Εγώ ήμουν στο αεροδρόμιο και τον βλέπω τον Καραμανλή να συνοδεύεται από Ράλλη, Αβέρωφ και τα τέτοια. Εμένα ήταν... Ενώ μιλάγαμε πολύ, όταν με είδε εκεί, μου έδωσε ένα βιαστικό «γεια σου» και μάλιστα τους χαιρέτησε όλους. Και μετά ανεβαίνει στη σκάλα του αεροπλάνου και γυρίζει και τους χαιρέτησε με το χέρι κι έκλαιγε.
Τότε κατάλαβα, και το ‘πα και σε κάποιους πολιτικούς, τους λέω:
«Παιδιά ο Καραμανλής έφυγε».
«Άντε μωρέ, κουταμάρες, πήγε ταξίδι στο Παρίσι, πήγε για τη βόλτα».
Λέω: «Μας αποχαιρέτησε, δεν είναι από τους ευκολοσυγκίνητους να κλαίει σε ένα ταξιδάκι δέκα ημερών φεύγοντας. Μάλλον έφυγε οριστικά».
Το βράδυ της 20ής ήμουνα με κάποια φίλη στο κέντρο της Αθήνας, σε κάποια μπουάτ κάπου προς την Ακρόπολη, και γυρίσαμε κατά τις δύο. Εγώ δεν αντελήφθην τίποτα στο δρόμο, ώσπου γύρισα.
Κι έξι χτυπάει το κουδούνι, ανοίγω, βλέπω τη νεαράν η οποία ήμασταν πριν.
«Τι συμβαίνει;» της λέω, «Τι έπαθες έξι το πρωί;»
«Πήγα να πάρω ψωμί», μου λέει, «και σου πήρα και σένα μία φρατζόλα».
«Γιατί;» της λέω, «τι ανάγκη έχω τη φρατζόλα;»
Λέει: «Έγινε κίνημα», μου λέει, «και μπορεί να κλείσουν οι φούρνοι για να μην έχουμε ψωμί».
«Καλά, καλά», της λέω εγώ.
Μισοκοιμόμουνα κι όταν ανέβαινα πάνω λέω βρε τη μουρλέγκω, για να βρει κάποια αφορμή να με δει κοίτα τι παραμύθια μου ‘λεγε. Και πέφτω και κοιμάμαι πάλι.
Ξυπνάω κάποια ώρα, ντύνομαι, βγαίνω έξω, βλέπω απέναντι, εκεί στην Αμορίου έμενε ένας στρατηγός τότε, οποίος ήταν με τη στολή την πόρτα. Του λέω:
«Τι έγινε στρατηγέ, δεν ήρθε το τζιπ;» γιατί κάθε πρωί τον συναντούσα που ερχόταν ένα τζιπ.
«Δεν έχει φανεί κανείς κι ανησυχώ, δεν ξέρω τι γίνεται και δε λειτουργεί και το τηλέφωνο», μου λέει.
Α, λέω, δεν έκανα κανένα τηλέφωνο.
«Καλά, πάω να πάρω το δικό μου», του λέω, «αν είναι να έρθω να σας πάρω να σας πάω εγώ», του λέω, «προτού να πάω στη δουλειά».
Πάω, το είχα το αυτοκίνητο στο αστυνομικό τμήμα στο 8ο, στη Μαυρογένους, εκεί μπροστά τα άφηνα. Τότε δεν έχει πολλά τα αυτοκίνητα που υπήρχαν στη γειτονιά και τα άφηνα εκεί για να μη μου το κλέψουνε, γιατί υπήρχε πάντα ένας φρουρός. Φτάνω στο αυτοκίνητο να πάω να το ανοίξω, ο φρουρός μου λέει:
«Πίσω, τράβα σπίτι σου!»
Λέω: «Δικό μου είναι το αυτοκίνητο», εγώ νόμιζα ότι νομίζει ότι το κλέβω. Του λέω: «Δικό μου το αυτοκίνητο».
