει τη Σοφία.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, σε ένα κρυφό ραντεβού του παππού με τη Σοφία, η Σοφία τού έδωσε ένα μαντηλάκι με κεντημένο το μονόγραμμά της και μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά της. Κι ο παππούς αυτά τα έβαζε κάτω από το μαξιλάρι κάθε βράδυ.
Ναι, αλλά τα ‘δε η μάνα του, η οποία θεώρησε καλό να πάει στη γιαγιά της κοπέλας και να της πει: «Μάζεψε την εγγονή σου, γιατί δεν είσαστε της σειράς μας». Η γιαγιά, η οποία είχε πλήρη επίγνωση, της Σοφίας, ότι δε μπορούσαν να συνυπάρξουν με αυτούς, τη μάντρωσε τη Σοφία και της είπε ότι: «Αν ξαναβγείς έξω, θα σε κουρέψω! Τέλος, ξέχνα τον, αυτόν δεν μπορείς να τον πάρεις, δεν ανήκουμε στην ίδια κοινωνική τάξη, τελείωσε!» Τα έμαθε ο παππούς μου αυτά, ότι η μαμά του ξαναείχε μεσολαβήσει και της λέει: «Θα με ξεχάσεις! Τελειώσαμε οι δύο μας, εγώ αυτή τη γυναίκα ήθελα. Φεύγω». Ξαναφεύγει ο παππούς, απαρηγόρητη η μάνα του.
Ο παππούς, λοιπόν, πήγε σε ένα μέρος κι έκανε τον τσαγκάρη, ζώντας πολύ φτωχικά βέβαια, παρόλες τις συνήθειές του. Πάλι έβαλε η μάνα του λυτούς και δεμένους, πάλι έμαθε που είναι, πάλι πήγε και τον μάζεψε. Αυτή τη φορά, βέβαια, που τον μάζεψε, του είπε ότι: «Έχω πάρει στο σπίτι τη Σοφία. Θα σας αρραβωνιάσω, να, έχω πάρει και τις βέρες τα δαχτυλίδια και τα κουφέτα κι έλα πίσω κι όλα καλά». Γύρισε, λοιπόν, ο παππούς πίσω, στη Σοφία. Έφτανε πια όμως το ’22. Είχαν περάσει χρόνια από τότε που γνώρισε τη Σοφία.
Είχανε αρχίσει να γίνονται διάφορες, να φτάνουν διάφορες φήμες ότι επίκειται πόλεμος, ότι θα υπάρχουν, υπάρχουν προστριβές κλπ. Και πέθανε και ο πατέρας του, που ήταν ο αρχηγός της οικογένειας. Τότε, λοιπόν, η μαμά του του είπε: «Ξέρεις, πάρε κάποια χρήματα και φύγε για την Ελλάδα. Θα μαζέψουμε κι εμείς εδώ ό,τι μπορούμε από την περιουσία μας και μπορούμε να τα μετακινήσουμε και θα έρθουμε κι εμείς Ελλάδα».
Έφυγε, λοιπόν, ο παππούς, αφήνοντας πίσω τη Σοφία στη μάνα του, με την οποία πια είχε φτιάξει σχέση και τα τρία αδέρφια του, τον Ηλία, τον Γιάννη και τον Κροίσο. Ήρθε ο παππούς στην Ελλάδα, με τα χρήματα που του είχε δώσει η μητέρα του, πήρε ένα φορτηγό, που είχε αριθμό κυκλοφορίας 2 κι ήταν με γκαζοζέν.
Πέρναγε ο καιρός, ετοιμαζόταν η μαμά του να γυρίσουνε, και του ‘στειλε ένα γράμμα, ότι: «Στις 23 Αυγούστου έχουμε βγάλει εισιτήρια και φεύγουμε όλοι κι ερχόμαστε Ελλάδα».
Στις 22 έγινε η Καταστροφή.
Η μητέρα του, η Σοφία κι ο αδερφός του, ο Κροίσος, σφαγιάστηκαν. Και κατάφεραν μετά από πολύ καιρό να έρθουν στην Ελλάδα, μέσα από πολύ δύσκολες διαδρομές, με ταλαιπωρία, βάσανα και κόπο, τα δύο αδέρφια του, ο Γιάννης κι ο Ηλίας. Ήρθαν στην Ελλάδα και κατάφεραν, γιατί ξέρανε απ’ τα γράμματα ο παππούς ότι μένει στην Καλλιθέα, ότι εκεί δουλεύει και βρήκανε τον αδερφό τους. Άρα, από αυτή την οικογένεια είχανε μείνει τρεις. Όλοι οι άλλοι είχανε μείνει πίσω κι είχαν σφαγιαστεί.
Στην Ελλάδα, δούλευε στο φορτηγό αυτό, κάνοντας διάφορες διαδρομές. Σ’ αυτό το φορτηγό ο παππούς είχε κι έναν συνεργάτη, τον Μιχάλη. Ήταν ο φίλος του στην Ελλάδα. Κάποια στιγμή, ο Μιχάλης, ο φίλος του, του λέει: «Πάμε λίγο στην ξαδέρφη μου, που θέλω να της πάω κάποια πράγματα, να πιούμε κι έναν καφέ». Εκεί, λοιπόν, ο παππούς μου είδε τη Μαρία, τη μετέπειτα γυναίκα του.
Η Μαρία ήταν κι αυτή από οικογένεια μικρασιάτικη κι ήρθαν κι αυτοί με την Καταστροφή. Βασανισμένοι άνθρωποι, κατάφεραν να φέρουν μαζί τους μόνο μια εικόνα, την Αγία Τριάδα, η οποία βρίσκεται στα χέρια μου και στην πίσω πλευρά της έχει γραμμένες τις γεννήσεις των παιδιών της οικογένειας. Ήταν αυτό που φέρανε μαζί τους, αυτό που τους έμεινε, γιατί όλα τα άλλα που φέρνανε τα ξεπούλησαν, για να καταφέρουν να φτάσουν στην Ελλάδα. Σε βάρκες, πηγαίνοντας από τη Χίο δεξιά κι αριστερά, για να καταφέρουν να φτάσουν στην Αθήνα.
Την είδε και του άρεσε πολύ. Και της Μαρίας τής είχε αρέσει ο Μήτσος, όταν τον είδε στον καφέ. Κι έτσι αρραβωνιάστηκαν, παντρεύτηκαν, έκαναν τρία παιδιά.
Από τη Σοφία, του παππού τού έμεινε το μαντηλάκι. Συνέχισε να την αγαπάει μέχρι που πέθανε.
Να σημειώσουμε ότι η γιαγιά μου, το πρώτο πράγμα που είχε μάθει από τον άντρα της, ήταν η αγάπη που είχε στη Σοφία από το Σίντιργκι. Και κάθε φορά που ήταν Ψυχοσάββατο, έφτιαχνε πρόσφορα και έγραφε «Υπέρ Αναπαύσεως» χαρτάκια στην εκκλησία, το πρώτο όνομα που έβαζε ήταν της Σοφίας, της αγαπημένης του άντρα της, και το μαντηλάκι μια φορά το χρόνο το έπλενε και το σιδέρωνε, και το είχε στα εικονίσματα, γιατί ήταν αυτό που είχε μείνει απ’ τη Σοφία. Και το έδωσε στη μεγάλη της την κόρη, η οποία την κόρη της, την είπανε Σοφία. Γιατί έτσι λέγανε τη μαμά του μπαμπά της. Το μαντηλάκι κατέληξε, λοιπόν, σε μια Σοφία πάλι.