Εγώ θυμάμαι, παιδάκι, που χτυπάγανε την καμπάνα, ας πούμε, νύχτα, δώδεκα η ώρα και λέγανε ότι: «Πρέπει να μαζευτείτε με τα μουλάρια στο σχολείο, γιατί θα πάμε στο Λιδορίκι». Και να πάρουμε στο… εκεί ήταν το μονοπώλιο που είχε πετρέλαιο, σαπούνι, αλάτι. Αυτοί ‘θελαν αλάτι πιο πολύ να πάνε που μαγείρευαν, που κάνανε, και μας σηκώνανε νύχτα. Τώρα, για να μην πάνε εμένα τα αδέρφια μου, τότε γινόταν και τα παίρνανε τα αγόρια με τους αντάρτες, έστελνε η μάνα μου εμένα. Εγώ ήμουνα και μικρή.
Νύχτα φορτώναμε το αλάτι. Από εκεί έπρεπε να το πάμε σε ένα άλλο μέρος, να το παραλάβουνε άλλοι, δηλαδή δε σε αφήνανε να πας κατευθείαν. Κι από εκεί οι άλλοι, να το πάρουν, να το πάνε στο αρχηγείο. Εμείς ήμασταν παιδάκια τώρα. Σηκωνόμασταν, θυμάμαι την πρώτη φορά που είχα πάει νύχτα στο αυτό, προσκύναγα. Όπως πηγαίναμε, σε ένα μέρος ήτανε βράχος. Είχα μπει κι εγώ από πάνω από το μουλάρι καβάλα, κάνω έτσι να πέσω, ήταν ένας πιο πίσω μου ας πούμε πιο μεγάλος, με κρατάει με την γκλίτσα, πετιέμαι εγώ, τώρα μικρό παιδί.
Πήγαμε στο, τότε είχαμε πάει στο Κροκύλειο, αυτή τη νύχτα. Φορτώσαμε, φεύγουμε. Στο δρόμο ήτανε κάτι μικροί που τους λέγανε «γαβριάδες». Αυτοί τώρα οι γαβριάδες ήταν που, δηλαδή, άμα έκανες εσύ κάτι, ξέρω ‘γω, σε καθάριζαν. «Θα δούμε τις δασκάλες! Θα δούμε, προχωράτε, θα δούμε τις δασκάλες!» Εγώ παιδάκι, έλεγα κι εγώ, ποιες δασκάλες;
Όπως προχωράγαμε στο δρόμο, βλέπουμε: Μάνα και κόρη, τις είχαν γυμνές. Μαχαιρωμένες, με πλάκες στα στήθια, με αλάτι, με τις κοτσίδες έτσι, μπροστά. Αυτά ήτανε για να τα βλέπεις, να φοβάσαι. Και γι’ αυτό μας θέλαν να τις δούμε.
Όπως προχωράμε, θυμάμαι, ερχόντουσαν τα αεροπλάνα από πάνω, κυνηγάγαν τότε για τους αντάρτες κι έρχονταν αεροπλάνα από πάνω. Μας λένε τώρα οι αντάρτες: «Κρυφτείτε μες στα δέντρα!» Πάμε να κρυφτούμε, τώρα τα μουλάρια μείνανε. Τα αεροπλάνα μας είδανε αλλά δε χτυπήσανε, γιατί σου λέει είναι, ας πούμε, και κόσμος από τα χωριά, δε χτυπήσανε.
Φεύγουμε, πάμε, να πάμε το αλάτι στο χωριό. Λέει: «Δε θα το πάτε στο χωριό, θα το πάμε στο βουνό απάνω». Εμείς τώρα παιδάκια. Λέει τώρα μία αυτή που ήταν οργανωμένη, αυτή έκανε πιο πολύ τις οργανώσεις, ήταν γραμμένη στο αντάρτικο, ήτανε.
Λέει: «Αυτά να τα αφήσουμε, είναι παιδιά». Ήμασταν τρία μικρά. «Να τα αφήσουμε να φύγουνε».
Λέει αυτός, όμως: «Θα τα αφήσουμε, αλλά θα πάνε από άλλον δρόμο για να μην τα παρακολουθήσουνε».
Λέμε: «Εντάξει».
Εμείς δεν ξέραμε τώρα τον άλλο δρόμο. Αντί να πάμε στο χωριό, πηγαίναμε προς το άλλο χωριό. Λέμε τώρα και τα τρία, δεν ξέραμε, λέμε πού είμαστε; Καθίσαμε, ήταν μεσημέρι. Αφού φύγαμε από το βράδυ, τη νύχτα στις δώδεκα, μετά γυρίζαμε μεσημέρι, την άλλη μέρα. Όπως καθόμασταν από κάτω σε ένα δέντρο, μας πήρε ο ύπνος. Όπως μας πήρε ο ύπνος, η μια κοπέλα όπως κοιμότανε, πάει ένα φίδι στο πόδι. Το ένιωσε, σηκώνεται, πετιέται απάνω, μας λέει: «Φύγετε! Το φίδι!» Αφήνουμε τα μουλάρια, φεύγουμε. Πάμε στο χωριό χωρίς τα μουλάρια. Πήραμε το ποτάμι να βρούμε το δρόμο, να κάνουμε. Πάω στο χωριό εγώ, μικρή.
