Γεννήθηκα τον Μάιο του 1962 στην Αθήνα και μεγάλωσα στο Άνω Λιούμη Αιγάλεω, μια περιοχή που βρίσκεται κοντά στο Χαϊδάρι. Είχα πάντοτε μεγάλη ανάγκη κι έλξη για να βρίσκομαι στη φύση και παρόλο ότι η περιοχή εκεί ήταν αστική και δεν είχε πράσινο, σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο δραπέτευα προκειμένου να βρεθώ σε ένα φυσικό περιβάλλον, το οποίο με μάγευε και μου ‘δινε μεγάλη ικανοποίηση. Κάθε φορά που πήγαινα σ’ ένα φυσικό περιβάλλον ήθελα ακόμα περισσότερο, δηλαδή δεν ικανοποιούμουν, δεν έκλεινε η επιθυμία.
Έτσι ήρθαν και τα βουνά κάποια στιγμή, σε ηλικία είκοσι έξι χρονών, όπου πήγαμε μία Κυριακή να ανέβουμε τη Χούνη της Πάρνηθας. Κι εκεί ανεβήκαμε σε ένα καταφύγιο που είδαμε μία φωτογραφία από μία λίμνη, τη Δρακόλιμνη του Σμόλικα, που είναι το δεύτερο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας. Και λέω τώρα εδώ είναι η ευκαιρία μου, πρέπει να πάω σ’ αυτό το βουνό. Κατάφερα κι έφτασα στην κορυφή. Κι από εκεί ξεκίνησαν όλα…
Ήταν ένα συναίσθημα το οποίο δε θα ξεχαστεί ποτέ στη ζωή μου. Αν κάτι μπορεί να με απασχολήσει στο να μην έχω έναν ευχάριστο ύπνο, έβαζα το μυαλό μου να σκεφτεί αυτή την εικόνα, όταν ήμουν στην κορυφή. Μ’ έκανε να ηρεμήσω και μ’ έπαιρνε ο ύπνος.
Κάποια στιγμή, εκεί στα τέλη του ‘90, ένας άλλος, μέχρι σήμερα φίλος μου, ο Σταύρος Νικολάου, μου λέει ότι:
«Πρέπει να έρθεις στο Σύνδεσμο Ελλήνων Ορειβατών, που κάνουμε αναρρίχηση».
Του λέω: «Ναι. Τι κάνετε εκεί;»
Μου λέει: «Σκοινιά, αυτά…»
Λέω: «Αυτά θέλω κι εγώ, αυτά πρέπει να κάνω!» Και μετά ξεκίνησε η πραγματική έτσι ορειβατική ζωή και βεβαίως, τα ψηλά βουνά του εξωτερικού.
Το 1991, την πρώτη μας κορυφή στον Καύκασο, 5.642 μέτρα, μια δεκαμελής ομάδα. Από κει γοητεύτηκα πάρα πολύ με το υψόμετρο και τις ψηλές κορυφές κι ήθελα να κάνω αμέσως την επόμενη. Κοιτάζοντας τον χάρτη, γιατί δεν είχαμε και πολλές δυνατότητες τότε, ‘91 ήτανε, είδα ότι η ψηλότερη κορυφή των Pamir είναι μια κορυφή που λέγεται Kongur, 7.719 μέτρα. Με γοήτευσε αυτό, λέμε: «Σ’ αυτή θα πάμε».
Προετοιμασία πολύ σκληρή. Ζήσαμε για έναν ολόκληρο χρόνο μέχρι να περιμένουμε τη στιγμή που θα ξεκινούσαμε για να ταξιδέψουμε στη θρυλική -στην απόμακρη, μάλλον- Κίνα. Όταν φτάσαμε εκεί νομίσαμε ότι ήμαστε στον Μεσαίωνα. Κι από εκεί με το αυτοκίνητο, διακόσια χιλιόμετρα, φτάσαμε στις Karakul lakes, κάτι λίμνες που ήταν εκεί. Μετά, με καμήλες, φορτώσαμε τον δύο τόνους εξοπλισμό που είχαμε μαζί μας, χίλια οχτακόσια κιλά σε βαρέλια. Όλα τα πράγματα, υλικά, τρόφιμα, τα πάντα, τα είχαμε φέρει απ’ την Ελλάδα, εκεί δεν υπήρχε τίποτα.
