ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΑΞΙΤΖΗΣ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΑΞΙΤΖΗΣ
Περιγραφή
Ιστορίες από την καθημερινότητα ενός οδηγού ταξί στους δρόμους της Αθήνας.
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Παναγιώτης Δελής
Αφήγηση
- Μάρκος Καροφυλάκης
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Στέφανος Μπερτάκης
Γεννήθηκα στην Άνω Γλυφάδα. Είμαι τριάντα οκτώ χρονών. Μετά το Λύκειο πήγα στη σχολή του ΟΑΕΔ κι έβγαλα εκεί την αργυροχρυσοχοΐα. Και μετά ασχολήθηκα με την επιχείρησή του πατέρα μου μαζί με τον πατέρα μου και την οικογένειά μου, τα αδέρφια μου και τα λοιπά. Ήρθε η κρίση στην Ελλάδα γύρω στο 2008, υπήρχαν κάποια «κανόνια» στην αγορά και με αποτέλεσμα να χάσουμε πάρα πολλά λεφτά. Δεν έβγαινε για όλη την οικογένεια μεροκάματο, να το πω έτσι. Έτυχε ο αδερφός μου να ασχολείται με το ταξί, ο ένας από τους δύο, και μου πρότεινε να ασχοληθώ κι εγώ με το ταξί κι έτσι ασχολήθηκα.
Ξυπνάει το πρωί. Φτιάχνει τον καφεδάκι του και μπαίνει στο όχημα του. Το ταξάκι του. Ξεκινάει, πάει για δουλειά κι αρχίζει και παίρνει τον κόσμο. Μέχρι να σχολάσει, όταν βγάλει το μεροκάματο που νομίζει εκείνος ότι του επαρκεί και γυρίζει σπίτι του, αυτό. Τώρα από κει και πέρα, προκλήσεις κι οι φοβίες είναι ποιον άνθρωπο θα επιβιβάσεις. Που μπορεί να σου τύχει να 'ναι από τον μεγαλύτερο επιστήμονα ως το παιδάκι που κάνει χρήση ναρκωτικών, αλκοολικός, δολοφόνος. Δεν το ξέρεις. Τύχη είναι αυτό.
Μία φορά είχα πάρει έναν πελάτη. Ο τύπος πρέπει να είχε ψυχολογικά προβλήματα. Τον πήγαινα στο Παγκράτι στο ΙΚΑ, εκεί πέρα, και διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει το βιβλιάριο του. Κι άρχισε να χτυπάει το πρόσωπό του με δύναμη, μόνος του, κι έλεγε: «Όχι!» ξέρω γω, «ξέχασα το...» κι έβριζε δηλαδή Θεία, τα πάντα όλα. Και χτυπιόταν λες και τον χτυπούσαν, λες και τον χτυπούσε κάποιος ξένος. Δεν αντιλαμβανόταν τη δύναμη. Μάτωσε. Η μούρη του μάτωσε. Εγώ φοβήθηκα εκεί. Όχι περισσότερο ότι θα χτυπήσει εμένα. Δεν ήξερα τι άνθρωπος είναι. Μήπως κατέβει, μήπως κατέβει και πει ότι τον χτύπησα εγώ κι έχουμε άλλα πράγματα. Δεν μπορείς να αποδείξεις ότι δεν τον χτύπησα εγώ. Όταν δεις κάποιον με αίματα, θα πεις ο άλλος τον χτύπησε.
Ταξιτζής, κακά τα ψέματα, γινότανε όταν κάποιος δεν μπορούσε να βρει άλλο επάγγελμα. Δηλαδή, δεν έκανε για κάποιο άλλο επάγγελμα, ήταν η εύκολη λύση. Με αποτέλεσμα να ανεβαίνει στο ταξί κάθε καρυδιάς καρύδι, να το πούμε στην καθομιλουμένη. Τώρα με την κρίση, την οικονομική, έχουν ανέβει πολύ μορφωμένα παιδιά πάνω στο ταξί, με αποτέλεσμα να έχει ανέβει και το επίπεδο. Πρώτον και κύριον ο τρόπος που οδηγούμε. Δε λέω, λάθη γίνονται, έτσι; Όλοι κάνουμε λάθη. Δηλαδή κι όταν είσαι... φανταστείτε να κάνεις κάθε μέρα, μέρα δώδεκα-δεκατρείς ώρες, δεκατέσσερις ώρες να 'σαι ένα τιμόνι. Λάθη θα γίνουν. Το κακό είναι ότι είναι κίτρινο το ταξί, ότι το αμάξι στιγματίζεται μόνο και μόνο λόγω χρώματος. Αν ήταν άσπρο, κίτρινο, κόκκινο κι έκανες μία, να το πω έτσι, ηλιθιότητα, μπορεί να πει: «Α, με έκλεισε αυτός». Επειδή είναι κίτρινο: «Με έκλεισε ο ταξιτζής». Κι επειδή είναι πολλά ταξί στο δρόμο, βγαίνει αυτό το πόρισμα, ότι οι ταξιτζήδες οδηγούν έτσι. Παλιά ίσχυε αυτό το πράγμα. Γιατί σταματάγανε όπου θέλανε, δεν είχαν τρόπους...