Εγώ από τις δασκάλες είχα πάθει, φαίνεται. Με βάζει η μάνα μου να κοιμηθώ. Σηκώθηκα να κοιμηθώ, τώρα μέρα ήταν. Ήτανε δυο θειάδες μου κι η μάνα μου καθόντουσαν, γιατί κάτι έπαθε το κορίτσι, δεν είναι καλά το κορίτσι. Σηκώνομαι, με συγχωρείς, όπως ήμουνα κι εγώ, ας πούμε, δεν καταλάβαινα, κατεβάζω να πάω να κατουρήσω μέσα, μπροστά τους.
Λέει η μάνα μου: «Τι κάνεις;»
Λέει η θειά μου τώρα: «Μην του μιλάς, το παιδί. Έπαθε το παιδί, μην του μιλάς».
Σηκώνομαι εγώ, παίρνω μετά, βγαίνω έξω, παίρνω το δρόμο, έφευγα. Μετά συνειδητοποίησα, όταν πήγα στη βρύση, ότι κάτι δεν πάει καλά. Γυρίζω πίσω, τότε άρχισα να συνέρχομαι φαίνεται. Πάω πάνω στο σπίτι, βάζω τα κλάματα, λέω της μάνας μου: «Οι δασκάλες!» να λέω εγώ. «Ποιες δασκάλες, παιδάκι μου;» «Οι δασκάλες!» Αυτό μου είχε μείνει. Κι ακόμα μου έχει μείνει, με τις δασκάλες.
Εν τω μεταξύ μετά έρχεται ο στρατός. Το χωριό το δικό μας είναι κάτω. Είναι απότομο, κάτω. Ο στρατός ήταν εδώ. Στο χωριό τώρα μέσα, ήταν αντάρτες. Χτυπάει, όλο την καμπάνα, ας πούμε, χτυπάγανε: «Μπείτε μέσα στα σπίτια σας, γιατί θα γίνει μάχη!» ας πούμε, που θα χτυπάγαν τους αντάρτες.
Εμάς τώρα, μέσα στο σπίτι μας ήταν αντάρτες. Γιατί κάθε σπίτι μπαίνανε μέσα. Έπρεπε να τους ταΐσεις, έπρεπε διάφορα πράγματα. Και τους έκρυβες κιόλας. Αφού χτυπήσαν, λέει η μάνα μου: «Τώρα τι; Πού; Κατεβείτε κάτω, στο κατώι». Ήταν και μία γυναίκα που ήταν έγκυος στο ανταρτικό.
Της λέει η μάνα μου, της λέει: «Κάτσε εσύ, εγώ θα πω ότι είσαι δικιά μας. Θα φορέσεις…»
«Όχι» λέει.
Φορούσε στρατιωτικά, όπως λες, αυτά τα αντάρτικα, που είχανε τα δίκοχα, θυμάμαι, τα όλα, ας πούμε, τα όπλα είχανε.
Λέει: «Όχι, δε θα καθίσω».
Της λέει: «Κάτσε, κορίτσι μου», της λέει. Ήταν με την κοιλιά, έτσι.
«Όχι!»
Σηκώνονται. Να χτυπάνε τώρα ο στρατός από πάνω, οι αντάρτες από το άλλο μέρος. Γινόταν, ξες, μέσα στο χωριό, δεν μπορούσες ούτε να κουνηθείς, να βγεις έξω, φοβόσουνα.
Σηκώνονται, φεύγουνε οι αντάρτες. Να βλέπουμε τώρα τις σφαίρες και να τους χτυπάνε. Τότε τους είχαν θερίσει όλους μέσα, στο «απαγορευμένο», που το λέγαμε. Τους καθαρίσανε.
Μετά, αφού τελείωσε, ας πούμε, το χτύπημα, ήταν ένας κακομοίρης τσοπάνης με τα πρόβατα και καθότανε να φυλάει τα πρόβατά του. Γιατί τον είδε τώρα ο στρατός, του ρίχνει, τον σκότωσε. Ξέρεις τώρα στο χωριό, μικρό το χωριό... «Σκοτώσανε τον Κοντογιάννη! Σκοτώσανε τον Κοντογιάννη!» Χαμός να γίνεται, αυτά. Τότε μίσησαν και τον στρατό, παρόλο που ήτανε, ας πούμε, εθνικόφρονοι. Είχαν αρχίσει, σου λέει, χτυπάνε. Που με τους αντάρτες, βέβαια, εμάς δε μας είχε χτυπήσει κανείς.