«Ρε άσ’ το, το δικό σου και δικό σου! Απαγορεύεται η κυκλοφορία, τράβα σπίτι σου!»
«Μα», του λέω, «εγώ είμαι της πολιτικής αεροπορίας και τι συμβαίνει;»
Μου λέει: «Έχει κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος».
«Α», του λέω, «είμαι πολιτική αεροπορία και το πρωτόκολλό μας λέει αν συμβαίνουν τέτοια πράγματα, να πηγαίνω στην έδρα μου στο αεροδρόμιο, δεν μπορούμε να κλείσουμε το αεροδρόμιο», του λέω.
«Δεν ξέρω, πήγαινε στον αξιωματικό υπηρεσίας, εγώ έχω διαταγή να μην αφήνω κανέναν».
Πάω στον αξιωματικό υπηρεσίας, εκείνη την ώρα φαίνεται έχει εκδοθεί διαταγή να εξοπλίζονται οι αστυνομικοί, γιατί είχανε φέρει κάτι όπλα και τα μοίραζε στους αστυφύλακες ο ίδιος. Του λέω:
«Ξέρετε, εγώ είμαι από την πολιτική αεροπορία διευθυντής και πρέπει να πάω στο πόστο μου».
Αφού το είπα δέκα φορές και δε μου έδινε σημασία, γυρίζει σε έναν αστυφύλακα:
«Χώσ’ τον μέσα στο κρατητήριο και μας ζάλισε κι αυτός!»
Ανοίγω το ραδιόφωνο, ακούω εμβατήρια, ακούω φασαρίες από και κάτι λόγους και λέω, και μου φάνηκαν και πολύ αριστεροί, λέω, ωχ, τίποτα Δεκεμβριανά θα έχουμε πάλι. Εγώ νόμιζα ότι ήτανε κίνημα αριστερό, από αυτά που λεγόταν.
Πήγα την άλλη μέρα στο αεροδρόμιο, στη θέση μου. Επικρατούσε μία μεγάλη σύγχυση στην όλη ιστορία, μεγάλη αυστηρότης. Είχαν έρθει κάτι από την αεροπορία αξιωματικοί, την πολεμική αεροπορία, δεν είχανε εμπειρία με το τι γίνεται, γίνανε διάφορα παρατράγουδα τα οποία μας είχαν αρκετά αγανακτήσει. Ρώταγα τον γενικό διευθυντή, ο οποίος ήταν παλιός μηχανικός, του λέω:
«Τι θα γίνει με αυτή την ιστορία;»
Μου λέει: «Άκου να δεις Δημήτρη», μου λέει κι ήταν ο άνθρωπος σωστός, «τώρα πρόσεχε μη σε φάει καμιά αδέσποτη, γιατί τώρα είναι όποιον πάρει η μπάλα. Πρόσεχε τις κινήσεις σου, τι λες, τι κάνεις. Μη δώσεις καμία αφορμή, γιατί τώρα είναι επικίνδυνα πράγματα».
Έπεσε να είμαι το βράδυ εκείνο που έγινε το βασιλικό πραξικόπημα στο γραφείο μου. Κουβάλησαν -σε επιφυλακή μας είχανε βάλει- κουβαλήσανε δύο πιλότους από τη βάση, τους οποίους πιάσανε για ήταν τρία αεροπλάνα που πήγαν να απογειωθούν για να πάνε στη Μακεδονία. Το πρώτο πρόλαβε κι απογειώθηκε, τους άλλους βάλανε ένα πυροσβεστικό και τους πιάσανε προτού να απογειωθούν και τους συνέλαβαν αυτούς και μου τους είχαν κλειδώσει στο γραφείο, μου είχαν έναν φρουρό απ’ έξω. Κι ήταν τα παιδιά... ο ένας μάλιστα κόντεψε να σκοτωθεί γιατί με το ζόρι το κράτησε το αεροπλάνο, θα έπεφτε απάνω στο πυροσβεστικό. Κι ήταν τα μαύρα τους τα χάλια.
