Καλομοίρα Γεωργακοπούλου. Γεννήθηκα στο Κορωπί, το 1938. Ο πατέρας μου ήταν ειρηνοδίκης, η μητέρα μου δασκάλα. Γνωρίστηκαν στο Κορωπί και παντρευτήκανε. Τα παιδικά μου χρόνια, από τότε που γεννήθηκα μέχρι εφτά ετών, έζησα εδώ στον Χάρακα, αγοράσανε αυτό το κτήμα από το Δημόσιο. Προφανώς, του πατέρα μου πρέπει να του αρέσανε τα πρόβατα, αγόρασε πρόβατα, καλλιέργησε το κτήμα, έβαλε αμπέλια πολλά, σιτηρά...
Εν τω μεταξύ είχε γίνει ο πόλεμος κι είχαμε εγκατασταθεί, για περισσότερη ασφάλεια, εδώ. Κανένα σπίτι! Τα σπίτια ήτανε στα Λεγραινά, που ήτανε καλύβες τότε, και τα άλλα σπίτια ήταν στην Ανάβυσσο. Όλη αυτή η απόσταση ήταν μία ζούγκλα, κοπάδια από πρόβατα, κυρίως. Και πολλά ψαροκάικα ερχόντουσαν στη θάλασσα εδώ, είχε πολλά ψάρια, μαρίδες και τέτοια. Ήμαστε μόνοι μας, ήμαστε βασιλιάδες στην έρημο, απλά.
Στην παραλία ήτανε οι Ιταλοί και λίγο πιο πάνω, είχανε κατασκηνώσει οι Γερμανοί. Οι Ιταλοί κάθε βράδυ κάνανε παρέλαση εδώ και πηγαίνανε βρίσκανε τους Γερμανούς. Μας είχαν ειδοποιήσει ότι έπρεπε να είμαστε μέσα, γιατί άμα μας έβρισκαν έξω, θα μας σκότωναν. Εμένα στα αυτιά μου έχει μείνει ο ήχος της αρβύλας τους, που περνάγανε μπροστά εδώ στο σπίτι μας. Ξαφνικά, ήρθαν οι Γερμανοί, εγκαταστάθηκαν κανονικά, χάθηκαν οι Ιταλοί. Μετά έρχεται το ναυάγιο...
Γύρω στις 7-8 η ώρα, νύχτα ήτανε πάντως, φυσούσε πάρα πολύ δυνατά. Τα σκυλιά γάβγιζαν άγρια κι επιθετικά. Σκοτάδι, δεν έβλεπες τίποτα! Τότε, στις πόρτες αφήναν ένα… τον φεγγίτη που λέμε, ένα μέρος ανοιχτό, για να έχει φως το δωμάτιο. Εμείς ήμαστε μαζεμένοι στο τζάκι, είχε βάλει η μάνα μου… είχαμε μία λάμπα πετρελαίου. Αυτό ήτανε το φως μας, και το καντηλάκι.
Οπότε ξαφνικά, έλαμψε όλο το σπίτι φως! Δυνατό φως! Βγαίνουμε έξω, λέει η μάνα μου: «Φωτοβολίδα!» Μετά παρέλευση ολίγου χρόνου, άλλη φωτοβολίδα. Ημέρα γινότανε! Εγώ, βέβαια, δεν ήξερα και τη λέξη, τι είναι φωτοβολίδα, και λέει η μάνα μου: «Κάποιο πλοίο κινδυνεύει, κάτι πρέπει να κάνουμε!» Φως δεν υπήρχε, τηλέφωνο δεν υπήρχε, αυτοκίνητο δεν υπήρχε…
Το ίδιο βράδυ ήρθανε τρεις -απ’ ό,τι μας έλεγε η μητέρα μου, δε μπορούσα εγώ να καταλάβω αν ήσαν Ιταλοί, πάντως Γερμανοί ήσανε- και ζητήσανε να τους δείξουμε το δρόμο, πώς θα πηγαίνανε προς το Λαύριο. Είχε εδώ έναν υπάλληλο η μάνα μου, κάπως ήξερε κάτι λεξούλες, από εδώ, από εκεί, τον έστειλε μαζί με αυτούς, τους πήγε μέχρι ενός ορισμένου σημείου και φύγανε.
Το πρωί είχε σταματήσει ο αέρας, έλαμπε ο ήλιος. Αλλά η θάλασσα δεν ήταν η θάλασσα που ξέραμε. Ήτανε σκεπασμένη όλη… από μακριά βλέπαμε ένα σκούρο καφέ πράγμα...
