Βαρβάρα Σαββίδη (Εισαγωγή):
Οι επισκέπτες της Αθήνας που κάνουν τη βόλτα τους στην περιοχή του Συντάγματος μπορούν εύκολα να προσπεράσουν, αν δεν το γνωρίζουν, ένα από τα πιο ιστορικά μπαρ της πόλης, που βρίσκεται σχεδόν κρυμμένο σε μια στοά απέναντι από την παλιά Βουλή. Πρόκειται για το Galaxy Bar, στέκι δημοσιογράφων, καλλιτεχνών, διανοουμένων, που μετράει πάνω από μισό αιώνα αδιάκοπης λειτουργίας. Και ποιος τον έχει περάσει από τον Galaxy, που άνοιξε το 1972 από τα αδέρφια Τζίμη και Γιάννη Αλαμπάνο και παραμένει μέχρι σήμερα ίδιο κι απαράλλακτο με όπως ήταν τότε. Μόνο η διεύθυνση έχει αλλάξει: Από το νούμερο 5 της οδού Σταδίου, όπου βρισκόταν το πρώτο Galaxy, μετακόμισε κάποια στιγμή τη δεκαετία του ‘90 στο νούμερο 10 και βρίσκεται εκεί μέχρι σήμερα.
Η θρυλική ξύλινη μπάρα με τη δερμάτινη επένδυση, οι φωτογραφίες αγαπημένων θαμώνων του μαγαζιού αλλά και προσωπικοτήτων όπως ο σκηνοθέτης Άκι Καουρισμάκι, η Έμμα Στόουν με τον Γιώργο Λάνθιμο, ο συγγραφέας Πωλ Όστερ μεταξύ πολλών άλλων, τα κάδρα που απεικονίζουν μεγάλους συνθέτες και ποιητές, όλα είναι εκεί και φτιάχνουν μια ξεχωριστή κι εντελώς κινηματογραφική ατμόσφαιρα. Σε αυτό συμβάλλει κι η μουσική, που παίζει πάντα χαμηλά, ώστε να μπορούν οι θαμώνες να συνομιλήσουν χωρίς να φωνάζουν. Σε μια πόλη που δύσκολα διατηρεί τα παλιά της στέκια, τα οποία όταν χάνονται, χάνεται μαζί τους και ένα κομμάτι της ιστορίας της πόλης, ο κύριος Γιάννης Αλαμπάνος, ιδιοκτήτης του Galaxy, μοιράζεται με το Istorima στιγμές κι αναμνήσεις από το ιστορικό αυτό μπάρ.
Γιάννης Αλαμπάνος:
Έχουμε το Galaxy. Μαζί με τον αδερφό μου το φτιάξαμε, το 1972 κι από τότε ξεκινήσαμε και συνεχίζουμε. Ο αδερφός μου κάποια στιγμή τον χάσαμε, «έφυγε».
Εμείς γεννηθήκαμε στη Λαμία, έξω από τη Λαμία, δήμος Λαμιέων. Κι ήρθαμε στην Αθήνα, μπήκαμε στο επάγγελμα αυτό, τελειώσαμε τουριστική σχολή, πήγαμε σε ξενοδοχεία κι όταν ήρθε η ώρα, αποφασίσαμε και φτιάξαμε το Galaxy. Βέβαια με δυσκολίες πολλές τότε, αλλά τα καταφέραμε. Η αρχή είναι πάντα δύσκολη.
Μέναμε Εξάρχεια. Οδός Σολωμού. Ήτανε το δρομολόγιο από Εξάρχεια-Σύνταγμα, οι δουλειές μας. Μετά, διασκέδαση στην Πλάκα: Νέο Κύμα κι αυτά και ταβέρνες και… Ήταν μια καλή εποχή τότε, δεκαετία του ’65, ‘64, ’65, ‘66, ‘67, ώσπου να έρθει η Χούντα που αλλάξαν όλα, μας τα άλλαξε όλα, δηλαδή.
Γινόταν, την ημέρα εκείνη του Πολυτεχνείου που γινόταν, ο χαμός παντού, μας επηρέασε κι εμάς. Και κυνηγητά απ’ έξω, αστυνομία, να χαλάει ο κόσμος. Κι αναγκάστηκα βγήκα απ’ έξω, ήρθαν όσοι ήρθαν μέσα, στο κυνήγι, βγήκα κι έκλεισα την πόρτα. Κατέβασα το ρολό, δηλαδή. Κι έξω γινόταν ο χαμός, βέβαια. Κι ένα τσούρμο από παιδιά, εφτά-οχτώ παιδιά, μπήκανε, κατεβήκανε στο υπόγειο και καθίσαν εκεί. Πάω κάτω, λέω: «Παιδιά, δεν έχετε πρόβλημα, καθήστε εδώ όσο είναι να σταματήσει και μετά εσείς αποφασίζετε, βγαίνετε». Πέρασε καιρός και γίναν όλα, ομαλοποιηθήκανε κι ήρθε ένα από τα παιδιά να μας ευχαριστήσει πολύ. Εμείς τη δουλειά μας κάναμε, ανθρώπινα είναι αυτά τα πράγματα.