Ήμασταν σε ένα βουνό, που δεν υπήρχε κανένας άλλος, μόνο εμείς οι τέσσερις. Ήμασταν τέσσερις άνθρωποι οι οποίοι ανεβαίναμε σταδιακά, κάθε μέρα, σε αλπικό στυλ, μεταφέροντας όλο μας τον εξοπλισμό, είτε τον κατασκηνωτικό, είτε τον προσωπικό. Περάσαμε και τρομερές κακοκαιρίες, μέσα στις σκηνές εγκλωβισμένοι τρεις μέρες στα 7.100, να μας βαράνε οι θυελλώδεις άνεμοι…
Μείναμε είκοσι τέσσερις μέρες χωρίς καμία επικοινωνία, όχι με το basecamp, που είχαμε δύο Κινέζους κάτω, ούτε και με την Ελλάδα, με τίποτα. Ο Σταύρος Νικολάου στο ξεκίνημα είχε επιστρέψει στο basecamp και θεωρούσε ότι είχαμε πεθάνει, ήταν έτοιμος να φύγει. Γιατί μετά από είκοσι τέσσερις μέρες να μην υπάρχει κανένα νέο, είπε στους άλλους δυο Κινέζους: «Να τα μαζέψουμε να φύγουμε. Πεθάνανε». Αυτός έβλεπε όλα αυτά που συνέβησαν επάνω στο βουνό, κανένα νέο τόσες μέρες, «πάμε να φύγουμε».
Κατεβήκαμε κάτω και λίγο πριν φύγουν, τους ανταμώσαμε. Κι ήτανε συγκλονιστικές οι στιγμές, τα δάκρυα της χαράς και τώρα τα θυμάμαι. Όταν τους έχεις ότι έχουν χαθεί, μετά από τόσες μέρες να τους βλέπεις ζωντανούς μπροστά σου, ήτανε πραγματικά συγκλονιστικό.
Είχαμε εξαντληθεί, είχαμε χάσει δεκαπέντε-δεκαεφτά κιλά. Όταν τελείωσε η αποστολή και καταφέραμε, επιζήσαμε, είχα φτάσει σε μία περιοχή που υπήρχε τηλέφωνο και τηλεφώνησα στη γυναίκα μου και της λέω: «Γεια σας, είμαι ένας φίλος από τα παλιά». Με την κόρη μου να είναι τριών χρονών κι εξήντα δύο μέρες, να μην ξέρουν τίποτα.
Μ’ αυτούς ανεβαίνουμε. Τους σκεφτόμαστε συνέχεια και μέσα από αυτή τη σκέψη, παίρνεις δύναμη για να προχωρήσεις. Μπορεί να μη βρίσκονται εκεί, αλλά είναι εκεί.
Tο βουνό πρέπει να το σέβεσαι. Να μην υπερεκτιμάς σε καμία περίπτωση τις δυνατότητές σου και βεβαίως να διαχειρίζεσαι και τον φόβο σου. Γιατί κι ο φόβος είναι ένα συναίσθημα το οποίο έχεις, και κάθε άνθρωπος το έχει, ως ένστικτο και με αυτό προστατεύεται.
Το 2015 που έπεσαν τουλάχιστον ένα μέτρο χιόνια μέσα σε λίγο διάστημα, χωρίς να έχουμε χειμερινό εξοπλισμό. Παραμείναμε σε μια ορθοπλαγιά από τις πέντε το απόγευμα, μέχρι τις δέκα το πρωί. Περιμέναμε τη διάσωση, γιατί είχαμε σοβαρό πρόβλημα εγκλωβισμού. Ήμουνα σε ένα πολύ μικρό παταράκι, ασφαλισμένος στα βράχια με τα σκοινιά και τα υλικά. Περάσαμε δραματικές στιγμές. Πράγματι, ένιωσα το θάνατο να είναι δίπλα μου. Αντίκρυσες τον θάνατο face to face. Να αισθάνεσαι το κρύο, να είσαι εγκλωβισμένος εκεί, είναι θα πεθάνεις, είναι φυσιολογικό. Να κρυώνεις, να πέφτει η θερμοκρασία σου συνεχώς και να μην έχεις καμία ελπίδα να σε μαζέψει κάποιος από εκεί… είναι πάρα πολύ σκληρό αυτό.
Αυτή την περίπτωση, πάλι η οικογένειά μου έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο. Κι ο γιος μου ειδικά κι η γυναίκα μου, μου έστελναν απίστευτα μηνύματα συμπαράστασης κι ενθάρρυνσης στο τηλέφωνο, γιατί είχα τηλέφωνο. Τους το είπα: «Θα πρέπει να είστε έτοιμοι για αυτό». Κι ότι: «Να μη στεναχωριέστε για εμένα». Το θυμάμαι αυτό το πράγμα. Ότι: «Έζησα μια ευτυχισμένη ζωή». Ότι: «Όλα είναι καλά, αλλά ενδεχομένως να μην αντέξω, το κρύο να με νικήσει, γιατί δεν είμαι ντυμένος καλά».
