Ελένη Θεοδώρου ήταν το πατρικό μου, τώρα ονομάζομαι Ελένη Τζαννή. Έλεγε η μαμά μου ότι είχαν φύγει οι Γερμανοί και γεννήθηκα που έστελναν οι Αμερικανοί τα τρόφιμα. Ήμουν σε πολύ καλή εποχή γεννημένη.
Βοηθούσα τους γονείς στα χωράφια. Απ’ τη Γέρα Πλωμαρίου αυτό με τα πόδια, κοριτσάκια δεκαπέντε χρονών, δεκαέξι, με τα τσόκαρα -είχαμε όχι παντόφλα, ούτε παπούτσια- «τσοκαρέτες» τα λέγαν, είχαν με ξύλινα τα κάναν οι τσαγκάρηδες, και τρέχαμε, πηγαίναμε σε ξένα χωράφια που πηγαίναμε. Το μεροκάματο ήτανε πέντε δραχμές τότε ήταν, τρεισήμισι δραχμές...
Δεν πήγα καθόλου γυμνάσιο. Επειδή ήμουνα το πρώτο παιδί, ήμουνα σαν μάνα. Για να βοηθήσω τη μαμά στα κτήματα, στο μεγάλωμα των παιδιών, δεν πήγα. Μετά έμαθα κομμώτρια στη Μυτιλήνη πρακτική, στα δεκαέξι χρόνια, στα δεκαεπτά και γύριζα σε όλα τα χωριά, δεν είχα κομμωτήριο.
Είχε πεθάνει η γιαγιά μου. Ήρθε η πεθερά μου να συλλυπηθεί τη μαμά μου για τον θάνατο της γριούλας, ήταν και λίγο συγγενείς. Εγώ -είχαμε στην αυλή μέσα φούρνο- είχα ζυμώσει το πρωί. Είχα την πινακωτή πέντε ψωμιά εκεί, έκανα και πίτα, έφερα και την πεθερά μου επάνω λίγη πίτα, γιατί η μαμά ήταν εδώ με τη γριούλα κι εγώ έκανα φούρνο κάτω και φούρνιζα. Η πεθερά μου τα κοίταζε όλα αυτά...
Πήγε στο σπίτι, έγραψε γράμμα το γιο της στην Αυστραλία ότι: «Εγώ σου έχω κορίτσι τάδε, τάδε, θέλω να σου στείλω την Ελένη». Με θυμόταν κιόλας, με θυμόταν κι εκείνος, μικρούλα που ήμουν. Κι απάντησε εκείνος ότι: «Να πας, μητέρα να τη ζητήσεις, είναι κι από εμένα δεκτό». Δηλαδή, με προξενιό. Και λέει: «Ευφροσύνη, εγώ θέλω την Ελένη να τη στείλουμε στην Αυστραλία για τον Γιώργο, να γίνουν ανδρόγυνο».
Ο μπαμπάς μου ήταν ανένδοτος. Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο. Γιατί όταν γεννήθηκε η πιο μικρή η αδερφή μου, λέει: «Άντε, τέσσερις Νικόλα τις έκανες τις κόρες σου!» Κι είπε ο μπαμπάς μου αυτή τη στιγμή μέσα στο τζάκι, στην κουζίνα: «Άντε, τι να κάνουμε; Στέλνουμε και καμιά στην Αυστραλία!» Κι επειδή είπε αυτή τη λέξη, εμένα δεν ήθελε, πρώτο παιδί, να με στείλει στην ξενιτιά. Έλεγε όχι.
Εγώ, εν τω μεταξύ, είχα καλοθελήσει. Ήμουν και περίεργη, ήθελα την περιπέτεια, δεν ήμουν κορίτσι αυτό, ήθελα να ανοιχτώ. Το ήθελα να φύγω.
Είδα κι όνειρο ότι σήκωσα τον σταυρό, των Φώτων ήταν και φωνάζαν στο Πέραμα: «Αυτή η κοπέλα έπιασε τον σταυρό και τον τύλιξε σε ένα κόκκινο πανί!» Ξυπνάω το πρωί, λέω: «Μαμά, θα γίνει! Θα αρραβωνιαστώ!», λέω, «Είδα αυτό το όνειρο».
Και με αρραβωνιάσαν. Από μακριά....