Μετά που άλλαξε το καθεστώς αυτό, η Χούντα, ο κόσμος αισθάνθηκε μια ελευθερία, μια άνεση, μια… μπορούσε να μιλήσει, μπορούσε να... έπαψε ο φόβος, αυτό το πράγμα που επικρατούσε τότε.
Την εποχή εκείνη εμείς είχαμε πελάτες οι οποίοι ήτανε, δούλευαν σε διάφορες εταιρίες αεροπορικές, είχε πολλές αεροπορικές εταιρίες εδώ η περιοχή του Συντάγματος. Κι είχαμε από διευθυντές, από διάφορους, είχαμε έναν κόσμο, πάρα πολύ καλό κόσμο. Κι έχουμε, δηλαδή, μιλάω για την εποχή εκείνη. Από το ’72 και ’80 μέχρι σχεδόν το ’90 ήθελε ειδική μεταχείριση, σε σύγκριση με σήμερα. Σήμερα έχουν απλοποιηθεί τα πράγματα πολύ και στο ντύσιμο και στη συμπεριφορά και στην ευγένεια, έχουν αλλάξει. Και προς το καλύτερο, βεβαίως. Από την άλλη, ήταν τα πράγματα συντηρητικά, συντηρητική η ζωή κι η συμπεριφορά των ανθρώπων τότε. Θέλαν πιο ειδική μεταχείριση.
Γυναίκες ερχόντουσαν, αλλά στο μπαρ ήταν δύσκολο να καθίσουν τότε γυναίκες. Ήταν λίγο πιο ανδροκρατούμενα τα μπαρ. Για να καθίσει γυναίκα, έπρεπε να συνοδεύεται, έτσι; Με τον άντρα της, με τον φίλο της, με τον… έτσι, με αυτή τη λογική. Μετά, περάσανε τα χρόνια, αλλάξανε τα πράγματα. Αρχίσανε να έρχονται και γυναίκες. Πιο… να αισθάνονται άνετα, πιο ελεύθερα να μπορούν να καθίσουν χωρίς να αισθάνονται ενόχληση κι οτιδήποτε. Τώρα βλέπετε, όπως βλέπετε σήμερα, υπάρχουνε μέρες που έρχονται μόνο γυναίκες, μπορεί να δεις αν υπάρχει κανένα ποδόσφαιρο, βλέπεις έρχονται μόνο γυναίκες και δεν υπάρχει θέμα. Έχουν αλλάξει τα πράγματα, προς το καλύτερο, βεβαίως.
Ο καλύτερος δρόμος που υπήρχε στην Αθήνα ήταν η οδός Σταδίου. Είχε τα καλύτερα μαγαζιά, από την Ομόνοια μέχρι το Σύνταγμα. Συνήθως από την πλατεία Κλαυθμώνος, από την Κοραή και πάνω, ήτανε το καλύτερο μέρος της Σταδίου. Μετά, σιγά-σιγά δημιουργήθηκε αυτή η κρίση, ο κόσμος δεν μπορούσε να βγει, τα μαγαζιά κλείνανε, δεν μπορούσανε να βγάλουν τις υποχρεώσεις τους, ήταν η πρώτη φορά που είδαμε τη Σταδίου να μην υπάρχουν μαγαζιά και να κλείνουνε.
Τότε ήτανε οι εφημερίδες εδώ, όλες ήταν κοντά. Και μπορούσαν, είχαν πρόσβαση. Απ’ την Καθημερινή, την είχαμε πάνω τότε στο 5, ήταν το Έθνος, ήταν η Βραδινή από πάνω εδώ, το Συγκρότημα Λαμπράκη… Έχουν περάσει εδώ δημοσιογράφοι… Και περνάνε, βέβαια.
Ήμασταν φίλοι με τους περισσότερους. Ερχόταν ο μακαρίτης ο Γεραμάνης εδώ, ο Πάνος ο Γεραμάνης, ο οποίος ήταν και στο ραδιόφωνο, στην ΕΡΤ, είχε μια εκπομπή εκεί «Λαϊκοί Βάρδοι». Τελείωνε κι ερχόταν από δω. «Γιάννη, βάλε μου ένα ποτό, φεύγω, έχω εκπομπή». Ώσπου να του βάλω το ένα, το ‘χε πιει, του ‘βαζα ένα ακόμα κι έφυγε. Είχε κι μια άλλη εκπομπή στα βραχέα, πήγαινε στις 11 η ώρα. Όταν είχε διακοπή, έπαιρνε τηλέφωνο: «Γιάννη, ήρθε κανένας φίλος εκεί;» Του λέω: «Είναι ο τάδε». «Κέρασέ τους», μου ‘λεγε. Ναι, είχαμε τακτικά αυτά τα πράγματα.
