Είχα τρέλα με το επάγγελμα αυτό, από μικρό παιδί. Ό,τι μου κάνανε δώρο, ας πούμε μου κάνανε ένα ποδηλατάκι, ένα πατίνι, έξι-εφτά χρονών παιδί, εγώ το έκανα καΐκι. Κι ήτανε και το σανίδι απάνω ότι θα έμπαινε μέσα ο κόσμος, οι επιβάτες, ξέρω ‘γώ τι και φώναζα εγώ: «Άλλος για τη Σαλαμίνα!».
Οι γονείς μου ήταν κι αυτοί από ναυτικές οικογένειες, όλο το σόι ναυτικοί, όλοι ναυτικοί. Ήρθανε από τη Χίο να μείνουνε στον Πειραιά μονίμως το ’18 –στην Καστέλα. Είχαμε χάσει και πολλούς, κόσμο, πολλούς ανθρώπους στη θάλασσα, συγγενείς, εγγύτατοι συγγενείς. Πέσαν απάνω οι αδερφές μας επειδή είχανε χαθεί και οι δύο παππούδες και δε θέλανε να πάω.
Ο πατέρας ήτανε ναυτικός κι αυτός, ήτανε μηχανικός. Τα καλοκαίρια με έπαιρνε στη δουλειά. «Θάλασσα θέλεις; Έλα εδώ, στο καράβι». Θα γινόμουνα καπετάνιος, τελείωσε, πάει! Φόραγα και το καπέλο του πατέρα μας ξέρω ‘γω τι και τέτοια, είχα και μία σφυρίχτρα… Έπρεπε να με ετοιμάσει, γιατί εγώ ήμουν αμετάκλητος. Κι όταν πρωτομπαρκάρησα, ο καπετάνιος που πήγα ήτανε πρώτος εξάδελφος της μητέρας μας κι ήμουνα.... δόκιμος ήμουνα μες στο καράβι.
Σαν δόκιμος, ήμουνα 8 ώρες στην «κουβέρτα» - η «κουβέρτα» είναι το κατάστρωμα. Το τι γινότανε! Σχοινιά, μπογιές, συρματόσχοινα, τα πάντα… Mου ‘κανε καλό αυτό, γιατί έπρεπε να μάθω και τη ναυτική τέχνη; Να γίνουμε καπεταναίοι και να μην ξέρουμε να δέσουμε ένα σχοινί, να κάνουμε έναν κόμπο;
Αυτά τα καράβια ήτανε ψευτοκατασκευής, τα liberties, και σε μεγάλη φουρτούνα, ιδίως μέσα στον Ατλαντικό, o Ατλαντικός έχει τις μεγαλύτερες φουρτούνες γιατί έχει πολύ υψηλό κύμα, φτάνει τα 24-25 μέτρα το κύμα αλλά είναι και ρευματικές θάλασσες, τα ρεύματα. Τα είχαν ονομάσει αυτά τα Liberty «πλωτά φέρετρα», floating coffin, ok; Ήτανε συντομοκατασκευές, πρόχειρες κατασκευές. Τώρα γίνονται με ηλεκτροκόλληση η συναρμολόγησή τους. Παλιά ήτανε με βίδες και με καρφιά, με περτσίνια. Αν ας πούμε τύχαινε κάποια μεγάλη κακοκαιρία, πώς να πλησιάζεις να βρεις την μπούκα του Βοσπόρου να περάσεις κάτω; Εκεί ήτανε νεκροταφείο, αυτή η Μαύρη Θάλασσα, έφευγες απ’ το σπίτι και δεν ήξερες αν θα ξαναγυρίσεις.
Ήμουνα δύο μήνες ναυτικός. Ήτανε 3 του Φλεβάρη, μες στον Ατλαντικό, 3 και τόσο, και 4.00 η ώρα θα σηκωνόμουνα κι εγώ για να πάω με τον υποπλοίαρχο απάνω και ψευτοκοιμόμουνα εκείνη την ώρα, είχα δει την ώρα και λέω όπου να ‘ναι τώρα θα ‘ρθουνε να με ξυπνήσουνε. Ξέρεις, χτυπάγαμε την πόρτα, «Σκάτζα βάρδια»! Κατάλαβες; Ναι.
Όταν άκουσα το μπαμ, έπεσα απ’ την κουκέτα, βρέθηκα κάτω.
