ΜΕ ΧΤΥΠΗΣΕ Η ΝΟΣΟΣ ΤΩΝ ΔΥΤΩΝ
ΜΕ ΧΤΥΠΗΣΕ Η ΝΟΣΟΣ ΤΩΝ ΔΥΤΩΝ
Περιγραφή
Ο Καλύμνιος δύτης Γιάννης Βεζυρόπουλος έχει αναδυθεί από μια βουτιά στα εξήντα μέτρα, όταν ξαφνικά χάνει τις αισθήσεις του.
Ανήκει στη Συλλογή
14 Podcasts
ΣΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ
Φίλτρα
Συντελεστές
Έρευνα
- Γιάννης Αντωνόπουλος
Αφήγηση
- Γιάννης Βεζυρόπουλος
Δημιουργία Podcast
- Σταύρος Βλάχος
Σχεδιασμός Ήχου
- Δημήτρης Παλαιογιάννης
Επεξεργασία Ήχου
- Σπύρος Λυμπερόπουλος
Σκηνοθεσία Βίντεο
- Στέφανος Μπερτάκης
Tο όνομά μου είναι Ιωάννης Βεζυρόπουλος κι είμαι από Κάλυμνο. Είμαι γέννημα-θρέμμα, που λένε.
H Κάλυμνος, ως επί το πλείστον, μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της είναι στην... ας πούμε, μετανάστες, είναι ναυτικοί, είναι με τη θάλασσα έχει να κάνει, γιατί το άγονο του νησιού οπωσδήποτε δεν μπορεί να κρατήσει κι όλους πάνω. Από μικρός, αυτό που μου άρεσε και βλέπαμε σαν πρότυπα, ας πούμε, ήταν οι σφουγγαράδες. Ειδικά εμένα που είχα πρόσωπα κοντινά μου, της μάνας μου τα αδέρφια οι δύο ήταν σφουγγαράδες. Με γοήτευε το αυτό το δύσκολο του παιχνιδιού όλο, ας πούμε, της κατάστασης, και με τράβηξε.
Οι γονείς μου δε θέλανε αυτή τη δουλειά με τίποτα. Ο γέρος μου ήθελε να σπουδάσω κάτι, οτιδήποτε, ξέρω ‘γω... ήμουνα κι από τους μόνους που το ‘χα λίγο με τα γράμματα, ας πούμε. Απλά εμένα δε μ’ αρέσανε, δε μ’ άρεσε κάτι να σπουδάσω ή δεν ξέρω τι. Ήθελα τη δράση, ήθελα, ξέρω ‘γω, την περιπέτεια. Ας πούμε τώρα υπάρχει ο αχινιός, υπάρχει το λοθούριο, υπάρχουν τα σπινιάλα, που είναι σε μικρά βάθη και τέτοια. Αυτά είναι σαν να πηγαίνω να κάνω αγγαρεία. Εγώ θάλασσα είμαι για τη βουτιά, για τα βαθιά. Μ’ αρέσει να βλέπω τα βαθιά, δηλαδή το χω μέσα μου αυτό το πράμα.
Ο βυθός όλος είναι ένα παράξενο πράγμα, είναι κάτι άλλο, είναι άλλος πλανήτης. Αυτό το διαπιστώνεις μετά τα πενήντα πέντε-εξήντα μέτρα, πραγματικά είσαι σε άλλο πλανήτη. Δηλαδή, από κει και πιο ρηχά έχεις μία επαφή, τέλος πάντων, με τα χρώματα με... έχεις μία επαφή, τέλος πάντων. Αλλά μετά από κει και πέρα, είναι άλλος πλανήτης, όντως. Δηλαδή οι αισθήσεις, τα χρώματα, τείνουνε προς το μπλε. Έχω δει τα πάντα, δηλαδή και φάλαινα, φάλαινα έχω δει, απ’ έξω απ’ τα ξιφιάδικα.
Είμαι και λίγο... ρισκάρω πολύ, κάθομαι πολύ ώρα στο βυθό, πάω βαθιά, κι αυτό δεν είναι καλό. Αλλά με το να έχω αυτό το αυθόρμητο της νεότητος, ξέρεις, τα αψηφούμε όλα. Πολλά έχω πάθει στη ζωή μου με τη βουτιά, πάρα πολλά. Έχω δει τον θάνατο πολλές φορές μπροστά μου.