Είχα κάνει μία συζήτηση στο γραφείο και την άλλη μέρα με καλεί ο υποδιοικητής, ο οποίος ήταν μέσα στα κόλπα, και μου ρίχνει τον εξάψαλμο, ότι έβριζα τη δικτατορία. Και του λέω:
«Πού τα έμαθες εσύ αυτά;»
«Έχω τον άνθρωπο μου».
Του λέω: «Τον τάδε;»
Μου λέει: «Όχι, την κοπέλα».
Ήτανε μία γραμματέας που είχε παρακαλέσει κάποιος μηχανικός, ήταν κόρη του, να την πάρω. Και το κωλοκόριτσο, λέω, δε φτάνει που μόλις ήρθε, ρουφιάνα έγινε; Κι ετοιμάζομαι να την πλακώσω στις φάπες. Ευτυχώς, είχε φύγει.
Το σκέφτηκα λίγο και πάω την άλλη μέρα το πρωί και του λέω του αλλουνού, που υποπτευόμουν:
«Καλά», του λέω, «δεν ντρέπεσαι; Εμένα που σε ευεργέτησα, πας να με καρφώσεις;»
«Εγώ;» λέει.
«Αφού μου το είπε ο συνεργός σου», του λέω, «ότι από σένα τα έμαθε κι αυτά που είπε πράγματι τα έχω πει και τα έχω πει σε σένα», του λέω.
Όταν ήμουνα στην Αμερική με υποτροφία, παίρνω ένα γράμμα μέσω ενός φίλου μου εκεί συμφοιτητού Έλληνα, που μου το έστειλε η μάνα μου, η οποία μου λέει:
«Δε σου γράφω κατευθείαν, έγραψα στον Γιάννη για να στο δώσει, γιατί έγινε το εξής: προχθές στις δύο τη νύχτα ήρθε η ασφάλεια, έψαξε, ζήτησε εσένα, τους είπα ότι είσαι στην Αμερική.
“Και τι κάνει; Το έσκασε στην Αμερική;” μου είπανε.
“Όχι”, λέει, “δεν το έσκασε, με υποτροφία”.
“Α, καλά, θα τον φέρουμε πίσω”.
“Γιατί, τι συμβαίνει;”
“Πάει να ανατρέψει την εθνική μας κυβέρνηση”.
“Ο Δημήτρης;” λέει, “Δε νομίζω να ασχολείται με τα πολιτικά ποτέ του”.
Έρευνα, έψαξαν το σπίτι, το κάνανε μαλλιά-κουβάρια, βρήκανε κάτι δίσκους του Θεοδωράκη που κατάσχεσαν, κάτι βιβλία του Βάρναλη και λοιπά, κάνα-δύο αριστερών εκεί πέρα, τα βούτηξαν κι αυτά, και βρίσκουν κι ένα όπλο σαν του ‘21 με σκανδάλη με τσακμακόπετρα. Λέει:
“Έχει κι όπλο”.
“Τι όπλο αυτό”, λέει, “είναι αντίκα, δεν είναι όπλο, του αρέσουν οι αντίκες και το έχει μαζέψει”.
“Γιατί”, λέει, “δε σκοτώνει;”
Του λέει η μάνα μου: “Κοίταξε να δεις και το καρεκλοπόδαρο αν το βγάλω και στο σκάσω το κεφάλι, σε σκοτώνει. Ε, μη μου κατάσχετε και τις καρέκλες και δεν έχουμε να κάτσουμε!”
Εν πάση περιπτώσει, λέει: “Καλά, θα τον φέρουμε πίσω και θα δεις”».
