Εγώ γεννήθηκα στην Πάρνηθα, η μάνα μου μ’ έκανε κάτω από έναν έλατο. Ήταν κτηνοτρόφοι ο πατέρας μου. Τον παππού μου είχα ρωτήσει, τον ρώταγα από πού είναι η καταγωγή μας. Και μου λέει, ο παππούς, ο προπάππους του, κατέβηκαν απ’ τα Άγραφα, τότε με την Τουρκοκρατία. Ήταν κτηνοτρόφοι μεγάλοι κι έφυγαν κι ήρθαν στην Αττική. Εδώ ήταν κτηνοτροφική, αγροτικός κόσμος, όλο κτηνοτροφία υπήρχε. Είχε ο πατέρας μου -μ’ έπαιρνε μαζί- είχε διακόσια πρόβατα.
Στην Κατοχή; Ήταν και Γερμανοί κι Ιταλοί, Ιταλοί ήταν πιο πολλοί. Εδώ δεξιά είναι ένα λοφάκι απάνω, εκεί είχαν εγκαταστάσεις, είχανε πυροβολεία, είχαν… εδώ απέναντι, κάτι κορφές είχαν, πολλοί ήταν. Πώς δεν τους θυμάμαι... Έπαιζα με τους Ιταλούς, δεν τους είχαμε πάρει με φόβο, ούτε μας ενοχλούσαν, βέβαια.
Εκείνο το βράδυ θυμάμαι… ήμασταν εδώ πιο πάνω πεντακόσια μέτρα, είχαμε τις εγκαταστάσεις με τα πρόβατα. Και το βράδυ, κατά οχτώ η ώρα, εννιά... Δεν είχε ξαναγίνει τέτοια κακοκαιρία. Είχε ξεπεράσει το χειμέριο κύμα η θάλασσα, απάνω. Σε κάποια στιγμή ακούμε κάτι κρότους, ακούγονταν εδώ μέσα. Άκουσα όμως που είπανε οι μεγάλοι: «Κάποιο ναυάγιο γίνεται!» είπαν. Και τίποτ’ άλλο.
Το πρωί ξημέρωσε, όλοι έπαιρναν τα πρόβατα και πήγαιναν σε διάφορες περιοχές για βοσκή, για να περάσουν. Ο πατέρας μου τα πήρε τα πρόβατα και πήγαινε στον Χάρακα, πήγε αυτήν τη μέρα. Και με είχε πάρει μαζί.
Όταν πλησιάσαμε απάνω στην παραλία, εκατό μέτρα πιο πάνω, ξέρω εγώ πόσο ήταν, ο πατέρας μου είδε ότι υπήρχαν πτώματα στην παραλία. Μου λέει: «Πνιγμένοι έβγαλε η θάλασσα!» μου λέει, έτσι επί λέξει.
Εγώ αμολάω τροχάδι και πήγα στην παραλία, στην άμμο, στα τρία μέτρα, δηλαδή. Και κοιτάω, όλη η παραλία… κοίταξα... να ‘ναι έτσι ο κόσμος… άνθρωποι… ένας απάνω στον άλλο... Η άμμος είχε γεμίσει πτώματα. Κοίταγα έτσι, εκεί ήταν και κάτι Γερμανοί… άρχισαν να με διώξουν.. μ’ έδιωξαν, έφυγα.
Όλη η παραλία... δεν έβλεπες άμμο! Αν ήθελες να περάσεις, έπρεπε να πατάς απάνω στα πτώματα. Τόσοι πολλοί! Έτσι, ο ένας απάνω στον άλλον. Όπως στα λέω τώρα, τα θυμάμαι όπως τα βλέπω, δεν έχω ξεχάσει τίποτα. Eίδα αυτούς τους ανθρώπους πνιγμένους. Άλλοι ντυμένοι, άλλοι γυμνοί, άλλοι μισόγυμνοι. Ένα πράγμα δηλαδή, που δε μπορείς να το φανταστείς.
Κάποια στιγμή -τώρα δε θυμάμαι, την ίδια ή την άλλη- ήρθανε μηχανήματα κι έσκαβαν στην παραλία που είναι πιο πάνω κάτι ελιές -αν τις έχεις δει- εκεί έκαμαν ένα λάκκο μακρύ. Τώρα πόσα μέτρα ήτανε, εβδομήντα; Ογδόντα; Εκατό; Ποιος θα ξέρει; Από μακριά τα ‘βλεπα. Και βάθος είχε, μέρες είχαν που ‘σκαβαν εκεί. Και κουβάλαγαν τους Ιταλούς και τους έριχναν μέσα. Δεν πηγαίναμε κάθε μέρα εμείς εκεί, βέβαια, αλλά έβλεπα από μακριά.
Αφού τους μάζεψαν αυτούς και πέρασαν κάποιες μέρες, ξέρω ‘γώ, συνέχεια έβγαιναν πτώματα. Μόλις έκανε λίγο η θάλασσα από τον Νοτιά, συνέχεια έβγαιναν πτώματα στην παραλία. Πήγαιναν οι Γερμανοί και τα μάζευαν. Εγώ που ήμουν μικρός, βέβαια, άκουγα που έλεγαν κι οι μεγάλοι: «Εκεί έχει βγει ένας!» «Εκεί έχει βγει άλλος!» Άλλους παίρναν, τους έθαβαν οι τσοπάνηδες στην άμμο.
Τον πρώτο χρόνο ψάρια εδώ δεν έτρωγε κανένας, που θυμάμαι. Γιατί είχαμε δει πνιγμένους που είχαν βγει και να ‘ναι μισοφαγωμένοι απ’ τα ψάρια. Ψάρευαν κάτι ψαράδες, έβγαιναν εδώ να πουλήσουν ψάρια, δεν έπαιρνε κανένας.
Ο τάφος έμεινε κάποια χρόνια και μετά ήρθαν οι Ιταλοί και τους έβγαλαν. Μάλιστα, είχαν πάει κι από εδώ κάτι παιδιά και δούλεψαν. Τώρα, μα πόσο πέρασε; Ένας χρόνος πέρασε, δύο πέρασαν, κάποια ώρα ξεχάστηκαν… άρχισαν να ξεχνιόνται όλα…
Τώρα, οι Ιταλοί οι φουκαράδες, ήταν το θύμα. Κοίταξε, είναι κάτι πράγματα… Βέβαια, έχουν περάσει τώρα ογδόντα χρόνια, πόσα έχουν περάσει; Και τώρα που στα λέω, στη φαντασία μου, τα βλέπω μπροστά. Δεν ξεχνιούνται. Δεν είναι εύκολο να τα ξεχάσεις τέτοια πράγματα. Άλλο να ιδείς κάτι άλλο, ένα τρακάρισμα, ένα αυτό… και πάλι δεν το ξεχνάς εύκολα. Αλλά να ιδείς στην άμμο 4000 παιδιά πνιγμένα; Στοίβα... Κουβάλαγαν μέρες, εκεί να τα θάψουν... Τώρα, εσείς ηλικία που είσαστε, πιστεύω, ότι τα βλέπετε σαν μυθολογία, αυτά. Κι όμως, είναι γεγονός όλα…