Δουλεύαμε αχινιό. Ο αχινιός είναι πολύ ρηχά, δηλαδή μέχρι δεκαπέντε μέτρα, είκοσι, δουλεύεις αχινιό, από μηδέν, ξέρω ‘γω, από μισό μέτρο. Αλλά λόγω το ότι βγάλαμε αρκετούς, όσους δε θέλανε άλλους, και πήγαμε σε κάποια άλλα στοιχεία να βγάλουμε καμία φούσκα, ξέρω ‘γω. Εκεί πήγαμε λίγο στα βαθιά και το κομπρεσέρ ήτανε ρυθμισμένο για τα ρηχά, δηλαδή δεν έδινε μεγάλη, δεν είχε μεγάλη πίεση να δώσει αέρα στα βαθιά.
Βάλαμε ένα μπετόνι, γιατί ρίξαμε άγκυρα, και πήγα να το ξεμπερδέψω το σίδερο για να το βοηθήσει να ‘ρθει πάνω, ξέρω γω, μην τραβάμε τόσα κιλά σίδερο. Πήγα να αναπνεύσω και δεν είχε αέρα, ήτανε κι εξήντα μέτρα βάθος. Εγώ είχα κάνει και δεύτερη βουτιά από πριν, ήμασταν κι από γλέντι χθεσινό, είχαμε πιει κι αλκοόλ, το οποίο αυτά απαγορεύονται. Και βγήκα πολύ απότομα.
O αέρας που αναπνέουμε, το 21% είναι οξυγόνο, το οποίο το καταναλώνει ο οργανισμός, το 79% είναι άζωτο. Το άζωτο δεν το απορροφά ο οργανισμός κι όταν δεν κάνεις την κατάλληλη αποσυμπίεση, να ‘ρθουνε οι τιμές, ας πούμε, φυσιολογικές, αυτό το επιπλέον που μένει, δημιουργείται η φυσαλίδα, πάει και μπλοκάρει τα τριχοειδή και δεν κυκλοφορεί το αίμα. Οπότε παθαίνεις έμφρακτα, εμβολές. Μπλοκάρει το αίμα και κάτι σαν εγκεφαλικά είναι.
Δεν είχα πολύ χρόνο κάτω, αλλά αυτή η απότομη ανάδυση... Όταν βγήκα πάνω ένιωσα στήθος, στο στήθος μου πόνο και στο πίσω μέρος του κρανίου. Εκεί μου ήρθανε ζαλάδες κι έπεσα λιπόθυμος.
Στον Πόρο έγινε αυτό. Τα παιδιά πήγανε Γαλατά κι από κει με ελικόπτερο, με πήγανε στην Αθήνα, στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Εγώ ξύπνησα την ώρα που με είχανε βγάλει στο Γαλατά έξω. Μου ‘χανε σκίσει το φόρεμα με το μαχαίρι για να ανασάνει και το σώμα, ξέρω ‘γω. Άκουγα τους γιατρούς. Ούτε σηκωνόμουν πάνω, ήμουνα... αλλά άκουγα, είχα τις αισθήσεις μου. Λέγανε:
«Πώς τα βλέπεις;» ο ένας στον άλλο.
Λέει: «Δύσκολα, δε θα τη βγάλει!» και τέτοια. Δε μπορούσα να μιλήσω, ούτε να πω τίποτα.
Στο ελικόπτερο, εκεί είχα τις αισθήσεις μου. Άκουγα που έλεγε το νοσοκομείο στη γιατρό που ήταν εκεί πέρα αν έχω τις αισθήσεις μου. Δε μιλούσα, δεν μπορούσα να μιλήσω, αλλά της έκανα νόημα, την έσφιγγα λίγο, ξέρεις. Λέει: «Τις έχει τις αισθήσεις του». Αφού φτάσαμε... δηλαδή μου ερχόταν αναλαμπές, μία χανόμουνα, μία επανερχόμουν. Αλλά ήμουνα ξάπλα, δε σηκωνόμουν πάνω, εννοείται. Εκεί είπαν οι γιατροί ότι ήμουνα 99% πεθαμένος κι αν ζούσα θα ήμουνα με αναπηρίες.
Άμεσα με βάλανε στο θάλαμο υπερβαρικής, μου βάλανε το καθαρό οξυγόνο, ας πούμε. Η γυναίκα μου άμεσα ήρθε απάνω με το αεροπλάνο, μόλις το έμαθε με το πρώτο μέσο ήρθε πάνω.