Μου λέει η μάνα μου: «Γράψε με άλλο όνομα», μου λέει, «έχεις μπλέξει πουθενά; Έτσι που είναι τα πράγματα», μου λέει, «αν σε ζητήσουν να σε ανακαλέσουν ή ζήτησε πολιτικό άσυλο ή παντρέψου καμία Ελληνοαμερικάνα εκεί και μείνε, γιατί εδώ θα έχεις πολύ καλά κακά ξεμπερδέματα, είδα ότι είναι πολύ αγριεμένοι».
Εν τω μεταξύ η μάνα μου, είχαμε ένα συγγενή ο οποίος ήταν φιλοχουντικός, δικηγόρος, του λέει:
«Για έλα εδώ, για κοίταξε τι γίνεται».
Λέει: «Είναι μπλεγμένος σε κάποια οργάνωση;»
«Βρε ο Δημήτρης;»
«Ρε παιδί μου, πώς να αποδείξουμε ότι δεν είναι αριστερός, σε καμία οργάνωση;»
«Α», λέει, «ένα γράμμα να δεις, το πρώτο γράμμα που έγραψε στην Αμερική όταν πήγε».
Λοιπόν, της είχα γράψει χιουμοριστικά ιστορία τι έβλεπα στην Αμερική και της έλεγα ειρωνικά, αλλά δεν το καταλάβαινε κανείς, ότι: «Εδώ κι αυτά τα καθηγητάκια του Berkley τώρα τι ξέρουν; Λένε για την εθνική μας κυβέρνηση ότι είναι έτσι, ότι είναι αλλιώς, ότι είναι αλλιώτικα και τη βρίζουν. Πού νιώθουν; Ενώ ο θείος ο Βασίλης -ένας ελληνοαμερικάνος τελείως αγράμματος- που όπως ξέρεις τη διεθνή πολιτική την παίζει στα δάχτυλα, λέει: “Είναι καλά!” -με τρία “λ” το καλά- και τους επαινεί και λοιπά. Καταλαβαίνεις ότι άνθρωποι που καταλαβαίνουν κι έχουν μυαλό και μόρφωση βλέπουν την αλήθεια, ενώ τα- τούτοι εδώ οι ρεμπεσκέδες, οι χίπηδες, μας βρίζουν την κυβέρνηση». Το διάβασε αυτός, το ξαναδιάβασε, λέει:
«Αν δεν τον ξέρεις κι αν δεν ξέρεις το πνεύμα του, δεν το καταλαβαίνεις ότι δουλεύει».
Το παίρνει και το πάει στον Μπάμπαλη. Του λέει:
«Κοιτάξετε εδώ ένα γράμμα που έγραψε στη μητέρα του σε ανύποπτο χρόνο, είχε κανέναν λόγο να σας υμνεί; Στη μάνα του;»
Το διαβάζει, το ξαναδιαβάζει, λέει:
«Δίκιο έχεις, αυτός είναι δικός μας».
Κι όταν γύρισα, είναι το ωραίο, ότι ζήτησε ο Μπάμπαλης να με δει.
«Α», μου λέει, «και στη σχολή, στα ΤΕΕ που διδάσκεις», μου λέει, «είναι δύο δικοί μου, τους έχεις μαθητές εκεί, πρόσεχε να πάρουν κάναν καλό βαθμό».
«Καλώς, πώς τους λένε;»
Εν τω μεταξύ, είχα παρατηρήσει στη σχολή πράγματι ήταν δύο οι οποίοι δημιουργούσαν πολιτικά θέματα, δηλαδή έκανα μάθημα κι αρχίζαν την κουβέντα πετώντας πρόκες: «Ω κι η δικτατορία...» κι ήταν τελείως κατά, προκαλώντας. Εγώ τους έλεγα: «Βουλώστε το, δε θα κάνουμε πολιτική συζήτηση εδώ πέρα με μαθήματα» και το έκοβα. Κατάλαβα το νόημα, εγώ το είχα υποπτευθεί ότι αυτοί κάποιον ρόλο παίζουνε.