Έρχεται ο στρατός κάτω. Λέει ο στρατός: «Ποιος τους είχε μες στο σπίτι; Ποιος τους τάιζε;» Εν τέλει, μετά μάθαμε ότι τους είχανε καθαρίσει τους αντάρτες όλους. Εν τω μεταξύ, στο χωριό τι είχανε κάνει; Είχαν οι αντάρτες μία λίστα που έγραφαν, ας πούμε: «Εσύ τώρα, Δημήτρη, θα φέρεις το ψωμί». «Εσύ, το κρέας». «Εσύ, το έτσι…» «Όταν σε φωνάξουμε το βράδυ και πούμε ότι πρέπει να φέρετε φαγητά στη Γκιώνα» -που είχαν το επιτελείο- «εσύ θα μαζέψεις το ψωμί». Ο καθένας είχε, ας πούμε, το πόστο του. Ήτανε από το χωριό μας όλοι οι τσοπάνηδες γραμμένοι. Και το κράταγε το χαρτί ένας.
Αυτός τώρα ερχόταν από τα πρόβατα, τον πιάνουν στον Προφήτη Ηλία ο στρατός. Γιατί που φύγανε οι αντάρτες, μετά μπούκαραν ο στρατός. Ερχόταν ο άνθρωπος από τα πρόβατα.
Τον πιάνουνε, του λένε: «Πού πάνε; Πού φύγανε οι αντάρτες;»
Λέει: «Δεν τους είδα».
Δεν μπορούσες να πεις. Αλλά κι εκτός αυτού κι ανθρώπινο ήταν, δεν μπορούσες να μαρτυρήσεις. Και να βγάλουν τη λουρίδα τώρα και να χτυπάνε. Για να μαρτυρήσει αν είδε τους αντάρτες. «Δεν τους είδα!» Σκέψου, έφαγε τόσο ξύλο ο άνθρωπος, τον είχανε κάνει μαύρο, ο στρατός. Όταν ήρθαν στο χωριό του κάνανε έφοδο, το βρίσκουνε το χαρτί, τον κατάλογο, έρχονται στο χωριό. Aυτός ο άνθρωπος ήτανε του πεθαμού, δηλαδή μετά από ένα χρόνο πέθανε.
Μετά, χτυπάνε την καμπάνα ότι όλοι οι τσοπάνηδες να έρθουνε στο χωριό, όλοι. Ήταν κι ο πατέρας μου, όλους, κάθε ένας είχε. Ήρθαν στο χωριό, ήταν ο στρατός, λέει: «Θα σας πάρουμε κατευθείαν για φυλακή. Θα πάτε στη Γυάρο». Kλάματα τώρα, ξέρεις, στο χωριό, αυτά… «Τα πρόβατα βρε παιδιά...» «Όχι», λέει, «θα σας πάρουμε, γιατί είσαστε οργανωμένοι». Μείνανε όλο οι γυναίκες με τα πρόβατα.
Μας πρόσεχαν, μετά, οι αντάρτες. Έρχονταν, μας βοηθάγανε, ξέρεις, γιατί ήμασταν οι δικοί τους. Το Πάσχα, θυμάμαι, νύχτα, δεν είχαμε παπά. Πήγαμε στην εκκλησία για να πούμε το «Χριστός Ανέστη» κι ήταν ένας που ήτανε ψάλτης. Όμως, παιδάκια τώρα εμείς, είχαμε πάει και καθόμασταν στα στασίδια και έψελναν τώρα οι χωριανοί, ας πούμε. Ήταν ο μπάρμπα-Θανάσης αυτός και λέει: «Τώρα τι να πούμε παιδιά; Λάβετε φως!» Μόνο αυτό δεν ήταν.
Κι εκείνη την ώρα ανοίγει η πόρτα της εκκλησίας, νύχτα. Εκεί κάνανε ακριβώς, ας πούμε, όπως ήτανε τα πραγματικά, ας πούμε, δεν αλλάζανε ούτε ώρες, ούτε τίποτα. Κι ανοίγει η εκκλησία και μπαίνουν μέσα δυο-τρεις αντάρτες. Παγώσαμε. Τότε πρωτοείδα τον Άρη. Ήταν ο Άρης και κάνα-δυο άλλοι. Λοιπόν, μπαίνει και παίρνει αυτός το και διάβαζε, γιατί ο Άρης ήτανε δάσκαλος. Δε θα ξεχάσω τη φωνή του που έψελνε. Όλοι μείναμε με το στόμα ανοιχτό.