Ο ταξιτζής έχει μεγάλο μορφωτικό επίπεδο. Και δε λέω ταξιτζής σαν επάγγελμα, ταξιτζής. Ο άνθρωπος που ανεβαίνει σε ένα αυτοκίνητο μπορεί να είναι εκεί χημικός, μπορεί να είναι επιστήμονας, οτιδήποτε. Δεν πήγε καλά η δουλειά του κι ανέβηκε σε ένα ταξί. Δε σταματάει η μόρφωση και το επίπεδο του ανθρώπου επειδή... Δεν κάνει το επάγγελμα τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος κάνει το επάγγελμα.
Η κρίση ήταν οδυνηρή η κατάσταση. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, ήταν οι Κύπριοι που μπαίνανε μέσα στο ταξί. Που μπαίνανε και κλαίγανε. Γιατί οι Κύπριοι χάσανε το 100% των καταθέσεών τους άνω των 100.000 ευρώ που είχαν στην τράπεζα. Δηλαδή αν είχαν 200.000 ευρώ, έπεφτε κατευθείαν στα 100. Αν είχε 120 πάλι στα 100. Είναι μεγάλο το ποσό. Δηλαδή, μπήκε άνθρωπος μέσα και με ρώτησε: «Πώς πάνε τα πράγματα στην Ελλάδα;» Και του λέω: «Χάλια είναι». Και ξαφνικά άρχισε να κλαίει. Και μου λέει: «Φίλε μου, εγώ που με βλέπεις, είχα 200.000 στην τράπεζα και τώρα έχω 100, από τη μία μέρα στην άλλη. Και δεν ξέρω, είναι κόποι μιας ζωής αυτό!» Δηλαδή, με πόνεσε η ψυχή μου, αλήθεια το λέω.
Τη μόνη διαφορά που έχουμε με τον ψυχολόγο, πρώτον και μεγαλύτερο, ότι δεν έχουμε το πτυχίο. Αλλά έχουμε το πτυχίο του πεζοδρομίου, να το πω κι έτσι. Δεν πληρωνόμαστε γι’ αυτό που κάνουμε. Το τι έχω ακούσει εγώ μέσα στο ταξί και που μου βγάζουν τα σωψυχά τους οι άνθρωποι... κι ανοίγονται πολύ περισσότερο σε ένα ταξιτζή απ’ ότι σε ένα ψυχολόγο. Γιατί ο ψυχολόγος, θα τον ξαναδούνε. Τον ταξιτζή έχουν την πεποίθηση ότι δε θα τον ξαναδούν ποτέ.
Οι γυναίκες με συγκλονίζουν συνήθως. Οι γυναίκες μιλάνε στον ταξιτζή, όχι σαν τον κομμωτή τους... πραγματικά αυτά που ακούω από γυναίκες δεν τα έχω ακούσει από καλύτερό μου φίλο. Από τον τρόπο που απατούν τον άντρα τους, με ποιον τρόπο τον απατούν και γιατί τον απατούν.
Έχω πάρει -αυτό είναι πολύ, δηλαδή είναι μία στο εκατομμύριο να συμβεί, κι όμως συνέβη- παίρνω μία ωραία γυναίκα. Πραγματικά ωραία γυναίκα. Μου λέει:
«Παρακαλώ κύριε, να με πάτε στη Μαρίνα του Φλοίσβου».
«Βεβαίως» λέω.
Κι αρχίζει και μου λέει: «Δεν είμαι πολύ ωραία γυναίκα;»
Της λέω: «Είστε πολύ όμορφη γυναίκα». Σε επιτρεπτό σημείο. Όχι φλερτ, όμως. Ούτε εκείνη ήθελε το φλερτ. Απλώς ήθελε μία επιβεβαίωση από έναν άγνωστο.
«Και πάω ραντεβού τώρα να γνωρίσω έναν κύριο. Αλλά δεν ξέρω τι κύριος είναι κι αν είναι χουβαρντάς. Κι αν ξοδεύει για μία γυναίκα».