Στο επόμενο μάθημα ήρθανε μέσα, άρχισαν πάλι το ίδιο τροπάριο, τους λέω:
«Έξω και θα με περιμένετε έξω, μόλις σχολάσουν οι άλλοι, θα μπείτε μέσα!»
Τους πετάω έξω, έρχονται μέσα μετά.
«Βρε ζώα», τους λέω, «βρε ντενεκέδες, δε σας έχει πει το αφεντικό σας τι είμαι εγώ;»
Οι καταστάσεις ήταν πολύ περίεργες. Τον Αύγουστο του ‘73, ασκούσα καθήκοντα διοικητού του αεροδρομίου. Ο τότε διοικητής του αεροδρομίου ήταν επικεφαλής όλων των δημοσίων υπηρεσιών, ακόμη και της αμερικανικής βάσεως.
Ήταν τότε κάτι με το Ισραήλ, κάποιος από τους πολέμους του Ισραήλ με τις γειτονικές του χώρες. Κι είχαμε, κι επειδή οι σοβιετικές χώρες βοηθούσαν τους παλαιστίνιους και τους Άραβες, είχε βγει μια απόφαση να απαγορεύεται η διέλευση στρατιωτικών αεροσκαφών των ανατολικών από τον ελληνικό εναέριο χώρο. Την οποία έβγαλε το αεροδρόμιο ο κανονικός διοικητής όταν ήταν, γιατί μετά είχε αρρωστήσει και μετά για δύο-τρεις μήνες τον αναπληρούσα εγώ. Λοιπόν, εκεί υπήρχε αυτή η διαταγή.
Με παίρνει ο Παπαδόπουλος, ο ίδιος, κατευθείαν στο απόρρητο τηλέφωνο που είχα και μου λέει:
«Είστε ο αρμόδιος;»
Του λέω: «Μάλιστα».
«Θα βγάλετε μία σαν την προηγούμενη διαταγή και θα απαγορεύετε σε όλα τα στρατιωτικά αεροπλάνα, πλην των ελληνικών».
Του λέω: «Και του ΝΑΤΟ τα αεροπλάνα;» «Και του ΝΑΤΟ και τα αμερικανικά και τα λοιπά».
Του λέω: «Κύριε πρόεδρε, επειδή είναι πολύ σοβαρό αυτό κι επειδή δεν ξέρω τη φωνή σας και μπορεί να είναι φάρσα, μπορεί δεν ξέρω τι, για να μη γίνει κάνα διεθνές επεισόδιο και φταίω εγώ με την επιπολαιότητα, κλείστε και θα σας πάρω εγώ για να ξέρω με ποιον μιλάω. Γιατί τώρα, δεν ξέρω», του λέω.
Το κλείνω, βάζω τις κοπέλες: «Βρείτε του προέδρου της δημοκρατίας στο τηλέφωνο» και παίρνω, με συνδέουν. Βγαίνει ο Παπαδόπουλος, του λέω -κατάλαβα από τη φωνή- του λέω:
«Με συγχωρείτε για πριν».
Μου λέει: «Πολύ καλά έκανες, μπράβο σου», λέει, «είσαι προσεκτικός άνθρωπος, δεν κάνεις επιπολαιότητες».
«Ορίστε», του λέω, «αυτό που μου είπατε θα το τηρήσω και θα σας το κοινοποιήσω». Εγώ τη κοινοποίηση την έκανα επίτηδες.