Υπήρχαν στιγμές, που άρχισα να ανασαίνω τόσο πολύ έντονα, γιατί καταλάβαινα ότι δηλαδή, ότι το κρύο θα με τσακίσει, θα με λυγίσει, θα πεθάνω. Αλλά ήταν τέτοια τα μηνύματα, που με κράτησαν. Από τις εφτά το απόγευμα, μέχρι τις δέκα-έντεκα η ώρα το πρωί, που ήρθε το ελικόπτερο.
Σαφώς για μένα ήταν ο στόχος το Έβερεστ, όπως για κάθε ορειβάτη, ν’ ανέβει. Το 2017 όμως υπήρξε μια πρόταση από τον Μάικ τον Ευμορφίδη, να ανέβουμε στο Έβερεστ.
Ήμασταν αρκετά άτομα σε μία εμπορική αποστολή, διεθνή αποστολή, με είκοσι πέντε άτομα. Είχε κακό καιρό, δεν ξεκινούσαν οι άλλοι ή ξεκίνησαν κι έφτασαν σε κάποιο σημείο κι επέστρεψαν πίσω. Την προηγούμενη μέρα,είχαν πεθάνει άλλοι τέσσερις άνθρωποι κι ήταν εκεί τριγύρω. Εκει, άμα εγκαταλείψεις την προσπάθεια, σε λίγο θα παγώσεις και θα πεθάνεις. Όπως είναι κι οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν χάσει τη ζωή τους, οφείλεται στο λεγόμενο exhaustion, στην εξουθένωση. Πέφτεις κάτω, παγώνεις, τελειώνει.
Ανεβήκαμε μόνο εμείς οι δύο απ’ τους είκοσι πέντε, πήραμε ρίσκα για να το κάνουμε. Υπήρχε όμως η έντονη αμφισβήτηση σε κάθε στιγμή στο μυαλό μου, ότι κάτι θα πάει στραβά και τώρα θα σκοτωθούμε ή θα τραυματιστούμε. Στο βουνό, όσο κι έμπειρος να είσαι, ο εγκέφαλος σου στέλνει μηνύματα να το εγκαταλείψεις και να γυρίσεις στην ασφάλεια της κανονικής σου ζωής. Εσύ έχεις απ’ την άλλη μεριά την επιθυμία, που θέλεις να φτάσεις στην κορυφή. Άρα εκεί, μεταξύ αυτών των δύο πλευρών-μερών, γίνεται μία μάχη. Είναι αυτό που λέμε «η μάχη με την ίδια σου την ύπαρξη».
Καταφέραμε, φτάσαμε στην κορυφή. Ήταν τρομερό, ήτανε δάκρυα χαράς και συγκίνησης. Και μόνο που θα το σκεφτώ, δηλαδή, νιώθω το ίδιο πράγμα. Ήτανε απίστευτο, τόσα χρόνια να περιμένεις να φτάσεις στην κορυφή του Έβερεστ, να… Ήταν το απόλυτο όνειρο που έγινε πραγματικότητα, μετά από τόσα χρόνια.
Στην ορειβασία είναι μια πολύ στενή κόψη που απ’ τη μια μεριά υπάρχει η ευτυχία κι η επιτυχία κι απ’ την άλλη μεριά, είναι ο θάνατος. Κι είναι σε μία πολύ λεπτή διαχωριστική γραμμή αυτά τα δύο πράγματα. Χρειάζεται πραγματικά να έχεις πολύ ώριμη και σωστή σκέψη για να πάρεις μια απόφαση, να έχεις την εμπειρία να επιλέξεις και να αποφύγεις τους αντικειμενικούς κινδύνους, και ταυτόχρονα θα πρέπει να τιθασεύσεις και τον ίδιο σου τον εαυτό.
Το 1998 που σκοτώθηκε ο Νίκος ο Παπανδρέου, σε άλλη αποστολή, στο Dhaulagiri. Στο βουνό αυτό υπήρχαν τα στατιστικά, ένας στους εφτά πεθαίνει. Ήμασταν εκεί εφτά άτομα.
Ήταν τραγική στιγμή, ο ένας σχοινοσύντροφός μου. Ήμουν αρχηγός της αποστολής. Κι εκεί στην τελική προσπάθεια πηγαίνοντας για την κορυφή, ο Νίκος κάπου γλίστρησε σε κάτι… δεν ήτανε δεμένοι μεταξύ τους και τραβάγανε κάποια σταθερά σχοινιά, κάτι πήγε στραβά, γλίστρησε, έφυγε, έπεσε και δε βρέθηκε ποτέ. Φυσικά παραμένει εκεί, όπως παραμένει κι ο Μπάμπης. Είναι δύο Έλληνες, γι’ αυτό το λέμε «το βουνό των Ελλήνων», δύο Έλληνες οι οποίοι παρέμειναν για πάντα στα Ιμαλάια.