Τα παλιά στέκια, τα παλιά μαγαζιά δυστυχώς δεν τα προστατεύουν, δε βοηθιούνται κι από πουθενά, δηλαδή, να πούνε ότι αυτό θα μείνει διατηρητέο για τον Α ή Β λόγο, έχει τόσα χρόνια, έχουνε περάσει εδώ κόσμος και κόσμος… δεν τα κρατάνε αυτά τα πράματα.
Είχαμε τον Ηλία Καζάν. Το ’80, δεκαετία του ’80 ήταν αυτό. Αν τον έβλεπες, δεν τον ξέρουν ο κόσμος, περνούσε απαρατήρητος. Ο Μάνος Ελευθερίου. Κι ένα βραδάκι που ήρθε από ‘δω, μου λέει: «Γιάννη, σου έφερα ένα καδράκι». Το ανοίγω, είναι ο Μαγιακόφσκι. Μου λέει: «Θα το βάλεις;» «Ε βέβαια, θα το βάλω κύριε Μάνο, αλίμονο», του λέω.
Τώρα τον Μπετόβεν τον είχε κάνει δώρο, μου τον είχε φέρει ένας μαέστρος --τον έχω πάνω εκεί, έχει ένα μικρό καδράκι-- ήταν μουσικολόγος και μου λέει: «Θα σου φέρω το...» Είναι το πρώτο καδράκι που βάλαμε, τώρα, δεκαετία ’70. Και μετά είναι το δεύτερο που έχει βάλει, έφερε τον Βάγκνερ, ένας γερμανοτραφής, σπουδασμένος στη Γερμανία και μου έφερε τον Βάγκνερ. Μια μέρα, είχα έναν Εγγλέζο εδώ πέρα, κοίταζε τις φωτογραφίες όλες και μου λέει: «Δε βλέπω κανέναν Εγγλέζο να υπάρχει» Και του λέω: «Την άλλη φορά που θα ‘ρθεις, θα έχω βάλει». Κι έψαξα και βρήκα τον Σαίξπηρ και του έβαλα τον Σαίξπηρ.
Κι ο Λάνθιμος, ωραίος φίλος, πελάτης. Κι η γυναίκα του εδώ, με τους φίλους του, με όλους. Η Έμα Στόουν έχει έρθει με τον Γιώργο τον Λάνθιμο, την πρώτη φορά ήταν λίγο ινκόγκνιτο, μετά τη δεύτερη-τρίτη ξεθάρρεψε κι ερχόταν. Τώρα έχει τέσσερις ή πέντε φορές που έχει έρθει στο μαγαζί. Τώρα όπου να ‘ναι αυτοί θα γυρίσουν κάποιο έργο, θα τους ξαναδούμε, να πούμε.
Έχουνε γνωριστεί εδώ για πρώτη φορά ζευγάρια, τα οποία συνεχίσανε και μετά αποφασίσανε, αρραβωνιαστήκανε, έχουν παντρευτεί κι έχουν γυρίσει εδώ! Είναι λίγο το μαγαζί μας, είναι λίγο ερωτικό, δεν μπορώ να πω, αρέσει στον κόσμο. Έχουνε γίνει αρκετά. Είχα μια παρέα και τους έχω ακόμη, βεβαίως, ερχόντουσαν με τις κοπέλες τους, έξι-εφτά αγόρια, δέκα, αναλόγως. Και μια μέρα μου λέει ο φίλος: «Γιάννη, σήμερα θα κάνω πρόταση στη φίλη μου». Πράγματι, μετά από κάποια ώρα αρχίσανε κι ερχόντουσαν. Μου λέει: «Θα μας ανοίξεις δυο σαμπάνιες, θα βάλεις να παγώνουν και μόλις σου πω εγώ…» «Εντάξει». Πράγματι, έρχονται, δοθήκανε τα σχετικά συγχαρητήρια και ξεκινήσανε, παντρευτήκανε, έχουν κάνει και δυο παιδιά και συνεχίζουν να έρχονται.
Αν ξαναέκανα δουλειά, πάλι την ίδια θα έκανα, λόγω της εμπειρίας και των σχέσεων που έχω δημιουργήσει με πάρα πολλούς ανθρώπους. Δόξα τω Θεό, να είμαστε καλά, πάνω απ’ όλα υγεία να έχουμε κι εντάξει, να προχωράει και το Galaxy εδώ και να ευχαριστιέται κι ο κόσμος που έρχεται.