Βάζω την απόφαση, την υπογράφω. Δε θα πέρασαν είκοσι λεπτά, φασαρία στον προθάλαμο. Βρε τι γίνεται, κατάλαβα ότι κάποιος θέλει να μπει, αλλά οι κοπέλες ήθελαν να τον αναγγείλουν. Βγαίνω εγώ έξω και βλέπω τον πρέσβη των Ηνωμένων Πολιτειών, αγριεμένο. Εγώ τον ήξερα λόγω της αίθουσας επισήμων, ούτε «καλημέρα», ούτε τίποτα. Μου λέει:
«Δε μου λέτε, βγάλατε μια, “νότα” που λέει έτσι κι έτσι κι έτσι. Εσείς το βγάλατε;»
Λέω: «Εγώ το υπέγραψα».
«Δική σας απόφαση;»
«Όχι», του λέω, «δεν είναι του επιπέδου μου αυτά».
«Ποιος την έβγαλε;»
«Ύπερθεν».
«Καλώς!» μου λέει, βγαίνει βροντώντας την πόρτα. Λέω ωχ, πάει ο Παπαδόπουλος!
Ήμουν επιμελητής και μπαινόβγαινα. Άρχιζε η σχολική χρονιά από τα τέλη Σεπτεμβρίου κι υπήρχε ένα πρόβλημα, είχανε δώσει κάποιοι ή θα δίνανε κάποια δικαιώματα στους αποφοίτους της σχολής υπομηχανικών, ήταν τελείως επαγγελματικό δηλαδή. Κι είχανε ανέβει στα κάγκελα και φωνάζανε τα δίκια τους. Σιγά-σιγά όμως αυτό άρχισε να παίρνει και λίγο υφή και να αγριεύει και να αγριεύει.
Τις τελευταίες μέρες που αγρίευε το πράγμα δεν πήγαινα, δεν είχα και μάθημα. Μία γειτόνισσά μου, μου έρχεται στο σπίτι και μου λέει:
«Σε παρακαλώ πολύ, δεν πας να μαζέψεις τη δικιά μου γιατί την έχει παρασύρει ένας αρχιτέκτονας κι είναι στο Πολυτεχνείο τώρα κι από ό,τι βλέπω θα γίνει φασαρία, έχει πάει η ανόητη», μου λέει, «και θα μπλέξει».
«Εντάξει», λέω, «πάω».
Απ’ έξω ήτανε αστυνομία, όπου εγώ καθόμουνα μακριά λίγο να δω τι γίνεται. Πώς βρέθηκα μέσα στο Πολυτεχνείο δεν το κατάλαβα. Έσπρωχνε η αστυνομία, η αστυνομία τον κόσμο τον έσπρωχνε μέσα. Πάμε να βγούμε, δε μας άφηναν να βγούμε, η αστυνομία απ’ έξω δε μας άφηνε να βγούμε. Εν τω μεταξύ είχαν μαζευτεί κι άλλοι γονείς και τραβολογάγαν τα παιδιά τους να τα βγάλουν και κάναμε ένα γιουρούσι κι εκεί μας σπάσαν το κεφάλι. Είχα φάει καρούμπαλα… είχα βάλει μία τσάντα που είχα από πάνω και τις τρώγαμε.
Ε, εντάξει, την πήγα σπίτι της και μετά γύρισα και γιατί είχα δει έναν γνωστό που είχε πολυκατοικία εκεί απέναντι. Και μου λέει: «Δεν έρχεσαι να δεις από δω τι θα γίνει;»
Πράγματι, υπήρξαν νεκροί αλλά ήτανε από ελεύθερους σκοπευτές που ρίχναν στο ψαχνό. Πήγα με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο, όταν φτάσαμε στο Σύνταγμα ακουγόταν πυροβολισμοί.
Πέρασα από αυτόν τον θείο που λέγαμε, ο οποίος είχε πολύ σχέση με όλους τους πολιτικούς κι ήτανε όλοι οι τότε: Αβέρωφ, Ράλλης, Παπαληγούρας, Θεοτόκης και τους είπα το επεισόδιο. Α, δε δώσαν ιδιαίτερη... Λέω: «Κοιτάξτε να δείτε, αυτό που έγινε, θα έχει συνέπειες».