Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ «ΣΦΥΡΙΑΣ»
Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ «ΣΦΥΡΙΑΣ»
Περιγραφή
Ο Παναγιώτης Τζαναβάρης, ο μοναδικός δάσκαλος της «Σφυριάς», της σφυριχτής γλώσσας του χωριού Αντιά στην Εύβοια, έχει αφιερώσει την ζωή του στο να κάνει γνωστή τη γλώσσα και να την διασώσει.
Φίλτρα
Συντελεστές
Αφήγηση
- Παναγιώτης Τζαναβάρης
Συνέντευξη
- Σταύρος Βλάχος
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Δάφνη Ματζιαράκη
Εγώ γεννήθηκα το 1948, εδώ σ’ αυτό το δωμάτιο που καθόμαστε και κάπου σε αυτή τη θέση που κάθομαι τώρα, υπήρχε ένα κρεβάτι όπου γεννηθήκαμε έξι αδέλφια. Η ζωή ήτανε δύσκολη στο χωριό, διότι την περίοδο αυτή, δεν υπήρχε δρόμος. Για να πάμε στην Κάρυστο, πηγαίναμε απ’ το βουνό, περπατώντας πέντε κι έξι ώρες. Πάρα πολλοί άνθρωποι είχαν χαθεί τον χειμώνα στο βουνό, που προσπαθούσαν να κάνουν τη διαδρομή αυτή με χιονοθύελλες, με βροχές.
Δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα. Ζούσαμε με μία οικιακή οικονομία, τρώγαμε ό,τι παρήγαμε. Είχαμε το κοπάδι μας, τα μελίσσια μας, φτιάχναμε το σιτάρι μας, το καλαμπόκι μας, τα φασόλια μας, τον τραχανά μας για το χειμώνα. Μία ζωή ρουτίνας, διότι από μικροί έπρεπε να δουλέψουμε. Από όταν καταλάβαμε τον εαυτό μας, παράλληλα δουλεύαμε για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Στο χωριό έμεινα μέχρι τα δεκατέσσερα χρόνια μου. Δεκατεσσάρων χρονών έφυγα, πήγα στην Αθήνα, βγήκα στη βιοπάλη.
Η ιστορία του χωριού χάνεται πίσω στους αιώνες. Τα Αντιά είναι το μοναδικό χωριό του Κάβο Ντόρο που δεν έχει εποικιστεί, δεν υπάρχουν στοιχεία εποικισμού. Μέσα απ’ τους μύθους, από ιστορικά στοιχεία, οι Αντιώτες υπάρχουν ανέκαθεν σε αυτό το μέρος. Υπάρχουν διάφορες εικασίες, ότι προερχόμαστε από ένα απόσπασμα Περσών το οποίο είχε ξεμείνει με τη Ναυμαχία της Σαλαμίνος και με την πανωλεθρία που έπαθε ο Ξέρξης τους εγκατέλειψε και για ασφάλεια μεταφερθήκανε στο εσωτερικό της περιοχής κι ήρθαν κι εγκαταστάθησαν εδώ. Τίποτα δεν επιβεβαιώνεται, το μόνο σίγουρο είναι ότι εμείς, για πάρα πολλούς αιώνες, είμαστε εδώ. Ίσως και δύο και δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Κι ίσως επειδή ήταν απομονωμένοι οι Αντιώτες, θέλησαν να επινοήσουν έναν δικό τους τρόπο επικοινωνίας. Πολλοί το θεωρούν ότι είναι κώδικας. Δεν είναι κώδικας, είναι γλώσσα.
Θα πούμε «νερό», θα πούμε «εδώ», θα πούμε «εκεί». Είναι λέξεις. Η σφυριχτή γλώσσα ήταν συνυφασμένη με την καθημερινότητα της ζωής μας. Το 90% των κατοίκων μιλούσαν, όλοι, βέβαια, την καταλάβαιναν. Από μικροί, μαθαίνοντας να μιλάμε, το βάζαμε πείσμα όλοι να μάθουμε να σφυρίζουμε, για να μπορούμε κι εμείς να επικοινωνούμε σφυριχτά.
Tην περίοδο αυτή, όλοι οι άνθρωποι ήταν διασκορπισμένοι στην ύπαιθρο. Η περιοχή μας είναι όλο βουνά, λαγκάδια και ράχες. Τσοπάνηδες, οι αγρότες, έτσι σφύριζε ο ένας στον άλλον κι από ράχη σε ράχη ένα μήνυμα μπορούσε να ταξιδέψει είκοσι-τριάντα χιλιόμετρα, μέσα σε πολύ λίγα λεπτά.
Η βασική χρήση αυτής της γλώσσας, πέρα από το να επικοινωνούμε από πολύ μακριά, ήτανε κι αυτή: να σφυρίζω εγώ στον απέναντι τι θέλω και να μην καταλαβαίνεις εσύ. Είχε έρθει ένας χωροφύλακας στο καφενείο να πιάσει έναν κατσικοκλέφτη. Ο κατσικοκλέφτης ήταν απέναντι στο βουνό. Και λέει στον καφετζή:
«Πού είναι ο Σπύρος;»
Λέει: «Απέναντι στο βουνό, να τος, εκεί με τα γίδια του».