Με πήρε η θειά μου, μια αδερφή της μάνας μου, μού λέει: «Πάμε κι εμείς στην παραλία, να δούμε τι έχει γίνει». Και μόλις φτάσαμε εκεί, το πρώτο που αντίκρισα, έναν Ιταλό ολόγυμνο σε στάση ικεσίας, ανάσκελα, ακίνητος... ήτανε πνιγμένος.
Μόλις το είδε η θεία μου, μου λέει:
«Πάμε να φύγουμε, πάμε στο σπίτι μας!»
«Όχι», λέω, «θα πάω να δω, να δούμε! Είναι ζωντανός ή έχει πεθάνει!»
Πήγα, του μίλησα στο πρόσωπό του: «Μίλα μου, σε παρακαλώ!» «Ψιτ-ψιτ, είμαι γατούλα!» όπως στα παιδικά, που λέμε… Τίποτα... Ήταν ένα σοκ τότε, που πάθαμε.
Μόλις ήρθαμε, λέει η μαμά μου σ’ έναν υπάλληλο που είχαμε: «Θα πας να τον εθάψεις». Και πήγε κι έκανε τα καθήκοντά του. Την άλλη μέρα λέει η θεία μου: «Πάμε να δούμε τον έθαψε; Έκανε αυτό που του είπε η μητέρα σου;» Και πήγαμε.
Όλος ήτανε σκεπασμένος -μη νομίζετε τώρα, ταφή κανονική... άμμο είχε πάρει ο άνθρωπος και την είχε ρίξει- κι είδαμε ότι το χέρι του είχε βγει έξω. Τώρα, τον θάψανε ζωντανό; Κάποιο ποντικάκι; Κάποιο τσακάλι πήγε το έσκαψε; Δεν ξέρω. Αυτό είναι ένα σημείο που είναι δύσκολο για εμένα, να το ξεπεράσω. Γιατί εγώ έβγαλα την απόφαση ότι είχε πεθάνει. Δεν ξέρω αν είχε πεθάνει. Δε μου μίλησε, εντάξει. Κι αν; Μπορεί να βγήκε κουρασμένος αυτός, από τη θάλασσα, απ’ ό,τι είχε τραβήξει, κι αν είχε λιποθυμήσει; Πού το ξέρω εγώ;
Με κράτησε η μάνα μου, μετά δε με ξανάφησε να πάω στη θάλασσα, γιατί ήτανε γεμάτο πτώματα ο τόπος. Γεμάτος! Τις επόμενες ημέρες βρίσκαμε πολλές νεκροκεφαλές. Είχε πολλά τσακάλια η περιοχή, τότε. Και τα ακούγαμε, αγέλες κατεβαίνανε το βράδυ ουρλιάζοντας και πηγαίναν, βρίσκανε τροφή εκεί. Και τα σκυλιά τα δικά μας. Δηλαδή, πηγαίνανε τα σκυλιά, σκάβανε, βρίσκανε... Τις επόμενες ημέρες, φρέσκα, μόλις είχανε πεθάνει οι άνθρωποι... Κι η μητέρα μου τα μάζευε αυτά και τα ‘δινε στους υπαλλήλους εδώ που είχαμε και πηγαίνανε και τους θάβανε. Δηλαδή να πω… αυτοί οι άνθρωποι πεθάνανε δύο φορές. Μία με το ναυάγιο που πνιγήκανε και μετά, άλλη ταλαιπωρία μετά θάνατον, επί της γης.
Βγαίνανε πολλά αντικείμενα, πολλά πώς… Ο αδερφός μου πήγε μετά από δυο-τρεις μέρες, κρυφά από τη μάνα μου, και βρήκε μια εικόνα και την έφερε εδώ. Της λέει:
«Μάνα, βρήκα αυτό».
Μόλις το είδε η μητέρα μου, λέει: «Αυτό είναι φυλαχτό από κάποιον στρατιώτη. Κάποια μάνα», λέει, «γυναίκα, αδερφή… είναι από τους Ιταλούς.»
Ήταν δασκάλα, ήξερε, είδε ότι ήτανε ξυλόγλυπτη με τεχνοτροπία ιταλική και την έβαλε απάνω στις δικές μας τις εικόνες. Κάθε μέρα που έκανε την προσευχή της: «Ο Θεός ας συγχωρέσει και τους Ιταλούς, εις τόπον χλοερώ…» ξες κι όλα αυτά. Κάθε βράδυ αυτό, μέχρι την ημέρα που πέθανε, το ’73.