Ξέρετε και τα δύο παιδιά αυτά -παιδιά ήτανε, ήτανε τριάντα έξι χρονών ο Νίκος, τριάντα τρία ο Μπάμπης- έφυγαν στην πιο ένδοξή τους στιγμή. Και τιμή είναι αυτό που κάνουν τα βουνά στους ορειβάτες ενώ χάνουν τη ζωή τους: σ’ αυτό το περιβάλλον που υπάρχουν πάγοι και για όσα χρόνια τα Ιμαλάια θα καλύπτονται απ’ τα χιόνια, τα σώματά τους θα παραμένουν αναλλοίωτα και μάλιστα, στην πιο ένδοξή τους στιγμή.
Εγώ που πήγα πάλι στο Dhaulagiri μετά από είκοσι ένα χρόνια, ο Νίκος κι ο Μπάμπης ήταν παντού. Κι ήταν το τραγικό ότι όταν έφτασα στο basecamp, ένας σέρπα μου είπε ότι ο παγετώνας ξέβρασε δύο πτώματα. Και πήγα εκεί και να τους δω αυτούς, γιατί πήγα στο μυαλό μου μήπως ήταν τα παιδιά. Και πήγα και τους σκάλισα εκεί κλπ. τα σώματά τους ήτανε διαμελισμένα, ήταν κάτι Γιαπωνέζοι. Δεν ήτανε...
Γενικά δεν μπορείς να το αγνοήσεις αυτό. Όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά για οποιονδήποτε άνθρωπο έχει χάσει τη ζωή του και βρίσκεται εκεί, είτε τον βλέπεις είτε όχι. Στο Έβερεστ τους είδαμε στη διαδρομή που ανεβαίναμε. Αναλλοίωτους, όπως όταν πέθαναν. Είσαι άνθρωπος, θα το λάβεις υπόψη σου. Τι θα λάβεις υπόψη σου; Ότι μπορεί να συμβεί και σε εσένα και να σε κάνει να φοβηθείς, να σε κάνει να λυγίσεις. Όλα αυτά τα συναισθήματα που νιώθεις εκείνη τη στιγμή, πρέπει να υπερνικηθούν, πρέπει να πέσουν και να υπερισχύσει η επιθυμία να φτάσεις στην κορυφή. Είσαι άνθρωπος κι είναι βουνό. Είναι πολύ πιο ισχυρό από εσένα.
Το μεγαλύτερο μάθημα που έχω πάρει όλα αυτά τα χρόνια στα βουνά, είναι ότι πρέπει να είμαστε και να ζούμε μέσα στην απλότητα. Όσο απλή, αμόλυντη, ξεκάθαρη είναι η φύση και τα βουνά, έτσι πρέπει να ‘μαστε κι εμείς. Σε ό,τι κι αν κάνουμε. Και στις δράσεις μας και στις σχέσεις μας. Για εμένα, η ευτυχία βρίσκεται κάθε στιγμή της ζωής μας, αρκεί να έχουμε τη δυνατότητα να δούμε τη ζωή απλά και να εκτιμήσουμε την κάθε στιγμή. Αυτή είναι η δική μου άποψη κι αυτό το διαπίστωσα εγώ στα βουνά. Γιατί εκεί κάνεις την αυτοκριτική σου κι εκεί καταλαβαίνεις το μέγεθος και το μεγαλείο αυτού του κόσμου που ζούμε. Είναι ο μόνος χώρος που δε μπορεί κανένας να εισχωρήσει και να διαταράξει την απόλυτη σχέση με τον εαυτό σου. Αυτή η μοναξιά, που βρίσκεσαι στα βουνά. Υπάρχει κι εκεί είναι ο καλύτερος τρόπος για να σκεφτείς τα πάντα, να αναθεωρήσεις τα πάντα, να συγχωρέσεις ανθρώπους, είναι ο καλύτερος χώρος και τρόπος, για να γίνεις καλύτερος. Για αυτό τα βουνά, μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους.
Νιώθω πολύ καλά, παρότι είμαι πενήντα οκτώμισι χρονών. Ο εγκέφαλος δε μου στέλνει κανένα μήνυμα να κάτσω στον καναπέ μου. Αν ησυχάσω, θα σταματήσω να ζω. Ζωή χωρίς στόχους και χωρίς προσδοκία μιας περιπέτειας, για μένα είναι μία ζωή χωρίς ενδιαφέρον. Πιστεύω ότι -να το πω έτσι- αν δεν τσακιστώ σε κανένα βουνό, θα το κάνω μέχρι πολύ... Μπορεί κι αν ζήσω κι ενενήντα χρονών, θα πηγαίνω!