«Να του πεις να έρθει εδώ», λέει, «που τον θέλω».
Και του σφυρίζει ο καφετζής: «Σπύρο, μην έρθεις εδώ, ο χωροφύλακας θα σε πιάσει!»
Οπότε του λέει ο τσοπάνης: «Πες του θα μου πιάσει τα απ’ αυτά μου!»
«Τι είπε;» λέει ο χωροφύλακας.
«Περίμενε», τον λέει, «θα έρθει». Ακόμα ο χωροφύλακας τον περιμένει...
Η γλώσσα έγινε γνωστή το ’92, όταν έπεσε ένα αεροπλάνο στην Όχη κι έψαχναν να βρουν τον πιλότο. Είχαν έρθει παράλληλα και συνεργεία της ΕΡΤ. Κι είδαν ότι κάποιοι, γιατί είχαν πάει κάτοικοι εδώ της περιοχής, είδαν εκεί οι άνθρωποι μεταξύ τους σφύριζαν. Λέει:
«Τι κάνετε; Τι σφυρίζετε;»
Λέει: «Μιλάμε». Κι αναπτύχθηκε το ενδιαφέρον.
Γράφτηκαν πολλά, ειπώθηκαν πολλά, αλλά δεν έγινε τίποτα για να διασωθεί. Κι ακόμα και σήμερα ό,τι γίνεται, γίνεται για το θεαθήναι, ότι εκεί υπάρχει αυτό το πράγμα. Πρέπει όμως να γίνει κάτι ούτως ώστε αυτό να αλλάξει και να τη διασώσουμε.
Εγώ αυτό έχω βάλει στόχο στη ζωή μου, μέσα απ’ τις δυνατότητες που έχω, να αλλάξουμε αυτό το δεδομένο και βλέποντας ότι η σφυριχτή γλώσσα τείνει να εξαφανιστεί. Είναι περίπου είκοσι, αλλά είμαστε διασκορπισμένοι, ακόμα και στο εξωτερικό. Εδώ στα Αντιά είναι γύρω στα έξι-επτά άτομα. Ο νεότερος σφυριχτής αυτή τη στιγμή είναι τριάντα χρονών, αλλά είναι δύο-τρεις. Αυτοί που είναι τριάντα χρονών σημαίνει ότι για άλλα τριάντα χρόνια θα υπάρχουν, αλλά ένας και δύο δε λέει τίποτα. Θα πρέπει αυτοί οι σφυριχτές να πολλαπλασιαστούν κι αυτό πρέπει να γίνει τώρα. Δυστυχώς είμαι ο μόνος που τη διδάσκω.
Όσο μπορώ θα το κάνω, όσο έχω τη δυνατότητα θα το κάνω, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που το αναγνωρίζουν. Το πρώτο μεγάλο βήμα που έγινε είναι ότι μετά από δουλειά προσωπική, πέρυσι τον Οκτώβριο, κατοχυρώθηκε σαν στοιχείο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Τώρα, από εδώ και πέρα, πρέπει να γίνουν πάρα πολλά βήματα ακόμα. Δε βλέπω φως, διότι εγώ αφενός μεν έχω κουραστεί, αφετέρου δεν υπάρχει απ’ την Πολιτεία ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι νέοι έχουν ενδιαφέρον, αλλά δεν έχουμε τη δυνατότητα να τους παρέχουμε τα μαθήματα ούτως ώστε να διαδοθεί. Δηλαδή, αν υπήρχε η δυνατότητα να οργανώσουμε μαθήματα ενός μηνός, κάθε καλοκαίρι, σίγουρα σήμερα οι σφυριχτές θα ήτανε, οι καινούργιοι, άλλοι είκοσι.
Τα Αντιά εύχομαι να υπάρξουν ακόμα κάποιοι σαν κι εμένανε που να ενδιαφερθούν για το χωριό και να συνεχίσει να έχει ζωή. Όσο για τη σφυριχτή γλώσσα, εύχομαι να ανοίξουν τα ώτα αυτών που πρέπει, για να υπάρξει μία βοήθεια ούτως ώστε αυτό το πράγμα να επιτευχθεί. Οτιδήποτε χάνεται, είναι σαν να χάνουμε κάτι απ’ τον εαυτό μας, διότι αν αφήσουμε τα ήθη, τα έθιμα, την ιστορία μας, δεν έχουμε λόγο ύπαρξης. Εγώ πιστεύω απόλυτα σε αυτό που λέει το ότι «όταν δεν ξέρεις από πού έρχεσαι, δεν ξέρεις πού θα πας». Η σφυριχτή γλώσσα είναι μία μοναδικότητα στην Ελλάδα.