Και μετά αρχίσαμε αλληλογραφία, σιγά-σιγά, με τα γράμματα. Λογικά γράμματα, όχι αυτά... «Τι κάνεις;» Αυτό. «Πότε θα ‘ρθω;» «Πότε θα ‘ρθεις;» «Σε περιμένω με ανυπομονησία». Τώρα, μια τέτοια αλληλογραφία, αγνή αλληλογραφία, όχι πονηρά πράγματα. Τα έχω ακόμα τα γράμματά μου επάνω.
Αρραβωνιάστηκα το ‘61 κι έφυγα στα δυόμισι-τρία χρόνια να ‘ρθει η βίζα μου. Δηλαδή, δεν είναι η Αυστραλία θα πεις ότι, άντε θα πάω στην Αυστραλία και μπαίνω μέσα στο καράβι και φύγε. Θα ‘ρθει η βίζα, θα ‘ρθουν αυστραλοί γιατροί να σε περάσουν όπως σε γέννησε η μητέρα σου. Εδώ στην Ελλάδα, στη Μυτιλήνη μέσα. Δεκαεννιά χρονών κοριτσάκια, δεκαοκτώ, μας ξεγυμνώναν και μας περνούσαν και τη μητέρα μου εξέταση και τον πατέρα μου κι ύστερα εμένα, για να σε εγκρίνουν ότι θα φύγεις στην Αυστραλία, αν είσαι υγιής.
Εγώ έφυγα το 1965 για Αυστραλία. Κάθε μήνα πήγαινε το «Πατρίς» κι έφευγε για Αυστραλία. «Πατρίς» κι «Ελληνίς», δύο καράβια. Ξεκινάς, παίρνεις το «Πατρίς», κόβουν οι κορδέλες από το «Πατρίς» που κρεμόταν, οι γονείς απέξω, κλαίνε ο κόσμος. Τότε όλα τα νιάτα της Ελλάδας είχαν φύγει στην Αυστραλία.
Δυο κορίτσια πήγαμε μαζί, είχαμε δίκλινη καμπίνα μέσα στο «Πατρίς». Δύο αδέρφια κι ήμασταν δύο κορίτσια, η μια από τον Παλαιόκηπο κι εγώ από τον Πλακάδο. Ήταν νοικοκύρηδες κι οι δύο τα αδέρφια, δηλαδή οι αρραβωνιαστικοί μας. Μας είχαν σε καλή θέση. Εκείνοι πλήρωσαν τα εισιτήρια μας. Αφού εμείς πήραμε ένα μπαουλάκι, πήραμε και φύγαμε, τίποτα άλλο. Μας πήραν τα αγόρια, οι άντρες μας.
Γινόταν επάνω της τρελής! Χοροί, τραγούδια, αυτά... Εμείς είχαμε δύο γριούλες και μας λέγανε: «Αν κάνεις τίποτα μέσα στο καράβι, όλα θα τα λεν στους αρραβωνιαστικούς σας!» Και καθόμασταν τρυπωμένες κοντά στις γριούλες, θεία Ευφροσύνη και δεν ξέρω πώς λεγόταν η άλλη. Πηγαίναν στα παιδιά τους αυτές και μας είχαν στο νου τους να μην παραστρατήσουμε!
Από Αθήνα ξεκινήσαμε παραμονή των Φώτων, Ιανουάριο, παραμονή των Φώτων και φτάσαμε πρώτη Φεβρουαρίου. Πρώτη Φεβρουαρίου πήγαμε, δεκατρείς Φεβρουαρίου παντρευτήκαμε. Αυτές τις ημέρες που ήμασταν αρραβωνιασμένες πλαγιάζαμε στης κουνιάδας μου. Δε μας άφησε δώδεκα μέρες στο ίδιο σπίτι με τα- μας πρόσεξε, δηλαδή, η κουνιάδα μας πάρα πολύ, σαν να ήταν μάνα μας.
Τα προικιά μου τα πήρα μαζί. Μου είχε κι η μαμά κάτι αυτά, κάτι εσώρουχα παλιά που βάζαν οι γριές, ραμμένα εκείνη στη μηχανή. Τα πήρα εγώ, πού να τα παρουσιάσω στην Αυστραλία αυτά τα εσώρουχα ήταν εκεί; Ένα μια φορά έβγαλα, το έδειξα στην κουνιάδα μου και γελάσαμε. Ήταν πιο σύγχρονη η ζωή.