Σύγκρουση δύο πλοίων. Εμείς του την εδώσαμε. Στο πλάι. Εμείς στην πλώρη ε, έφυγε όλη η πλώρη εμάς
Ήτανε πετρελαιοφόρο, το οποίο πρέπει να μην ήτανε φορτωμένο - ευτυχώς κιόλας - και πέρασε κι έφυγε.
Ε, σηκώθηκα μέσα πάνω και τέτοια. Ο δε καπετάνιος, ο ξάδερφος της μάνας μας, επειδή ο καημένος είχε φάει τον πόλεμο, κι είχε και 2 τορπιλιές, 2 ναυάγια από υποβρύχια ήτανε, τι να σου πω, σα να μην έτρεχε τίποτα! Ψύχραιμος! Σκέψου τι είχανε δει τα μάτια του στον πόλεμο που αυτό δεν το ‘βλεπε για τίποτα. Και πήρε ένα κλεφτοφάναρο μεγάλο που είχε με μπαταρίες και πήγε στην πλώρη, που η πλώρη έλειπε.
Ο καπετάνιος, αφού τα είδε τα πράματα και τέτοια, είπε «κατεβάστε τις βάρκες». Κατεβάσαμε τις βάρκες κάτω, άρχισε σιγά-σιγά να παίρνει κλίση το καράβι αφού του ‘λειπε μπροστά ολόκληρο κομμάτι. Σκοτάδι, πίσσα. Αλλά μας έσωσε ότι ήτανε λάδι η θάλασσα στον ωκεανό, άπνοια. Αυτό μας βοήθησε πάρα πολύ. Κατεβάσαμε τις βάρκες, μπήκαμε μέσα, Αλλά εμείς, όμως, κατεβήκαμε κάτω στις βάρκες, και ήτανε σαν να κολυμπούσαμε. Γιατί; Γιατί ήτανε ξύλινες οι βάρκες, είχανε καιρό να μπούνε στο νερό και οι αρμοί τους είχαν ανοίξει. Και η βάρκα βούλιαζε.
Άλλοι ήτανε μέσα, άλλοι ήτανε μες στη θάλασσα. Οι βάρκες αυτές απ’ έξω είχανε ένα σχοινί και όσοι ήμαστε απ’ έξω κρατιόμαστε από εκεί, γιατί έπρεπε να μη σκορπίσουμε. Μετά πού θα μας βρίσκανε κι ήτανε και νύχτα; Αλλά ήτανε πιο καλά να ‘σουνα μες στη θάλασσα παρά έξω, γιατί έξω ήτανε και ψόφος, βρεγμένος και μες στο κρύο απάνω ξέρω ‘γω τι, ήτανε χειρότερα. Μέσα εκεί τουλάχιστον ήταν σε μια θερμοκρασία άλφα, αλλά ήτανε σταθερή. Το ευτύχημα ήτανε το εξής, ότι πρόλαβε ο ασυρματιστής και έδωσε το S.O.S και τ’ ακούσανε πολλά καράβια τριγύρω εκεί. Ήτανε φοβερή η τύχη μας, ένα Νορβηγέζικο, ήρθε μέσα σε 4 ώρες και μας μάζεψε. Και μας πήγε στη Λισαβόνα. Όλοι στο νοσοκομείο. 15 μέρες στο νοσοκομείο. Κατάλαβες τι γίνεται; Αυτό ήτανε. 2 μήνες ναυτικός ο Μιχαλάκης!
Κι όταν λοιπόν έγινε το ναυάγιο, εδώ τα μάθαν αμέσως, ήρθαν τα μαντάτα, έγινε εδώ το σώσε! Οι αδερφές μου εκεί… ο πατέρας μου… «Δε θα ξαναπάς στη θάλασσα»! Έλα που ‘χα την τρέλα εγώ μέσα μου!
Ήταν εποχές μετά τον πόλεμο, τον Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή το ‘45, όλος ο κόσμος ήταν άνω-κάτω, ιδίως η Ευρώπη, εγώ θυμάμαι το Αμβούργο ήτανε οικόπεδο. Η Δουνκέρκη που έγινε εκεί η απόβαση τότε, ήτανε οικόπεδο, δεν έβλεπες σπίτι όρθιο, μέγαρα και τέτοια, όλα κάτω, όλα. Κι η Ιαπωνία ήταν ερείπιο όλη.