Της λέω: «Αυτό δεν το ξέρω να σας το απαντήσω». Ήταν τα πρώτα δέκα λεπτά που την πήρα στο ταξί, έτσι; Και συνεχίζει να μου λέει, να με ρωτάει αν είμαι ωραία γυναίκα. Της λέω: «Είστε πανέμορφη», λέω, «θέλετε επιβεβαίωση; Δε χρειάζεται. Μόνο να βγείτε έξω», λέω, «θα ακούσετε τα σχόλια». Τέλος πάντων, «σε ευχαριστώ πολύ» και την άφησα εκεί πέρα.
Μετά από μία εβδομάδα καλούνε ταξί από μια εφαρμογή που είχα και κατεβαίνει ένας κύριος με δύο παιδάκια. Και κατεβαίνει η ίδια γυναίκα! Η γυναίκα αυτή πήγαινε πριν μία εβδομάδα να γνωρίσει έναν άλλον άντρα! Εγώ μόλις την είδα, τη θυμήθηκα. Κι επειδή με θυμήθηκε κι αυτή, κέρωσε! Όταν σας λέω κέρωσε... νομίζω αν έβλεπε δράκουλα, θα ήταν λιγότερος ο φόβος της ζωγραφισμένος στα μάτια της.
Εγώ δεν έδωσα καμία σημασία, ούτε έκανα χαβαλέ κι είδος αστεισμών, ας πούμε. Που συνήθως τους κάνω, να σας πω την αλήθεια. Εκεί κράτησα λίγο, μια τελείως απόμακρη στάση για να μην τη φέρω κι αυτήν... Δεν ήθελα όντως να τη φέρω, δεν υπήρχε περίπτωση να πω κάτι. Δε θα εξέθετα... Ήταν μία κι ήταν πολύ γλυκιά οικογένεια, για να τους το χαλάσω αυτό. Δεν ξέρω το πρόβλημα που έχουνε μέσα, αλλά δεν μπορούσα να τους το κάνω αυτό. Αυτό. Θέλω να πω ότι τυχαίνει καμιά φορά, σπάει ο διάολος, που λέμε εδώ στην Ελλάδα, ο διάολος το ποδάρι του.
Με στιγμάτισαν κάποια ατυχήματα που είδα μπροστά μου. Μηχανές, οτιδήποτε δηλαδή, και με στιγμάτισε ότι η ασυνειδησία των οδηγών που υπάρχει. Που δεν την είχα διαπιστώσει οδηγώντας μισή ώρα κάθε μέρα, ας πούμε, που πήγαινα στην παλιά μου τη δουλειά. Υπάρχουν πάρα πολλοί ασυνείδητοι οδηγοί. Δεν το πίστευα το ποσοστό που υπάρχει. Οδηγούνε δίχως αύριο, δηλαδή, δε σκέφτονται τίποτα. Να περνάνε από στενάκια από στενούς δρόμους, STOP και τέτοια, λες και πηγαίνουν στην Εθνική Οδό. Αυτό με έχει στιγματίσει. Και μου προκαλεί θυμό.
Δεν έχω μετανιώσει που έχω αλλάξει το επάγγελμα. Αν μπορούσα θα το ‘κανα και σε καλύτερες εποχές. Η ελευθερία που μου προσφέρει αυτό το επάγγελμα δύσκολα την αλλάζω. Γιατί μου έχουνε πει, με έχουν ρωτήσει πολλοί φίλοι μου, ας πούμε: «Αν πάρεις καλύτερα λεφτά, αλλάζεις το επάγγελμα;» Κάποια πράγματα δεν πληρώνονται. Δηλαδή, δε μου λέει κάτι να πάρω έναν καλό μισθό, ας πούμε, κι οι συνθήκες εργασίας να είναι τραγικές. Δηλαδή, με την έννοια να έχεις έναν εργοδότη που να σε μεταχειρίζεται σαν δούλο ή σαν οτιδήποτε, επειδή σε πληρώνει. Θέλει κόπο να βγάλεις χρήματα. Αλλά το θέμα είναι ότι είσαι μόνος σου, εσύ κι ο εαυτός σου κι οι πελάτες σου. Άλλοι, ειδικά αν είσαι πιο νέος, το βλέπεις και σαν βόλτα. Εγώ επειδή δεν είμαι, έχω οικογένεια έχω και παιδί, δεν το βλέπω σαν βόλτα. Αλλά είναι ήρεμο το κεφάλι μου. Ξέρω ότι θα κάνω κάτι. Αυτό.