Παντρευτήκαμε το ‘65, το ‘66 έμεινα έγκυος, έκανα το παιδί μου. Καθίσαμε μαζί τρεις συννυφάδες και πεθερά και πεθερός σε ένα σπίτι επί τέσσερα χρόνια. Κάθε δωμάτιο ήταν κρεβατοκάμαρα. Με την πρώτη συννυφάδα μου που πρωτοπήγα, τρώγαμε σε μια κατσαρόλα δύο χρόνια πριν έρθει η μεγάλη. Δηλαδή, μαγειρεύαμε σε μια κατσαρόλα και τρώγαμε τέσσερα άτομα μέχρι να γίνουν τα παιδιά μας. Τόση αγάπη υπήρχε, τόση ομόνοια. Η ξενιτιά θέλει αγάπη, δεν τα κάνεις εύκολα. Δηλαδή, όταν πας η αρχή, πρέπει να βοηθήσει ο ένας τον άλλον. Αυτή είναι η ζωή του.
Η Αυστραλία είναι η γη της επαγγελίας. Δε με άφησε ο Γιώργος να δουλέψω κομμώτρια, γιατί ζήλευε λιγάκι κι έπρεπε να είμαι πάρα πολύ μοντέρνα, να βάφω νύχια, να έχω αυτό μέσα στα κομμωτήρια της Αυστραλίας κι ήταν λίγο παράξενος και δε με άφησε να δουλέψω τη δουλειά που έμαθα κι ήμουν κόφτρα κι έπιασα σε εργοστάσιο. Όσα χρόνια κάθισα που εργάστηκα, δούλεψα σε εργοστάσιο τα Koala Bay, εκεί στα αρκουδάκια και στα καγκουρό. Ερχόταν τα τομάρια. Ψήφιζαν ένα νόμο πόσα θα σκοτώσουν για τα εργοστάσια. Γιατί το είχαν το καγκουρό και το κοάλα τα έχουν όπως έχουμε εμείς την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα.
Μας έλεγαν: «Θα βγάλεις τριάντα κομμάτια τη μέρα». Εμείς, οι Ελληνίδες κι οι Ιταλίδες, τα πήγαμε στα ογδόντα. Κι αυτό το υπόλοιπο που έβγαζες, στο δίναν μπόνους, στο δίναν έξτρα φάκελο. Ενώ οι Αυστραλέζες δουλεύαν με το πάσο τους. Οι Αυστραλέζες μας μαλώναν, όπως μαλώνουμε τώρα εμείς τους Αλβανούς γιατί βγάζουν πάρα πολύ δουλειά και τους αυτό, έτσι μας κάνανε κι εμάς, μας λέγαν: «Υou are stupid», είστε ζώα, γιατί το πήγατε στο ύψος τη δουλειά. Κατάλαβες;
Μια φορά από το Sydenham Station, που έβγαινε από το τρένο μέχρι το εργοστάσιο, με πιάσαν και με σπρώχναν τέσσερα άτομα, δύο κορίτσια και δύο αγόρια. Είχα κι ένα box, ένα κουτί αρκουδάκια από το σπίτι να τα πάω στο αυτό, και με σπρώχναν. Άσπρη πήγα στο εργοστάσιο από τον φόβο μου. Και μου λέγαν, καταλάβαινα:
«You are stupid, bloody καινούργιοι Αυστραλέζοι που ήρθατε εδώ!»
«Υes, yes», έλεγα εγώ, πού να αντιμιλήσεις, θα με ρίχνανε σε κανένα στενό. «Yes, yes, yes!»
Έτσι με έλεγαν χαζή είναι τούτη και με παίζανε μέχρι όταν έπεσα μέσα στο road, έφτου πέρα μέσα στη λεωφόρο κι είδα κόσμο. Λέω άντε, τη γλίτωσα. Άσπρη πήγα στο εργοστάσιο από τον φόβο μου.
Του Αγίου Γεωργίου την ημέρα, που γιορτάζει ο άντρας μου. Μου λέει η πεθερά μου το πρωί:
«Άντε βρε Ελένη, μην πας σήμερα στο εργοστάσιο, γιορτάζει κι ο άντρας σου, μην πας στη δουλειά».