Ήτανε η φτήνια τότε, η φτώχεια κι η δυστυχία, η φτήνια. Και η δραχμή εδώ, και δώσ’ του υποτίμηση και δωσ’ του υποτίμηση. Και τα ναύλα πια, τι να σου πω. Και δώσ’ του και ανεβαίνανε και δώσ’ του κι ανεβαίνανε. Αφού σε 6 μήνες το ένα καράβι έφερνε άλλο καράβι. Με το δολάριο γινόμαστε με διπλάσιο μισθό, γιατί τα λεφτά τα φέρναμε εδώ. Έκανες ένα ταξίδι για ένα χρόνο, ερχόσουνα κι έπαιρνες μισό διαμέρισμα. Έκανες ένα ταξίδι τον επόμενο χρόνο πάλι το ίδιο, έπαιρνες ένα διαμέρισμα.
Οι Εγγλέζοι ήτανε θαλασσοκράτορες. Ήτανε κι οι Ιταλοί, ήτανε οι Πορτογάλοι, ήτανε οι Ισπανοί. Κι όλοι είχανε στόλους μεγάλους. Μεγάλους στόλους, βέβαια. Εμείς ήμασταν τότε που ξεκινάγαμε στα σπάργανα, απ’ τα καραβάκια του παππού ξέρω ‘γω τι και τέτοια, να πάμε στα λιμπερτάκια, απ’ τα λιμπερτάκια να πάμε σε πιο μεγάλα. Αναγκαστικά λοιπόν, κατεβάζανε την τιμή του ναύλου. Παλεύανε με τα θεριά. Και προσπαθούσανε να βγάλουνε και κάτι. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, ας πούμε παίρναμε τώρα νερό, ένα ταξίδι που θα πηγαίναμε να σταματήσουμε να πάρουμε νερό και καύσιμα και τέτοια, 15 μέρες. Το νερό ήτανε για 10 μέρες. Με λάσπη μετά, να πιούμε, να πλυθούμε, να αυτώσουμε, μέναμε και 2-3 μέρες άπλυτοι. Τέτοια πράματα.
Ήτανε σκληρή η δουλειά και είχες και την άτιμη τη μοναξιά, είχες την οικογένειά σου που δεν ήξερες τι γινότανε και τέτοια, κατάλαβες; Ήτανε σκληρή η δουλειά… Πολλοί καβγάδες με το φαγητό, πολλοί καβγάδες! Ω, ρε τι γινότανε! Ιδίως σε κάτι καράβια που οι καπεταναίοι ήτανε της παλιάς σχολής και μέτοχοι στην εταιρία. Να πα να καθίσεις στην τραπεζαρία, να φας ένα πιάτο φαΐ ή το breakfast το πρωί, και να μη φας; Γιατί το φαΐ δεν τρωγότανε ή δεν ήτανε αυτό που έπρεπε να είναι; Ή ζήταγες λίγο φαΐ ακόμα και σου ‘λεγε δεν υπάρχει άλλο;
Τη νύχτα βάρδια και μου ‘λεγε ο υποπλοίαρχος. «Δεν πα να ιδείς μήπως μπορέσεις και πάρεις καμία πατάτα;». Πού ήτανε οι πατάτες; Για να μη σαπίζουνε ήτανε μέσα σε κάτι ξύλινα ντουλάπια, αλλά ήτανε με πήχες. Σ’ ένα ξύλο απάνω βάζαμε μια πρόκα και με την πρόκα πηγαίναμε και τις σκαλίζαμε να βρούμε καμιά που πέρναγε απ’ το διάστημα. Δηλαδή, τέτοια κατάσταση! Ήτανε πείνα, η αλήθεια είναι αυτή, ότι ήτανε πείνα. Εντωμεταξύ και στη θάλασσα δεν ήταν πάντοτε χαρμόσυνα τα πράγματα.
Όπως είναι τα στενά μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας και τέτοια, το English Chanel, ναι, είχε πάρα πολλή ομίχλη, ένα πράγμα σα γιαούρτι, ένα πράγμα. Είχε, λοιπόν, κατά διαστήματα, καραβοφανάρα κι είχαν επάνω ένα φάρο. Στην ομίχλη εκπέμπανε ένα σήμα, σφυρίζανε, μπππππ! Ένα σήμα που ήτανε morse, τα σήματα morse. Ο χάρτης μέσα τα είχε αυτά τα καραβοφάναρα και ξέραμε από το σήμα σε ποιο καραβοφάναρο είμαστε, δεν βλέπαμε τίποτα. Κ αι ενδιάμεσα στα καραβοφάναρα, ήτανε αγκυροβολημένες σημαντήρες, τσαμαδούρες που λέμε, οι οποίες είχαν απάνω καμπάνα, και καθώς τις κούναγε το κύμα, οι καμπάνες χτυπάγανε, γκλανγκ, γκλανγκ, σου λέγανε ότι είσαι απάνω στην πορεία σου. Και πηγαίναμε.