Έζησα κι επανήλθα ολικώς, πλήρως. Και συνέχισα τη βουτιά, ας πούμε, συνέχισα το επάγγελμά μου. Ήμουνα τυχερός που ήμουνα κοντά Αθήνα και το σκάφος ήτανε και γρήγορο και το παιδί που ήταν πάνω, τα παιδιά που ήταν πάνω, δράσανε άμεσα και καθώς πρέπει. Ήμουνα τυχερός που ‘χα ανθρώπους από πάνω που ξέρανε να ανταπεξέλθουν στον κίνδυνο.
Ε, η γυναίκα μου τι να μου πει τώρα… Απ’ αυτή τη δουλειά τρως, απ’ αυτή τη δουλειά ζεις. Πέρα από το να μου πούνε «πρόσεχε», τι άλλο να μου πούνε; Αυτό το πράγμα διαολίκι είναι, είναι εθισμός. Το θέμα είναι να καταλάβεις... ξέρεις κάτι; Πάνω από όλα η υγεία. Τουτέστιν είχε φορές που πήγαινα μεθυσμένος στη δουλειά, γύριζα από τη δουλειά και ξανάπινα.
Ήμασταν σε ένα καφενείο, τέλος πάντων, λέω: «Πάω να βγάλω μεζέ και να ‘ρθω, να συνεχίσουμε». Πήγα. Όταν έπιασα τα τριάντα πέντε μέτρα μου ‘ρθε μια μέθη... δεν ήξερα πού ήτανε τα πάνω και πού τα κάτω. Μπορεί και για πέντε λεπτά να ήμουνα σε αυτή τη φάση. Πώς είναι ένας που χάνεται, ένας μεθυσμένος που χάνεται, που δε μπορεί ούτε να σηκωθεί, φεύγει ο άνθρωπος χάνεται... ένα τέτοιο πράγμα.
Απλά είπα ήρεμα, στον εαυτό μου, υποσυνείδητα. Ήρεμα, ήρεμα, τίποτα άλλο. Γιατί αντί για πάνω μπορεί να πηγαίνεις κάτω, να μην πάρεις χαμπάρι. Στο υποσυνείδητο είχα το μείνε εκεί που είσαι μέχρι να ξεκουτρουνιάσεις, να ξυπνήσεις, ξέρεις να... Γιατί αν ανέβεις τώρα τρία-τέσσερα μέτρα πιο ρηχά, σου φεύγει, κατάλαβες; Η νάρκωση του αζώτου, η μέθη του βυθού. Και μου ‘φυγε, εντάξει. Συνέχισα τη βουτιά μου, έβγαλα τους μεζέδες μου και πήγα πίσω και συνεχίσαμε το φαγο-κρασοπότι.
Εντάξει, εμένα το βασικό μου που το πάθαινα αυτό, ήτανε άμα έπινα κι ήμουνα στο αλκοόλ μέσα. Αυτό ούτε να το μυρίζεις δεν πρέπει, όχι να κάθεσαι να πίνεις. Και τι... τσίπουρα, όχι κάτι ελαφρύ. Ήτανε δύο πράγματα που τα ‘χα κι ολωσδιόλου αντιφατικά, ανάποδα δηλαδή, το ένα αναιρούσε το άλλο. Εγώ ήθελα να τα παντρέψω και τα δύο. Ήθελα και τη διασκέδασή μου και τη δουλειά μου. Αλλά η θάλασσα δεν είναι να παίζεις, θέλει μυαλό, θέλει έξυπνους ανθρώπους. Ο δυνατός και τα μπράτσα στη θάλασσα μέσα δε μετράνε, μυαλό μετράει, το μυαλό. Έχεις μυαλό; Δεν παθαίνεις τίποτα. Εγώ δεν είχα μυαλό κι έπαθα αυτά που έπαθα.
Τώρα πάμε να κυνηγήσουμε τον λοθούριο. Πριν ήμουνα αχινιό κι οστρακοαλλιεία. Τώρα είναι περίοδος, εποχή του λοθούριου, «δρούλου», που λέμε στην Κάλυμνο. Ο δρούλος. Ντάξει, τον βρίσκεις και βαθιά αυτόν, έτσι;