Μετά το ‘73, όταν κληρονομούμε, δεν κληρονομούμε μόνο τα αντικείμενα, κληρονομούμε κι άλλες συνήθειες. Πέρασε αυτή η συνήθεια σε εμένανε. Είχα μέσα μου να φύγει αυτό το πράγμα, δεν ήτανε δικό μας, να πάει στην πατρίδα της, σε κάποιον που ανήκει, τέλος πάντων. Έλεγα στους γείτονες εδώ στο Λεγραινά, πήγαινα να αγοράσω ψωμί: «Ρε παιδιά», τους έλεγα, «αν τους δείτε, πέστε μου, έχω κάτι να τους δώσω». Δε μου λέγανε.
Κι ένα απόγευμα, μια Κυριακή ήτανε, κάθισα όλη την ημέρα μόνη μου εδώ, λέω τώρα άντε, να τα μαζεύω τώρα, να πάω στο Κορωπί. Φτάνοντας στην παραλία, βλέπω τρεις σημαίες: ελληνική, ιταλική και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λέω, οι Ιταλοί! Σταματάω, λέω: «Ποιος είναι εδώ ο πρόεδρος;» Ήρθε ο κύριος Τέλης Ζερβούδης. Λέω: «Ελάτε στο σπίτι μου, έχω κάτι να σας δώσω». Με κοιτάζανε… «Βρε κάτι απ’ το ναυάγιο, θέλετε να σας το φέρω ή θέλετε να ρθείτε;» Τελικά, επείσθησαν κι ήρθαν όλοι μαζί με το πούλμαν, με όλους τους Ιταλούς.
Εγώ… αυτή είναι μια στιγμή πολύ συγκλονιστική για εμένανε. Παρέδωσα την εικόνα. Κάποιοι τη ζήτησαν να την πιάσουν την εικόνα στα χέρια τους. Προσπαθούσαν να τη χαϊδέψουν, να δουν μήπως βρούνε κανέναν αριθμό, κανένα σημάδι ότι ήτανε δικιά τους. Κάτι βρήκανε… σαν να πήρανε κάτι από τον δικό τους άνθρωπο. Ένας έβγαλε μία μικρή σημαιούλα, που την είχε στο πέτο του και μου την έδωσε. Ένας άλλος μία πιο μεγάλη σημαία, την οποία έχω εκεί βάλει… Κι εντάξει, έφυγαν σιωπηλοί. Αυτά εγώ δεν τα ξεχνώ.
Εγώ ανακουφίστηκα! Λέω εντάξει. Ήρθε η ώρα, ήρθε η κάθαρση, να πάει η εικόνα στη θέση της. Κατά το θρησκευτικό μας πιστεύω κάναμε αυτό που έπρεπε να κάνουμε, έφυγε απ’ τα χέρια μου, να πάει στον τόπο της, σε αυτούς που ανήκει. Δεν ήτανε κάτι δικό μας, δεν το ήθελα.
Ξέρεις, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, δεν κάνουμε ένα σαρανταλείτουργο, δε λένε; Κατευθείαν στον παπά τα ονόματα της οικογένειάς μου και «υπέρ των πνιγέντων Ιταλών εις θέσην Χάρακα». Κι έλεγα μέσα μου εάν δεν το διαβάσεις, παπά μου, εγώ το χρέος μου το έχω κάνει. Τώρα εσύ... Έτσι με είχε μάθει η μητέρα μου, έτσι έκανε…
Εμείς ό,τι μπορούσαμε, ηθικά να κάνουμε σε αυτούς που είχαν πνιγεί… Τι άλλο να αισθανθούμε εμείς; Για εμάς ήσανε κατακτητές. Πού να φανταστούμε εμείς, τους Ιταλούς που φοβόμαστε και μας λέγανε: «Κρυφτείτε μέσα, γιατί θα σας σκοτώσουμε αν σας δούμε έξω!» ότι σε λίγες μέρες, θα πηγαίνουμε να τους θάβουμε. Αλλά η μάνα μας, μάς έλεγε: «Ο νεκρός είναι νεκρός, τελείωσε. Προχωράμε».
Ο Ιταλός... ο Ιταλός… Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα πεθαμένο άνθρωπο. Αυτά εγώ δεν τα ξεχνώ. Σου δημιουργεί έναν χαρακτήρα σκληρό κι ανεξάρτητο. Αγριεύεις, χωρίς να το θέλεις. Γιατί κι εμείς τότε δεν είχαμε παιχνίδια, όπως έχουν τώρα τα παιδιά. Εμείς πηγαίναμε στην παραλία, να παίζουμε εκεί με τα βότσαλα και το βράδυ πηγαίναμε πυροφάνι, να μαζέψουμε χταποδάκια κι αχινούς και πεταλίδες, τέτοια. Μετά τέρμα, κοπήκανε αυτά. Δεν ήταν εύκολα… Δύσκολα πράγματα...