Μου έτυχε να με πιάσει πονόδοντος. Ήτανε μια ομίχλη, τι να σου πω, καθ’ όλο το διάστημα. Και ήτανε μια απόσταση από εκεί που μπήκαμε τώρα, από το Dover, Calais και τέτοια μέχρι απάνω το Newcastle, ήτανε, ξέρω ‘γω τι, μιάμιση μέρα ταξίδι. Έγινε σε 3 μέρες. Γιατί; Διότι ο κανονισμός λέει ότι σε τέτοια περίπτωση με ομίχλη και τέτοια, το πρώτο που πρέπει να κάνεις είναι να μειώσεις ταχύτητα.
Πήγα να αλλάξω και τέτοια, ήμουνα μούσκεμα. Είχε περάσει η υγρασία από την ομίχλη μέσα, μέχρι το δέρμα μου. Κι όπως έβγαλα τη φανέλα αυτή, είχε βάψει μπλε, αυτό που φόραγα από μέσα απ’ τη φανέλα και το δέρμα. Και το δέρμα μου. Είχα γίνει από μέσα μπλε.
Είχαμε πάει Νότια Αφρική, South Aftica, σε 3 λιμάνια. Και μας είπαν να πάμε να φορτώσουμε δίπλα απ’ τη South Africa, είναι η Μοζαμβίκη, αυτή ήτανε αποικία της Πορτογαλίας. Είδα ότι κάνει έναν κυκλώνα στην περιοχή αυτή, μέσα στον Ιανουάριο μήνα. Τις μέρες που τελείωνε η φόρτωση, μια, δυο, τρεις μέρες, έβλεπα σημάδια εγώ και έλεγα από μέσα μου «Τι διάολο, λες να μας την έχει στημένη;» και μας την είχε στημένη.
Πρωί-πρωί άρχισε να τον κάνει απάνω μας ακριβώς. Και γινότανε το σώσε. Όταν γίνεται απάνω σου αυτό το πράγμα, αναγκαστικά θα κάτσεις να το φας όλο στο κεφάλι. Να βλέπεις μες στη νύχτα αστραπές κι αυτό και τέτοια, να νομίζεις ότι καίγεται το καράβι ολόκληρο. Μαζεύτηκε όλο το πλήρωμα εκτός από έναν που ‘χε μείνει κάτω στη μηχανή. Ό,τι γίνει, να ‘μαστε όλοι μαζί.
Αλλά ήταν δηλαδή τέτοιο το κακό… Θυμάμαι ότι είχα μέσα ένα λοστρόμο. Είχε φάει τον πόλεμο και είχε φοβηθεί! Αυτός ο άνθρωπος είχε φοβηθεί! Καταλαβαίνεις τώρα πώς ήταν οι άλλοι. Και έτρεμε. Δεν ξέρω κι εγώ πώς ήμουνα, αλλά εγώ έπρεπε να το παίξω ψυχραιμία. Εντάξει, έκανα σωστό, ό,τι έπρεπε να κάνω, το έκανα σωστό, ευτυχώς γλιτώσαμε.
Απ’ το φόβο του ο Β’ μηχανικός, ένα παλικάρι 30 χρονών, τρελάθηκε. Πήγε ο καμαρότος και του χτύπησε την πόρτα και τέτοια και δεν την άνοιγε αυτός την πόρτα.
Ιστορία ολόκληρη. Πιάσαμε - γιατί είχαν μέσα τα καράβια τότε και ξυλουργούς, καραβομαραγκούς, ο carpenter, ε; Και πιάσαμε και κλείσαμε το μέρος εκεί μην τυχόν και μας βγει έξω και μας πηδήξει και στη θάλασσα, νιπτήρα, απ’ την τουαλέτα, έβγαλε νιπτήρα, καθρέφτη, ό,τι υπήρχε γυάλινο και τέτοια και είχε ανοίξει το μαξιλάρι κάποια στιγμή κι έτρωγε τα πούπουλα από μέσα, μετά είχε αρχίσει να δαγκώνει την κουκέτα. Μου δώσανε οι γιατροί απ’ το ραδιοτηλέφωνο 8 φάρμακα και είχα τα 2 εγώ. Και μ’ αυτά προσπαθούσα.