Κάνω εγώ, φουρκισμένη κιόλας: «Δεν ξέρουν οι Αυστραλοί Αγίους Γεώργηδες και τέτοια!»
Σηκώνομαι, φεύγω στο εργοστάσιο, πηγαίνω. Με είχαν βάλει στην πρέσα. Ήταν μια πρέσα μεγάλη, κόρη μου, είχε ένα λεβιέ έτσι, μια πλάκα τσιμεντένια κι από πάνω πάλι άλλη πλάκα κι έχει ένα λεβιέ. Καθώς το άπλωνα να βάλω το πατρόν του καγκουρό να το κόψω από τη μια κι από την άλλη, έπαθε εμπλοκή η πρέσα, με κοπανάει μια! Πίτα το χέρι μου, σπασμένα όλα μου τα δάχτυλα. «Mr Ben!» λέω, τρυπώνω μέσα στην αγκαλιά του γέρου του επιστάτη από τον πόνο. Με χτυπάει από κάτω από τη μασχάλη μου ένας πόνος, τρύπωσα μέσα σε αυτό, με αρπάνε, με πηγαίνουν στο νοσοκομείο. Αυτά έπαθα.
Όταν είχε παραγγελία από την Κίνα το εργοστάσιο είχε πάρα πολλή δουλειά και σου λέει: «Θέλεις, Έλεν, να πάρεις και στο σπίτι;» Και τα έφερνε ο boss και δούλευα και στο σπίτι και φώναζε ο Στρατής: «Έλα mommy, έλα mommy πια μέσα κι έχει η ντουλάπα μας money, χρήματα». Ο Στρατής, επειδή δούλευα εγώ Σαββατοκύριακο, το άφηνα το καημένο μοναχό του στην τηλεόραση στα αυτά, στα κινούμενα σχέδια και βαρυγκομούσε το καημένο. Θέλω να σου πω, έχει αγώνα η ξενιτιά. Δεν είναι να πας και να πεις ότι τα βρίσκεις όλα έτοιμα κι έγινε η περιουσία.
Το ‘73 γυρίσαμε. Ο Γιώργος δεν ανοίχτηκε πολύ κι αποφασίσαμε κι ήρθαμε και τον φέραμε οκτώμισι χρόνων τον Στρατή εδώ, για να μη γίνει Αυστραλός και μείνουμε για πάντα στην Αυστραλία. Αυτή την επιλογή κάναμε κι ήρθαμε. Αεροπορικώς γύρισα. Δε γύρισα με το καράβι.
Ήρθα εδώ στο χωριό. Η μαμά λιποθυμούσε μόλις ήρθα και φώναζε: «Ελένη! Ελένη! Ελένη, κόρη μου, κόρη μου!» Σου φαίνεται ότι είναι οι δρόμοι στενοί, ότι θα πέσουν τα σπίτια επάνω σου να σε πλακώσουν. Σου φαίνεται πάρα πολύ... Στα τρία χρόνια μου ήρθε τρέλα, ήθελα να φύγω πίσω...
Επανήλθα στην αγροτική ζωή, μέχρι τώρα, εβδομήντα πέντε ετών. Μου αρέσει. Δηλαδή, αυτό που κάνω μου αρέσει, η δουλειά μου αρέσει. Δεν ξέρω, ο χαρακτήρας μου είναι αυτός; Έχω βγάλει και από την κομμωτική και από τα αρκουδάκια και από τις ελιές. Είμαι πολυάσχολο άτομο. Σήμερα πήγα στο χωράφι, πήγα δίπλωσα τα δίχτυα από το κτήμα με τον θείο σου τον Γιώργο, γιατί ο καημένος είναι ογδόντα τριών χρονών, δεν είναι και μικρός. Τον έχω και τον ταλαιπωρώ κι αυτόν, αλλά τον αφήνω κι έρχεται πιο αργά, του λέω: «Πάνε λίγο στο καφενείο».
Θυμάμαι πολύ την Αυστραλία. Έζησα πάρα πολύ όμορφα. Δε βλέπεις στο σπίτι; Ακόμα γεμάτο καγκουρό είναι. Έτσι είναι η ζωή μου. Όπου να δεις, καγκουρό έχω!