Δάκρυσα στη ζωή μου 2 φορές. Στο θάνατο της μάνας μας, που ήμουνα 5 χρονών παιδάκι. Και έκλαψα δεύτερη φορά σ’ αυτή την περίπτωση με το παιδί αυτό. Δεν κρατήθηκα. Ήταν αμαρτία ρε, ήτανε ένα παλικάρι να το ‘βλεπες, μέχρι εκεί πάνω, σαν τα κρύα νερά ήτανε, ένα θηρίο. Όταν είδα το πράγμα ότι χειροτέρευε, αναγκάστηκα στη Σομαλία, μες στη ζούγκλα, στο Μογκαντίσου, στην πρωτεύουσα, να το βγάλω εκεί πέρα το παιδί αυτό.
Μόλις βγήκε απ’ το καράβι και βρέθηκε σε άλλο περιβάλλον και κατάλαβε ότι είναι σε καλά χέρια και τέτοια, άρχισε αμέσως να συνέρχεται. Δηλαδή, την πρώτη μέρα ήτανε τελείως διαφορετικά τα πράγματα απ’ ό,τι μες στο καράβι. Τη δεύτερη μέρα ακόμα καλύτερα και την τρίτη μέρα μου ζήτησε και τσιγάρα.
Στο Λονδίνο στους εφοπλιστές - και συγγενείς ε! - τους κακοφάνηκε γιατί έκανα αυτή την πράξη, κι έμεινε το πλοίο εκεί πέρα δυόμιση μέρες. Για πες μου εσύ, έπρεπε να το κάνω έτσι ή δεν έπρεπε; Και τους είπα, «εάν ήτανε το παιδί σου, ήθελες να το παρατούσα μες στη ζούγκλα και να ‘φευγα;»
Ξενυχτούσαμε, στα βραχέα μες στη νύχτα μετά τα μεσάνυχτα που κάπως μπορούσαμε να πιάσουμε την Ελλάδα. Και ξαφνικά εκεί που μιλάγαμε, εκεί χανόταν η Ελλάδα. Πόσες φορές ξενύχτησα κι εγώ κι η συγχωρεμένη η Τούλα, η γυναίκα μου που προσπαθούσαμε να μιλήσουμε μες στη νύχτα, να πούμε δυο κουβέντες. Πόσες φορές! Και δυστυχώς, δεν μπορούσαμε. Τύχαινε όμως βραδιά και η περιοχή τέτοια που εντάξει, άκουγε ο ένας τον άλλον κουτσά στραβά.
Το ‘63 που γεννήθηκε η Χαρούλα μου. Λίγο πριν, μερικούς μήνες πριν, εγώ ακόμη υποπλοίαρχος, με υποπλοιάρχου δίπλωμα, τσακ, καπετάνιος. Έχει αγοράσει η εταιρία καινούριο βαπόρι και πάμε δοκιμαστικό στην Τυνησία. Μιανής βδομάδας ταξίδι ήτανε. Εγώ ήξερα ότι από μέρα σε μέρα περιμένουμε γεννητούρια.
«Τούλα έτεκε άρρεν, καλορίζικο». Το ‘στελνε ο πατέρας μου. Όταν ήρθε το τηλεγράφημα, μου το ‘φερε ο ασυρματιστής, νόμιζα ότι μου ‘κανε πλάκα. Και του λέω «Να σε πάρει ο διάολος και να σε σηκώσει, αν κάνεις πλάκα θα σε πάρει ο διάολος και θα σε σηκώσει!». Δεν το πίστευα μέχρι που γυρίσαμε.
Ήρθαμε εδώ πέρα… Λέω, ξέρεις τι θα κάνω; Θα πάω στον κουρέα! Ο κουρέας ήτανε το Reuter της γειτονιάς. Ε, κι άρχισε εκεί πέρα και μου ‘λεγε αυτός για τα πάντα, τα πάντα, ανεξάντλητος. Και δε μου ‘λεγε τίποτα, λέω, «τον κερατά θα τον σκοτώσω». Σε μια στιγμή λοιπόν, λέει «Αααα! Ξέχασα μωρέ να σου πω!», «Τι είναι ρε;», «Καλορίζικο ρε, καλορίζικο!» Κάνω ‘γω «ευχαριστώ, ευχαριστώ». Λέω, «α, εντάξει», έκανα ότι το ‘ξερα. Αμέσως εγώ, πήγα στο ζαχαροπλαστείο, πήραμε τα γλυκά, αυτά και τέτοια. Και πήγα μετά στο σπίτι και πάω και βλέπω τον… Τόσο δα ήτανε, τόσο δα ήτανε.